"Όπως και ο Τερασόν, έτσι και ο Λενουάρ επιμένει πως τα Ελευσίνια Μυστήρια δεν ήταν παρά μια παραλλαγή των μυστηρίων της Ίσιδος και του Οσίριδος που τελούντο στη Μέμφιδα. Δεν υποπτεύθηκε και ίσως δεν ήταν σε θέση να υποπτευθεί πως οι πηγές όπου βασίστηκε ο Τερασόν δίνουν μια εικόνα της Αιγύπτου που σύντομα επρόκειτο να αποδειχτεί αναξιόπιστη, και πως αυτά που θεωρούσε «αιγυπτιακά», στην πραγματικότητα όχι μόνον ήταν ελληνορωμαϊκά, αλλά και χαρακτηριστικά προϊόντα του γαλλικού διαφωτισμού".
Στις τελετουργίες και στις παραδόσεις τους οι μασόνοι διασώζουν και την αντίληψη πως τα αιγυπτιακά μυστήρια συνδέονταν με ένα ευρύτερο σύστημα ηθικής παιδείας. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ιστορική μυθοπλασία που έγινε αποδεκτή ως πραγματικότητα. Στην αρχική μορφή τους τα αρχαία μυστήρια δεν είχαν καμία σχέση με σχολεία ή ιδιαίτερους κύκλους μελετών το τελετουργικό τους στόχευε στο να φέρει τον μυημένο σε επαφή με τη θεότητα, ενώ οποιεσδήποτε ειδικές προτοιμασίες ή τελετές γίνονταν για να εξοικειωθεί ο μύστης με τις πρακτικές και τη λειτουργική της συγκεκριμένης λατρείας. Η σύνδεση των μυστηρίων με την παιδεία στην πραγματικότητα ανάγεται μόλις στον ΙΗ' αιώνα και πηγάζει από ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο που εκδόθηκε το 1731.
Πρόκειται για το τρίτομο μυθιστόρημα Σήθος, μια ιστορία ή βιογραφία, βασισμένη σε αδημοσίευτα απομνημονεύματα της αρχαίας Αιγύπτου, του αβά Τερασόν (1650-1750), γάλλου ιερέα και καθηγητή Ελληνικών στο Κολέζ ντε Φρανς. Το μυθιστόρημα αυτό, που τώρα έχει σχεδόν τελείως ξεχαστεί, τον ΙΗ' αιώνα διαβαζόταν ευρύτατα- μεταφράσεις του κυκλοφόρησαν στα αγγλικά και στα γερμανικά το 1732, και στα ιταλικά το 1734. Φυσικά ο Τερασόν δεν είχε πρόσβαση σε αυθεντικές αιγυπτιακές πηγές, αφού τα ιερογλυφικά αποκρυπτογραφήθηκαν μόλις έναν αιώνα αργότερα, αλλά στηριζόταν στην ιδέα της Μυστικής Αιγύπτου που διασώζουν οι Ελληνικές και λατινικές πηγές. Αυτά τα κείμενα πάντως τα είχε μελετήσει διεξοδικά-μάλιστα στο διάστημα 1737-44 εξέδωσε μια μετάφραση του Διόδωρου του Σικελιώτη, που είναι από τις κυριότερες πηγές της αρχαίας ιδέας ότι η Ελληνική θρησκεία και τα έθιμα είχαν αιγυπτιακή προέλευση.
Ο Σήθος του Τερασόν διατείνεται πως είναι μετάφραση ενός αρχαίου χειρογράφου το οποίο βρέθηκε στη βιβλιοθήκη κάποιας ξένης χώρας, που δεν κατονομάζεται, και η οποία «φυλάσσει με άκρα ζηλοτυπία τους θησαυρούς αυτού του είδους». Ως συγγραφέας του χειρογράφου αναφέρεται ένας ανώνυμος Έλληνας του Β' αιώνα μ.Χ. Εδώ ο Τερασόν ακολουθεί τη σύμβαση στην οποία κατέφευγαν οι αρχαίοι συγγραφείς ιστορικών μυθοπλασιών, όπως ο συγγραφέας των Ερμητικών, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως τα έργα τους είναι μεταφράσεις αρχαιότερων κειμένων που κανένας άλλος δεν έχει δει. Ο Τερασόν φροντίζει να μην εξαπατήσει εντελώς τους αναγνώστες του: τους διαβεβαιώνει πως το έργο που «μετέφρασε» για χάρη τους είναι φανταστικό- αναγνωρίζει ότι το βιβλίο του είναι ένα παιδευτικό αφήγημα, σαν την Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντα (Δ' αιώνας π.Χ.) ή τον Τηλέμαχο του γάλλου αρχιεπισκόπου Φρανσουά Φενελόν (1699).
Εξηγεί πως η ιστορία, αν και τελείως φανταστική, στηρίζεται σε αρχαίες πηγές τις οποίες, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, παραθέτει συστηματικά. Προσθέτει όμως πως «είναι φυσικό να υποθέσουμε» ότι ο άγνωστος Έλληνας συγγραφέας είχε πρόσβαση σε πρωτότυπες (χαμένες πια) πηγές, όπως απομνημονεύματα που φυλάσσονταν στα ιερά αρχεία της Αιγύπτου, γραμμένα από άγνωστους ιερείς που συνόδευαν τον Σήθο στα ταξίδια του.
Ο καλλιεργημένος αναγνώστης θα διασκέδαζε με την ιδέα ότι ο άγνωστος συγγραφέας είχε συμβουλευτεί αυτά τα άγνωστα από αλλού κείμενα, όμως ο Τερασόν δεν προειδοποιεί τους λιγότερο μορφωμένους αναγνώστες ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας λόγος να «υποθέσουμε» πως υπήρξαν ποτέ τέτοια κείμενα.
Ο Σήθος, ο ήρωας της εκτεταμένης αυτής «βιογραφίας», έζησε υποτίθεται τον ΙΓ' αιώνα π.Χ., έναν αιώνα πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Η ιστορία αρχίζει στη Μέμφιδα όπου ο πατέρας του Σήθου είναι βασιλιάς. Η Μέμφις του ΙΓ' αιώνα, όπως τη φαντάζεται ο Τερασόν, έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά ενός εξιδανικευμένου γαλλικού πανεπιστημίου. Ο ναός της Ίσιδος, του Οσίριδος και του Ώρου είναι το κέντρο των τεχνών και των επιστημών. Υπάρχουν εκεί πανέμορφοι κήποι που τους φροντίζουν οι ιερείς, μία αίθουσα τέχνης και ένα μουσείο φυσικής ιστορίας με δείγματα, φάρμακα και χημικά παρασκευάσματα. Η αίθουσα της χημείας οδηγεί στις αίθουσες ανατομίας και ταρίχευσης, ενώ υπάρχει και μεγάλος υπαίθριος ζωολογικός κήπος. Ακόμη υπάρχει αίθουσα μαθηματικών (ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει ότι η μελέτη της γεωμετρίας άρχισε στην Αίγυπτο), αγροτικές μηχανές και υδραυλικά συστήματα. Κάτω από τα κτήρια υπήρχαν υπόγειες δίοδοι που, κατά τον Τερασόν, τις έφτιαξε στα πανάρχαια χρόνια ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, γεμάτες ιερογλυφικά και σύμβολα χαραγμένα στην πέτρα. Εκεί, λέει, μελέτησε ο Πυθαγόρας ιερογλυφικά και γεωμετρία, μαζί με τον Θαλή. Αυτοί ήταν και οι μόνοι Έλληνες που μυήθηκαν εκεί, μια και το όλο σύμπλεγμα το κατέστρεψε το 525 π.Χ. ο πέρσης βασιλιάς Καμβύσης.
Ο Τερασόν περιγράφει ένα ανάλογο πανεπιστημιακό σύμπλεγμα και στις Θήβες. Εδώ υπήρχε μία μεγάλη βιβλιοθήκη, με χαραγμένη στην πύλη της την επιγραφή «Τροφή για το Νου», αλλά τα βιβλία των ιερέων δεν ήταν προσιτά στο κοινό. Οι ιερείς εκτελούσαν και χρέη δικαστών και κοντά τους σπούδασαν, κατά τον Τερασόν, οι Έλληνες Σόλων και Λυκούργος. Ακόμα υπήρχαν αίθουσες τέχνης με αγάλματα και πίνακες, καθώς και αίθουσα μουσικής. Για χάρη των γάλλων αναγνωστών του, ο Τερασόν επισημαίνει ότι τις ακαδημίες αυτές τις ενίσχυαν οι βασιλείς, και πως οι νεαροί ευγενείς σπούδαζαν εκεί. Το αποτέλεσμα, πάντα από την οπτική γωνία του Τερασόν, ήταν ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολύ ανώτερο από όλα όσα εφαρμόστηκαν ποτέ στην αρχαία Αθήνα.
Ο Σήθος πηγαίνει να σπουδάσει στη Μέμφιδα, όπου και μυείται. Η μύηση τελείται μέσα σε κρυφούς χώρους μιας πυραμίδας- πριν γίνουν σοβαρές αρχαιολογικές έρευνες στην Αίγυπτο, κατά τον ΙΘ' αιώνα, δεν ήταν γνωστό ότι οι πυραμίδες χρησιμοποιούντο αποκλειστικά ως τάφοι. Η επιγραφή στην είσοδο εξηγεί στον υποψήφιο τη σημασία της δοκιμασίας που πρόκειται να υποστεί: «Όποιος διαβεί αυτό το πέρασμα μόνος, και χωρίς να κοιτάξει πίσω του, θα εξαγνιστεί με τη φωτιά, το νερό και τον αέρα- κι αν μπορέσει να νικήσει το φόβο του θανάτου, θα επιστρέψει από τα έγκατα της γης, θα δει ξανά το φως και θα έχει το προνόμιο να προετοιμάσει το πνεύμα του για την αποκάλυψη των μυστηρίων της μεγάλης θεάς Ίσιδος».
Το βασικό πρότυπο του Τερασόν για τη μύηση είναι το τελετουργικό που περιγράφει υπαινικτικά ο αφηγητής Λούκιος στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Και στις δύο περιπτώσεις η θεά που προΐσταται είναι η Ίσις και ο ήρωας πρέπει να κατέβει στον κόσμο των νεκρών και να γυρίσει πίσω. Όμως ο Τερασόν έχει προσθέσει μυθικά στοιχεία από αρχαίες ελληνικές πηγές. Η ιδέα ότι ο ήρωας δεν πρέπει να κοιτάξει πίσω του στη διάρκεια της διαδρομής του προς και από τον Κάτω Κόσμο προέρχεται από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης.
Η αντίληψη πως η ψυχή πρέπει να εξαγνιστεί με τη φωτιά, το νερό και τον αέρα ήταν γνωστή στους νεοπλατωνικούς, αλλά η πρώτη πηγή της είναι ο Έλληνας φιλόσοφος του Ε' π.Χ. αιώνα Εμπεδοκλής. Μολονότι η απειλητική επιγραφή τρόμαζε τους περισσότερους υποψήφιους (ώς και τον ίδιο τον Ορφέα), ο Σήθος κατεβαίνει στην πυραμίδα. Τρεις άντρες τον προειδοποιούν πως θα του φράξουν το δρόμο αν επιχειρήσει να γυρίσει πίσω. Τον οδηγούν σε έναν χώρο όπου θα πρέπει να υποστεί τον εξαγνισμό της φωτιάς, του νερού και του αέρα πρώτα περνάει ανάμεσα σε πυρωμένα σίδερα, ύστερα κολυμπάει σε ένα κανάλι και τέλος διασχίζει μια κρεμαστή γέφυρα που τον εκσφενδονίζει στον αέρα. Αναδύεται πίσω από ένα τριπλό άγαλμα του Οσίριδος, της Ίσιδος και του Ώρου, τότε του δίνουν να πιει νερό από το κανάλι για να ξεχάσει τα όσα είδε, καθώς και ένα ειδικό ποτό από κριθάρι.
Και αυτά τα στοιχεία της τελετουργίας προέρχονται από Ελληνικές πηγές.
Στο μύθο του Ηρός, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, οι ψυχές των νεκρών πρέπει να πιουν νερό από την πηγή της Λήθης πριν μπουν σε νέα σώματα, ενώ οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια έπιναν μίγμα από κριθάρι, τον κυκεώνα. Ωστόσο η μύηση που περιγράψαμε ήταν απλώς προκαταρκτική. Άλλες σωματικές δοκιμασίες περίμεναν τον υποψήφιο για ένα διάστημα δώδεκα ημερών με νηστεία, σιωπή και μαθήματα ηθικής. Ο Τερασόν κλείνει την περιγραφή των προκαταρκτικών μυστηρίων με την παρατήρηση πως οι ομοιότητες ανάμεσα στις «αιγυπτιακές» και τις Ελληνικές πρακτικές δείχνουν ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια είχαν τις ρίζες τους στη λατρεία της Ίσιδος. Φυσικά ισχύει το ακριβώς αντίθετο, προφανώς όμως κάποιοι από τους αναγνώστες του Τερασόν ήταν πρόθυμοι να πάρουν τα λεγόμενα του κατά γράμμα.
Για να γίνουν ιερείς οι υποψήφιοι που περνούσαν με επιτυχία τις προκαταρκτικές δοκιμασίες, υποβάλλονταν στην τελική δωδεκαήμερη μύηση. Πρώτα ορκίζονταν στο τριπλό άγαλμα της Ίσιδος, του Όσιρι και του Ώρου, να μην αποκαλύψουν τα όσα είδαν. Εδώ ο Τερασόν διακόπτει την αφήγηση για να αναφερθεί στους ποιητές που περιέγραψαν την κάθοδο ηρώων στον Κάτω Κόσμο. Όσα όμως περιγράφει στη συνέχεια δεν συνιστούν περαιτέρω δοκιμασία, αλλά εκπαιδευτικό σύστημα. Οι υποψήφιοι οδηγούνται στην υπόγεια πόλη όπου ζουν οι ιερείς και επισκέπτονται τα σχολεία όπου αποκτούν ευρεία μόρφωση. Ο Τερασόν μας διαβεβαιώνει πως μία αόριστη και παραμορφωμένη εικόνα του κρυφού αυτού κόσμου επιβιώνει στους ελληνικούς μύθους για τη μετά θάνατο ζωή. Αφού δουν οι υποψήφιοι την υπόγεια πόλη, παρελαύνουν μαζί με τους ιερείς στην τελική θριαμβική πομπή, κατά τα πρότυπα της αιγυπτιακής λιτανείας που περιγράφει ο Κλήμης.
Εκτός από τις μυητικές τελετές στη Μέμφιδα, ο Τερασόν περιγράφει και άλλα μυστήρια στις Θήβες, επίσης παιδευτικού χαρακτήρα. Εκεί υπάρχει ένα ίδρυμα με ειδίκευση στην αστρονομία: ο εξοπλισμός του περιλαμβάνει αστεροσκοπείο, υδρόγειες σφαίρες και τρεις με τέσσερις χιλιάδες ιερείς που κάνουν υπολογισμούς. Τα μυστήρια παίζουν σημαντικό ρόλο και στο δεύτερο τόμο του Σήθον, όπου ο Τερασόν περιγράφει τα ταξίδια του ήρωα στην Αφρική. Ο Σήθος ανακαλύπτει μια εκφυλισμένη μορφή των αιγυπτιακών μυστηρίων στην Γουϊνέα, όπου εγκαθιστά μια ιερατική σχολή με τελετές μύησης, διαλέξεις και ηθικές διδασκαλίες. Το βιβλίο τελειώνει με τη μύηση της αιγύπτιας πριγκίπισσας Μνέβιας στα μυστήρια της Μέμφιδος. Η Μνέβια προορίζεται για μνηστή του Σήθου, όμως εκείνος προτιμά να μείνει άγαμος. Παραιτείται από τη βασιλεία και αφιερώνεται στην ιερωσύνη και τις σπουδές του.
Δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε γιατί η μακροσκελής και μεροληπτική αυτή αφήγηση ενέπνευσε σε τέτοιο βαθμό τόσες γενιές Ευρωπαίων αναγνωστών. Οι ιστορίες με εξετάσεις και δοκιμασίες ήταν δημοφιλείς το ΙΗ' αιώνα. Επιπλέον όμως ο Τερασόν ήταν και «εύχρηστος». Η Αίγυπτος του ήταν σχεδόν εντελώς εξευρωπαϊσμένη, άρα προσιτή. Μία περιγραφή της πραγματικής Αιγύπτου, έστω και με βάση τις τότε διαθέσιμες πηγές, θα ήταν πολύ ξένη στους συχρόνους του. Αντ' αυτού ο Τερασόν, έχοντας αφετηρία ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές, τους παρουσίασε μια Αίγυπτο που εύκολα θα μπορούσαν να φανταστούν, απεικονίζοντας τη με οικείους όρους. Τον πρώτο ρόλο έχει εδώ η αναχρονιστική αλλά ζωντανή περιγραφή των αρχαίων αιγυπτιακών σχολών και πανεπιστημίων. Έπειτα η περιπέτεια του Σήθου είναι γεμάτη αναφορές στους ελληνικούς και ρωμαϊκούς μύθους. Οι μυήσεις ακολουθούν το πρότυπο της καθόδου του ήρωα στον Άδη που όλοι οι μορφωμένοι αναγνώστες θα είχαν μάθει από το σχολείο. Τέλος μολονότι το μυθιστόρημα διαδραματίζεται, υποτίθεται, στην Σρχαία Αίγυπτο, η ηθική του είναι καθαρά χριστιανική. Ύστερα από όλες τις δοκιμασίες και τα μακρινά ταξίδια του και αφού έχει υπομείνει και έχει πετύχει τα πάντα, ο Σήθος αρνείται όλα όσα κέρδισε (ακόμα και μία πανέμορφη υποψήφια νύφη, μυημένη κι αυτή στα μυστήρια), επιλέγει την αγαμία και την ήρεμη ζωή του ιερέα. Δεν είναι τυχαίο που τον πρώτο ρόλο στην αφήγηση τον έχει ο θεός Όσιρις, η σύζυγος του Ίσις και ο γιος τους Ώρος, είναι το πιο κοντινό αρχαίο αντίστοιχο της χριστιανικής Αγίας Οικογένειας.
Όποιοι και αν ήταν οι άλλοι λόγοι της επιτυχίας του βιβλίου του Τερασόν, πολύ μεγάλη επίδραση είχε στους συγχρόνους του το κομμάτι που περιγράφει τις «αιγυπτιακές» τελετές μύησης.
Το 1739 παρουσιάστηκε μια έμμετρη τραγωδία εμπνευσμένη από αυτό, ενώ ενέπνευσε και το μπαλέτο του Ζαν Φιλίπ Ραμό "Η γέννηση του Οσίριδος" (1751), καθώς και την όπερα "'Οσιρις", του Γιόχαν Γκότλιμπ Νάουμαν. Οι γάλλοι ελευθεροτέκτονες το χρησιμοποιούσαν ως βάση για τις μυητικές τους τελετουργίες. Καθώς το βιβλίο γρήγορα μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά, στοιχεία από τη μύηση του Σήθου υιοθετήθηκαν και στα τελετουργικά άλλων χωρών.
Ο ελευθεροτεκτονισμός ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στη Βιένη της δεκαετίας του 1780 . Το 1783, η Μασονική Στοά της Ευποιίας μύησε ένα από τα πιο ενθουσιώδη μέλη της, το συνθέτη Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791). Ο Μότσαρτ μυήθηκε και στη Στοά της Εστεμμένης Ελπίδας. Ο ηγέτης της στοάς αυτής, Ίγκνατς φον Μπορν (1742-1791), έγραψε την πραγματεία «Περί των μυστηρίων της Αιγύπτου», που δημοσιεύτηκε το 1784, στο πρώτο τεύχος του νέου Περιοδικού των Ελευθεροτεκτόνων. Σε Αυτή την πραγματεία ο φον Μπορν ξεκινάει να γράψει την Ιστορία της Αιγύπτου. Και ναι μεν παραθέτει αρχαίες πηγές, όμως η αντίληψη του για τα μυστήρια στηρίζεται στην περίτεχνη περιγραφή του «εκπαιδευτικού συστήματος» από τον Τερασόν.
Ένας από τους δηλωμένους στόχους του φον Μπορν είναι να καταδείξει πως η κλασική ιστοριογραφία έχει παρεξηγήσει τους Αιγυπτίους: τα μυστήρια τους, υποστηρίζει, δείχνουν πως ήταν ένας λαός με υψηλό πολιτισμό του οποίου πολλά χαρακτηριστικά των τελετών του έχουν διατηρηθεί στον ελευθεροτεκτονισμό. Προς το τέλος της πραγματείας του, παραθέτει ορισμένες γενικές ομοιότητες ανάμεσα στις μασονικές τελετουργίες και τα αιγυπτιακά μυστήρια: το φόνο του φιδιού που απειλεί τη ζωή του Ώρου, τη σημασία του αριθμού τρία, το γεωγραφικό προσανατολισμό, τα σύμβολα των ιερογλυφικών, τους βαθμούς των ιερέων, τα τέσσερα στοιχεία, τον Ήλιο και τον συμβολισμό του φωτός και του σκότους. Συμπεραίνει ότι «σκοπός των Αιγυπτιακών Μυστηρίων ήταν η αλήθεια, η σοφία και το καλό της ανθρωπότητας». Τον ίδιο σκοπό, κατά τον φον Μπορν, υπηρετεί και ο ελευθεροτεκτονισμός.
Ο Μότσαρτ είχε διαβάσει το έργο του Τερασόν, και όχι μόνο συμμεριζόταν τις αντιλήψεις του για τη σημασία των μυστηρίων, μα και αντλούσε έμπνευση από αυτές. Στις όπερες Θαμώς, βασιλιάς της Αιγύπτου (1773) και Μαγεμένος Αυλός (1791), σκιαγραφεί μεν την αιγυπτιακή θρησκεία με βαθύτατο σεβασμό, αλλά σαν να ήταν μια αρχαία εκδοχή του χριστιανισμού. Στον Θαμώς, η αιγυπτιακή λατρεία του Υπέρτατου 'Οντος (του Ήλιου-θεού) εκδηλώνεται με σεμνές ψαλμωδίες που άνετα θα μπορούσε να τις τραγουδήσει μια εκκλησιαστική χορωδία. Στο πρώτο χορικό η αντίθεση ανάμεσα στα ματζόρε και στα μινόρε τονίζει τη σύγκρουση του φωτός με το σκοτάδι. Ο αρχιερέας που, όχι τυχαία, ονομάζεται Σήθος, υπαινίσσεται μία τελετουργία μύησης όταν μιλάει για την εκπαίδευση του Θαμώς και το βαρύ φορτίο που αποθέτει στους ώμους του.
Ακόμη πιο εμφανής είναι ο απόηχος του Σήθου στον Μαγεμένο Αυλό από όπου καταλαβαίνουμε την αμείωτη έλξη που ασκούσε το μυθιστόρημα του Τερασόν τον ΙΗ' αιώνα. Ο λιμπρετίστας του Μότσαρτ ο, επίσης μασόνος Γιόχαν Ιμάνουελ Σικανέντερ, είχε κι αυτός διαβάσει τον Σήθο στη γερμανική μετάφραση του Ματθία Κλαούντιους που κυκλοφόρησε το 1777-7810. Η επιρροή του Τερασόν εξηγεί πολλά περίεργα στοιχεία της όπερας, λογουχάρη το ότι δεν διαδραματίζεται κάπου στην Ευρώπη, αλλά στην Αρχαία Αίγυπτο. Όπως και στο μυθιστόρημα, οι κύριες θεότητες της όπερας είναι η Ίσις και ο Όσιρις. Στην πρώτη σκηνή ένα φίδι απειλεί τη ζωή του ήρωα Ταμίνο. Και ο Σήθος επίσης επιχειρεί να σκοτώσει ένα φίδι- τελικά το πιάνει ζωντανό, ενώ ο Ταμίνο, που ως χαρακτήρας είναι λιγότερο εξιδανικευμένος, σώζεται χάρη στην παρέμβαση των Τριών Κυριών.
Όπως και ο Σήθος έτσι και ο Ταμίνο εντυπωσιάζεται από το μεγαλείο των Πυραμίδων. Και αυτός μπαίνει στον ιερό περίβολο της πυραμίδας από το βορρά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των ιερέων και αυτός έρχεται αντιμέτωπος με ένοπλους άντρες. Στην όπερα ο Σαράστρο αναπέμπει στην Ίσιδα μια προσευχή παρμένη σχεδόν κατά λέξη από τον Τερασόν. Ο Παπατζένο που συνοδεύει τον Ταμίνο δεν συνεχίζει τη μύηση γιατί τον τρομάζει ο κεραυνός (άλλο ένα δάνειο από τον Σήθο), μα ο Ταμίνο προχωρεί στο δεύτερο μυητικό στάδιο . Οι ένοπλοι άντρες τραγουδούν ένα ντουέτο. Ο σκοπός του είναι από την κατά Λούθηρο διασκευή του δωδέκατου ψαλμού, αλλά οι στίχοι απηχούν την επιγραφή πάνω από την είσοδο της πυραμίδας, στο μυθιστόρημα του Τερασόν: «Όποιος ταξιδέψει σ' αυτό το δύσβατο δρόμο θα εξαγνιστεί με τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη. Κι αν μπορέσει να υπερνικήσει το φόβο του θανάτου, θ' ανυψωθεί από τη γη στον ουρανό. Εκεί όταν θα σταθεί φωτισμένος, θα αφιερωθεί ολοκληρωτικά στα Μυστήρια της Ίσιδος.»
Το κείμενο της «επιγραφής» του Τερασόν, που απαριθμεί τους κινδύνους της μύησης, προφανώς διαβαζόταν σε κάποιες μασονικές τελετές, και το τελετουργικό του εξαγνισμού μέσα από τα τέσσερα στοιχεία δραματοποιείται με πολλούς τρόπους στον Μαγεμένο Αυλό. Η Τεκτονική μύηση, την οποία πέρασε και ο ίδιος ο Μότσαρτ δίνει έμφαση στην ικανότητα του μυούμενου ν' αντιμετωπίσει και να νικήσει το θάνατο. Οι υποψήφιοι τέκτονες πρέπει να νικήσουν το φίδι που, όπως και στη Βίβλο, συμβολίζει τον πειρασμό. Στην όπερα υπάρχουν και άλλες πολλές υπαινικτικές αναφορές στο μασονικό τελετουργικό, όπως η διαδοχή των συγχορδιών και η συχνή χρήση των αριθμών τρία, πέντε και έξι. Τόσο η δεύτερη άρια του Σαράστρο, όσο και το χορικό που κλείνει τη δεύτερη πράξη, εκφράζουν τον ευεργετικό ανθρωπισμό του Τάγματος. Η όπερα δοξάζει το θρίαμβο του ορθού λόγου και της σοφίας πάνω στο παράλογο. Από αυτή την άποψη παραμένει πιστή όχι μόνο στον Τερασόν, αλλά και στις αρχαίες πηγές του, τον Βιργίλιο και τον Απουλήιο.
Η εικόνα όμως των «Αιγυπτιακών Μυστηρίων» στο μυθιστόρημα του Τερασόν, αν και φανταστική, εκλαμβανόταν ως αληθινή. Στην εποχή του ο Τερασόν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ως λόγιος και οι έρευνες του θεωρούντο «αριστουργηματικές». Έτσι το 1814 ο γάλλος ιστορικός της τέχνης Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839) εξέδωσε ένα βιβλίο όπου υποστηρίζει την αντίληψη περί αρχαίων ριζών του ελευθεροτεκτονισμού. Στο έργο αυτό επικαλείται τον Σήθο ως αυθεντία για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι οι τελετές του ελευθεροτεκτονισμού διασώζουν αρχαία αιγυπτιακά τελετουργικά στοιχεία. Δεν αντιλαμβάνεται — ουσιαστικά την εποχή εκείνη κανένας δεν το καταλάβαινε — ότι ο συλλογισμός αυτός είναι εντελώς ταυτολογικός, και πως το μόνο που αποδεικνύει είναι πως οι τελετές του Σήθον βασίζονται στον Σήθο.
Όπως και ο Τερασόν, έτσι και ο Λενουάρ επιμένει πως τα Ελευσίνια Μυστήρια δεν ήταν παρά μια παραλλαγή των μυστηρίων της Ίσιδος και του Οσίριδος που τελούντο στη Μέμφιδα. Δεν υποπτεύθηκε και ίσως δεν ήταν σε θέση να υποπτευθεί πως οι πηγές όπου βασίστηκε ο Τερασόν δίνουν μια εικόνα της Αιγύπτου που σύντομα επρόκειτο να αποδειχτεί αναξιόπιστη, και πως αυτά που θεωρούσε «αιγυπτιακά», στην πραγματικότητα όχι μόνον ήταν ελληνορωμαϊκά, αλλά και χαρακτηριστικά προϊόντα του γαλλικού διαφωτισμού.
Οι σοβαροί μελετητές σύντομα απέρριψαν την ιδέα των «Αιγυπτιακών Μυστηρίων», όμως κάποιο τέκτονες συνέχισαν να πιστεύουν την κατ' ουσίαν φανταστική περιγραφή των αρχαίων τους ριζών. Και φυσικά στις τελετουργίες που υιοθέτησαν οι μαύροι μασόνοι της Αμερικής επικράτησε η μασονική αντίληψη της «Μυστικής Αιγύπτου», και όχι η άποψη των αιγυπτιολόγων για την πραγματική Αρχαία Αίγυπτο.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Δρ. Μαίρης Λέφκοβιτς
"Η ΜΑΥΡΗ ΑΘΗΝΑ -Μύθος ή πραγματικότητα"
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ