Ας γράψω για μία προσωπική εμπειρία, σχετική με υλοποίηση στόχου. Δεν ξεκίνησε σαν τεχνική υλοποίησης, αλλά μάλλον κάτι ενεργοποίησα, διότι η επιτυχία ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή. Συγχωρήστε με αν φύγω από το θέμα.
Νοέμβριος-Δεκέμβριος του 1998. Δουλεύω υπάλληλος (μηχανογράφος) σε μία βιομηχανία. Ο μισθός μου είναι 250.000 δρχ/μήνα. Σιχαίνομαι το συγκεκριμένο περιβάλλον εργασίας. Αισθάνομαι ότι η ζωή και η καριέρα μου δεν οδηγούνε πουθενά.
Προσπαθώ να βρω εναλλακτικές πηγές εισοδήματος. Ασχολούμαι με διαμεσολάβηση σε εξαγωγές ελληνικών τυποποιημένων τροφίμων, αλλά δεν έχω καμία επιτυχία.
Εδώ και καιρό όμως ασχολούμαι με το χρηματιστήριο, έχω καμιά 10αριά πελάτες και εξασφαλίζω ένα μικρό εισόδημα (20.000-40.000 δρχ/μήνα) από προμήθειες.
Ζηλεύω κάποιους γνωστούς μου που είναι διευθυντές σε αντιπροσωπίες. Όλη την ημέρα γυρνάνε με το κουστούμι τους, βλέπουν πελάτες και κλείνουν συμφωνίες. Δείχνουν άνετοι, γελαστοί, κοινωνικοί και βγάζουν πολύ περισσότερα από εμένα.
Κάθομαι και γράφω σε ένα χαρτί, ποια θα ήταν κατά τη γνώμη μου η ιδανική δουλειά. Αυτό που θα με γέμιζε ευχαρίστηση. Γράφω περίπου αυτά:
1) Να βγάζω πάνω από 1.000.000 δρχ. το μήνα.
2) Να μην έχω αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου.
3) Να μην ξυπνάω νωρίς το πρωί.
4) Να έχω ελεύθερο ωράριο, να κανονίζω εγώ το πρόγραμμά μου.
5) Να κάνω ταξίδια.
6) Να γνωρίζω κόσμο.
Το δείχνω μόνο σε ένα φίλο μου, ο οποίος γελάει ειρωνικά. Το βάζω στο συρτάρι και το ξεχνάω.
Τον Ιανουάριο 1999 ο προϊστάμενος μου παραιτείται (είχε μισθό 450.000 δεχ/μήνα). Ουσιαστικά παίρνω τη θέση του. Είναι μία χρυσή ευκαιρία για εμένα. Δουλεύω σαν το σκυλί, αναλαμβάνω όλες τις ευθύνες της μηχανογράφησης με σκοπό μία γερή αύξηση.
Το Πάσχα του 1999 είναι φανερό ότι τα αφεντικά δεν έχουν σκοπό να μου δώσουν πάνω από 300.000 δρχ/μήνα, το οποίο θεωρώ απαράδεκτο.
Η δουλειά με το χρηματιστήριο πάει καλά. Βγάζω περίπου 250.000 δρχ /μήνα από προμήθειες.
Στο μεταξύ έχω προσθέσει ακόμα μία κερδοφόρα δραστηριότητα. Έχω μελετήσει βιβλία και παίζω τακτικά Μπλάκ-Τζακ στο καζίνο. Πηγαίνω μέχρι και 5 φορές την εβδομάδα, το βλέπω σαν δουλειά και όχι σαν διασκέδαση. Την άνοιξη του 1999 κερδίζω περίπου 750.000 δρχ. από το καζίνο. Γνωρίζομαι με τους «επαγγελματίες παίχτες», μαθαίνω από αυτούς. Μου λένε όμως το εξής: Το σύστημα που εφαρμόζω είναι σωστό και πετυχημένο. Βασίζεται στα μαθηματικά. Όμως τα ποσά που θα έπρεπε να κερδίζω είναι 5.000, το πολύ 10.000 δρχ την ημέρα, αν παίζω τουλάχιστον 5 ώρες. Εγώ όμως μπορεί σε 1-2 ώρες να κερδίζω μέχρι και 100.000. Αυτό δεν εξηγείται από το σύστημα, άρα με ευνοεί πολύ η «τύχη».
Το Μάιο του 1999 το εισόδημά μου φτάνει τις 800.000 δρχ/μήνα από τις διάφορες πηγές. Οι στενοί φίλοι με φωνάζουν (συγχωρήστε την έκφρασή μου): «ο άνθρωπος που χέζει χρήματα».
Από εκείνη την εποχή (Άνοιξη του 1999) θυμάμαι έντονα δύο περιστατικά.
1) Μία ημέρα με παίρνει τηλέφωνο ένας συνάδελφος. Με παρακαλάει να του δανείσω 50.000 δρχ και θα μου τα επιστρέψει μόλις πληρωθούμε. Κοιτάζω το κομοδίνο δίπλα μου. Είχα αφημένα κάπου 450.000 δρχ. Δεν έχω προλάβει να κάνω κατάθεση στην τράπεζα. Του λέω: «Έλα να σου δώσω 100.000 δρχ και όποτε έχεις μου τα επιστρέφεις». Τόσο μεγάλο ήταν το αίσθημα της αφθονίας που ένιωθα.
2) Οδηγώ σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω σε μία γωνία μία γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι. Μοιάζει να ζητιανεύει. Πρώτη φορά την βλέπω. Κάνω το γύρω του τετραγώνου, παρκάρω δίπλα της. Βγαίνω, την πλησιάζω. Τα χέρια της είναι διπλωμένα και παραμορφωμένα, μάλλον από τη γέννησή της. Βγάζω και τις δίνω ένα χιλιάρικο. Μου λέει «Ευχαριστώ». Ακόμα θυμάμαι το χαμόγελό της. Νιώθω ένοχος. Τι «ευχαριστώ»? Εγώ έχω την υγεία μου και όλες τις δυνατότητες. Το βράδυ πήγα πάλι καζίνο. Κέρδισα 175.000 δρχ. Ίσως τα περισσότερα που κέρδισα σε μία βραδιά.
Αγανακτισμένος από τα αφεντικά μου παραιτούμαι από τη δουλειά το Μάιο 1999. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Τα κέρδη όμως από το καζίνο και τη δουλειά στο χρηματιστήριο μου έδειχναν ότι υπήρχαν τεράστιες δυνατότητες έξω από τα συμβατικά όρια της εργασίας.
Από τότε όμως ποτέ δε μπόρεσα να κερδίσω ξανά στο καζίνο. Ξόδευα 4-5 ώρες και κέρδιζα ή έχανα 5.000-10.000 δρχ. Ψίχουλα, δεν άξιζε τον κόπο. Το παράτησα. Αργότερα πίστεψα ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η ίδια δύναμη που μου έδειξε ότι υπάρχουν δυνατότητες έξω από τη συμβατική υπαλληλική δουλειά, η ίδια δύναμη με σπρώχνει να ασχοληθώ με κάτι πιο δημιουργηκό και να αφήσω το καζίνο. Αφοσιώνομαι λοιπόν 100% στο χρηματιστήριο.
Ιούνιο 1999 παίρνω το πρώτο σεμινάριο Σίλβα. Αρχίζω και πειραματίζομαι με οραματισμούς.
Το καλοκαίρι του 1999 είναι ένα όνειρο. Είμαι αφεντικό του εαυτού μου. Ξυπνάω και εργάζομαι όποτε θέλω. Γνωρίζω πολύ καινούριο κόσμο. Πάω ένα μήνα διακοπές και γυρνάω με ένα κινητό στο χέρι δίνοντας εντολές. Ο κόσμος με ακούει και με σταματάει στο δρόμο. Ζητάει τη συμβουλή μου, μερικοί γίνοντε και πελάτες. Τον Αύγουστο του 1999 κερδίζω από προμήθειες πάνω από 1.000.000 δρχ.
Σκέφτομαι, τι άλλο στόχο να βάλω? Κάνω ένα διαλογισμό σύμφωνα με τη μέθοδο Σίλβα. Το εισόδημά μου να φτάσει τα 5.000.000 δρχ/μήνα. Τον επόμενο μήνα Σεπτέμβριο, τα έσοδα από προμήθειες και άλλες αμοιβές φτάνει τα 6.500.000 δρχ. Παρά το κραχ του Σεπτεμβρίου 1999, τον Οκτώβριο 1999 συνεχίζω και βγάζω κάπου 4.500.000 δρχ. Το Δεκέμβριο 1999 γίνομαι διευθυντής σε υποκατάστημα χρηματιστηριακής εταιρίας.
Κάπου εδώ βρίσκω το χαρτί που είχα γράψει στα τέλη του 1998. ΟΛΕΣ οι καταγραμμένες επιθυμίες έχουν πραγματοποιηθεί στο έπακρο.
Ξέρετε τι σημαίνει ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ? Την εποχή εκείνη (εγώ και οι περισσότεροι συνάδελφοί μου) πιστεύαμε ότι όταν ο θεός θέλει να κάνει κάτι, πρώτα μας ρωτάει και μόνο αν είμαστε σύμφωνοι προχωράει. Απορούσα γιατί κάποιοι ακόμα να δουλεύουνε για 200.000-300.000 δρχ μισθό. Τους λυπόμουνα, τους θεωρούσα κορόιδα.
Οι γονείς μου ήταν συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί. Μια ζωή δημόσιοι υπάλληλοι, συντηρητικοί. Δεν άργησα να μαλώσω με τον πατέρα μου, ο οποίος δε συμφωνούσε με τις ριψοκίνδυνες ιδέες μου. Το χειμώνα του 2000 του λέω: «Εγώ θέλω να κάνω κάτι σημαντικό στη ζωή μου, δε θέλω να καταλήξω σαν εσένα, αποτυχημένος».
Η πτώση του χρηματιστηρίου τσάκισε τους περισσότερους στο επάγγελμα. Τον Ιούνιο του 2001 είχα χτυπήσει πάτο. Τα έσοδά μου εκείνο το μήνα ήταν μόλις 75.000 δρχ. Το χρέος μου ήταν περίπου 5.000.000 δρχ. Θυμάμαι ότι έδινα όλα τα χρήματά μου να ξεχρεώσω πιστωτικές κάρτες και κρατούσα 1.000-1.500 δρχ για το φαγητό της εβδομάδας. Με πολύ προσπάθεια κατάφερα και ξεχρέωσα.
Μετά από 1 χρόνο οι προσευχές του πατέρα μου εισακούστηκαν. Απρόσμενα διορίστηκα κι εγώ εκπαιδευτικός στο δημόσιο. Χμ, κατέληξα στο επάγγελμα για το οποίο χλεύασα τον πατέρα μου.
Τον Ιανουάριο του 2004, μετά από 4 χρόνια, βρήκα το κουράγιο και ζήτησα συγνώμη από τον πατέρα μου.