Περίπου 1990. Περίπου 24 ετών.
Γραμμένο κατά τη διάρκεια μιας έξαρσης της προσωπικής μου " Νύχτας της Απελπισίας".
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΤΡΑΠΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑΣ
Ο κόσμος που κρύβουμε στην ψυχή μας είναι θολός από την ομίχλη των Μύθων που μας πνίγουν. Μύθοι φυτεμένοι, που προσβλέπουν να προβάλλουν την ιδανική εικόνα του τέλειου μα που το σύμπλεγμά τους – τόσο απροσμέτρητο, πυκνό και δαιδαλώδες – κρύβει την ανθρώπινη οδό προς το τέλειο και την Αλήθεια.
Μύθοι που η μαγεία της εικόνας που προβάλλουν κάνει τον ζαλισμένο δέκτη να μην τους αναλύει, περιμένοντας απλά την άκοπη κατάκτηση (έλευση?) του Οράματος. Ενός οράματος τελειότητας που η θολή όραση προς αυτό, το κάνει να φαντάζει τόσο μεγαλόσχημο που αγγίζει τα όρια της Θεότητας.
Προσβλέπει η αδιύλιστη, η αξεδιάλυτη Ψυχή να «κατακτήσει» το όραμα του Τέλειου που προτάσσει ο Μύθος, περιμένοντας σαν τον Μωάμεθ να έρθει σ’ αυτόν το βουνό αντί να το χτίσει αυτός πέτρα πέτρα.
Ή σαν τον οδοιπόρο, που οδεύει προς την Αλεξάνδρεια μα που δεν ενδιαφέρεται να μάθει τον Δρόμο πρώτα. Τι πιθανότητες έχει να φτάσει ποτέ?
Τι ανθρώπινα παιδικό όνειρο να περιμένεις ότι θα σου προσφερθεί το Τέλειο, η Θεότητα, άκοπα, κάποια στιγμή στα χέρια!
Πόσο αλήθεια, η αναμονή έλευσής του με στήριγμα τους πνιγηρούς αξεδιάλυτους Μύθους, μοιάζει με μια ανεξέλεγκτη αστρική αιώρηση στο κενό!!!
Και τι παράδοξο αλήθεια αυτό το αίσθημα της κενότητας όταν πηγάζει από μια πηγή τόσο πλούσια όπως η Ψυχή!!!
Γιατί, είναι αλήθεια, οι Μύθοι είναι πλούτος, μα πλούτος αχώνευτος ακόμη από το καμίνι της περισυλλογής πάνω στους ρεαλιστικούς στόχους, στις ανθρώπινες δυνατότητες και στις ανθρώπινες αδυναμίες.
«Παράδοξη Κενότητα του ανθρώπου που αφήνει να γίνει πιστευτό και θέλει να προσβλέπει σε μιαν αλήθεια, ενώ εκείνο που ζητά απ’ τον κόσμο είναι ένας έρωτας!», χαράσσει η πέννα του Alber Camus πάνω στο Γόρδιο Δεσμό των Μύθων με μύχιο πόθο να βρει την άκρη του.
Μα άραγε κι ο Έρωτας δεν είναι έρμαιο ενός ακόμη Μύθου? Μήπως η θολή όραση του Τέλειου Έρωτα δεν τον εξιδανικεύει τόσο που να ισοδυναμεί με ανθρώπινο έρωτα με τον ίδιο το Θεό?
Πόσο ανθρώπινα ρεαλιστικό είναι άραγε να περιμένεις την έλευση του Θεού Απόλλωνα, την Κάθοδο του Θεού του Φωτός, πριν τη Μάχη να έρθει ντυμένος όλη του τη Θεϊκή Λάμψη για να σου προσφέρει το χέρι και να σε ταξιδέψει στους Ιερούς Ουρανούς πάνω στα πανίσχυρα φτερά του Μονόκερου?¨
Μήπως ο τελευταίος Πειρασμός του Έρωτα δεν ήταν η τελευταία και πιο σκληρή δοκιμασία πριν τη Θεοποίηση του Ιησού?
Μήπως, για το όμορφο αυτό ιδανικό δεν έχασε τα φτερά του ο Άγγελος του Βέντερς?
Και μήπως, άραγε, μαζί με τα Αγγελικά του Φτερά, δεν απώλεσε και τη Θεϊκή του Λάμψη?
Εν γνώσει του όμως αντάλλαξε την Αγνή, Άδολη Θεϊκότητά του με την αφόρητη τυραννία των ανθρώπινων αδυναμιών.
Με την ανθρώπινη φύση, με τη μοναξιά, με τα οδυνηρά ορμέμφυτα και την αέναη εξαντλητική προσπάθεια χαλιναγώγησης των αρχέγονων ενστίκτων.
Με την αίσθηση της «Απουσίας», της «Απώλειας» και του «Φόβου Απόρριψης».
Με τον ανθρώπινο συναισθηματικό κλονισμό, με την ελλιπή και υποκριτική ανθρώπινη επικοινωνία.
Με τα ασταθή ρευστά, αδύναμα, ρηχά και εύθραυστα ανθρώπινα συναισθήματα.
Με την υπερίσχυση του υλιστικού και του επαγγελματικού, έναντι του ιδεώδους και του συναισθηματικού.
Με την ταπείνωση του εγωϊσμού και τον υποβιβασμό.
Με την πολλές φορές ανεξέλεγκτη ανάγκη εκτόνωσης των απωθημένων μύχιων πόθων που οροθετεί με, ακατανόητες κι αναπόδεκτες απ’ τους άλλους, προσωπικές καταιγίδες, την ανθρώπινη ζωή.
Και πάνω απ’ όλα, με την οδυνηρή, αναγκαστική και διαρκή εξάρτηση από τους άλλους.
Μα δεν είναι άραγε, το χειρότερο απ’ όλα η πεισμώδης επιμονή της ανθρώπινης Ψυχής να περιμένει και να προσδοκεί τα πάντα από τους άλλους?
Πόσο γλαφυρά έχει ήδη φιλοτεχνηθεί αυτή η εικόνα από έναν απ’ τους τελευταίους φιλόσοφους:
«Τελικά, όλα αυτά που προσδοκούμε για τον εαυτό μας, τα προσδοκούμε περισσότερο από τους άλλους και λιγότερο από μας τους ίδιους. Αλλά και κάτι ίσως ακόμη πιο αληθινό. Απ’ αυτούς ελπίζουμε, αλλά και αυτούς φοβόμαστε, έτσι που, χαρωπή προσδοκία και υπόκωφος φόβος, περίπου να ταυτίζονται».
Δεν είναι μήπως, η ύψιστη ανθρώπινη αδυναμία αυτό το αίσθημα φόβου που ελλοχεύει πάντα και θα ελλοχεύει αιώνια κάτω από κάθε προσδοκία χαράς?
Ο Φόβος μήπως «δεν καταφέρεις να την γευτείς» ή πιο πέρα, μήπως «την γευτείς και την χάσεις».
Την σκέψη για «κίνηση» προς την κατάκτηση της Χαράς την ακολουθεί αμέσως η σκέψη (φόβος) της πιθανής απογοήτευσης ή χειρότερα ακόμη, ο φόβος των πιθανών επικρίσεων, αποδοκιμασιών ή πυρών των άλλων. Από κει είναι πια σε απόσταση αναπνοής η στάση της «αυτοεγκατάλειψης» και η αναμονή της κίνησης των άλλων. Δηλαδή, η αναμονή του «Τυχαίου» και του «Απροσδόκητου».
Πόσο ρεαλιστικός όμως είναι ο Πόθος της έλευσης του Θεού του Φωτός με μόνη Πίστη στο Τυχαίο και Απροσδόκητο?
Μήπως εξάλλου, ο Δρόμος που έχει να βαδίσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στην πορεία της προς την Θεότητα, δεν είναι αυτός της Αντοχής?
Και μήπως «Αντοχή» δεν είναι όντως «κατά πρώτο λόγο ο γαλβανισμός μέσα στη δοκιμασία και μετά η Υπέρβασή της»?
Και δοκιμασία δεν είναι άραγε η συνειδητή έκθεση στις και η ενεργός και δυναμική αντιμετώπιση των ανθρώπινων αδυναμιών?
Και μήπως η ίδια η έλλειψη αντοχής και ο επακόλουθος φόβος να υποστείς τη Δοκιμασία μέσα στο πυριφλεγέθον καμίνι των ανθρώπινων αδυναμιών, δεν είναι μια ανθρώπινη αδυναμία?
Η ίδια η απόλυτη Πίστη στο Τυχαίο και Απροσδόκητο (και μόνο) που μετατρέπει την Ανθρώπινη Ψυχή σε έρμαιο του χρόνου σαν βάρκα ακυβέρνητη στο πέλαγος, είναι ίσως η βασικότερη ανθρώπινη αδυναμία που οδηγεί στον εξοντωτικό όλεθρο της επικράτησης όλων των υπολοίπων.
Και πάλι η σκιαγράφηση του Φιλόσοφου είναι γλαφυρή: «Έτσι προκύπτει το τυχερό και ο χρόνος συνδέεται με την Τύχη. Το απροσδόκητο εμφωλεύει μέσα στο Χρόνο τις περισσότερες φορές, ως αναίτια καταφορά. Με την έννοια αυτή ο Χρόνος συνδέεται, στο ξετύλιγμά του, με το Τραγικό, όπως το συνέλαβαν οι Αρχαίοι Φιλόσοφοι και Ποιητές».
Μα το Τραγικό, από τη Φύση του είναι εφιάλτης, διαχέει γύρω του αφόρητα πικρές γεύσεις, νότες ασύλληπτου τρόμου, οδυνηρές ιαχές και χορικά λύπης, αναδίδει μια δραματικά μελαγχολική ατμόσφαιρα μοναχικών διαδρομών, αγγίζει τα τόσο δυσδιάκριτα όρια Λογικής και Παραλόγου, ψυχικής ισορροπίας και παραφροσύνης, περιέχει πάνω απ’ όλα Πόνο. Ανθρώπινο, Ψυχικό Πόνο.
Μα το Τραγικό στοιχείο, όπως το συνέλαβαν οι Αρχαίοι Φιλόσοφοι έπρεπε απαραίτητα ν’ ακολουθείται από την ακροτελεύτια ιδανική τέλεση της Κάθαρσης. Ο Αφόρητος Πόνος έπρεπε ν’ ακολουθείται από την Θετική Εξέλιξη, την εξομάλυνσή του. Την Ανακούφιση.
Για ν’ αντεχτεί ο Πόνος, έπρεπε ο υφιστάμενος αυτόν να έχει Πίστη στο Θετικό Επακόλουθό του.
Έπρεπε, το Υποκείμενο να πάψει να είναι Αποτέλεσμα των εξελίξεων και να μεταμορφωθεί σε Αίτιο. Μοιραίο καθοριστή των εξελίξεων, άρα και δέκτη πυρών, πολλές φορές πανίσχυρων κι οδυνηρών, που για να μην φθείρουν το σθένος και την καθαρότητα της Ψυχής του, αυτή θάπρεπε να θωρακισθεί με το αίσθημα της Εσωτερικής Ησυχίας και της Εγκαρτέρησης.
Τιτάνιοι Θώρακες που φυλάσσονται σε Βωμούς ριζωμένους στην Αντίπερα όχθη της Λίμνης του Πόνου και που ο επίδοξος Τραγικός Μαχητής για να τ’ αποκτήσει θα πρέπει να την διαπλεύσει σε όλο της το μήκος, να πιεί το Κώνειο του Πόνου μέχρι την τελευταία σταγόνα, να εξαντληθεί, να νοιώσει το κορμί και την Ψυχή του να σφαδάζουν από πόνους μέχρις ότου ταπεινωθεί ολοκληρωτικά πέφτοντας κατάσαρκα στο χώμα, για να συνειδητοποιήσει τότε ότι βρίσκεται πια στην άλλη όχθη και πως η αίσθηση του Πόνου δεν πολεμιέται και πάνω απ’ όλα δεν αποφεύγεται.
Βρίσκεται παντού και απαιτεί το μερίδιό του στην Ψυχή.
Συνειδητοποιεί ότι είναι Αδελφός του Σιαμαίος και πως πρέπει να αποδεχτεί τη Συζυγία μαζί του.
Τότε πια είναι σε θέση να «Δει»το Όραμα να του αποκαλύπτει την Αλήθεια του Νέου Ανώτερου Σταδίου.
Να δει πως τα Νερά της Λίμνης ηρέμησαν. Ότι βυθίστηκαν σε μια τόσο περίεργη ηρεμία. Τόσο παράξενα όμορφη και Ζωογόνο.
Σαν μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα που τελείως απρόσμενα λούζει με μεταφυσικά, αισθαντικά χρώματα, νερά γαλάζια που πριν λίγο άφριζαν στο γκρίζο φόντο του Θανάτου μανιασμένα από ηφαιστειακά ξεσπάσματα και που τώρα αναδίνουν τη γαλήνη του ήσυχου μωρουδιακού βλέμματος.
Μια έκρηξη Δοκιμαστικού Ψυχικού Πόνου τόσο σφοδρή δεν τρομάζει απλά το Νου. Τον κατακλύζει, πιέζοντας αφόρητα να τον τινάξει στον αέρα.
Το ίδιο το Κεφάλι της Μέδουσας μέσα στο κρανίο σου και τα δεκάδες φίδια της να ξεσκίζουν και να κατασπαράζουν κάθε αγγείο του εγκεφάλου σου, να παραλύουν κάθε νεύρο σου, να προσπαθούν να δηλητηριάσουν ακόμη και την ίδια την Ψυχή σου, να σφυροκοπάνε με μανία τα θεμέλια του ίδιου του Είναι σου.
Αν η Αρένα ήταν ζωντανή, τι γεύση άραγε θάχε το στόμα της μετά το ποδοπάτημά της από τους Ταύρους?
Ποια γεύση έχει η γλώσσα σου άραγε μετά από μια λυσσαλέα σύγκρουση των Αρχέτυπων ανταγωνιστικών Μητέρων, που συνθέτουν την ύπαρξή σου, όταν αυτές ξεχύνονται μανιασμένα, ασυγκράτητες, ξεγελαστικές και πανίσχυρες στην επιφάνεια?
Ξεφεύγοντας από το Μοναχικό ερημονήσι της Τρέλλας, θύμα της εξάντλησης, τα Νερά της Λίμνης ντύνονται το φωτοστέφανο της Γαλήνης και της Νηφάλιας Δύναμης που ακολουθεί τον παροξυσμό των φονικών κλαγγών.
Η νικηφόρα Πίστη στην Αγνότητα των Ιδανικών σύρει στην επιφάνεια μια έντονη και πανίσχυρη αίσθηση Ησυχίας και Εγκαρτέρησης.
Η ανησυχία και το κονταροχτύπημα της Ψυχής, όπως κάθε Πόνος, έχει ένα όριο. Πάνω από αυτό, δεν έχει νόημα ο Πόνος. Δεν επηρεάζει πια την Αντοχή γιατί πλέον είναι αδιανόητη η αίσθηση του μεγέθους του.
Η Νέα Μορφή της Αντοχής πλέον αναδύεται σαν Κοσμικό Ρουμπίνι με απεριόριστη Λάμψη, έτοιμη πάντα να προσφέρει συντροφιά στον Δίδυμο αδελφό της τον Πόνο, απομυζώντας του το πολύτιμο αντίτιμο των «Σταδίων Εξέλιξης».
Πλέον υπάρχουν μόνο η Εσωτερική Ησυχία, η Εγκαρτέρηση και η Νηφάλια Δύναμη.
Αυτά τα Ιερά, Αρχέγονα Όπλα που για να τα πάρουν τα χέρια σου πρέπει ν’ ανεβείς στα απόκρημνα, χιονισμένα και αιχμηρά υψίπεδα της Ψυχής και να σπάσεις πρώτα το Φράγμα του Πόνου που παρεμβάλλεται αγέρωχο, τρομερό και οδυνηρό ανάμεσα σε σένα και αυτά.
Ανάμεσα στις αγνές προθέσεις του Πνεύματος, της Ψυχής και της Καρδιάς σου και της Ζωοδότριας Λάμψης του Άστρου τους.
Μα όντας ζεσταμένη η Ψυχή από την Πανάρχαια Θέρμη αυτών των Δυνάμεων, λακτίζει ασυγκράτητη σε άλλον υψηλότερο ουρανό περισυλλογής.
Η Εσωτερική Φλόγα της Σιωπηρής Δύναμης αναβοσβήνει σαν αναγεννημένη γεννήτρια του Σύμπαντος πανέτοιμη να εξαπολύσει τις Λάβες της, όπου χρειαστεί ενέργεια επίθεσης, αποφεύγοντας τις φθοροποιούς εντάσεις των άσκοπων μαχών.
Η Ψυχή ντύνεται το Στέμμα αυτής της Λάμψης και την εστιάζει στην προστασία του αγνού και άδολου πυρήνα της.
Εστιάζει τη Λάμψη στην αντιμετώπιση των ανθρώπινων αδυναμιών έχοντας συνείδηση πως στην πορεία της προς το Τέλειο οφείλει να τις αποδεχτεί, να συζήσει μαζί τους, να τις συγχωρεί και να τις αγαπήσει αντιμετωπίζοντάς τες μία μία φιλικά και με κατανόηση και πως τότε μόνο θα αρχίσουν να εκλείπουν αφήνοντας πίσω τους κι από μια Βαθμίδα Ανόδου προς την «Τελειότητα».
Η Ψυχή διατηρεί ζωντανή τη Λάμψη του Στέμματος διατηρώντας πάντα ισχυρή την Πίστη της στο Ιδανικό του Ανθρώπινου Έρωτα ή όποιου άλλου Ιδανικού και την επίγνωση των αδυναμιών που θάχει ν’ αντιμετωπίσει προς την κατάκτησή τους.
Μια Ψυχή που, πριν σφυρηλατηθεί στον Καυτό Πυρήνα της η Συνδυασμένη Ατραπός του Άρη και της Αφροδίτης, γνώρισε συνειδητά τον ανθρώπινο λυγμώδη Πόνο σ’ όλη του την εφιαλτική διάσταση και στις τέσσερις εποχές του Ψυχικού Χρόνου, αναγνωρίζει πολύ καλά την αξία της αιχμής του Καζάν:
«Ο μόνος τρόπος να κρίνεις τελειωτικά έναν άνθρωπο είναι πως φέρεται σε μια στενοχώρια, προπάντων όταν έχει πονέσει».
Αν κάνει έστω κι ένα βήμα πίσω, δεν ανήκει στις Τάξεις των Μαχητών Αναζητητών του Τέλειου, παρά η φαινομενική λάμψη του ανήκει σε Βασιλικό Ευνούχο.
Αν δεν υποχωρήσει σπιθαμή στον Πόνο, τότε ένωσε άφοβα το Ξίφος σου με το δικό του.
Είναι πραγματικός, γνήσιος Αναζητητής με καθαρή, αγνή Ψυχή, ανεπηρέαστη από τον Πόνο και τις γύρω του Ανθρώπινες Αδυναμίες.