Δεν θα έλεγα πως η μετάνοια έχει διαφορετικό ορισμό στον εσωτερισμό σε σχέση με τη θρησκεία. Η διαφορά τους έγκειται στο αποτέλεσμα αυτής. Ως γνωστόν, η μετάνοια, θεωρείται αληθινή μόνον όταν συνοδεύεται από την ανάλογη πράξη ή μη-πράξη/επανάληψη αυτής.
Γενικότερα η μετάνοια αποτελεί ένα εργαλείο που μας συνοδεύει σε κάθε στάδιο της εξέλιξής μας. Κατά βάση προϋποθέτει την αυτοκριτική και σε σχέση με τις θρησκείες, διαφέρει σχετικά με τον τρόπο που καταλήγουμε στην μετάνοια. Ο δρόμος του εσωτεριστή (αν και όχι πάντα) είναι καθαρά προσωπικός και μεταξύ αυτού και του Θεού (όπου "Θεός" βάλτε ό,τι θέλετε), δεν παρεμβάλλεται κανείς. Αντίθετα, στις θρησκείες, η θρησκευτικότητα του πιστού, είναι άμεσα και υποχρεωτικά συνδεδεμένη με κάποιον εκπρόσωπο/μεσολαβητή του θεού, δηλαδή τον εκάστοτε ιερέα.
Κρίνοντας από τα αποτελέσματα της μετάνοιας μέσα σε μια θρησκεία όπως ο χριστιανισμός γενικότερα, μιας θρησκείας που ενσωματώνει υποχρεωτικά την εξομολόγηση ως μέρος της ζωής του πιστού, συμπεραίνω πως ένα μεγάλο κομμάτι της υποτροπιάζουσας μετάνοιας έχει να κάνει με τη διαδικασία της εξομολόγησης.
Ας δούμε λίγο τις διαφορές μεταξύ ενός εσωτεριστή που μετανοεί κι ενός θρησκευόμενου που επίσης μετανοεί.
1. Ο εσωτεριστής που μετανοεί:
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας μακράς και βαθιάς διαδικασίας αυτοκριτικής και ειλικρινούς/αντικειμενικής αξιολόγησης των πράξεών του. Ο εσωτεριστής, άσχετα αν είναι θρησκευόμενος ή όχι, έχει κατανοήσει πως ο θεός βρίσκεται μέσα του. Έχει κατανοήσει πως μεταξύ αυτού και του θεού δεν παρεμβάλλεται κανείς. Αυτό του εξασφαλίζει την "'άσπιλη" αμεσότητα που χρειάζεται στη σχέση του με τον θεό αλλά παράλληλα τον επιβαρύνει με το 100% των ευθυνών των πράξεών του. Πάνω από όλα όμως, η διαδικασία της αυτοκριτικής και της μετάνοιας, άρα της αυτοσυγχώρεσης παράγει ενεργούς και σκεπτόμενους νόες, ο άνθρωπος αυτός γίνεται ταυτόχρονα σύμβουλος αλλά και εξομολόγος του εαυτού του. Μόνος του δίνει συμβουλές, μόνος του κατανοεί τα λάθη του και μετανοιώνει, μόνος του συγχωρεί τον εαυτό του και κυρίως μόνος του αναγνωρίζει πως βρίσκεται στην πιο δύσκολη αλλά και ταυτόχρονα πιο δημιουργική θέση του να είναι απόλυτα υπεύθυνος των πράξεών του. Σίγουρα δεν είμαστε όλοι διατεθημένοι να παίξουμε ταυτόχρονα όλους αυτούς τους ρόλους
2. Ο θρησκευόμενος που μετανοεί:
Εδώ πρόκειται για την περίπτωση όπου η μετάνοια, όσο ειλικρινής και βαθιά και να είναι, δεν αξίζει τίποτα αν δεν "επικυρωθεί" από τον αρμόδιο μεσάζοντα μεταξύ του πιστού και του θεού. Η μετάνοια του θρησκευόμενου έχει σχέση με ένα ευρύτερο "τελετουργικό", όπου ο πιστός είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει τα λάθη του και να μετανοιώσει μπροστά σε έναν ιερέα. Το θέμα είναι πως πολλές φορές η μετάνοια αυτή δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής γιατί πολλοί πιστοί κρύβουν (κυρίως από ντροπή) ή "μαγειρεύουν" τις λανθασμένες πράξεις τους μπροστά στον ιερέα, με αποτέλεσμα η μετάνοια να είναι μερική κι όχι καθολική. Επίσης, η διαδικασία της μετάνοιας συμπεριλαμβάνει και τη συγχώρεση από τον θεό μέσω του ιερέως, πράγμα που για πολλούς αποτελεί άριστη αιτία υποτροπιάζουσας μετάνοιας. Είναι εύκολο να μετανοιώσουμε και να υποτροπιάσουμε, μιας και ο πανάγαθος θεός πάλι θα μας συγχωρέσει
Επομένως, η μετάνοια δεν ολοκληρώνεται γιατί ακόμα κι αν γίνει πράξη, η υποτροπή μας ξαναστέλνει στο μηδέν. Η πραγματικότητα αυτή είναι.
Η διαφορά λοιπόν της μετάνοιας στον εσωτεριστή και στον θρησκευόμενο είναι πως ο πρώτος τη συνδέει με κάτι ανώτερο και πιο ουσιαστικό από μια απλή (και κατά τα φαινόμενα υποχρεωτική) δραστηριότητά του. Η μετάνοια για τον εσωτεριστή επιφέρει πιο βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές στην πορεία της ζωής του. Αποτελεί δε ένα απαραίτητο εργαλείο για την επιτέλεση του έργου της πνευματικής αλχημείας.
Καταλήγω λοιπόν πως η μετάνοια είναι ελλειπής αν δεν συνοδεύεται από τις ανάλογες πράξεις που να αποδεικνύουν το ειλικρινές αυτής. Όσο για το τι σημαίνει "μετάνοια", θα έλεγα πως σχετίζεται με την αναγνώριση από μέρους μας μιας λανθασμένης επιλογής ή πράξης μας, στα πλαίσια μιας αυστηρής αυτοκριτικής. Μετανοιώνω σημαίνει αναγνωρίζω τα λάθη μου και δρω πλέον προς άλλες επιλογές και πράξεις.