Με κρασί και τραγούδι
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:
στάθι καί οίκτιρον.
Σταμάτα, και δάκρυσε, γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήμαα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.
Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό `ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη...
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλλησαν να βγούν από τον Άδη
Ένας τον Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη
Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
Και το χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος
Για την Αμερική και την παθογένεια του σημερινού κόσμου
Η Αμέρικα σήμερα, με τη μπακιρένια λάμψη του βίου και του πολιτισμού της, είναι η Ρώμη της εποχής του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου.
Ο πρόεδρος της Αμέρικας σήμερα, ο πλανητάρχης όπως τον λένε μετά την περεστρόικα των μπολσεβίκων, είναι ο καίσαρας στην ίδια εποχή της Ρώμης. Μια εποχή, δηλαδή, που το κύριο γνώρισμά της ήτανε η άκρα ακράτεια ούρων και κοπράνων.
Οι αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες σήμερα, που στο φανερό δορυφορούν την Αμέρικα αλλά στο κρυφό φιλούν το χέρι που δεν ημπορούν να δαγκάσουν, είναι οι πιο ζωτικές επαρχίες της Ρώμης στην εποχή του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου, που συνουσιαζότανε μέσα στα ιερά των ναών με τη μάνα του. Τη γριά Ιοκάστη, όπως την εγιουχάϊζε στο Κολοσσαίο η πλέμπα της Ρώμης. Ήγουν:
Γερμανία επαρχία Μακεδονίας, Ρωσία επαρχία Ακουϊτανίας, Ιαπωνία επαρχία Αφρικής, Βρετανία επαρχία Σικελίας και Κρήτης, Ιταλία επαρχία Κοίλης Συρίας και Παλαιστίνης, Γαλλία επαρχία Αχαΐας και διάταζε ανάλογα, όσο να βρεις όλους τους παράλληλους βίους των σημαντικών εθνών του ΟΗΕ με τις είκοσι πέντε συγκλητικές και αυτοκρατορικές επαρχίες της Ρώμης.
Και η πόλη Σινσιννάτη της Αμέρικας φέρνει το όνομα του αστραφτερού Κιγκινάτου. Στέμμα χωρίς κεφάλι.
Και οι πόλεις Ίτακα και Άθενς της Αμέρικας σήμερα φέρνουν το όνομα της Ιθάκης και την Αθηνών της παλαιάς Ελλάδας. Κιονόκρανα στο φωταγωγό πολυκατοικίας.
Για τους πληθυσμούς και τα σχολειά της Αμέρικας σήμερα η πολιτική ιστορία του ανθρώπου αρχίζει με το Τζέφερσον. Και η ιστορία της φιλοσοφίας ξεκινά με το Τζων Λοκ. Μα ποιες μωρές παρθένες είπανε ότι τα δέντρα χρειάζουνται τις ρίζες, και θεμέλια τα σπίτια;
Στα 1992 η Αμέρικα γιόρτασε με επισημότητα τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια της δημοκρατίας του ανθρώπινου γένους, με την ήρεμη συνείδηση ότι μόνη αυτή είναι ο απαραχάρακτος συνεχιστής ότι μόνη αυτή είναι ο απαραχάρακτος συνεχιστής του νου και των έργων του Σόλωνα και του Κλεισθένη.
Αλλά σε ποιες κύρβεις του δήμου της Αθήνας, και σε ποιες ελεγείες του Σόλωνα διαβάσανε οι αμερικανοί ότι δημοκρατία σημαίνει να πίνεις μαζί με τα βαμπίρ το αίμα των λαών της γης, και από πάνω να υποχρεώνεις τα σκελετωμένα έθνη να σου λένε και ''σπολλάτη''.
Σήμερα οι κακές γλώσσες της στατιστικής μας λένε ότι τα απορρίμματα της Αμέρικας θα φτάνανε να θρέψουν ολόκληρη την πειναλέα Αφρική. Ότι ένας μέσος αστός της Αμέρικας σπαταλάει αγαθά ζωής, που αν ζούσε στην εποχή του Σόλωνα θα χρειάζουνταν πεντακόσιοι δέκα δούλοι να δουλεύουνε από ήλιο σε ήλιο για να τα παραγάγουν. Ότι ο κάθε αμερικανός εξοδεύει ενέργεια για τετρακόσιους ινδούς.
Όλα ετούτα θα ήσαν κατανοητά, και έγκριτα ίσως, εάν δεν υπήρχε εκείνο το αμείλικτο άρθρο στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, που ορίζει ότι όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη είναι ίσοι, και δικαιούνται τα ίδια δικαιώματα. Και εάν οι αμερικανοί δεν έπαιξαν το ρόλο του κοινωνικού παιδονόμου για την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα κράτη της Οικουμένης.
Κάθε μέρα κόβεται ένα μικρό δάσος από δέντρα και τυπώνουνται τα φύλλα των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Για να διαβάζουν οι εναλφάβητοι αμερικανοί την Κίτρινη πληροφόρηση, ανία του καθημερινού, προπαγάνδα, διαφήμιση, αποκριάτικο μασκαριλίκι της αλήθειας. Και γνώση του τύπου Οι Φιλισταίοι της Παλαιάς Διαθήκης ήσαν έλληνες, και ο Αϊ-Γιάννης ο Νηστικός φιλόσοφος.
Στα πανεπιστήμια της Αμέρικας σήμερα εκείνοι που κατά πλειονότητα σπουδάζουν κλασικές επιστήμες είναι οι επιρρεπείς στον ουρανισμό και στην ομοφυλοφιλία. Γιατί στην κλασική Ελλάδα, έτσι λένε κι έτσι μαθαίνουν αυτά τα ξουράφια στην έρευνα του Θουκυδίδη και του Αισχύλου, η κυρία επίδοση και η κύρια καλλιέργεια ήταν το πνεύμα των κίναιδων και των αρσενοκοιτών.
Στα γραφεία κηδειών της Αμέρικας σήμερα κάποιοι υψηλοί πελάτες πληρώνουν μυθικά ποσά για να ενοικιάσουν, εν κρυφώ και παραβύστω, ωραία κορίτσια στο φέρετρο προκειμένου να ικανοποιήσουν τις νεκροφιλικές τους διαστροφές. Περίλυποι οι νεκροθάφτες φορούν τα λευκά τους χειρόκτια και εξηγούν στις πενθούσες οικογένειες ότι η άτυχη νέα τους φυλάγεται ακόμη στο ψυγείο σε λίστα αναμονής ενταφιασμού.
Και μία ντιρεκτίβα των κέντρων απόφασης στην Αμέρικα σήμερα, που φροντίζουν μαζί με τις ακτίνες του Αγάλματος της Ελευθερίας να σκορπίζεται στις πέντε ηπείρους και στους πέντε ωκεανούς, ορίζει ότι όλα τα έθνη της γης βαραίνουν το ίδιο βάρος στη ζυγαριά των αξιών και της ποιότητας, ανεξάρτητα από την ιστορική κληρονομιά και την πνευματική παράδοση που συνοδεύει το καθένα.
Ελλάδα του Ομήρου και Ουγκάντα του χθες, για παράδειγμα 1-1. Γαλλία του Ρουσσώ και του Ροβεσπιέρου και Φιννοτουρκομογγόλοι 2-2. Ρωσία του θωρηκτού Ποτέμκιν και φαλαινοθηρικά της Αλάσκας 3-3. Ιαπωνία Αμέρικα Περλ Χάρμπορ και Ναγκασάκι. Ποιος Αρμαγεδώνας προόδου ισοπέδωσε στην τοπογραφία της ιστορίας όρη και λόφους, Νείλους και ρύακες, Νεκρά θάλασσα και Έρημη Χώρα.
Ο πολιτισμός της Αμέρικας σήμερα διαπλάθει μαζικούς αριθμούς ανθρώπων απανταχού του πλανήτη με δείκτη ύπαρξης τόσο βλαμμένο και τόσο βλαπτικό για το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων, που αναγκάζεσαι να παραδεχθείς ότι τέτοιοι άνθρωποι σαν κοινωνικές μονάδες υπολείπουνται συντριπτικά σε σύγκριση με τα αθώα μικρά ζώα. Αιτία που αρκεί να ερμηνέψει το παράλογο φαινόμενο της εποχής, ν’ αγαπούν πολλοί ένα σκύλο ή μία οικόσιτη μαϊμού περισσότερο από τους ανθρώπους.
Η Αμέρικα σήμερα στην ιστορία του ανθρώπου καταγράφει μία επιδημία λέπρας απάνου στο δέρμα της γης. Η αρρώστια της είναι η ψυχολογική αθλιότητα των μαζών, όπως την ονόμασε ο Φρόιντ. Das psychologische Elend der Massen.
Τέτοια βαριά πανούκλα κανείς δεν ημπορεί να προβλέψει, πώς θα τελειώσει. Όσο σοφός και να ΄ναι. Και όσο και να ταράζει την ακοή του ή βουή των πλησιαζόντων γεγονότων, που είπε ο Απολλώνιος Τυανέας και ο Καβάφης. Ο πρώτος στον καιρό του Πλούταρχου, και ο δεύτερος στον καιρό του Νίτσε. Των δύο σπουδαίων ανδρών, που κήρυξαν το θάνατο του θεού μέσα στην ιστορία.
Τη χιλιόχρονη και παντοδύναμη Ρώμη του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου την ξεθεμελίωσαν τέσσερις άνθρωποι. Ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος, η Μαρία. Άοπλοι όλοι, και ανίδεοι για το πού τράβαγαν την ιστορία. Μαζί με τη Ρώμη όμως τότε καταποντίστηκε και ολόκληρη η Αρχαιότητα. Η Antike.
Τι θα καταποντίσει την τραγική στην ατή και στην τύφλα της Αμέρικα σήμερα με τις πλούσιες επαρχίες δορυφόρους της, συνεργούς στο παγκόσμιο έγκλημα Θρησκευτικό, οικολογικό, πυρηνικό, σήψη οκνηρίας και αποζώωσης, η αδικία τους που σωρεύεται γενεές τώρα στους αδύνατους, ηλεκτρονική ασυδοσία, aids, δρόγες.
Όποιο και να’ ναι το εργαλείο μετριέται έλασσον. Γιατί το μείζον είναι ότι μαζί με την Αμέρικα θα καταβουλιάξει ολόκληρος ο πολιτισμός του πλανήτη.Ο καλός Θεός όταν βρέχει, βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Και ο αγνός κεραυνός με τον οίακα όταν χτυπά, χτυπά αδιάκριτα κυπαρίσσια, στάνες, βοσκούς. Και τον τάφο του Μαβίλη στο Δρίσκο.
Πάνου από τις πολιτείες μας έρχεται ο θάνατος μ’ ένα δρεπάνι πελώριο και κοφτερό, ίδια η μήνη του φεγγαριού. Μ’ εκείνην την άρπην καρχαρόδοντα του Ησίοδου. Που έκοψε τα γεννητικά μόρια του θεού Ουρανού. Τα αίματα που στάξανε στη γης, εγέννησαν τις Ερινύες.
Για τον Ιησού
Ο ίδιος όμως ο Ιησούς, και έξω από τη χρήση που του κάμανε οι άνθρωποι, έζησε αυθεντικά το ταξίδι του στον Άδη. Έζησε δηλαδή την ουσία του θανάτου του όχι στο σταυρό αλλά στο νου του. Όπως περίπου και ο Οδυσσέας.
Ο Ιησούς, δεν επέθανε την Παρασκευή στο λόφο του Γολγοθά, αλλά την Τετάρτη στο Όρος των Ελαίων. Ερημίτης, από τους άλλους παραμελημένος, και παράμερα. Ήτανε τότε που ίδρωνε αίμα, και ψιθύριζε ένδακρυς «περίλυπός έστιν ή ψυχή μου έως θανάτου».
Εκεί και τότε έπαιξε στο ζάρι την αγάπη του για τη ζωή και τον τρόμο του για το θάνατο. Ό,τι αποφασίστηκε, το αποφάσισε η σκοτεινή βούληση της ζαριάς. Όχι αυτός. Με τέτοιο νόημα πρέπει να ιδούμε εκείνα τα λόγια, που από μόνα τους συνιστούν μια μαθηματική ανωμαλία (singularity): «παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ' ως συ». Στην πρόταση αυτή έχουμε ένα ακόμη ακριβές παράδειγμα, ή διανοητικό πείραμα, της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Κατά τα υπόλοιπα ο Ιησούς ετελείωσε στα καρφιά με τη διαυγή συνείδηση του πλήρους εξευτελισμού και της τέλειας αποτυχίας. Απάνω στον σταυρό και κοντά στο τέλος του, ο ίδιος ούτε είδε ούτε φαντάστηκε την υστεροφημία, την τιμή και τη λατρεία που του φύλαξε το μέλλον. Στον εαυτό του, ελκόμενο και θνήσκοντα είδε έναν ποιητή των ονείρων που πεθαίνει αισχρά και ατιμασμένα.
Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών. Ξεψύχησε κυκλωμένος από τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.
Στα λόγια του «ίνατί με εγκατέλειπες;» βλέπω ένα συντριμμό χωρίς όρια. Το πιο αξιοθρήνητο ναυάγιο της υπαρκτικής βίωσης του ανθρώπου.
Αν γινότανε τρόπος να ξαναγυρίσει σήμερα κοντά μας, και έβλεπε τη χάρη με την οποία τον έχρισε η ιστορία, θα χαιρότανε. Γιατί θα 'βρισκε πως την άξιζε τέτοια τιμή από τους ελάχιστους εκείνους που κατανοούν το δράμα του. Επειδή έζησε ζωντανός το θάνατο του. Στην ίδια τροχιά του Οδυσσέα και του Αινεία.
Όμως, στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί. Αυτός, ο φάγος και οινοπότης:
- Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφρακιάρηδες. Κι εσείς μοιάζετε σε μένα, όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή, και τις δολερές σας πράξεις. Αυτά είχα στο νου μου, την ώρα που τίναζα τα αστροπελέκια με τα απανωτά «ουαί» για τη φαρισαϊκή ηθική σας. Με αστραπές τρεκλές, με βροντή και με λάμψη εμαστίγωσα την υποκρισία σας. Και σεις με κάματε σημαία στα ψεύδη και σάλπιγγα στις πομπές σας. Γιατί όλοι σας, από τον πάπα της Ρώμης και τον πατριάρχη της Πόλης, από το σοφό θεολόγο και το φοροφυγά επίτροπο της ενορίας ως τον τουρλωτό καθηγούμενο του μοναστηριού, είσαστε ίδιοι οι τάφοι που παράσταινα. Γιομάτοι ακαθαρσίες, μύγα κουλουμωτή, και σάπια κόκαλα. Και τούτο το τέρας των τεράτων δύο χιλιάδες χρόνους τώρα. Το σέρνετε και χαράζετε την τροχιά της ιστορίας, όπως οι Τρώες που έσερναν εκείνο το ξύλινο άλογο με χαχανητά και αλληλούια από τα τείχη στην πόλη. Χωρίς να ξέρουν ότι ετοίμαζαν το χαμό τους. Σας βλέπω χωσμένους στα ερείπια της ιστορίας, που οι ίδιοι στο όνομά μου θα την γκρεμίσετε. Διπλοεντέληνοι και παχυμουλαράτοι. Κακά σας έμαθε, όποιος σας είπε ότι σας φέρνω ειρήνη. Ρομφαία και μαχαίρια σας έφερα1. Και το μεγάλο πόλεμο στον εαυτό σας πρώτα, και ύστερα στους υποκριτές του κόσμου. Καμωθήκατε πως δεν καταλάβατε αυτά που σας είπα. Όμως τα λόγια μου ήσαν κρυστάλλινα και καθαρά σαν τα μάτια μου. Εκείνος που είναι να τραβήξει το δρόμο μου, είπα, θα σηκώσει τον δικό του σταυρό1. Αλλο πέρασμα δεν υπάρχει. Ούτε άλλη ερμηνεία στα λόγια μου. Μα εσείς διακωμωδήσατε την τραγωδία. Ανοίξατε πόρτα εκεί που δεν υπάρχει. Την οδηγία μου την κατεβάσατε στη λασπουριά και στα έλη σας. Όπου κοάζετε και βουτάτε με τους βαθράκους. Εγώ να σηκώσω τις δικές σας αμαρτίες; Για ποιο λόγο τάχα, χαραμήδες; Το χρώσταγα στην αμάθεια, στην οκνηρία, στο βόλεμά σας; Στο λιανό άντερο και στο χοντρό σας; Ναι. Είναι αλήθεια πως σας ζήτησα ν' αγαπάτε τους άλλους. Αλλά πώς ημπορείτε, θεομπαίχτες, ν' αγαπάτε τους άλλους, αν δεν πάψετε πρώτα ν' αγαπάτε τον εαυτό σας; Που ο καθένας σας πιστεύει πως είναι ο άξονας, που γύρω του κινείται η γη και η ιστορία; Με παραχαράξατε ως το τελευταίο μου κύτταρο. Και διδάξατε πονηρά ότι ανέβηκα στο σταυρό, για να σας λυτρώσω, Όχι. Εκείνος που είναι να σωθεί, που σημαίνει εκείνος που διάλεξε τη ζωή της αρετής και του δίκιου, θα τραβήξει αναπόφευγα για το δικό του λόφο και το δικό του όρος. Τέλος, κιοτήδες και κάλπηδες. Αγιορείτες, μαδεμλίνοι, δομηνικανοί, σαβουρώματα. Τέλος. Αρκετά στο όνομά μου σταυρώσατε το ανθρώπινο γένος!
Το περί θεού ερώτημα ή "Η Ερώτηση της Μαργαρίτας"
Πιστεύεις στο Θεό;
Glaubst du an Gott?
Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας³.
Το βάρος και την αξία της, που την έκαμαν οδηγητική για τη μέθοδο έρευνας του προβλήματος του θεού από τη σκοπιά της επιστήμης, η ερώτηση τα οφείλει στην απόκριση κυρίως που έδωκε ο Φάουστ.
Με άλλα λόγια είναι, όχι η Ερώτηση της Μαργαρίτας, αλλά η απόκριση του Φάουστ που γεννά το βαθύπλουτο του προβλήματος.
Παρόμοια, όπως είναι, όχι ο έρωτας του Δία για τη Λήδα στον Ευρώτα που γέννησε την αθάνατη Ιλιάδα, αλλά η Ελένη. Η απάντηση, δηλαδή, που έδωκε η Λήδα στον έρωτα του Δία.
Ποιός τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;
Ποιός τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;⁴
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί αν δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει: tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα σε Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.
Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια οτι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατόν να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος.
Το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ο,τι σου μένει και ο,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ’ έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας, και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο.
Να πλάσεις, δηλαδη, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι, ζωή, αλήθεια και ύπαρξη.
Είναι χρεία το σημείο το ελάχιστο της αδυνατότητας και της ουτοπίας ανάμεσα στο ναι και στο όχι να το κοιτάξουμε έτσι, ώστε να απορροφήσει σε όλη τη ζωή τη ζωή μας. Τη βιοτική μας μέριμνα, δηλαδή, την πνευματική ορμή, την υπαρκτική ετοιμότητα, την ηθική πράξη.
Σ’ ένα επίπεδο σημάνσεων μυθικών, το πνεύμα και το νεύμα το Γκαίτε θα το μεταγλώττιζα ως εξής:
Είσαι μέσα στις Συμπληγάδες πέτρες της αναζήτησής σου, που ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Κάμε να μη σε συντρίψουν. Μαζί με τους Αργοναύτες.
Ανεβάζεις το βράχο της απορίας σου από τη βάση του όρους στην κορυφή και γκρεμίζεται ακατάπαυστα. Κάμε να μην παραιτηθείς. Μαζί με το Σίσυφο.
Δεμένος πιστάγκωνα σκυβεις στη λίμνη να πιείς και κάτωθέ σου το νερό υποχωρεί ακατάπαυστα. Κάμε να μην πεθάνεις από τη δίψα σου. Μαζί με τον Τάνταλο.
Και σ’ ένα πλαίσιο καταλογισμού ευθυνών αναφορικά με την ατομική μας προαίρεση, στην ερώτηση της Μαργαρίτας η απόκριση του Φάουστ θα είχε να μας πει:
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.
Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.
Το κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου μας προάγει η ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμια σχέση με τους θεούς φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες. Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους ινδούς, εκείνοι οι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι βραχμάνες, οι ραββίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο παπάς. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ’ ένα λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη λατέρνα.
Το άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της Μαργαρίτας, απευθύνεται στο δίκαιο άνθρωπο. Στο φρόνιμο, δηλαδή, το λογικό και τον πάσχοντα.
Εάν η υπαρκτική μας εφόπλιση, η λογική δηλαδή το βίωμα η φαντασία η διαίσθηση το συναίσθημα και τα πάθη μας, δεν υπερβαίνει τη χωρητικότητα των φυσικών μας ορίων· εαν γνωρίζει και καταφέρνει να μας συγκρατεί στα μέτρα της φυσικής μας κατασκευής· εάν δε διαχέεται στο χάος της υπερβολής, σ’ εκείνη την τύφλα που οι έλληνες τραγικοί την είπαν Υβρι, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά να παραδεχτεί την απόκριση που έδωκε ο Φάουστ στη Μαργαρίτα:
Ζήτα το άγνωστο. Χτύπα να σου ανοίξει να περάσεις ο τοίχος που δεν έχει πόρτα. Κάμε να μεταλλάξεις την απορία σου σε δημιουργία, και το ανθρώπινό σου σε λύτρωση.
«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»
Δέκα μυριάδες ορισμούς μπορείς να δώσεις στον έρωτα. Και οι ποιητές όλοι, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, δουλεύοντας ετούτο το μεταλλείο της άνοιξης, μας δείχνουν κάθε φορά κι απο μια του όψη. Ο καθένας με τον τρόπο του.
Όμως ο έρωτας επιμένει να είναι αόριστος. Και αλλίμονό μας, εάν γεννιόταν ο υπερποιητής που θα πετύχαινε να τον ορίσει. Τι θα γινότανε! Την άλλη μέρα όλοι οι άνθρωποι, ουρές και κοπάδια και φάλαγγες κατά μιλλεουνια, θα σπούδαζαν να επισκεφθούν τον τόπο, όπου χτίστηκε το πιο σπουδαίο μνημείο επι γής: ο Έρωτος Τάφος. Να προσκυνήσουν το περίπτεχνο επιτύμβιο και να αποθέσουν μπροστά του ένα λευκό τριαντάφυλλο.
Όχι. Να μας λείπει ένας τέτοιος ποιητής. Ενας δευτερος αττίλας Φειδίας.
Γιατί ο Φειδίας που έχτισε τον Παρθενώνα, την ίδια στιγμή, και χωρίς να το υποψιάζεται, είχε χτίσει και τον τάφο της σοφίας του ανθρώπου˙ της Αθηνάς σοφίας. Ο Παρθενώνας είναι το ταφικό μνημείο της κλασσικής Ελλάδας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος. Άρχισε το τέλος της κλασσικής Ελλάδας. Και την παράλλη έρχουνταν οι ελληνιστικοί χρόνοι της κάμψης. Και η κλασσική Ελλάδα είναι όλων των εποχών του ανθρώπου η πιο αληθινή εποχή.
Ωστόσο, εδόθηκε απο τους ποιητές ο ορισμός του έρωτα. Ο πλήρης και ο ακριβής. Εκείνη την έννοια του ορισμού, δηλαδή, που τόσο βασανίστηκε ο Σωκράτης να την ανακαλύψει. Και που σαν την ανακάλυψε, είχε ταυτόχρονα ανακαλυψει και την επιστήμη. Την επιστήμη. Που σαν άλλος Φαέθοντας ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό. Κι από κει κρατώντας στα δυο χέρια του τα γκέμια του φωτός και της φωτιάς μέλλει να τον καταγκρεμίσει στα Τάρταρα.
Ο ορισμός, λοιπόν, που εδόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον διατύπωσαν με τα δικά του λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος: έρωτας είναι η τέχνη του να φευγεις.
Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παιζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το πάιζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ’ Αποδέλοιπο, που λέει κι ο Μυριβήλης.
Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο συντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρείς, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω κάβουρα, που λένε, να περπατείς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς να είσαι αναστενάρης;