Οι Σταυροφορίες δεν ήταν απλώς ένα κίνημα φλογερών θρησκευομένων, που κίνητρό τους ήταν η αγνή επιθυμία να απελευθερώσουν τα ιερά της πίστης τους από τους μισητούς απίστους. Στην πραγματικότητα, παρά τις πειρατικές συγκρούσεις, οι μουσουλμάνοι γενικά διατηρούσαν καλύτερες σχέσεις με τους Λατίνους χριστιανούς παρά με τους Βυζαντινούς. Με εξαίρεση τις πρώτες δεκαετίες της διαδοχής του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, το δόγμα του Μωάμεθ περί ιερού πολέμου δεν αφορούσε γενικά στους χριστιανούς. Οι χριστιανοί θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις περιοχές που ελέγχονταν από μουσουλμάνους, οι οποίοι, όμως, συνήθως δεν τους κακομεταχειρίζονταν.
Οι Σταυροφορίες συνδέονται με μια μακρόχρονη παράδοση θρησκευτικών προσκυνημάτων. Στην Παλαιστίνη υπήρχαν και υπάρχουν ιερά αφιερωμένα σε τρεις θρησκείες (χριστιανική, μουσουλμανική και ιουδαϊκή), και ένα τέτοιο ταξίδι αποτελούσε το κορύφωμα της πνευματικής ζωής του πιστού. Ο 11ος αιώνας ήταν εποχή αφύπνισης της θρησκευτικής συνείδησης των χριστιανών της Δύσης. Παράλληλα παρατηρείται κάποια αύξηση της κίνησης των προσκυνητών, ιδίως προς την Ιερουσαλήμ. Κοσμικοί δυνάστες του 11ου αιώνα, ιδίως εκείνοι που φημίζονταν για τη βίαιη ιδιοσυγκρασία του, όπως οι κόμητες Φούλκων ο Ανδεγαυικός και Ροβέρτος ο Διάβολος της Νορμανδίας, κινούσαν για προσκυνήματα που αποτελούσαν δημόσια γεγονότα πρώτου μεγέθους. Οι προσκυνητές, σε αντίθεση με τους Σταυροφόρους, υποτίθεται ότι ήταν άοπλοι, αν και είναι γνωστό ότι ομάδες προσκυνητών νίκησαν μουσουλμανικές στρατιές.
Η ιδέα του χριστιανικού ιερού πολέμου κατείχε κεντρική θέση στο κίνημα των Σταυροφοριών. Ο ιερός Αυγουστίνος είχε μιλήσει για τον «δίκαιο πόλεμο», που διεξάγεται για την υπεράσπιση ή την ανάκτηση μιας νόμιμης ιδιοκτησίας. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τη θρησκευτική εχθρότητα προς τους μουσουλμάνους ως πολιτικό όπλο στις κατακτήσεις τους του 10ου αιώνα. Ο Καρλομάγνος έδρασε συνειδητά ως στρατιωτικός φορέας του εκχριστιανισμού για να διαδώσει τον Λόγο του Θεού στους άθεους. Μολονότι η γερμανική προώθηση προς τα ανατολικά κατά των Σλάβων δεν διέθετε τη μεσσιανική ρητορεία των εκστρατειών κατά των μουσουλμάνων, ωστόσο εκχριστιάνισε τους Σλάβους με τη δύναμη των όπλων, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Καρλομάγνος στους προγόνους τους. Η ιδέα ενός ιερού πολέμου κατά των απίστων διαποτίζει το έπος Το άσμα του Ρολάνδου, που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, ακριβώς όταν οι πάπες άρχισαν να δίνουν στο δόγμα του Αυγουστίνου περί κτήσεως την ερμηνεία πως οι χριστιανοί ήταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της Ιερουσαλήμ. Ο Νορμανδός δούκας της Απουλίας Ροβέρτος Γυισκάρδος, που ήταν υποτελής του πάπα, εξεστράτευσε μετά το 1061 στη Σικελία εν ονόματι της θρησκείας. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ έλπιζε να οδηγήσει ο ίδιος μια εκστρατεία προς την Ανατολή το 1074. Οι πάπες συστηματικά υποστήριξαν τη θέση ότι οι πόλεμοι που διεξάγονταν ή υποστηρίζονταν από τους ίδιους ήταν ιεροί αγώνες, ευλογημένοι από τον Θεό.
Η ιδέα ενός πολέμου εμπνεόμενου από τα χριστιανικά ιδεώδη πήρε έντονες διαστάσεις στη διάρκεια της χριστιανικής «Ανακατάκτησης» της Ισπανίας, όπου ήδη στα μέσα του 10ου αιώνα οι χριστιανοί λόγιοι σύχναζαν στις μουσουλμανικές σχολές του Τολέδου. Μολονότι σημειώθηκαν κάποιες συρράξεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στη χριστιανοκρατούμενη χώρα των Βάσκων στα βορειοδυτικά, ως τις αρχές του 11ου αιώνα οι χριστιανοί ηγεμονίσκοι πολεμούσαν συχνότερα μεταξύ τους παρά κατά των μουσουλμάνων. Ο θρύλος ότι στην Κομποστέλα, της βορειοδυτικής Ισπανίας είχαν βρεθεί τα λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου, τον ανέδειξε σε προστάτη άγιο της Ανακατάκτησης και η Κομποστέλα έγινε ο πιο σημαντικός, ίσως, τόπος προσκυνήματος στη Δύση.
Έρχονται οι Σελτζούκοι
Οι εξελίξεις στην Ανατολή επίσης επέσπευσαν τις Σταυροφορίες. Ως τον 11ο αιώνα, οι Άραβες είχαν κυριαρχήσει στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά η κατάσταση άλλαξε με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων. Πολλοί Τούρκοι είχαν υπηρετήσει ως επαγγελματίες στρατιώτες τόσο για τους Αβασίδες όσο και για τους Φατιμάδες ή μέλη φυλών. Τον 11ο αιώνα νέα κύματα Τούρκων νομάδων εισήλθαν στην Εγγύς Ανατολή. Μια από τις ηγέτιδες οικογένειες, οι Σελτζούκοι, ασπάσθηκε τον σουνιτικό μουσουλμανισμό. Στο χρονικό διάστημα 1038-1040, οι Σελτζούκοι κατέκτησαν την Περσία. Το 1055, καθώς το Ιράκ φαινόταν έτοιμο να υποκύψει στους Φατιμίδες της Αιγύπτου, ο Τογρούλ Βέης, ηγέτης των Σελτζούκων, κατέλαβε τη Βαγδάτη και εκθρόνισε τον τελευταίο Μπουγίδη ηγεμόνα. Πολλοί μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Μπουγίδες αιρετικούς και έτσι χαιρέτισαν την τουρκική κατοχή της Βαγδάτης ως απελευθέρωση. Ο χαλίφης έδωσε στον Τογρούλ τον τίτλο του σουλτάνου (νικητή). Ο χαλίφης παρέμεινε κατ’ όνομα ηγεμόνας, αλλά την πραγματική εξουσία ασκούσε ο Τούρκος μεγάλος σουλτάνος. Σύντομα οι Τούρκοι κατέκτησαν μια αυτοκρατορία που περιλάμβανε την Περσία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία και μεγάλο τμήμα της Παλαιστίνης.
Το 1071 ο μεγάλος σουλτάνος Αλπ Αρσλάν συνέτριψε τον βυζαντινό στρατό στο Μαντζικέρτ. Το 1092 οι Τούρκοι είχαν πια εκδιώξει τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία, από την οποία περνούσαν οι χριστιανοί προσκυνητές ταξιδεύοντας προς την Παλαιστίνη. Για να αποδυναμώσουν τον Αλπ Αρσλάν, οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν την ίδρυση ενός αποσχιστικού καθεστώτος στη Μικρά Ασία, που ονομάστηκε σουλτανάτο της Ρωμανίας (Rum, δηλαδή Ρώμη). Αλλά οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν προβλήματα και στο δυτικό τους μέτωπο. Το Μπάρι, το τελευταίο βυζαντινό φυλάκιο στην Ιταλία, καταλήφθηκε από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο το 1071, τη χρονιά της μάχης του Μαντζικέρτ. Μετά ο Γυισκάρδος έπληξε τα συμφέροντα των Βυζαντινών ακόμη πιο ανατολικά, και οι Έλληνες κατάφεραν να αποκρούσουν τους Νορμανδούς μόνο χάρη στην εξαγορά της βοήθειας των Ενετών: το 1082 ο αυτοκράτορας εξέδωσε χρυσόβουλο που παραχωρούσε στους Ενετούς το δικαίωμα να ιδρύσουν μόνιμη εμπορική αποικία, όπου θα ίσχυε ο ενετικός νόμος, στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και το δικαίωμα να ελέγχουν τις αποβάθρες και ουσιαστικά το μονοπώλιο του βυζαντινού εμπορίου με τη Δύση. Επομένως, ο πρόλογος των Σταυροφοριών περιλάμβανε την εχθρότητα όχι μόνο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ των Νορμανδών χριστιανών, που κυρίως συμμετείχαν στις Σταυροφορίες, και των Ελλήνων χριστιανών, τους οποίους οι Σταυροφόροι υποτίθεται ότι έπρεπε να βοηθούν κατά των Τούρκων.
Έτσι, η αρχική ώθηση για το κίνημα των Σταυροφοριών προήλθε από τον άνθρωπο του οποίου οι απόγονοι θα έβγαιναν τελικά οι πιο ζημιωμένοι, δηλαδή από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Υπολογίζοντας στη στρατιωτική, αν όχι στην πνευματική, ισχύ των Δυτικών, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός ζήτησε από τον πάπα Ουρβανό Β’ (1088-1099) να τον βοηθήσει να συγκεντρώσει στρατό. Φαίνεται ότι ο Αλέξιος ήλπιζε στη συγκρότηση ενός επίλεκτου σώματος σταυροφόρων που θα πολεμούσαν υπό τις δικές του διαταγές. Αλλά αντί γι’ αυτό, βρήκε μπροστά του πολυπληθείς στρατιές που οι ηγέτες τους προωθούσαν τα δικά τους κατακτητικά σχέδια.
Η Πρώτη Σταυροφορία
Ο πάπας
Ουρβανός Β’ συγκάλεσε το 1095 την περίφημη σύνοδο στο Κλερμόν-Φεράν με σκοπό να προωθήσει τις δικές του βλέψεις, κυρίως την επανένωση της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας. Στο κήρυγμά του κατά τη λήξη της συνόδου, ο γαλλικής καταγωγής πάπας ευφυώς απευθύνθηκε στους μικροευγενείς της Γαλλίας και της Λοθαριγγίας ζητώντας τους να πάψουν να μάχονται κατά των ομοθρήσκων τους και να αρχίσουν να πολεμούν εκεί όπου ο φόνος θα έπιανε τόπο. Ο αντίκτυπος αυτού του κηρύγματος ήταν συγκλονιστικός. Αν και δεν είναι σίγουρο ότι ο πάπας ανέφερε συγκεκριμένα την Ιερουσαλήμ, σύντομα η Ιερή Πόλη έγινε ο στόχος των Σταυροφόρων. Διάφοροι επίσκοποι τάχθηκαν επιτόπου υπέρ της Σταυροφορίας και σύντομα αρκετοί κοσμικοί ηγεμόνες ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Ωστόσο, η Σταυροφορία δεν ήταν εγχείρημα των μεγάλων βασιλιάδων της Ευρώπης. Οι ηγεμόνες της Λοθαριγγίας, όπου το έθιμο της διαιρετικής κληρονομιάς είχε εξασθενίσει την τάξη των ευγενών της Νότιας Γαλλίας, καθώς και οι Νορμανδοί της Νότιας Ιταλίας ήταν η κύρια πηγή στρατολόγησης στην Πρώτη Σταυροφορία. Λόγω απουσίας βασιλιάδων και δουκών, ο κόμης Ραϋμόνδος Δ’ της Τουλούζης, οι δούκες Γοδεφρείδος της Λοραίνης και Ροβέρτος της Νορμανδίας και ο κόμης Ροβέρτος Β’ της Φλάνδρας ήταν οι ανώτεροι ιεραρχικά απ’ όσους συμμετείχαν στην Πρώτη Σταυροφορία, τη μοναδική που πέτυχε στρατιωτικά. Ο Ουρβανός Β’ έθεσε την περιουσία των Σταυροφόρων υπό την Ειρήνη του Θεού και πάγωσε τα χρέη τους. Επίσης υποσχέθηκε πλήρη κατάργηση των επιτιμίων που είχαν επιβληθεί εξαιτίας παλαιότερων αμαρτιών για όσους θα μαρτυρούσαν στη διάρκεια της Σταυροφορίας. Οι ιεροκήρυκες που στρατολογούσαν τα μέλη της σταυροφορικής στρατιάς προχώρησαν ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι θα διαγράφονταν τόσο η ενοχή όσο και η τιμωρία. Οι αφελείς νόμισαν ότι τους είχαν υποσχεθεί πλήρη άφεση αμαρτιών. Έτσι, προτού καν οργανωθεί ο στρατός, είχε ήδη συγκροτηθεί μια «λαϊκή σταυροφορία». Ιεροκήρυκες, όπως ο Πέτρος ο Ερημίτης [«Κουκούπετρος» κατά την Άννα Κομνηνή] και ο ιππότης Γκωτιέ ο Πένης, επικαλούνταν χιλιαστικά οράματα, για να προσελκύσουν τις μάζες των Κάτω Χωρών και της Ρηνανίας στη Σταυροφορία. Πλήθη «περιθωριακών» διέσχισαν την κοιλάδα του Ρήνου την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1096, κατευθυνόμενοι, μέσω των Βαλκανίων, προς την Κωνσταντινούπολη. Στο πέρασμά τους, σφαγίασαν τους Εβραίους στις πόλεις της Ρηνανίας ― παρά τις προσπάθειες των επισκόπων να προστατεύσουν τον εβραϊκό πληθυσμό.
Ο κόμης Εμίτσιο, ευγενής και ισχυρός άνδρας σ’ εκείνα τα μέρη, περίμενε, μαζί με μια μεγάλη ομάδα Τευτόνων, την άφιξη των προσκυνητών που θα έφταναν εκεί από διάφορες χώρες ακολουθώντας τις βασιλικές οδούς... Ο Εμίτσιο και οι λοιποί άνδρες της πολεμικής ομάδας συγκάλεσαν συμβούλιο και, αφού έφεξε, επιτέθηκαν στη Συναγωγή των Εβραίων με τα τόξα και τις λόγχες τους. Αφού έσπασαν τις αμπάρες και τις πόρτες του κτιρίου, σκότωσαν τους Εβραίους, που ήταν γύρω στους επτακόσιους και μάταια πάσχιζαν να αντισταθούν στην ορμητική επίθεση χιλιάδων στρατιωτών. Σκότωναν ακόμη και τις γυναίκες, και με τα ξίφη τους διαπερνούσαν τα τρυφερά κορμάκια των παιδιών, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Οι Εβραίοι, βλέποντας ότι οι χριστιανοί εχθροί τους είχαν χυμήξει πάνω στους ίδιους και στα παιδιά τους χωρίς να λογαριάζουν ηλικία, έπεφταν κι αυτοί ο ένας πάνω στον άλλο, σε αδελφούς, παιδιά, συζύγους και αδελφές αδιακρίτως, και έτσι έβρισκαν τον θάνατο ο ένας από το χέρι του άλλου. «Το λέω και ριγώ πως οι μανάδες έκοβαν το λαιμό των βυζανιάρικων μωρών τους με μαχαίρια και άλλα τα έσφαζαν, προτιμώντας να τα σκοτώσουν με τα ίδια τους τα χέρια παρά να πέσουν από τα όπλα των μη περιτετμημένων». [«The Latin Report», Robert Chazan (επιμελ.), Church, State, and Jew in the Middle Ages, Νέα Υόρκη, Behrmann House, 1980, σσ. 140-141].
«Σιδερένιοι άνθρωποι»
Ο Αλέξιος Κομνηνός απαγόρευσε την είσοδο των προσκυνητών στην πόλη, αλλά τους επέτρεψε να διασχίσουν τον Βόσπορο και να περάσουν στην απέναντι ακτή όπου αποδεκατίστηκαν από τους Τούρκους.
Ως τα μέσα του 1097, αρκετές στρατιές, που σήμερα τις αποκαλούμε στρατιά της Πρώτης Σταυροφορίας και που η καθεμιά είχε τον δικό της αρχηγό, είχαν συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη. Οι αρχηγοί ήταν εχθροί στην πατρίδα τους και εδώ ανταγωνίζονταν ανοιχτά για τη μουσουλμανική λεία. Στους Αγίους Τόπους ιδρύθηκαν ανεξάρτητα πριγκιπάτα από αρχηγούς που διασπάστηκαν από τον κυρίως στρατό, κυρίως από τον Νορμανδό Βοημούνδο στην Αντιόχεια. Οι Βυζαντινοί ανάγκασαν τους απρόθυμους ξένους να ορκιστούν ότι θα τους απέδιδαν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την περιοχή που ήταν βυζαντινή πριν από τις τουρκικές κατακτήσεις ― και σύντομα όλοι, με εξαίρεση τον Ραϋμόνδο της Τουλούζης, παραβίασαν αυτό τον όρκο. Οι Δυτικοί δεν είχαν άλλο στον νου τους, παρ’ εκτός την Παλαιστίνη. Και μόλις οι Σταυροφόροι βρέθηκαν στον δρόμο για την Ιερουσαλήμ, δέχτηκαν άλλη μια προσβολή από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι τους εμπόδισαν να λεηλατήσουν τη Νίκαια, την πρώτη πόλη που κατέλαβαν.
Οι διαμάχες γύρω από τη διαδοχή του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ (1072-1092) διευκόλυναν τους Δυτικούς, καθώς τώρα στην αυτοκρατορία των Σελτζούκων κυριαρχούσαν οι τοπικοί εμίρηδες και ορισμένοι από αυτούς βοήθησαν τους εισβολείς. Επιπλέον, οι μουσουλμάνοι δεν ήξεραν πώς να διαπεράσουν τον αλυσιδωτό θώρακα των Σταυροφόρων, των «σιδερένιων ανθρώπων», όπως τους αποκαλούσαν. Η επιτυχία της πολιορκίας δεν ήταν καθόλου σίγουρη, αλλά με τη βοήθεια ενός προδότη εντός των τειχών, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ στις 15 Ιουλίου 1099 και επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή, την οποία περιγράφει με θριαμβευτικούς τόνους ο Φουλχέρος της Σαρτρ, Γάλλος λόγιος που ακολούθησε τη σταυροφορική στρατιά.
«Οι Φράγκοι μπήκαν πανηγυρικά στην πόλη το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, την ημέρα που ο Χριστός, με τη σταυρική θυσία Του, λύτρωσε από την αμαρτία τον κόσμο όλο. Και υπό τον ήχο των σαλπίγγων και μες στη γενική αναταραχή, εφόρμησαν με τόλμη αλαλάζοντας “Ο Κύριος μεθ’ ημών!”. Κι ευθύς ύψωσαν ένα λάβαρο στην κορυφή του τείχους. Οι ειδωλολάτρες πανικοβλήθηκαν, και όλο το θάρρος που είχαν ως τότε επιδείξει μετατράπηκε σε άτακτη φυγή στα δρομάκια της πόλης... Πολλοί Σαρακηνοί, που είχαν σκαρφαλώσει στη στέγη του Ναού του Σολομώντα, πληγώνονταν θανάσιμα από βέλη καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν, κι έπεφταν από τη στέγη με το κεφάλι. Γύρω στους δέκα χιλιάδες καρατομήθηκαν στον Ναό. Αν ήσασταν εκεί, το αίμα της σφαγής θα σας έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Τι να πω; Κανείς τους δεν απέμεινε ζωντανός. [Οι Φράγκοι] δεν χαρίστηκαν ούτε στις γυναίκες, ούτε στα παιδιά... Οι ιπποκόμοι μας και οι πεζικάριοι, όταν ανακάλυψαν τα τεχνάσματα των Σαρακηνών, ξεκοίλιαζαν εκείνους που μόλις είχαν μακελέψει για να βγάλουν από τα έντερά τους τα βυζαντινά [χρυσά νομίσματα] που είχαν καταπιεί οι σιχαμεροί λαιμοί τους ενόσω ήταν ζωντανοί! Για τον ίδιο λόγο, μερικές μέρες αργότερα οι άνδρες μας έστησαν έναν πελώριο σωρό από πτώματα και τα κατέκαψαν, ώστε να βρουν πιο εύκολα το προαναφερθέν χρυσάφι». [Fulcher of Chartres, A History of the Expedition to Jerusalem 1095-1127, μτφρ. Frances Rita Ryan, επιμ. και εισαγωγή Harold S. Noxville, University οf Tennessee Press, 1969 ανατύπωση Νέα Υόρκη, W.W. Norton, 1973, σσ. 121-122].
Το λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ
Οι Σταυροφόροι έπρεπε να δημιουργήσουν στην Παλαιστίνη αν όχι έναν διοικητικό μηχανισμό, τουλάχιστον κάποια υποτυπώδη δημόσια αρχή. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης αρνήθηκε το στέμμα, και έτσι ο Γοδεφρείδος της Λοραίνης (του Μπουγιόν) έγινε «Υπερασπιστής του Πανάγιου Τάφου». Το 1100 ο Γοδεφρείδος πέθανε, και ο αδελφός του Βαλδουίνος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, με υποτελείς τους ηγέτες των άλλων λατινικών πριγκιπάτων. Το «λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ» ήταν κυριολεκτικά ζωσμένο από τη θάλασσα, τους μουσουλμάνους και τους Βυζαντινούς. Η πρόσβαση για τα εμπορεύματα, τους προσκυνητές και τις στρατιωτικές ενισχύσεις είχε καθοριστική σημασία. Επομένως ήταν φυσικό το βασίλειο να εξαρτηθεί από τους Ιταλούς εμπόρους, στους οποίους είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να ιδρύσουν μόνιμες αποικίες, όπου θα ίσχυε το δικό τους δίκαιο, στις μεγάλες πόλεις του βασιλείου. Τον 12ο αιώνα ξεχωριστή θέση κατείχε η Πίζα, αν και η Γένουα και, κάπως αργότερα η Βενετία, προώθησαν αρκετά τα συμφέροντά τους. Το 1123 ο ενετικός στόλος συνέτριψε το αιγυπτιακό ναυτικό, κι έτσι οι Ιταλοί έμποροι κυριάρχησαν πλήρως στη Δυτική Μεσόγειο.
Καθώς οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεφαν μετά από λίγα χρόνια στην Ευρώπη, και οι πιο τυχεροί είχαν πλουτίσει, το λατινικό βασίλειο έπρεπε να προσφέρει κίνητρα ώστε να δελεάσει εποίκους. Οι σχετικά ολιγάριθμοι Δυτικοί που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Παλαιστίνη παρέμειναν στους δικούς τους θύλακες, κυρίως στις παράκτιες πόλεις, αποφεύγοντας κάθε συγχρωτισμό με τους μουσουλμάνους. Η τιμωρία για τη σύναψη σεξουαλικών σχέσεων με μουσουλμάνες ήταν ο ευνουχισμός, και επομένως οι γάμοι των Δυτικών με Παλαιστίνιες ήταν σπάνιοι, με εξαίρεση τις εκχριστιανισμένες μουσουλμάνες και τις Σύρες χριστιανές. Οι Σταυροφόροι υιοθέτησαν επιφανειακά ορισμένες ανατολικές συνήθειες ― οι Δυτικοί ιεροκήρυκες καυτηρίαζαν τα έκφυλα ήθη που είχαν αντιγραφεί από τους μουσουλμάνους, όπως το συχνό λουτρό. Οι χριστιανοί, που απέφευγαν πλήρως τη μάθηση μέσω της επαφής με τους μουσουλμάνους, ίδρυσαν δικά τους σχολεία, καθώς πίστευαν ότι οι χριστιανικοί λαοί δεν είχαν τίποτα να διδαχθούν από τους απίστους. Σημαντική δύναμη στο λατινικό βασίλειο απέκτησαν τελικά τα «στρατιωτικά τάγματα», ιδίως μέσω του ελέγχου των κάστρων. Σκοπός των Ιπποτών του αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, των λεγόμενων Ιωαννιτών (Οσπιταλίων– Hospitaliers), ήταν η περίθαλψη των ασθενών και των πενήτων προσκυνητών. Το 1113, ο πάπας αναγνώρισε με βούλα τους Ιωαννίτες ως τάγμα, αρχικά κοσμικών και κληρικών, αλλά γρήγορα αυτοί μετατράπηκαν σε στρατιωτικό τάγμα. Το τάγμα των ιπποτών του Ναού της Ιερουσαλήμ, των λεγομένων Ναϊτών, ιδρύθηκε το 1119 από τον ιππότη Ούγο του Παγιέν με σκοπό την προστασία των προσκυνητών. Οι Ναΐτες έδιναν μοναστικούς όρκους, και το 1128 ο άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ συνέταξε γι’ αυτούς έναν κανόνα, βασισμένο στον κανόνα των Κιστερκιανών. Σύντομα το τάγμα αυξήθηκε αριθμητικά, και το 1139 τέθηκε υπό την άμεση εποπτεία του πάπα. Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι σε τρεις τάξεις ιπποτών, αξιωματικών και στρατιωτικών ιερέων, με επικεφαλής έναν «μέγα μάγιστρο» (διδάσκαλο). Στάθηκαν το πρότυπο για τα τάγματα της Καλατράβας και της Αλκαντάρας που ιδρύθηκαν στην Ισπανία. Οι πρώτοι βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ είχαν εξαιρετικές ικανότητες, αλλά ήδη στη δεκαετία του 1130 ζούσε στην Παλαιστίνη μια νέα γενιά Σταυροφόρων που δεν είχε γνωρίσει την Ευρώπη και ταυτιζόταν περισσότερο με το λατινικό βασίλειο παρά με τη γη των προγόνων της. Εμφανίζονταν φατρίες ευγενών και αναδύονταν οικογένειες που οι ανταγωνισμοί τους θα προκαλούσαν αργότερα προβλήματα στο βασίλειο: οι Κουρτεναί της Εδέσσης και οι Ιμπελέν. Από την εποχή του Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118-1143), οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παρενέβαιναν συχνά στις εσωτερικές υποθέσεις του λατινικού βασιλείου.
Μετά το 1131 στην Ιερουσαλήμ βασίλεψε ο Φούλκων Ε’ της Ανδεγαυίας (Ανζού) για λογαριασμό της συζύγου του Μελισσάνθης, κόρης του βασιλιά Βαλδουίνου Β’ (1118-1131). (Ο Φούλκων ήταν πατέρας του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη από προηγούμενο γάμο). Πέθανε σε ατύχημα το 1143 και τον διαδέχθηκαν η χήρα του και ο δεκατριάχρονος γιος του Βαλδουίνος Γ’ (1143-1163). Τον επόμενο χρόνο, το κράτος των Σταυροφόρων υπέστη την πρώτη σημαντική εδαφική του απώλεια με την κατάληψη της Εδέσσης από τον Ζάνγκι, πρίγκιπα της Μοσούλης και του Χαλεπίου. Η δολοφονία του Ζάνγκι το 1146 εμπόδισε τους μουσουλμάνους να σταθεροποιήσουν τα κεκτημένα τους, αλλά ο δεύτερος γιος τους, ο Νουρεντίν, (1146-1174), αποδείχθηκε τρομερός αντίπαλος.
Η Δεύτερη Σταυροφορία και τα επακόλουθά της
Η πτώση της Εδέσσης παρότρυνε τον πάπα Ευγένιο Γ’ να κηρύξει νέα Σταυροφορία. Αρχικά, ο Κορράδος Γ’ της Γερμανίας ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει, αλλά το πειστικό κήρυγμα του αγίου Βερνάρδου έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας είχε σχεδιάσει δική του εκστρατεία, αλλά συμφώνησε να συντονίσει τις προσπάθειές του με εκείνες των Γερμανών. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί δεν ήθελαν πια να περάσουν οι Σταυροφόροι από την επικράτειά τους, διαισθανόμενοι ότι είχαν λιγότερα να φοβηθούν από τον Νουρεντίν παρά από τον Ρογήρο τον Μέγα, βασιλιά της Σικελίας.
Οι δύο στρατιές ξεκίνησαν το 1147. Ορισμένοι Γάλλοι βαρόνοι θέλησαν να προσχωρήσουν στον Ρογήρο τον Μέγα και να καταλάβουν βυζαντινά εδάφη. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ συνήψε εκεχειρία με τον σουλτάνο, γεγονός που ανάγκασε τους Γάλλους να παραπονεθούν για προδοσία των Ελλήνων, καθώς οι ίδιοι ορέγονταν την Κωνσταντινούπολη. Ο γερμανικός στρατός, αγνοώντας μια προγενέστερη συμφωνία να περιμένει τους Γάλλους, ξεκίνησε πρώτος και ηττήθηκε. Με τη σειρά τους, οι Γάλλοι υπέστησαν βαριά ήττα, και μόνο τότε ενώθηκαν τα υπολείμματα των δύο στρατών. Στη συνέχεια, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Δαμασκό, αν και εκείνη την εποχή ο ηγεμόνας της πόλης είχε συμμαχήσει με τον Βαλδουίνο Γ’ κατά του Νουρεντίν. Το αποτέλεσμα ήταν η αναμενόμενη καταστροφή: η Δεύτερη Σταυροφορία απέτυχε παταγωδώς.
Κι ενώ το λατινικό βασίλειο σπαρασσόταν από τη διαπάλη των αντίπαλων ομάδων που υποστήριζαν τον Βαλδουίνο Γ’ και τη μητέρα του, ο Νουρεντίν κατέλαβε το 1154 τη Δαμασκό και ένωσε τη Συρία κατά των Σταυροφόρων. Σημαντικό πρόβλημα ήταν και η άνοδος του Ρεϋλάνδου του Σατιγιόν, Γάλλου τυχοδιώκτη που παντρεύτηκε τη χήρα του Ραϋμόνδου Β’ της Τρίπολης. Τον Βαλδουίνο Γ’ διαδέχθηκε ο αδελφός του Αμαλάριχος το 1163. Για να σιγάσει την αντίθεση της Εκκλησίας, ο Αμαλάριχος αναγκάστηκε να διαζευχθεί τη σύζυγό του Αγνή του Κουρτεναί, με την οποία ήταν συγγενής μη αποδεκτού βαθμού, αλλά κατάφερε να αναγνωριστούν ως νόμιμα τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει μαζί της, η Σίβυλλα και ο Βαλδουίνος Δ’. Ο Αμαλάριχος (1163-1174) επέδειξε κάποιες νομοθετικές ικανότητες και προσπάθησε να περιορίσει την ισχύ των στρατιωτικών ταγμάτων. Ωστόσο, ο βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η επίθεση κατά της Αιγύπτου, μιας περιοχής που υποσχόταν πόρους για το άδειο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, και που η κατάκτησή της φαινόταν πιο εύκολη από τις επιχειρήσεις στα άκρως επικίνδυνα βόρεια σύνορα. Οι προστριβές μεταξύ του Αμαλάριχου και του Νουρεντίν διήρκεσαν αρκετά χρόνια, αλλά το 1169 ο βεζίρης του Νουρεντίν μπήκε στο Κάιρο. Σύντομα τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Σαλαδίνος. Ο Σαλαδίνος εξεδίωξε τους Γάλλους από την Αίγυπτο, κατέλαβε οχυρά στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, και το 1171 τερμάτισε τη δυναστεία των Φατιμιδών. Η Αίγυπτος περιήλθε υπό την κυριαρχία του χαλιφάτου των Αβασιδών της Βαγδάτης και έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του σουνιτικού Ισλάμ. Ο Σαλαδίνος κατείχε τον τίτλο του βεζίρη και βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του Νουρεντίν, αλλά μετά το 1171, ουσιαστικά κυβερνούσε ως σουλτάνος της Αιγύπτου.
Ο Νουρεντίν και ο Αμαλάριχος πέθαναν το ίδιο έτος, το 1174. Ο δεκατριάχρονος τότε Βαλδουίνος Δ’ (1174-1185) ήταν λεπρός και τελικά έμεινε παράλυτος. Πολιτικές ομάδες σχηματίστηκαν γύρω από τον Ρεϋνάλδο του Σατιγιόν, τους εκτοπισμένους άρχοντες Κουρτεναί της Εδέσσης (που από το 1144 βρισκόταν σε χέρια μουσουλμάνων) και τους Λουζινιάν, μια οικογένεια από το Πουατού της Ανδεγαυίας. Ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν υποχείριο της μητέρας του, μιας Κουρτεναί. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Βαλδουίνος Ε’, γιος της αδελφής του Σύβιλλας και του Γουλιέλμου, του εκλιπόντα μαρκησίου του Μομφεράτου. Ύστερα από ένα χρόνο, ο Βαλδουίνος πέθανε και τον διαδέχθηκε η Σίβυλλα, που έστεψε πραξικοπηματικά τον δεύτερο σύζυγό της Γουίδωνα Λουζινιάν το 1186.
Στο μεταξύ, το 1176 ο Σαλαδίνος είχε πια εδραιώσει την κατοχή του στην αυτοκρατορία του Νουρεντίν. Καθώς κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, στη Συρία και στη Μοσούλη, τα κράτη των Σταυροφόρων ήταν περικυκλωμένα. Οι Βυζαντινοί, που τα ανατολικά τους σύνορα ήταν ευάλωτα στις τουρκικές επιθέσεις, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Ιερουσαλήμ. Τώρα οι Σταυροφόροι προσδοκούσαν βοήθεια μόνο από τη Δύση, ιδίως μετά τη σφαγή Δυτικών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη που οδήγησε στην άνοδο του αντιδυτικού αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α’ Κομνηνού. Η «φραγκική» αυλή σπαρασσόταν ακόμη περισσότερο από τις μηχανορραφίες των αντίπαλων μερίδων, και στις αρχές του 1187 ο Ρεϋνάλδος του Σατιγιόν προσέφερε στον Σαλαδίνο το πρόσχημα όταν έστησε ενέδρα και επιτέθηκε σε ένα καραβάνι. Στις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους ο Σαλαδίνος συνέτριψε τους χριστιανούς στη μάχη του Χατίν, δυτικά της θάλασσας της Γαλιλαίας (λίμνης της Τιβεριάδος) συλλαμβάνοντας τον βασιλιά Γουίδωνα και αποκεφαλίζοντας ο ίδιος τον Ρεϋνάλδο του Σαντιγιόν. Η Ιερουσαλήμ συνθηκολόγησε χωρίς μάχη στις 2 Οκτωβρίου. Την άνοιξη του 1190 μόνο η Αντιόχεια, η Τύρος και η Τρίπολη είχαν παραμείνει υπό χριστιανική κατοχή.
Πηγή: http://www.istoria.gr/aug03/content01.htm