ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ
Είμαστ’ οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ’ εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ’ αληθινά, τ’ άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ’ ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαιδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
«Ζωή!» ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ’ στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και – ω λύσσα! – τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.
Η ΒΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΩΙΛΟΥ
Στην πλάση, από της θάλασσας τη μάνητα
ως τον τριγμό του σαρακιού, κι απ’ το βουνό ως το χνούδι,
και μέσα στα βουβά και μέσ’ στ’ ασίγητα,
στα πάντα δυσκολόβρετο κοιμάται ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι το ξυπνάνε οι Ομηροι,
σάρκα του δίνουν, ψυχή, φως, το κάνουν πλάσμα και άστρο,
κ’ ύστερα. εσείς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ’ στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα
οι δόξες των εθνών των κοσμοξάκουστων
κρατούνε πρωτοβύζαχτο του τραγουδιού το γάλα.
Για τούτο πλάστες και προφήτες οι Ομηροι,
αταίριαστοι, αδασκάλευτοι, άκακοι, ξένοι, ωραίοι
μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
Ηρώων αλαλάζει λαός, μιας μάννας καρδιά κλαίει.
Μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
με πρόσωπο Πεντάμορφης είναι γραμμέν’ η Ιδέα,
ζωές, αλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι όλα όσα λέτε, αστόχαστοι και ανίδεοι, χ υ δ α ί α !
Για τούτο καταριέστε το τραγούδι τους,
που ρέει γοργά με τα νερά ψηλάθε τα καθάρια,
εσείς, του Ξεπεσμού λουλούδια ατίμητα
σας έχει ο νους απόπαιδα κ’ η ασκημιά βλαστάρια!
Για τούτο, αν κάνουν οι Ομηροι να τρέμετε,
τρομάρα του ανεμόδαρτου στο δέντρο απάνω φύλλου,
των Ομήρων τους ίσκιους δεν τους τρέμετε.
Κι αυτούς χτυπάτε, παίρνοντας τη βέργα του Ζωίλου!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μόνος. Εν’ άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ’ αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ’ αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ’ έδειξε κάποιος. – Νά τος! – Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά ‘βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ’ εκεί βασίλεια, κ’ εκεί πέρα
παλάτια κ’ εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.
Κωστής Παλαμάς - 1901