Εξέλιξη....
Η σημερινή υπόσταση του ανθρώπου, χαρακτηρίζεται από τρεις βασικές αλλά διακριτές λειτουργίες. Την ενστικτώδη, την συναισθηματική και την διανοητική. Σε σχέση με αυτούς τους «κόσμους» που έχει εξελίξει – εξελιχθεί μέχρι τώρα ο άνθρωπος, ο Karl Raimund Popper (1902 - 1994), Αυστριακός με πατέρα εβραϊκού θρησκεύματος, καθηγητής φιλοσοφίας από το 1946 στο «London School of Economics and Political Sciences», κορυφαίος διανοητής του περασμένου αιώνα, έγραψε:
<<…Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους κόσμους 1,2,3 μπορεί να θεωρηθεί ως διαμόρφωση της πραγματικότητας. Αλληλεπίδραση που συνίσταται σε πολλές ανατροφοδοτήσεις, δυνάμενοι να δουλεύουμε στο εσωτερικό της με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους. Μια συνειδητή εργασία πάνω στη σπείρα της εξέλιξης, επιτελούμενη από εμάς, από το πνεύμα μας, τα όνειρά μας, τους σκοπούς μας. Είμαστε δημιουργοί του έργου, των προϊόντων του και συγχρόνως μορφοποιούμαστε από το έργο μας. Καθώς δημιουργούμε, αναδημιουργούμε συγχρόνως τους εαυτούς μας μέσω του έργου μας.
Τα όνειρα για ένα έργο, για ένα νέο δημιούργημα, τα όνειρα για επέκταση της ελευθερίας μας, τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο, είναι πάντα αυτά που ενέπνευσαν και εμπνέουν τους πρωτοπόρους της δημιουργίας και της εξέλιξης και όχι το όνειρο του υλικού κέρδους και της προσωπικής υλιστικής ωφέλειας, όπως προπαγανδίζει η υλιστική φιλοσοφία, κύρια των Μαρξ και Ένγκελς.
Στην προσπάθειά μας να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας, διαμορφώνοντας παράλληλα την πραγματικότητά μας, αποφασιστικό ρόλο παίζουν τα αρχικά σχέδια και οι περιγραφές, αλλά και οι υποθέσεις, οι απόπειρες και οι ατυχείς δοκιμές και κυριότερα οι διορθώσεις, με δύο λόγια, η μέθοδος της δοκιμής και της εξαλείψεως των λαθών μέσω κριτικής.
Αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος που διαθέτουμε μέχρι σήμερα, η μέθοδος της δοκιμής, του λάθους και της διόρθωσης λαθών. Η βιολογική εξέλιξη των ειδών στη φύση, συνοδεύεται πάντα από έναν αιματηρό αγώνα ανταγωνισμού για την ύπαρξη.Με την ανάδυση της ανθρώπινης συνείδησης, του πνεύματος και των γλωσσικά διατυπωμένων θεωριών, ο ανταγωνισμός μεταξύ των φορέων των νεωτερισμών, μετατέθηκε και έγινε ανταγωνισμός μεταξύ των ίδιων των νεωτερισμών, που είναι οι νέες ιδέες και οι καινούριες διατυπωμένες θεωρίες. Τώρα μπορούμε να αφήσουμε τις θεωρίες να πεθάνουν στη θέση μας.
Από τη βιολογική σκοπιά της φυσικής επιλογής, η βασική λειτουργία της νοητικής εξέλιξης της ανθρώπινης συνείδησης, κατάφερε μέσω της συνειδητής κριτικής, την επιλογή των θεωριών, χωρίς την εξολόθρευση των φορέων της. Η χρήση της μεθόδου της ορθολογικής κριτικής δίχως την θανάτωση του φορέα της όποιας θεωρίας, καθίσταται δυνατή μέσω της βιολογικής εξέλιξης, με την επινόηση της γλώσσας και την μετάθεση της «πολεμικής» επιλογής των ειδών από το επίπεδο της υλικής αντιπαράθεσης, μετουσιώνοντάς την σε μια ειρηνική επιλογή των θεωριών, στο επίπεδο της ορθολογικής κριτικής του διανοητικού πεδίου. Έτσι καθίσταται εφικτή η επιλογή των καλύτερων θεωριών χωρίς βία, η επιλογή των καλύτερων προσαρμογών.
Η βία βέβαια της βιολογικής φυσικής επιλογής, απλά μετατέθηκε στις διανοητικές απλά μετατέθηκε στις διανοητικές διεργασίες και έγινε έτσι βίαιη κριτική. Ελπίζουμε και ονειρευόμαστε ότι είναι εφικτό να διαμορφώσουμε στο εγγύς μέλλον ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου θα εγκατασταθεί η ειρήνη και θα απουσιάζει παντελώς η βία.
ΣΧΟΛΕΣ
Μακράν του να είναι τόποι συζήτησης, αναλάμβαναν το ιερό καθήκον να κληροδοτήσουν κάποια οριστική θεωρία και να τη διατηρήσουν καθαρή και αναλλοίωτη. Κύριο καθήκον το αναλλοίωτο της διδασκαλίας και η πιστή και ακριβής μετάδοση της παράδοσης του ιδρυτή – διδασκάλου.
Δεν δέχεται καμία νέα ιδέα και κάθε τέτοια αντιμετωπίζεται σαν αίρεση και οι μεταρρυθμιστές διώκονται ως αιρετικοί. Ακόμα βέβαια και οι μεταρρυθμιστές, υπερτονίζουν την αυθεντία του διδασκάλου και υποστηρίζουν ότι η δική τους εκδοχή είναι αυθεντική διδασκαλία.
Έτσι, ούτε ο επινοητής δεν παραδέχεται ότι επινοεί μια νέα ιδέα, αλλά ισχυρίζεται ότι επαναφέρει και επιστρέφει στην αληθινή ορθοδοξία που έχει κάπως διαστρεβλωθεί. Έτσι, ακόμα και οι όποιες κρυφές αλλαγές, παρουσιάζονται σαν επαναδιατυπώσεις των αληθινών δεδομένων του διδασκάλου.
Φυσικά σε τέτοιες σχολές λείπει παντελώς η ορθολογική κριτική συζήτηση. Μόνο επιχειρήματα κατά διαφωνούντων – αιρετικών και αυτά με δογματικό και κατηγορηματικό τρόπο, ως καταδίκες μάλλον, παρά ως επιχειρήματα. Τέτοια σχολή η πυθαγόρεια, έχοντας χαρακτήρα θρησκευτικού Τάγματος, με χαρακτηριστικό τρόπο ζωής και μυστικό δόγμα. Ο Ίππασος ο Μεταποντίνος πνίγηκε στη θάλασσα γιατί αποκάλυψε το μυστικό του άρρητου χαρακτήρα κάποιων τετραγωνικών ριζών. Όμως τέτοιου είδους «σχολές» ήταν εξαίρεση στον κανόνα της Ελληνικής φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών σχολών.
Ο χαρακτήρας της Ελληνικής φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών σχολών διαφέρει εντυπωσιακά από τον δογματικό τύπο των σχολών παραπάνω.
Η πρώιμη ιστορία της Ελληνικής φιλοσοφίας, ειδικά η ιστορία από τον Θαλή μέχρι τον Πλάτωνα, είναι υπέροχη. Σχεδόν είναι υπερβολικά καλή για να είναι αληθινή.
Πως κατέστη αυτό δυνατό;
Ποιο ήταν το μυστικό των αρχαίων Ελλήνων;
Μία πρώιμη Ελληνική παράδοση.
Η παράδοση του κριτικού διαλόγου.
Το πρόβλημα της αλλαγής είναι η ύπαρξη κριτικού διαλόγου, μιας ορθολογικής συζήτησης. Οι νέες ιδέες υποστηρίζονται σαν τέτοιες και εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα ανοιχτής κριτικής. Αντί για ανωνυμία, βρίσκουμε μια ιστορία ιδεών και των δημιουργών τους. Το μοναδικό φαινόμενο της Ελληνικής φιλοσοφίας, συνδέεται στενά με την εκπληκτική ελευθερία και δημιουργικότητά της. Το ουσιαστικότερο σημείο είναι η γένεση μιας παράδοσης, μια παράδοση που επιτρέπει ή ενθαρρύνει κριτικές συζητήσεις ανάμεσα σε διάφορες σχολές και το εκπληκτικότερο, στο εσωτερικό της ίδιας της σχολής. Με εξαίρεση τον Πυθαγόρα, οπουδήποτε αλλού, νέες ιδέες, τροποποιήσεις και απερίφραστη κριτική βασιλεύουν.
Στον Παρμενίδη, ήδη από νωρίς συναντάμε ένα ακόμα εξαιρετικά αξιοπρόσεκτο φαινόμενο, το φαινόμενο του φιλοσόφου που υποστηρίζει δύο φιλοσοφίες, μία ως αληθή και μία ως ψευδή. Την ψευδή όμως δεν την αφορίζει ή την κρίνει καταδικαστικά, αλλά την εκθέτει ως την καλύτερη δυνατή παρουσίαση της απατηλής πεποίθησης των ανθρώπων και του κόσμου της καθαρής φαινομενικότητας.
Πως όμως και που θεμελιώθηκε αυτή η παράδοση;
Ο Ξενοφάνης που έφερε την Ιωνική παράδοση στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδος, είχε απόλυτη συνείδηση του γεγονότος ότι η δική του διδασκαλία ήταν καθαρά υποκειμενική και υποθετική, και ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν άλλοι που θα γνώριζαν καλύτερα.
Ίσως για πρώτη φορά η κριτική στάση, αυτή η νέα ελευθερία στη σκέψη, φαίνεται ξεκάθαρα στην κριτική του Αναξίμανδρου προς τον Θαλή, τον συγγενή και διδάσκαλό του και μάλιστα έναν από τους επτά σοφούς !
Όμως πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Θαλής και ο Αναξίμανδρος είχαν φθάσει σε ρήξη ή ανοιχτή διαφωνία.
Αυτό μας δείχνει ότι ο σοφός Θαλής, ήταν αυτός που θεμελίωσε την καινούρια παράδοση ελευθερίας – βασισμένη σε μια νέα σχέση μεταξύ διδασκάλου και μαθητή- δημιουργώντας έτσι έναν νέο τύπο σχολής, εντελώς διαφορετικό από την πυθαγόρεια σχολή. Φαίνεται πως ήταν ικανός να ανέχεται την κριτική και επιπλέον φαίνεται πως δημιούργησε την παράδοση όπου κάποιος όφειλε να ανέχεται την κριτική.
Μάλλον όμως έκανε ακόμη περισσότερα.
Είναι απίθανο, ένας μαθητής που έχει μάθει στην δογματική στάση να τολμήσει ποτέ να ασκήσει κριτική στο δόγμα (πόσο μάλλον στο δόγμα ενός διάσημου σοφού ) και να εκφράσει την κριτική του. Μάλλον το πιθανότερο είναι ότι ο ίδιος ο διδάσκαλος ενθάρρυνε την κριτική στάση – ίσως αφότου εντυπωσιάστηκε από την βασιμότητα των ερωτημάτων που τέθηκαν, χωρίς διάθεση κριτικής από τον μαθητή. Η υπόθεση ότι ο Θαλής ενθάρρυνε ενεργητικά τους μαθητές του να ασκούν κριτική, εξηγεί το γεγονός ότι η κριτική στάση απέναντι στην διδασκαλία του διδασκάλου, έγινε μέρος της παράδοσης στην Ιωνική σχολή. Θέλω να πιστεύω ότι ο Θαλής ήταν ο πρώτος διδάσκαλος που είπε στους μαθητές, «έτσι βλέπω τα πράγματα, έτσι νομίζω πως έχουν. Προσπαθήστε να βελτιώσετε τη διδασκαλία μου». Κάτι φυσικά που το συναντάμε αργότερα διατυπωμένο από τον Ξενοφάνη.
Το γεγονός είναι πάντως ότι η Ιωνική σχολή ήταν η πρώτη όπου οι μαθητές της ασκούσαν κριτική στους διδασκάλους τους.
Ήταν μια καινοτομία τεράστιας σημασίας. Σήμαινε την ρήξη με την δογματική παράδοση που επιτρέπει μόνον ένα δόγμα σε μία σχολή, και την εισαγωγή στη θέση της μιας παράδοσης που αποδέχεται μια πλειάδα διδασκαλιών, που όλες τους προσπαθούν να πλησιάσουν την αλήθεια μέσω του κριτικού διαλόγου.
Σχεδόν από αναγκαιότητα, καταλήγει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι οι προσπάθειές μας να βρούμε και να δούμε την αλήθεια δεν είναι τελικές, παρά επιδέχονται βελτιώσεις. Ότι η γνώση μας, η θεώρησή μας, είναι υποθετική. Ότι αποτελείται μάλλον από υποθέσεις, παρά από τελικές και βέβαιες αλήθειες. Και ότι η κριτική και ο κριτικός διάλογος, είναι τα μοναδικά μέσα που έχουμε για να πλησιάσουμε την αλήθεια.
Έτσι, καταλήγουμε στην παράδοση των τολμηρών υποθέσεων και της ελεύθερης κριτικής, την παράδοση που δημιούργησε την ορθολογική επιστημονική στάση και μαζί της τον δυτικό πολιτισμό μας, τον μόνο πολιτισμό που βασίζεται κύρια στην επιστήμη.
Η παράδοση του ορθολογισμού, η παράδοση του κριτικού διαλόγου, αντιπροσωπεύει τον μοναδικό εφαρμόσιμο τρόπο επέκτασης της γνώσης μας – της γνώσης μας που έχει τον χαρακτήρα υπόθεσης ή εικασίας φυσικά. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Κάποιες θεωρίες, μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι ανώτερες από άλλες,
μόνον αν,
1)μπορούν να εξηγούν περισσότερα και
2)να μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, να συζητώνται δηλαδή πληρέστερα και πιο κριτικά υπό το φως όλων όσων ξέρουμε, όλων των αντιρρήσεων που μπορούμε να σκεφτούμε και ειδικά επίσης υπό το φως των παρατηρησιακών ή πειραματικών ελέγχων που σχεδιάστηκαν με σκοπό να ασκηθεί κριτική στην θεωρία.
Υπάρχει ένα και μοναδικό στοιχείο ορθολογικότητας στις προσπάθειές μας να γνωρίσουμε τον κόσμο. Είναι η κριτική εξέταση των θεωριών μας.
Οι θεωρίες από μόνες τους είναι υποθέσεις. Δεν γνωρίζουμε, απλά υποθέτουμε >>.
«Οι θεοί δεν αποκάλυψαν από την αρχή σε μας όλα τα πράγματα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου, μπορούμε να μάθουμε αναζητώντας και να γνωρίσουμε καλύτερα τα πράγματα… Αυτά τα πράγματα, μοιάζουν, υποθέτουμε, με την αλήθεια. Αλλά όσο για την βέβαιη αλήθεια, κανένας άνθρωπος δεν την έχει γνωρίσει, ούτε θα την γνωρίσει, ούτε για τους θεούς, ούτε για όλα τα άλλα που μιλάω. Ακόμα και κατά τύχη αν επρόκειτο κάποιος να πει την τελική αλήθεια, δεν θα το ήξερε ούτε ο ίδιος. Γιατί όλα όσα πρεσβεύουμε, δεν είναι παρά ένα δίχτυ υφασμένο από εικασίες».
ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ
«Στην πραγματικότητα όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτα με το να το έχουμε δει. Γιατί η αλήθεια είναι βαθιά κρυμμένη».
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ
«Δεν είναι στην φύση και τον χαρακτήρα του ανθρώπου να κατέχει αληθινή γνώση, μολονότι είναι στην θεία φύση». «Αυτός που δεν προσμένει το απρόσμενο, δεν θα το ερευνήσει ποτέ. Θα παραμείνει για τον ίδιον, ανεξερεύνητο και απρόσιτο».
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ