Η «ζωγραφική» ανάμειξη των ριζωμάτων
Ο Εμπεδοκλής, για να στηρίξει τις απόψεις του, αλλά και για να τις κάνει πιο κατανοητές σε ευρύτερο κύκλο απλών ανθρώπων, δίνει στη συνέχεια των γραφομένων του το πιο κάτω απόσπασμα:
9. Σιμπλίκιος, Φυσ.: «Όπως όταν στολίζουν τα αναθήματα οι ζωγράφοι, άνδρες επιδέξιοι και γοργόστροφοι στην τέχνη τους, όταν πιάνουν στα χέρια τους πολύχρωμες βαφές, αρμονικά ανακατεύοντας, περισσότερο από τη μία λιγότερο από την άλλη, φτιάνουν μορφές που μοιάζουν με όλα, δέντρα και άντρες και γυναίκες, θηρία, πουλιά και ψάρια, που ζουν στο νερό, και θεούς μακρόβιους πρώτους στις τιμές. Μη σε πλανέψει η απάτη και φανταστείς πως άλλη είναι η πηγή των αμέτρητων θνητών πραγμάτων, που γύρω βλέπεις, παρά βάλε τα καλά στο νου σου αυτά, γιατί θεού το λόγο άκουσες.»
Στο απόσπασμα αυτό γίνεται ένας πολύ εύστοχος παραλληλισμός του ζωγράφου, ο οποίος με την ανάμειξη λίγων χρωμάτων κατορθώνει να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο, φανταστικό ή να αποτυπώσει την πραγματικότητα, έτσι όπως και τα τέσσερα «ριζώματα» με την ανάμειξή τους σε διαφορετικές ποσότητες κάθε φορά δημιουργούν τα διάφορα όντα του κόσμου μας. Ο τελευταίος στίχος με πρώτη ανάγνωση φαίνεται πως έρχεται σε αντίθεση με τα πιστεύω του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα όμως με τους Λάλο και Σκαρσουλή21 απλώς ο Εμπεδοκλής προσπαθεί να μυήσει το μαθητή του επικαλούμενος τη Μούσα, τη δική του Μούσα, που τον ενέπνεε, και την οποία θεοποιούσε.
Ο Αριστοτέλης, αργότερα, περί τα μέσα του τέταρτου π.Χ. αιώνα, ταξινόμησε όλη σχεδόν τη γνώση της εποχής του και πρόσθεσε τις δικές του κυρίως σκέψεις και όχι παρατηρήσεις, που φαίνεται ότι δεν έκανε, όπως αναφέρουν οι σύγχρονοι μελετητές του12, και όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει μελετώντας με προσοχή τα κείμενά του. Η βιολογική σκέψη του Αριστοτέλη συνοψίζεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές: 1) Στην Φύση επικρατεί τάξη, και 2) κάθε φυσικό πράγμα έχει σκοπό12, και φυσικά κάθε επίτευγμα οποιουδήποτε φυσικού όντος έχει έναν καθορισμένο σκοπό, ο οποίος στους σύνθετους οργανισμούς δείχνεται με καθορισμένη μορφή. Τα επί μέρους συστατικά εντάσσονται σε μία ιεραρχική δομή.
Στα βιβλία3,4 του «Περί ζώων μορίων» θεωρεί τους πιθήκους ως μεταβατική μορφή ανάμεσα στον άνθρωπο και στα θηλαστικά τετράποδα και στο «Περί γενέσεως και φθοράς» η βιολογική φιλοσοφία του Αριστοτέλη εκφράζεται με τα πιο κάτω: «Η γένεση και η φθορά είναι αιώνιος κύκλος και, κατά την άποψή μου, υπάρχει ένας αδιαμφισβήτητος λόγος γι’ αυτή τη συνέχεια: η νομοτέλεια της Φύσης και το ότι η Φύση αγωνίζεται πάντοτε για το καλύτερο», ενώ στο «Περί ζώων γενέσεως» ο Αριστοτέλης είναι σαφής και κατηγορηματικός, ότι τα γένη του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών είναι αιώνια, δεν υπόκεινται σε φθορά ούτε και σε δημιουργία. Ενώ γενικότερα στο έργο του ο μεγάλος επιστήμων - φιλόσοφος εκμεταλλεύεται στο έπακρο το έργο του Εμπεδοκλή, εν τούτοις διαφωνεί ριζικά με αυτόν λέγοντας: «...γι’ αυτό και είχε άδικο ο Εμπεδοκλής, όταν είπε, ότι πολλές ιδιότητες τις έχουν τα ζώα, επειδή έτσι έτυχε να γεννηθούν», δηλαδή δεν δέχεται τον παράγοντα τύχη στη εξέλιξη των οργανισμών. Στο σημείο αυτό βέβαια ο Εμπεδοκλής είναι αξιοθαύμαστος, γιατί οδήγησε από τότε το στοχασμό του σε κάτι που σήμερα θεωρείται κοινότοπο.
Ο Δαρβίνος στις επιστολές του μιλάει με θαυμασμό για τον Αριστοτέλη, όπως και ο περίφημος εξελικτικός βιολόγος Dobzhansky στο έργο του «Evolution, genetics, and man»10 αναφέρεται δέκα φορές σε διάφορα σημεία στο έργο του Αριστοτέλη.
Είναι περίεργο, που οι σύγχρονοι βιολόγοι αναφέρονται συνήθως μόνο στο έργο του Σταγειρίτη φιλοσόφου και ξεχνούν τους προγενέστερους απ’ αυτόν. Η μόνη ερμηνεία, κατά την γνώμη μου, είναι, ότι το έργο του Αριστοτέλη είναι περισσότερο γνωστό, ενώ των Προσωκρατικών φιλοσόφων δεν είναι τόσο γνωστό για το βιολογικό του μέρος, όσο είναι για το φιλοσοφικό, ιδίως στον κοσμολογικό τομέα.
Μεγάλης σημασίας είναι οι έρευνες του Αριστοτέλη στην Βιολογία. Τα 21 σωζόμενα βιολογικά συγγράμματά του αποτέλεσαν την αφετηρία των βιολογικών ερευνών των νεωτέρων χρόνων.
Εξετάζοντας τα αποσπάσματα που αναφέρθηκαν, όχι με φιλολογική επεξεργασία και ερμηνεία των λέξεων, αλλά με νοηματική επεξεργασία από βιολογικής άποψης, φαίνονται με πολύ σαφήνεια οι απόψεις του Εμπεδοκλή στον τρόπο ενεργείας των τεσσάρων «ριζωμάτων», που κατ’ αυτόν αποτελούν τις βάσεις δημιουργίας των πάντων. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι την εποχή εκείνη δεν ήταν τίποτε γνωστό από όσα η σημερινή Βιολογία έχει ανακαλύψει και πολύ περισσότερο ο μοριακός μικρόκοσμος. Συνέπεια τούτου ήταν ο Ερευνητής-Εμπεδοκλής να δημιουργήσει ένα δικό του σύστημα, δηλαδή τα «ριζώματα», την Φιλότητα και το Νείκος, για να μπορέσει να εξηγήσει αυτά, που η σημερινή γνώση τα αποδεικνύει με τη μοριακή Γενετική.
Ξεκινώντας από την αρχική δημιουργία στο απόσπασμα (1) «...μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων εστί...», δίνει με το στίχο αυτό την πρώτη έννοια της ανάμειξης και της ανταλλαγής των πρωτογενών στοιχείων, κάτι που θυμίζει τη σύζευξη δύο γενετικών κυττάρων και την ανταλλαγή των χρωμοσωμάτων τους. Σε αυτό το στίχο αναφέρεται για πρώτη φορά η «ανταλλαγή των αναμεμειγμένων». Το επόμενο απόσπασμα (4) εξηγεί σαφέστερα, τι γίνεται με την ανάμειξη των στοιχείων: «δένδρεα τ’ εβλάστησε και ανέρες ηδέ γυναίκες, θήρες τα’ οιωνοί τε και υδατοθρέμονες ιχθύες». Δηλαδή δημιουργήθηκαν τα πάντα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία, ακόμη και οι θεοί, σαφής τοποθέτηση, ότι οι θεοί είναι ανθρώπινα δημιουργήματα. Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι μονάχα αυτά, τα «ριζώματα» δηλαδή, υπάρχουν, και ότι με την ανάμειξή τους γίνεται διαφορετική η όψη τους, γιατί τόσο πολύ τα αλλάζει η ανάμειξη. Στο στίχο αυτό υπάρχει, όχι σαφώς αλλά συγκαλυμμένα, η πρώτη νύξη της δυνατότητας αλλαγής των υπαρχόντων όντων.
Το επόμενο απόσπασμα (5) «ήδη γαρ ποτ’ εγώ γενόμην κούρος τε κόρη, τε θάμνος και έξαλος έλλοψ ιχθύς», είναι περισσότερο σαφές για την προηγούμενη άποψη. Βέβαια από φιλοσοφικής άποψης δίδεται η εξήγηση, ότι με τους στίχους αυτούς εννοεί την μετενσάρκωση, με απώτερο σκοπό την πνευματική τελείωση. Από βιολογικής σκοπιάς όμως μοιάζει περισσότερο να εννοεί τις βιολογικές αλλαγές που παρατηρούνται στην Φύση.
Στο απόσπασμα (7) που ακολουθεί με το στίχο: «...ουκ άφαρ, αλλά θελημά συνιστάμεν’ άλλοθεν άλλα. των δε μισγομένων χείτ’ έθνεα μύρια θνητών, πολλά δ’ άμικτ’ έστηκε κεραιομένοισιν εναλλάξ...», η έννοια της εξέλιξης των όντων είναι σαφέστατη. Ο Πανέρης23 γράφει: «Είναι πιθανόν, ότι εδώ έχουμε μία προδρομική αφετηρία της Δαρβίνειας θεωρίας, η οποία ωστόσο σίγουρα ξεκινά από τον Αριστοτέλη», και ο Βέικος5 θεωρεί, ότι «ίσως είναι υπερβολή να θεωρηθεί αυτό σαν ένα είδος θεωρίας φυσικής επιλογής και να υποστηριχθεί, πως ο Εμπεδοκλής πρόβαλε μία θεωρία, που μπορεί να αποτελεί ένα προανάκρουσμα της θεωρίας του Δαρβίνου.»
Η άποψη του γράφοντος είναι, ότι ο Εμπεδοκλής όντως εκφράζει χωρίς περιστροφές την άποψη, που ο Αριστοτέλης3,4 διατύπωσε επίσης λίγους αιώνες αργότερα και φυσικά ο Δαρβίνος στα μέσα του προπερασμένου αιώνα, μετά από μία δισχιλιετία σκοταδισμού. Το επόμενο απόσπασμα είναι ακόμη περισσότερο σαφές για την έννοια αυτή της εξέλιξης, ( 8 ) «...και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει, άλλοτε μεν Φιλότητι συνερχόμενα εις εν άπαντα, άλλοτε δ’ αυ διχ’ έκαστα φορεύμενα Νείκεος έχθει.»
Με απέραντο θαυμασμό είχε εκφρασθεί ο Δαρβίνος για τις βιολογικές έρευνες του Αριστοτέλη. Με τις επιστημονικές εργασίες του, οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε πολλές επιστήμες, επανέκαμψαν οι εξελικτικές θεωρίες μετά από το χιλιόχρονο Μεσαίωνα. Φοβούμενος όμως κυρίως την εκκλησιαστική καταδίωξη ασχολούνταν με την ανάπτυξη της Θεωρίας της Εξέλιξης μυστικά για δεκαετίες (βλ. «Θρησκεία εναντίον Δαρβίνου»).
Ανεξάρτητα όμως αν οι Προσωκρατικοί η ο Αριστοτέλης έχουν την πρωτοκαθεδρία στη διατύπωση των εννοιών αυτών, το αναμφισβήτητο γεγονός είναι, ότι και στον τομέα αυτόν οι Έλληνες στοχαστές θεμελίωσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της βιολογικής επιστήμης. Η επιστήμη αυτή σήμερα έρχεται να προσθέσει τις δικές της πλέον γενετικές αποδείξεις, ότι όλα τα όντα, όπως και ο άνθρωπος, που είναι και αυτός μια οντότητα της δημιουργίας, εξελίσσονται. Ο φυσικός νόμος δεν κάνει καμμιά διάκριση ανάμεσα στα όντα και τις μορφές της δημιουργίας και βοηθάει στην αδιάκοπη εξέλιξή τους. Μοιραία τώρα βλέπουμε, ότι κι η εξέλιξη ακολουθεί τα ίδια χνάρια. Από τη στιγμή που το πρώτο ζωντανό κύτταρο πήρε με τυχαίο τρόπο πνοή ζωής, όποιος και αν είναι ο τρόπος αυτός, μέχρι τη στιγμή που αυτό το κύτταρο εξελίχθηκε στις ανώτερες βαθμίδες των ζώντων όντων, η τύχη έπαιξε και παίζει το βασικό ρόλο της στην εξέλιξη, την επιλογή και τη γένεση, κάτι που το είπε περισσότερο από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πριν ο Εμπεδοκλής. Το ανθρώπινο ζώο σε τίποτα δεν διαφέρει και καθόλου δεν μπορεί να ξεφύγει από τους κανόνες της Φύσης, όσο και να θέλει να ωραιοποιήσει και να ιδανικοποιήσει την ύπαρξή του με ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες.
Ειδικότερα για το ανθρώπινο ον ο βιολόγος Dobzhansky11 θεωρεί, ότι «η εξέλιξη του ανθρώπου έχει γίνει εν μέρει μια νέα και άνευ προηγουμένου μορφή εξέλιξης, η εξέλιξη του πολιτισμού και της ελευθερίας». Θεωρεί επίσης, ότι τα δύο είδη εξέλιξης, βιολογικής και πολιτιστικής, συνενώνονται σε μία μοναδική διεργασία, που είναι η ανθρώπινη εξέλιξη. Οι γόνοι του ανθρώπου δεν έχουν τη δυνατότητα να του προσδιορίσουν από ένστικτο, ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό, ποιό το σωστό και ποιό το λάθος. Η γνώση του καλού και του κακού κερδίζεται μόνο με την πείρα της ελευθερίας.
Στη σύγχρονη εποχή κόπτονται για την ανάταση του ανθρώπινου πνεύματος με σκοπό τη θέωσή του, όπως λένε, αλλά ξεχνάνε, ότι η Φύση έχει προνοήσει, ώστε κάθε εξέλιξη και κάθε πρόοδος να είναι ισόμετρη. Το πνεύμα δεν εξελίσσεται, αν δεν υπάρξει πολιτισμική εξέλιξη, και η τελευταία δεν γίνεται με τα θαύματα και τις απειλές της τιμωρίας, όπως δεν έγινε στα δύο χιλιάδες περίπου χρόνια της μεσαιωνικής καταπίεσης και οπισθοδρόμησης. Είναι αστείο να υποστηρίζεται, ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργία υπερβατική και παραμένει εσαεί όπως δημιουργήθηκε. Η εξέλιξη των όντων είναι ένα γεγονός,6, 10, 11, 15 που το βλέπουν μπροστά τους, στους μικρότερους οργανισμούς, και το ζουν με την εργασία τους, όσοι τουλάχιστον ασχολούνται με αυτά τα θέματα. Η δύναμη των φυσικών επιλογών για την προσαρμογή ενός οργανισμού στις ανάγκες της επιβίωσής του ξεπερνάει τα όρια της φαντασίας μας και των γνώσεών μας.
* * *
Είμαστε πολύ μικροί, για να αγνοούμε τη δύναμη της Φύσης και να θέλουμε να την εγκλωβίσουμε σε γνώσεις εξ αποκαλύψεως. Οι Προσωκρατικοί στοχαστές και φιλόσοφοί μας έχουν ανάψει το φως της γνώσης από τότε, και δεν θα πρέπει να τους αγνοούμε. Ο στοχασμός και η γνώση τους θα πρέπει να είναι ο φάρος του πολιτισμού μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αδριανόπουλος, Α.Γ., Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Εκδ. Alvin Redman Hellas, Αθήναι 1971, σελ. 431.
2. Αξελός, Κ., Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία (Μεταφ. Δημητριάδη Κ.), Εκδ. Εξάντας 1968, σελ. 351.
3. Αριστοτέλης: Περί φυτών, Α και Β. Άπαντα. Εκδ. Ο. Χατζόπουλος.
4. Aristotle: Parts of animals. The Loeb Classical Library, London.
5. Βέϊκος, Θ., Οι προσωκρατικοί. Ελληνικά γράμματα, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 253.
6. Βoner, D.M. and Mills S.E., Heredity. Ed. Prentice Hall, 1967, σελ. 112.
7. Γιαννάκης, Γ. Ν., Ορφέως, «Λιθικά», Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1982, σελ. 260.
8. Γκίκας, Σ. και Ευαγγέλου, Ι., Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Εκδ. Σαββάλα 1995, σελ.75-111.
9. Darwin, C., The origin of species. Ed. A mentor book, 1958, σελ. 479.
10. Dobzhansky,T., Genetics and the origin of species. Ed. Columbia Univ. press 1951, σελ. 361.
11. Dobzhansky, T., Evolution, genetics and man. Ed. J. Willey & Sons, Inc. 1955, σελ. 397.
12. During, I., Ο Αριστοτέλης, (Μεταφ. Π. Κοτζιά-Παντελή). Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1994, Τομ. 2.
13. Ένγκελς, Φ., Διαλεκτική της Φύσης (Μεταφ. Θ. Μαρίνου) Εκδ. Αναγνωστίδη 1953, σελ. 462.
14. Eschenbachio, A.G., Orphei, Argonautica hymns et de Lapidibus, 1689, σελ. 329.
15. Guyenot, The origin of species. Ed. Walker sun books, 1944, σελ. 139.
16. Hanson, V.D. and Heath, J., Ποιός σκότωσε τον Όμηρο; (Μεταφ. Ρ. Καρακατσάνη), Εκδ. Κάκτος 1999, σελ. 355.
17. Κirk, G.S., Heraclitus the cosmic fragments, Cambridge University Press 1954, σελ. 424.
18. Κirk, G.S., Raven, J.A., The presocratic philosophers, Ed. Cambridge University Press 1975, σελ. 487.
19. Κirk, G.S., Raven, J.A. and Schofield, M., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Μεταφ. Κούρτοβικ Δ.), Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1990, σελ. 600.
20. Κριμπάς, Β.Κ., Εκτείνοντας τον Δαρβινισμό και άλλα δοκίμια, Εκδ. Νεφέλη 1998, σελ. 13-35.
21. Λάλος, Α και Σκαρσουλής, Π., Εμπεδοκλής, Περί φύσεως, Εκδ. Εικοστού πρώτου, σελ. 345.
22. Monod, J., Le hasard et la nécessité. Editions du Seuil, Paris 1970, σελ. 197.
23. Πανέρης, Ι. Ρ., Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 149.
24. Πασσάς, Ι. Δ., Τα Ορφικά, Εκδ. Εγκυκλοπαιδείας του «Ηλίου», 1964, σελ. 447.
25. Popper, K., Gigon, O. και Μιχαηλίδης, Κ. Π., Οι προσωκρατικοί (Μεταφ. Ζ. Δρακοπούλου), Εκδ. Imago A.E.B.E., Αθήνα 1984, σελ. 362.
26. Προσωκρατικοί, Εμπεδοκλής, Εκδ. Ο. Χατζόπουλος 2000, τομ. 11, σελ. 277.
27. Ρούσσος, Ε., Ηράκλειτος (Περί φύσεως). Εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1987, σελ. 211.
28. Schofield, M., An essay on Anaxagoras, Ed. Cambridge University Press 1980, σελ. 187.
29. Sider, D., The fragments of Anaxagoras. Ed. Verlag Anton Hein 1981, σελ. 144.