«Πως είναι όταν «Βλέπεις» Δον Χουάν»?
«Πρέπει να μάθεις να «Βλέπεις» για να το καταλάβεις. Δε μπορώ να σου πω».
«Είναι μυστικό που δεν πρέπει να γνωρίζω»?
« Όχι, απλώς δεν μπορώ να σου το περιγράψω».
«Γιατί»?
«Δε θα μπορούσες να το καταλάβεις».
«Κάνε μια δοκιμή, Δον Χουάν. Ίσως μπορέσω να καταλάβω».
«Όχι. Πρέπει να το κάνεις μονάχος σου. Όταν μάθεις, θα μπορείς να «Βλέπεις» το κάθε πράγμα στον κόσμο με διαφορετικό τρόπο».
«Δηλαδή, Δον Χουάν, εσύ δε βλέπεις τον κόσμο με το συνηθισμένο τρόπο πλέον?»
«Τον βλέπω και με τους δύο τρόπους. Όταν θέλω να «κοιτάξω» τον κόσμο, τον βλέπω όπως βλέπεις εσύ. Όταν όμως θέλω να «Δω» τον κόσμο τον κοιτάζω με τον τρόπο που ξέρω και τον αντιλαμβάνομαι με διαφορετικό τρόπο».
« Μένουν τα πράγματα ίδια κάθε φορά που τα βλέπεις?»
«Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Εσύ αλλάζεις τον τρόπο που τα κοιτάζεις – αυτό είναι όλο».
«Άλλο θέλω να πω Δον Χουάν. Αν πχ «Βλέπεις» το ίδιο δέντρο, παραμένει το ίδιο κάθε φορά που το «Βλέπεις»?»
«Όχι, αλλάζει, αλλά και πάλι παραμένει το ίδιο».
«Μα αν το ίδιο δέντρο αλλάζει κάθε φορά που το «Βλέπεις», αυτό που «Βλέπεις» μπορεί να είναι μια απλή ψευδαίσθηση».
Ο Δον Χουάν γέλασε και μερικά λεπτά έμεινε σιωπηλός και φαινόταν να σκέφτεται. Τελικά είπε:
« Όταν κοιτάζεις τα πράγματα, δεν τα «Βλέπεις». Απλώς τα κοιτάζεις για να βεβαιωθείς υποθέτω πως είναι εκεί. Απ’ τη στιγμή που δε σ’ ενδιαφέρει να «Δεις», τα πράγματα μένουν τα ίδια κάθε φορά που τα κοιτάζεις. Όταν μάθεις να «Βλέπεις» όμως, το ίδιο πράγμα ποτέ δεν είναι το ίδιο κάθε φορά που το «Βλέπεις», κι όμως είναι το ίδιο. Σου είπα, λόγου χάρη, ότι ο άνθρωπος είναι όπως ένα αυγό. Κάθε φορά που «Βλέπω» τον ίδιο άνθρωπο, «Βλέπω» ένα αυγό, αλλά δεν είναι το ίδιο αυγό».
«Μα τότε δεν θάσαι σε θέση να αναγνωρίσεις τίποτα, αφού τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ποιο είναι λοιπόν το πλεονέκτημα του να μάθεις να «Βλέπεις»?».
«Μπορείς να ξεχωρίζεις τα πράγματα. Μπορείς να τα βλέπεις όπως πραγματικά είναι».
«Εγώ δεν βλέπω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι»?
«Όχι. Τα μάτια σου έχουν μάθει μόνο να κοιτάζουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους τρεις ανθρώπους που συνάντησες, τους τρεις Μεξικάνους. Τους περιέγραψες λεπτομερειακά, μου είπες ακόμα και τι ρούχα φορούσαν. Και μόνο αυτό, μου δείχνει πως δεν τους «Είδες» καθόλου. Αν ήσουν ικανός να «Δεις», θα καταλάβαινες αμέσως πως δεν ήταν άνθρωποι».
«Δεν ήταν άνθρωποι? Τι ήταν?»
«Δεν ξέρω. Πάντως δεν ήταν άνθρωποι».
«Μα αυτό είναι αδύνατο. Ήταν ακριβώς σαν κι εμάς».
«Όχι δεν ήταν. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό».
Τον ρώτησα αν ήταν φαντάσματα, πνεύματα ή οι ψυχές κάποιων πεθαμένων.....
«Δυνάμεις είναι. Δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Είναι απλώς Δυνάμεις που ένας Μπρούζο μαθαίνει να τις χαλιναγωγεί».
«Μήπως τότε είναι οι Σύμμαχοι Δον Χουάν»?
«Ναι, είναι οι Σύμμαχοι του ανθρώπου της Γνώσης».
..........
(Μια Ξεχωριστή Πραγματικότητα, Κ. Καστανέντα, σ. 49).