ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Θέμος Κορνάρος υπήρξε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών κι έχουν γράψει γι' αυτόν κολακευτικές κριτικές οι περισσότεροι Έλληνες λογοτέχνες. Μεταξύ άλλων έγραψε και το βιβλίο «Άγιον Όρος» με βάση τις εμπειρίες που απέκτησε σαν εργάτης στα μοναστήρια του αγίου Όρους. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1933 (έκδοση Γκωγκώνη, Αθήνα 1933), αλλά πολύ σύντομα, με επέμβαση της εκκλησίας, κατασχέθηκε από την Εισαγγελία και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του. Η τελευταία του έκδοση έγινε μετά τη μεταπολίτευση (1977, εκδόσεις Χρόνος), αλλά σήμερα είναι εξαντλημένο και δυσεύρετο. Στις 15 Γενάρη του 1934, ο Φώτος Πολίτης, τον υπερασπίζεται με επιφυλλίδα του στην “Πρωία“, που έχει τίτλο “Αντοχή”
Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε στο Σίβα Μεσσαράς στην Κρήτη, το 1906 από πάμπτωχη οικογένεια, και από μικρός μπήκε στη βιοπάλη, γυρίζοντας όλη την Ελλάδα και κάνοντας όποια δουλειά του τύχαινε. Παράλληλα, όμως, αυτομορφωνόταν και καθώς είχε έφεση στο γράψιμο, άρχισε να δημοσιεύει διάφορα πεζογραφήματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Όταν ήρθε στην Αθήνα προσπάθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Δεν τα κατάφερε, όμως, γιατί παράλληλα δούλευε εργάτης στο χτίσιμο του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί γνωρίστηκε με τον Κωστή Μπαστιά και μέσω αυτού με το Φώτο Πολίτη, που δέχτηκε με ενθουσιώδεις κριτικές τα πεζογραφήματά του.
Γυρνώντας όλη την Ελλάδα, ψάχνοντας για δουλειά, είχε πάντα τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά και αφουγκραζόταν τα πάθη και τους καημούς του κόσμου. Μαθαίνοντας πως το κορίτσι που αγαπούσε από παιδί προσβλήθηκε από λέπρα, πήγε να το δει στη Σπιναλόγκα. Κατόπιν πήγε εργάτης γης στο Άγιον Όρος. Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στα μέρη αυτά τις κατέγραψε σε δυο πραγματικά συγκλονιστικά βιβλία του: «Σπιναλόγκα» (1933) και «Άγιον Όρος. Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1934). Δεν πήγε όμως μόνο σ’ αυτά τα δυο σημαδιακά μέρη, αλλά και σε ένα σωρό άλλα, πάντα ζητώντας δουλειά. Ακόμα και το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι επισκέφθηκε, επί Κατοχής, μόνο που εκεί δεν πήγε μόνος του αλλά τον πήγαν δεμένο οι Γερμανοί, για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Και από αυτήν, την αναγκαστική, επίσκεψη βγήκε ένα σπουδαίο βιβλίο, το «Χαϊδάρι» (1945).
Δυο χρόνια αργότερα, το 1947, οι εθνικόφρονες αυτή τη φορά, τον έκλεισαν πάλι στη φυλακή, για το βιβλίο του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», στο οποίο έγραφε για τα έργα και ημέρες του Δεσπότη Μεσολογγίου, που φαίνεται πως ξεπερνούσε και τους σημερινούς δικούς μας.
Άλλα βιβλία του Κορνάρου είναι το
«Με τα παιδιά της Θύελλας» και το
«Στάχτες και Φοίνικες». Πέθανε στην Αθήνα το 1970, επί απριλιανής δικτατορίας, φτωχός αλλά όχι λησμονημένος.
Επιφυλλίδες της «Πρωίας» ΑΝΤΟΧΗ Του κ. Φώτου Πολίτη
Μια επιστολή του κ. Θεμ. Κορνάρου στην «Πρωία» μας πληροφορεί ότι κατεσχέθη από την Εισαγγελία το βιβλίο του για το Άγιον Όρος. Δεν ξέρω κατά πόσον επιτρέπεται, σ’ ένα δημοκρατικό Κράτος, μια τέτοια ενέργεια της εισαγγελικής αρχής, χωρίς την προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών. Αλλ’ ανεξάρτητα απ’ αυτήν την τυπική λεπτομέρεια, το ζήτημα αυτό μας ενδιαφέρει στην ουσία του. Υποθέτω πως η κατάσχεση έγινε για λόγους γενικότερους: ηθικής ίσως τάξεως. Κατεσχέθη το «Άγιον Όρος» του Θεμ. Κορνάρου, όπως θα ’πρεπε λ.χ. να κατάσχονται ένα σωρό άλλες αχρείες φυλλάδες, που ωστόσο κυκλοφορούν ανενόχλητα, φυλλάδες κι αναγνώσματα και δημοσιεύματα παντός είδους, που άλλον προορισμό δεν έχουν παρά να δείχνουν την ανυπαρξία κάθε ηθικού και θρησκευτικού συναισθήματος στους συγγραφείς τους και που βασίζονται σε μια και μόνη προϋπόθεση: πως το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδος βρίσκεται κι αυτό στην έσχατη ηθική κατάπτωση και πώρωση.
Για το βιβλίο του Θεμ. Κορνάρου έχω γράψει απ’ αυτές εδώ τις στήλες, την εποχή που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά. Είναι ένα άγριο μαστίγωμα μιας οικτρής καταστάσεως, που απαιτεί την επέμβαση της κεφαλής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Κορνάρος καταγγέλλει ρητά γεγονότα κι έχοντας συναίσθηση της ευθύνης των καταγγελιών του, σημειώνει φαρδιά-πλατιά στο τέλος του βιβλίου τη διεύθυνσή του, για να τον ζητήσουν εκεί, στο σπίτι του, όσοι επιθυμούν να έχουνε περισσότερα τεκμήρια και αποδείξεις. Κι όμως δεν έγινε αυτό, αλλά του φιμώθηκε το στόμα. Γιατί;
Για τον ίδιο λόγο, που φιμώθηκε κι άλλοτε, σ’ άλλον τόπο, πριν από τρεις περίπου αιώνες, το στόμα ενός άλλου, πολύ μεγάλου ανθρώπου και ποιητού: του Μολιέρου. Είναι γνωστό, πως όλοι οι ψευδευλαβείς της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ’ λύσσαξαν κι εφρύαξαν με τον «Ταρτούφο», και πως πέτυχαν ν’ απαγορευθεί η παράστασή του. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και παίχτηκε στην αυλή κάποια άλλη κωμωδία, γεμάτη από εξαιρετική ελευθεροστομία και αχρειότητα. Η κωμωδία αυτή είχε τίτλο «Ο Σκαραμούκιος ερημίτης» και μεταξύ άλλων παρουσίαζε έναν καλόγερο ν’ ανεβαίνει μ’ ανεμόσκαλα στο παράθυρο κάποιας παντρεμένης και να ξεπροβάλλει από κει κάθε τόσο λέγοντας «questo per morificar la carne». Ο Λουδοβίκος εστράφη τότε προς τον μεγάλον Κοντέ, τον Πρίγκηπα, και του είπε: «Θα ήθελα να ξέρω γιατί εκείνοι, που σκανδαλίζονται τόσο πολύ με την κωμωδία του Μολιέρου, δεν λένε λέξη για τούτη εδώ την κωμωδία του Σκαραμούκιου…» Κι ο Κοντέ, που ήταν πολύ σοβαρός και στοχαστικός άντρας, αποκρίθηκε: «Ο λόγος είναι, πως η κωμωδία του Σκαραμούκιου χλευάζει τη θρησκεία και τα θεία, για τα οποία οι κύριοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται καθόλου· ενώ η κωμωδία του Μολιέρου, τους χλευάζει τους ίδιους: κι αυτό δεν μπορούν να το ανεχθούν».
Το βιβλίο του Κορνάρου δεν έχει να κάμει τίποτε με τα θεία και τη θρησκεία. Ο συγγραφέας δεν θίγει καθόλου τέτοια ζητήματα. Εικονίζει μόνο
πιστά μια κατάσταση, όπως την είδε αυτός, δουλεύοντας σαν απλός εργάτης στο Άγιον Όρος. Όσοι ενδιαφέρονται λοιπόν πραγματικά για τη θρησκεία και για τα θεία, αντί να ζητήσουν την κεφαλήν του Κορνάρου επί πίνακι, θα ’πρεπε να εξακριβώσουν τις καταγγελίες του και ν’ ασκήσουν αυστηρόν έλεγχο εκεί που πρέπει. Το είχα γράψει και τότε που πρωτοβγήκε το βιβλίο του, πως αν θέλει η Ορθόδοξος Εκκλησία να ζήσει, πρέπει με τέτοιον τρόπο να ενεργήσει. Κι όμως, η ενέργεια φαίνεται πως έγινε ακριβώς ανάποδα. Δυστυχώς, έπρεπε να περιμένουμε τέτοιους εξωφρενισμούς, σαν την κατάσχεση ενός τίμιου και γενναίου βιβλίου. Αλλά εύκολο δεν είναι να παίρνει κανείς την απόφαση να ξεγράψει τη φυλή να πέφτουν όλες οι ελπίδες σου, η μια ύστερα από την άλλη ψόφιες, σαν τα σπουργίτια μέσα στο χαλάζι. Λαός, που δεν αντέχει στην κριτική, δεν έχει εντός του τη θέληση να ζήσει.
Και το βιβλίο του Κορνάρου είναι μια κριτική μαστιγωτική. Γιατί φοβίζει τους υπεύθυνους; Η κακή κριτική ποτέ δε βλάφτει! Δε βλάφτει δηλαδή τους λαούς ή τα άτομα εκείνα, που έχουνε μέσα στο είναι τους την κατάφαση της ζωής. Η κακή κριτική μπορεί να ’ναι δυο ειδών: ειλικρινής, τίμια και δίκαιη, ή μωρή, συκοφαντική, κακόπιστη και μεροληπτική. Στην πρώτη περίπτωση, είναι κοντά στο νου, πως ωφελεί τον κρινόμενο. Αν αυτός -είτε είναι λαός, είτε άτομο- θέλει στ’ αλήθεια να ζήσει τη ζωή του έντονα, τότε οι παρατηρήσεις, οι επικρίσεις του ειλικρινούς και δίκαιου
κριτικού, μόνο αγαθό και λυτρωτικό αποτέλεσμα μπορούνε να ’χουν απάνω του.
Ο τόνος της επικρίσεως δεν έχει σημασία. Άλλωστε, σε μια τίμια και δίκαιη κριτική σπάνια είναι εξαιρετικά οξύς. Αλλά κι αν τύχει να ’ναι τέτοιος, τι σημαίνει; Ενδιαφερόμαστε, ναι ή όχι, να ζήσουμε αγνά της ζωή μας, χωρίς αυταπάτες, χωρίς ναρκισσισμούς; Εν τοιαύτη περιπτώσει η ουσία της επικρίσεως βαρύνει πολύ περισσότερο από τον τόνο της. Δε μας συμφέρει να σταθούμε στο περίβλημά της, και ν’ αδιαφορήσουμε για το περιεχόμενο. Τουναντίον, οφείλουμε από το περιεχόμενο να κρίνουμε και το ύφος. Αν η ουσία της επικρίσεως είναι αξιόλογη, αν η κριτική περιέχει δηλαδή, μέσα της, παρατηρήσεις πολύ σοβαρές και μεγάλης σημασίας, τότε ίσως και ο τόνος της να είναι δικαιολογημένος, ίσως η αγανάκτηση του κριτικού να έχει ηθικά ελατήρια. Και τέτοιο ύφος, σφιχτοδεμένο με ουσία επενεργεί λυτρωτικά επάνω μας. Στη δεύτερη πάλι περίπτωση, μωρής, κακόπιστης και μεροληπτικής κριτικής, τι έχουμε τάχα να πάθουμε; Τίποτα απολύτως, τέτοιες κριτικές, που είναι άλλωστε συνηθέστατες, καλλιεργούν την απαραίτητην αυτοπειθάρχησή μας. Ένας κακόπιστος και μωρός επικριτής δεν μας αγγίζει καθόλου. Μας είναι εξαιρετικά εύκολο να νοιώσουμε πόσο περιορισμένο είναι το μυαλό του, πόσο ελλιπείς οι γνώσεις του, πόσο ταπεινός ο χαρακτήρας του. Στην Ελλάδα μάλιστα, όπου η πνευματική ζωή είναι πολύ στενή, ξέρουμε συνήθως και τα ελατήρια ακόμα μιας κακόπιστης κριτικής. Καθόλου δύσκολο δεν είναι δηλαδή,
να παραλάβουμε τον επικριτή μας και, να τον χτυπήσουμε κάτω σα χταπόδι.
Εφ’ όσον είμαστε πραγματικά ανώτεροί του, η απόδειξη της ηλιθιότητός του είναι πράγμα απλούστατο. Ασφαλώς όμως αξίζει πολύ περισσότερο για την ατομική μας ζωή η αυτοπειθάρχηση από την ανώφελη την αντικριτική. Η συναίσθηση πως είμαστε από κάθε άποψη ανώτεροι από κείνους, που μας βρίζουν, τονώνει την αυτοπεποίθησή μας κι αυτό είναι θετικό κέρδος για την ηθική ζωή μας. Η μωρία, η κακοπιστία και η μεροληψία ενός επικριτού τίποτα άλλο δεν δείχνουν ουσιαστικά, παρά πως εμείς στεκόμαστε πολύ γερά στα πόδια μας κι η αντικειμενική διαπίστωση τέτοιου γεγονότος είναι πάντα πολύ ευχάριστη. Το ν’ αφήσεις την οργή σου να ξεθυμάνει είναι πράγμα απλούστατο.
Δύσκολο είναι να συγκρατείσαι, και να υποχωρείς από αυτοσεβασμό. Ο Ντοστογιέφσκι διηγείται, εξ αφορμής κάποιας κακόπιστης και μωρής εναντίον του επίκρισης, έναν ινδικό μύθο: Κάποτε το γουρούνι τσακώθηκε με το λιοντάρι. Κι αποφάσισαν να μονομαχήσουν το επόμενο πρωί. Άμα πέρασε η πρώτη έξαψη του καυγά και γύρισε το γουρούνι σπίτι του, άρχισε να συναισθάνεται την απελπιστική του θέση. Τα πράγματα δεν ήσαν καθόλου απλά. Η γουρούνα και τα γουρουνόπουλα, θρηνούσα απαρηγόρητα. Το γουρούνι κάθησε τότε και βυθίστηκε σε συλλογή. Κι έπειτα πήρε την απόφασή του: βρήκε ένα λάκκο, όλο βούρκο και κοπριά, χώθηκε εκεί μέσα, και πλατσούριζε όλη νύχτα. Το πρωί, με το ευώδες αυτό χρίσμα σ’ όλο του το κορμί, ξεκίνησε να βρει το λιοντάρι. Ο βασιλιάς της ερήμου το περίμενε. Αλλά μόλις το αντίκρισε κι έφτασε ως τα ρουθούνια του η καταπληκτική εκείνη ευωδία, το λιοντάρι έστριψε με μεγαλοπρέπεια τη ράχη του κι απομακρύνθηκε από το πεδίο του αγώνος…
Εννοείται, πως αντέχουν στην επίκριση μόνο τα άτομα και οι λαοί, που έχουν καλλιεργήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκριτική. Κι η αυτοκριτική είναι η προϋπόθεση κάθε αγνής ζωής. Όσοι δεν είναι σε θέση να κρίνουν κάθε μέρα αυστηρά τον εαυτός τους, κατακτώντας έτσι τη ζωή και την ελευθερία τους, αυτοί δεν έχουν την ικανότητα να ζυγίσουν το περιεχόμενο μιας επικρίσεως και συνεπώς ούτε τη δυνατότητα να ωφεληθούν οπωσδήποτε απ’ αυτήν άμεσα ή έμμεσα. Αν ζητήσετε να βρείτε τα βαθύτερα αίτια της φανερής καχεξίας των διαφόρων θεσμών στην Ελλάδα, θα διαπιστώσετε παντού έλλειψη αυτοκριτικής, έλλειψη δηλαδή έντονης και πραγματικής θελήσεως για ζωή.
Και η κατάσχεση του βιβλίου του Κορνάρου, αυτό ακριβώς αποδείχνει. Ένας άνθρωπος καταγγέλλει υπεύθυνα ορισμένα έκτροπα που γίνονται στο Άγιον Όρος. Και η Εκκλησία προκαλεί το φίμωμά του, έχοντας την πλανερήν αντίληψη, πως το γόητρο ενός θεσμού διατηρείται μ’ εξωτερική προστατευτική νομοθεσία κι όχι μ’ εσωτερικήν αγνότητα, αγιότητα και καθαρότητα. Και παρανοεί πως έτσι κινδυνεύει να μεταβληθεί η ύπαρξη ενός θεσμού σε κενόν τύπο και να παγώσει οριστικά ο εσωτερικός χυμός, που τον ζωογονεί. Αντοχή στην κριτική, όποιαν κριτική φανερώνουν μόνον οι οργανισμοί εκείνοι, που έχουν τη δύναμη να ζήσουν.
ΦΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Επιφυλλίδα της εφημερίδας «ΠΡΩΪΑ», στις 15 Γενάρη του 1934.