Η τάξη η σαρκική, δεν είν’ η δόξα
Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν
Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης
Το βλέπει μόνος μεσ’ απ’ τους αιώνες
Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του,
Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο,
Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα
Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο,
Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα
Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα
Δεν είν’ η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος
Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο
Το πλήρωμα, είν’ ο Έρωτας, που λέει
Και δε σιγάει στιγμή μεσ’ στην καρδιά μας:
«Όλο ν’ αθλείς και να μην πείς ποτέ σου
Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι
Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα».
Και τούτο
Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου,
Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι
Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο
Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι,
Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο
Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ’ την κούνια
Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα,
Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω
Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση,
Τη διπλή κορυφή για ν’ ανεβούνε
Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη
Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια
Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη,
Που καρτερούν ακόμα τ’ άγιο Μέτρο
Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα,
Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω,
Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα
Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν’ όλα,
Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι,
Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα
Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν
Της αγίας συμμετρίας τ’ Ολύμπιο δώρο,
Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει
Πότε σ’ αυτό και πότε πάνω στ’ άλλο
Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει
Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν’ όλος
Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας,
Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο,
Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους
Τους δρόμους τ’ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει
Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,
Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,
Και πια, απ’ τη Γνώση τούτη, δεν είν’ άλλη.
Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει
Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι
Τ’ Όργιο τ’ αγνό να λειτουργήσω μέλλω,
Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω
Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο,
Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους
Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια!
Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω,
Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε
Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν
Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη
Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν’ όλος»,
Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας,
Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν
Να μου το πάρουν απ’ τα χέρια, κι όλα
Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα
Σφάγιο τ’ Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως
Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι
Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω
Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,’
Γεμάτος απ’ το θάμα του, γεμάτος
Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος
Από την άγια συμμετρία του, όλος
Γεμάτος απ’ τη γνώρα του και μόνο.
Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω,
Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει
Η παλιά φιδομάνα και που τώρα
Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει
Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;
«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,
Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,
Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω
Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει
Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει
Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;
Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω
Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος,
Γεμάτος απ’ τη γνώρα του, γεμάτος
Από την άγια λάμψη του, γεμάτος
Από το φως το μάγο του, γεμάτος
Ακέριος απ’ το θάμα του και μόνο;
Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο
Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα,
Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη,
Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι
Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»!
Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω,
Κατόπιν από με κανείς θ’ ανέβει,
Άντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει
Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω
Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος
Στα σκοτεινά τα βάραθρα;
Ω καλοί μου,
Όλο ν’ αθλεί και να μη λέει ποτέ του
Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι
Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα.
Ώ καλοί μου,
Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα
Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι
Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει
Που θα ν’ αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι
Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει.
Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε,
Σ’ ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ’ άγιο
Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα
Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ’ Ένα
Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα
Ξερό ‘ναι, όλο και πιότερο ευωδάει,
Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου
Και του Σκοπού, να Σας τ’ αφήσω θέλω,
Να Σας θυμίζει, κι απ’ τα βάθη του Άδη,
Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα
Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ’ όνομά της
Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη
Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν’ ανεβαίνει,
Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας,
Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει
Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας
Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ’ Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα
Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας,
Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα,
Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα
Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει
Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,
Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση
Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη!
Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη
Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος
Ως την κορφή. Τα χέρια δόστε τώρα
Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι
Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα,
Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα
Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας
Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας,
Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας
Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος
Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση
Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ’ τάστρα!
Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα
Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε,
Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη
Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε
Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου.
Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο
Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι
Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου.
Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω
Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας
Μεσ’ στον τιτάνα αιθέρα ριζωμένη
Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε!
Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε!
(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Τραγουδάν).
ΧΟΡΟΣ
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι
Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ,
Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων
Τα σύνορα την άγια Σου επωδό
Μας χάρισες. Απ’ τ’ άραχλο σκοτάδι
Του πόνου μας ελέησες τη χαρά,
Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον Άδη
Με κρύφια παντοδύναμα φτερά.
Κι απ’ το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο,
Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή,
Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο,
Ν’ αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη.
Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη
Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό,
Που απ’ ουρανό και γην αντάμα εδέθη
Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό,
Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα,
Τ’ ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς,
Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα,
Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι
Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως!