Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε , αγαπητέ Ορφέα, (που τσίμπησες στην δημοσίευσή μου και έτρεξες να σχολιάσεις την άλλη άποψη, αν και δεν φάνηκες το ίδιο πρόθυμος ( όπως εσύ δήλωσες) στο να σχολιάσεις και τα της Νέας Ακρόπολης, που είναι και το κύριο θέμα του διαλόγου μας).
Δεν πειράζει όμως, αν και δεν θεωρώ πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να δώσω προέκταση στο οντολογικό ζήτημα, ας σχολιάσω λίγο αυτά που γράφεις.
Κατ αρχήν, γράφεις…
«Η μερική θεώρηση του πανθεϊσμού, όπως αυτός παρουσιάστηκε από τον Ορφισμό, μπορεί να οδηγήσει στην μονομερή αντίληψη ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του «θείου», αντίληψη η οποία από μιαν οπτική είναι πασιφανώς αληθής, από μιαν άλλη όμως θεώρηση, παντελώς λανθασμένη.»
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σε ρωτήσω, αν με τον όρο Ορφισμός, εννοείς τα πιο κάτω ή κάτι το διαφορετικό.
Εγώ, όταν ακούω για Ορφισμό, αντιλαμβάνομαι πως μιλάς για … μια μονοθεϊστική θρησκεία, όπως αποδεικνύεται από πλήθος αναφορών και αποσπασμάτων από ορφικές, νεοπλατωνικές και πυθαγόρειες πηγές:. Όπως π.χ. το Ορφικό απόσπασμα: «Εις Ζευς,
εις Αΐδης, εις Ήλιος, εις Διόνυσος» ή η ρήση του Ιαμβλίχου ότι «Θεός εις
προγενέστερος των όντως όντων... Όστις ακίνητος εν μονότητι της
εαυτού ενότητος μένων» ή ακόμα του μαθητή του Ορφέα Μουσαίου:
«Εξ ενός τα πάντα yίνεσθαι και εις ταυτόν αναλύεσθαι»,Ο Φάνης-Διόνυσος
είναι το αρχετυπικό Ένα του νοητικού Κόσμου των Ιδεών, ενώ ο Δίας είναι
το Σύμπαν της φυσικής εκδήλωσης, ο Κόσμος της Ύλης και της Αίσθησης.
Ο Ορφισμός πιστεύει στη διττή φύση του ανθρώπου. Παρόλο που η ψυχή του έχει μια θεία προέλευση, κλείστηκε εντούτοις μέσα στο σώμα λόγω του πρωταρχικού εκείνου παραπτώματος των Τιτάνων, το οποίο επέχει σχεδόν θέση προπατορικού αμαρτήματος, αν και θεωρείται περισσότερο σα μίασμα της ψυχής παρά σαν αμάρτημά της, κατά την Χριστιανική έννοια. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να εξαγνιστεί από αυτό το παράπτωμα είναι να προσπαθήσει μέσα από την άσκηση και την αποχή να ελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος, του τιτανικού δηλαδή στοιχείου μέσα του, και να εξαγνιστεί με καθαρμούς από την πρωταρχική εκείνη ενοχή.
Ο ψυχικώς αυτός εξαγνισμός επιτυγχάνεται με το να ακολουθήσει τις εντολές και διατάξεις της Ορφικής Θρησκείας και να προσπαθήσει να ενωθεί με το θεό σε έκσταση. Ο δρόμος όμως αυτός είναι μακρύς γιατί η ψυχή διαρκώς
μετενσαρκώνεται και ξανάρχεται πάνω στη γη μετά την προσωρινή
παραμονή της στον Άδη.
Πρέπει έτσι να εκτελέσει ολόκληρο τον κύκλο των «γεννήσεων», τη μακρά δηλαδή σειρά των μετενσαρκώσεων. Γιατί όπως λέει ο Εμπεδοκλής «Υπάρχει ένας χρησμός της Ανάγκης, μια παλιά απόφαση των θεών, να περιπλανώνται οι ψυχές τρεις μυριάδες εποχές μακριά από τους μακάριους Θεούς, παίρνοντας με τη γέννησή τους στο πέρασμα τον χρόνου διάφορες μορφές θνητών... από αυτούς είμαι κι εγώ ένας, εξόριστος των Θεών και περιπλανώμενος» και συνεχίζει «Μέχρι τώρα έγινα κάποτε αγόρι και κορίτσι και θάμνος και πουλί και υδρόβιο, άφωνο ψάρι».
Και για τον Πυθαγόρα, που δεχόταν επίσης τη μετενσάρκωση, λένε ότι όταν κάποτε είδε κάποιον να δέρνει ένα σκυλί, του είπε: «Σταμάτα, μη το χτυπάς, γιατί είναι ψυχή αγαπητού ανθρώπου, την κατάλαβα ακούγοντάς τη να μιλά». Το τέλος του κύκλου των γεννήσεων σημαίνει τον πλήρη εξαγνισμό ψυχής, που επιστρέφει τότε στο Θεό, του οποίου είμαστε μέρος. Εν τούτοις μπορεί ο άνθρωπος να έχει και στον παρόντα βίο μια «γεύση» της: Την έκσταση, που είναι η στιγμιαία επαφή με το Θείον. Η ένωση αυτή μπορεί να γίνει και στη διάρκεια της ζωής και θεωρείται ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός ευδαιμονίας πάνω στη γη. Η ευδαιμονία αυτή όμως είναι παροδική, όπως και η κατάσταση της
έκστασης.
Η άσκηση στους Ορφικούς περιελάμβανε την αποχή από το κρέας, τα αυγά, τα κουκιά και τα μάλλινα ενδύματα και την προσπάθεια γενικά του μύστη να καθαριστεί από τη μόλυνση που δημιουργεί η επαφή με το σώμα και να απαλλάξει το θεϊκό στοιχείο της φύσης του από τη δύναμη του τιτανικού, του σαρκικού και του κτηνώδους. Η προσπάθεια αυτή επαναλαμβάνεται συνεχώς κατά τις διάφορες μετενσαρκώσεις της ψυχής του, μέχρις ότου αποβάλει οριστικά το ένδυμα του σώματος, απαλλαχθεί από τον «κύκλο της ανάγκης», συμμετάσχει στη Θεία μακαριότητα και ζήσει πια στα Ηλύσια Πεδία, αθάνατος κι ελεύθερος από τον ανθρώπινο πόνο. Τη μακαριότητα αυτή μπορεί να τη ζήσει ο άνθρωπος προσωρινά και στη διάρκεια της τωρινής τον ζωής με την ένωσή του με το θεό, που επιτυγχάνεται με την έκσταση.
Πάντως, ούτε η έκσταση, ούτε η τήρηση των Ορφικών εντολών, ούτε η μύηση και οι «λύσεις» είχαν τη δύναμη να οδηγήσουν τον πιστό στην τελειωτική σωτηρία. Η καταγωγή του από τους τιτάνες, των οποίων το έγκλημα κληρονομεί μετά τη γέννησή του, αποτελεί ένα αξεπέραστο εμπόδιο για την ανθρώπινη προσπάθεια. Η πεποίθηση για τη σωτηρία είναι ασθενής και μόνο η ελπίδα «κύκλου τε λήξαι και αναπνεύσαι κακότητας» παραμένει ισχυρή.
Εδώ υπεισέρχεται μια άλλη ξένη για την Ελληνική σκέψη : η χάρη. Διότι ό,τι δεν μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος με τη δική του δύναμη, το δίνει με τη χάρη του ο Θεός. Με τη χάρη αυτή κατορθώνει την απαλλαγή του για πάντα από τον Τροχό της Μοίρας, από τον Κύκλο της Γέννησης και να ενωθεί με το Θεό. Έτσι ο μύστης αποκτά ψυχική ειρήνη στην επίγεια ζωή του και απαλλάσσεται από την κατάρα των νέων ενσαρκώσεων. Ο Διόνυσος έτσι γίνεται ένας Θεός λυτρωτής (Λύσιος). Μεσολαβητής για τη λύτρωση του ανθρώπου μέσω του θεού, είναι ο Ορφέας, ο «Άναξ» και «Δεσπότης», ο φορέας των Θείων αποκαλύψεων, που όπως λέγεται ήλθε πάνω στη γη για να εξαγνίσει τη θρησκεία υπό το χονδροειδή και γήινο ανθρωπομορφισμό της, να καταργήσει τις ανθρωποθυσίες και να ιδρύσει μια μυστική Θεολογία που να βασίζεται σε μια καθαρή πνευματικότητα.
Η χάρη όμως αυτή του Θεού δεν κατέρχεται σε όλους τους μύστες. Ισχύει και εδώ η αρχή «πολλοί μεν οι κλητοί. ολίγοι δε οι εκλεκτοί». Οι Θυρσοφόροι είναι πολλοί, αλλά αυτοί. που είναι αφοσιωμένοι. με όλη την πίστη τους στο Θεό, ελάχιστοι.
Ο Ορφισμός είναι λοιπόν μια απολυτρωτική θρησκεία και μάλιστα η πρώτη Ελληνική απολυτρωτική Θρησκεία. Η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία περιστρέφεται είναι η απελευθέρωση. Με αυτή συνδέεται οργανικά η διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα, για την ασθένεια του ανθρώπου, για την μετεμψύχωση και για την κόλαση.
Την ιδέα αυτή της ανάλογης με το παράπτωμα ανταπόδοσης, κηρύττει στο χορό των «Χοηφόρων» και ο γνώστης της Ορφικής διδασκαλίας ποιητής Αισχύλος. Οι Ορφικοί λοιπόν μεταφέρουν την ιδέα της ανταπόδοσης που απαιτεί η έννοια του ανθρώπινου δικαίου και στον Άδη, όπου επικρατεί το Θείο δίκαιο. Δίδασκαν όμως και τη δυνατότητα απαλλαγής απ’ αυτές τις ανταποδόσεις, στις οποίες ανήκε και η μετεμψύχωση. Την πεποίθηση αυτή εκφράζει με τους περίφημους στίχους του και ο Πίνδαρος: «Όσοι όμως κατόρθωσαν να διατηρήσουν καθαρή και
αναμάρτητη την ψυχή τους σε τρεις διαδοχικές ζωές, ακολουθούν το δρόμο
του Δία προς τον πύργο τον Κρόνου, όπου οι θαλάσσιες αύρες δροσίζουν
αιώνια το νησί των Μακάρων, όπου οι χρυσοί κάλυκες των λουλουδιών λαμπρύνουν τις όχθες του και οι έλικές τους στολίζουν το μέτωπο και τους βραχίονες των Μακάρων, σύμφωνα με τη δίκαιη απόφαση των μεγάλων κριτών του Άδη»
Υπάρχουν επίσης τα Ηλύσια Πεδία, με το ονομαστό Άλσος της Περσεφόνης, όπου ζει μετά το Θάνατό του ο Ορφέας ανάμεσα στους άλλους ήρωες της αρχαιότητας, μαγεύοντας τους νεκρούς με τους ήχους της λύρας του.
Ο μύστης των Ορφικών μυστηρίων πιστεύει ότι μετά την τελειωτική κάθαρση της ψυχής του πάνω στη γη, θα επιστρέφει στη θεία του πηγή. Αυτό το διαπιστώνουμε σε πλήθος χρυσά ενεπίγραφα πινακίδια, που βρέθηκαν μέσα σε τάφους οπαδών της Ορφικής Θρησκείας. Σ' ένα απ' αυτά, η ψυχή του πεθαμένου λέει: «Καυχιέμαι ότι κατάγομαι από το μακάριο γένος σας. Τώρα όμως ξέφυγα από τον κύκλο τον πόνου και των δεινών». Και η Θεά, βασίλισσα των νεκρών απαντά: «Είσαι μακάριος και πολυδοξασμένος. Αντί για άνθρωπος θα είσαι Θεός». Και από την Πολιτεία του Πλάτωνα, κατά την περιγραφή της μακάριας κατάστασης των μυστών στον Άδη, γίνεται λόγος για «συμπόσιο οσίων» και για «αιώνια μέθη».
Απ' όλα όσα είπαμε είναι φανερό ότι ο Ορφισμός είναι διαφορετικός από τη λεγόμενη Ομηρική θρησκεία. Τη διαφορά, ή ακόμα αντίθεση, δείχνει πρώτ' απ' όλα η σχεδόν «απαισιόδοξη» και διαρχική αντίληψή του για τη ζωή. Απορρίπτει τη γήινη ζωή, γιατί δεν βλέπει σε αυτή κανένα θετικό περιεχόμενο σε σύγκριση με τη μακάρια, μετά το θάνατο, και την τελική απελευθέρωση του μύστη.
Η απαισιοδοξία βέβαια αυτή δεν είναι τελείως άγνωστη στους Έλληνες, αλλά στους Ορφικούς αποκτά μια θεμελιακή σημασία, ανυψώνεται σε αρχή και έχει έναν μεταφυσικό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι απαισιόδοξες κρίσεις του ανθρώπου στον Όμηρο προέρχονται αποκλειστικά από τις εμπειρίες της ζωής. Την αντίθεση αυτή δείχνει μετά και η αυστηρά διαρχική αντίληψη των Ορφικών για τη σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Στη συνήθη ελληνική, κοσμοθεώρηση, η ζωή στο σώμα είναι η αληθινή ζωή. Ψυχή και σώμα ενωμένα και αδιαχώριστα αποτελούν τον άνθρωπο. Η ψυχή, χωρίς το σώμα δεν είναι παρά μια αδύναμη σκιά, που περιπλανιέται στους ζοφερούς τόπους του Άδη. Οι προηγούμενες Ορφικές απόψεις θα ήταν ακατανόητες για τους ήρωες των Ομηρικών επών.
Στον Ολυμπισμό η αισιοδοξία και η χαρά για τη ζωή, απέκλειε κάθε
έννοια αμαρτίας ή μιάσεως με το σώμα.
Γι’ αυτό και ήταν άγνωστος ο
πόθος του λυτρωμού, που θα ήταν και ασυμβίβαστος προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σύμφωνα με την αντίληψη για τον άνθρωπο και για τη σχέση τον με το Θεό! Αυτή η θέση όμως περιείχε και έναν σαφή διαχωρισμό ανθρώπων και Θεών. Η παλιά αντίληψη των Ελλήνων διέκρινε καθαρά τον άνθρωπο από τον Θεό και είχε συνείδηση της μεγάλης απόστασης μεταξύ τους. Κάθε ξεπέρασμα των ορίων από τον πρώτο θεωρείται ύβρις και τιμωρείται από τους Θεούς σαν αλαζονεία. Αντίθετα, για τους Ορφικούς προέχει η εμπειρία της συγγένειας με
το Θεό και γι' αυτό είναι θεμιτή η ένωση με αυτόν: η μετάληψή του και η θέωση! Έτσι η Ορφική θρησκεία δεν διαδόθηκε σε πολλούς, αλλά περιορίστηκε κυρίως στους μεγάλους άνδρες και φιλοσόφους της αρχαιότητας και σε όσους είχαν από τη φύση τους ασκητικές τάσεις.