Αρχικά ευχαριστώ έναν υπέροχο άνθρωπο που με βοήθησε να βρω κάτι από την χαμένη μου αυτοπεποίθεση.
Σας γράφω ένα ποίημά μου από το έτος 1995, κάπως ...μπαγιάτικο βέβαια.
Εκείνος ο τόσο μεγάλος και δυνατός σκύλος
επέπλεε τώρα νεκρός στα βρώμικα νερά της πισίνας.
Αναδρομές δεν υπάρχουν.
Τα γεγονότα παρουσιάζονται και ξαναφεύγουν
σαν περιεχόμενο μαγικού κουτιού,
παίρνοντας μαζί τους το μυστήριό τους.
Το πρώτο σοκ προετοιμάζει
την ακολουθία ακατανόητων συμβάντων.
Ο στρατιώτης που γυρίζει σπίτι
βλέποντας την πόρτα σπασμένη
μαντεύει και τρομάζει.
Ο χρόνος χάνει την αξιοπιστία του.
Μα μόλις τώρα δεν είχε γυρίσει στο σπίτι μαθητριούλα
μεσημεράκι, κρατώντας τον έλεχγο στα χέρια της,
και κάποια ζεστασιά που είδε στα γαλάζια του μάτια.
Τι απλή και ανώδυνη φαινότανε η ευτυχία!
Η αγωνία τής έσφιγγε την καρδιά.
Έψαχνε με απόγνωση τον Τάκη,
ανεβοκατεβαίνοντας τρομαγμένη τις ξύλινες, σάπιες σκάλες.
Τον βρήκε να κάθεται σε γειτονική καφετερία
παρατημένος στην καρέκλα του
σε μια γωνιά κάτω στη σκιά των δένδρων.
Τον πλησίασα αθόρυβα και κάθισα δίπλα του
το βλέμμα μου ακολούθησε το βλέμμα του,
κοιτούσε επίμονα τα παπούτσιά του.
"Πολύ ωραία παπούτσια", του είπα.
Δες, μου αποκρίθηκε, και μούδειξε τις λεπτές, δερμάτινες σόλες του
εκεί στη Γερμανία που ζω είναι τελείως ακατάλληλα.
Ετσι συσωρεύονται τα γεγονότα
χωρίς να αντιδράς καθόλου
(γνωρίζοντας την ματαιότητα της αντίδρασης)
και μια μέρα ξαφνικά γκρεμίζονται στα πόδια σου
σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Κοιτούσε λοιπόν αυτόν τον μεσήλικα άνδρα
αφημένο σε έναν απολογητικό μονόλογο
μιλούσε κουρασμένα για τα χρόνια που πέρασαν.
Και τότε άρχισα να θυμάμαι και πάλι.
Οι θύμησες μικρές σταγόνες αίματος.
"Όλοι φύγανε", του είπα
τώρα το σπίτι γέμισε σιωπή.
"Όλοι φύγανε, μα εσύ ξαναγύρισες".
Με αγγάλιασε τρυφερά
και έτσι αγγαλιασμένοι βρεθήκαμε πάλι
στο ακίνητο μεσημέρι της γειτονιάς
στην πλήξη της καφετερίας.
Ηθελα πολύ να του μιλήσω.
"Μοιάζεις παιδί", μου είπε,
"με γλυκιά μαθητριούλα".
Δεν μας άφησαν να μεγαλώσουμε,
σκέφτηκα,
και μετά μας εγκατάλειψαν.
Τον θυμάμαι να φεύγει στα δεκαοχτώ του
για Γερμανία.
Ένα βιαστικό φιλί αποχωρισμού,
εδώ πνίγομαι, μου είπε.
Τον θαύμαζα τότε πολύ γι αυτό του το θάρρος.
Όσο πιο μακριά έφευγα
τόσο πιο έντονα ζούσανε μέσα μου.
Δεν ξέφυγα ούτε μια στιγμή,
ομολόγησε.
Με κοίταξε με απόγνωση.
Ο Τάκης λοιπόν γύρισε γεμάτος ενοχές
και νοσταλγία.
Μα εσένα σε αγαπούνε,
πιστεύουν πως κατάφερες πολλά εκεί
στην ξένη χώρα.
Δεν μου απάντησε, με κοίταξε ακόμα πιο
λυπημένα.
Μια μέρα είναι αργά.
Ητανε γέροι πλέον και οι γέροι
δεν φταίνε.
Ο Τζακ είχε φύγει και τον έθαψα με κλάμματα
κάπου στην αυλή.
Ποιος ήτανε ο σκύλος στην πισίνα;
Ο Τάκης έγραφε γράμματα συχνά:
"Δεν τα βρίσκω με τη ζωή,
νιώθω σαν να περπατώ σε παπούτσια που με σφίγγουν".
Δεν θυμόταν αν τον είχε δει
σε μια άλλη διάσταση του χρόνου
στο ακίνητο μεσημέρι.
Όταν γύρισα στο σπίτι
όλα ήτανε στη θέση τους.
Στον κήπο ακουγότανε
κουρασμένα τα βατράχια.
Κάποιος από το χτες είχε φύγει οριστικά
μόνος του σε μια ξένη χώρα
μαζί του έφυγα κι εγώ,
αλλά δεν είχα φύγει,
βρισκόμουνα καρφιτσωμένη
σαν αποξηραμένη πεταλούδα
σε ένα ακίνητο και αφόρητα ζεστό μεσημέρι.
Η ζωή είχε περάσει σαν σε όνειρο
ήτανε η ίδια ένα όνειρο μονάχα
χωρίς παρελθόν και μέλλον
με μια παροδική ανακόλουθη συνέχεια
κι έτσι βλέποντας με να λικνίζομαι
στην κουνιστή πολυθρόνα
σκεφτόμουν πως και αυτό
ήτανε όνειρο μονάχα
μέσα σε άλλο όνειρο
που ήτανε πάλι όνειρο
ενός ονείρου που το λέγανε ζωή.
κερασούλα
Επίσης από το 1995
Εκεί υπήρξα
Εκεί υπήρξα
στον ζεστό σου ήλιο
στην καυτή σου άμμο
στα πέτρινα χώματά σου
στα καμμένα σου δένδρα.
Ανάμεσα στα φτωχόπαιδα
με τα αχτένιστα μαλλιά
και τα ξυπόλητα πόδια.
Μεγαλωμένη στον ίσκιο της γιαγιάς
νανουρισμένη με θλιβερά τραγούδια
από τα βάθη του Πόντου.
Εκεί υπήρξα.
Στο μουρμούρισμα των πλατανιών
στους πρόποδες του βουνού
στο μικρό ξωκλήσι του Αι-Λια.
Μια ανεμώνα στη γλυκιά σου άνοιξη
και κατακόκκινο ρόδι το φθινόπωρο.
Εκεί στους πολλούς λυπημένους χειμώνες,
όταν άδειοι έχασκαν οι δρόμοι στην ομίχλη.
(Τα στέλνω, δεν τα στέλνω, τα στέλνω και μην με κοροιδέψετε παρακαλώ.)