(Συνέχεια από το προηγούμενο).
"ηνίκα δ΄ αν παρέλθη η δόξα μου, και θήσω σε εις οπήν της πέτρας και σκεπάσω τη χειρί μου επί σε, έως αν παρέλθω, και αφελώ την χείρα, και τότε όψει τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι" (Εξοδος λγ΄ 22-23)
Ενα Μιντράς, ένα ραβινικό σχόλιο, δίνει την εξής εικόνα: βλέπουμε τον Θεό από πίσω, σαν ένα πλοίο που χάνεται στον ορίζοντα του ωκεανού. Οπως τονίζουμε αλλού (βλ. το κείμενο για το Niemandsrose του Paul Celan), εάν στους Ελληνες το όν λέγεται πολλαχώς, στους Εβραίους, όπου το όν προσεγγίζεται στην εξορία, ως Ιστορία, είναι το μηδέν που "λέγεται πολλαχώς". Το αρνητικό δεν είναι μόνο στέρηση ούτε το μή όν πάντα ανυπαρξία. Οπως επισημαίνει και το καββαλιστικό Σέφερ α-Ζοάρ, σχολιάζοντας το εδάφιο της Εξόδου ιζ΄ 7, άλλο είναι το αρνητικό "όχι" - "λο" εβραϊστί - κι άλλο του "ού" - άγιν. Ή στον Ιώβ κστ΄ 7, εκεί που στην ελληνική μετάφραση έχουμε την ίδια λέξη - "εκτείνων βορέαν επ΄ ουδέν, κρεμάζων γην επί ουδενός" - στο εβραϊκό πρωτότυπο, το πρώτο "ουδέν" είναι "τόου", το χωρίς μορφή και ως εκ τούτου χωρίς ύπαρξη, ενώ για το δεύτερο "ουδέν" υπάρχει η λέξη-άπαξ "μπελιμά", κατά λέξη "άνευ τινός" (από το "μπελί"-χωρίς και το "μά"-τι, κάτι). Το δεύτερο "ουδέν"-"μπελιμά" θα χρησιμοποιηθεί στο αρχαιότερο καββαλιστικό βιβλίο, το Σέφερ Γιετσιρά (που σχολίασε κι ο Σααντιά Γκαόν) για να υπομνήσει την πηγή των Σεφιρότ, των "απορροών" του Θεού:
"Εσερ σεφιρότ Μπελιμά"
"Δέκα Σεφιρότ του Μηδενός"
(Σέφερ Γιετσιρά 1:2)
Από αυτή τη σκοπιά, η έκφραση και παρουσία του Θεού μέσα στην Ιστορία προϋποθέτει το άφατον της ουσίας Του, την απ-ουσία Του. Η διαμεσοποίησή του, δηλαδή η εμφάνισή της στην Ιστορία, είναι η εκ-μηδένιση της απ-ουσίας, η στέρηση της στέρησης ή η άρνηση της άρνησης. Ο Σπινόζα, όπως έδειξε ο Χέγκελ, μένει σε μιαν αρχική άρνηση, την πρώτη άρνηση, χωρίς να προχωράει στην άρνηση της άρνησης. Μετατρέπει τη διαμεσοποίηση-αρνητικότητα του Μαίμονίδη σε θετικότητα, μέσα από την καθολίκευσή της. Η σχέση σύνδεσης των αντιθέτων στον Σααντιά εσωτερικεύεται σε σχέση άρνησης στον Μαϊμονίδη και γίνεται σχέση υποστασιακότητας (Substanzialitat), στον Σπινόζα, όπου τα αντίθετα είναι εκφράσεις της ίδιας καθολικής Υπόστασης / Substantia, της Φύσης/ Θεού.
5. Χωρίς την υπέρβαση του δυϊσμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς την υπέρβαση του καρτεσιανού δυϊσμού από τη σπινοζική υπόσταση, θα ήταν αδύνατη οποιαδήποτε παραπέρα πρόοδος της Φιλοσοφίας. "Ορος της γνώσης όλων των διαδικασιών του κόσμου στην αυτο-κίνησή τους, στην πραγματική τους ζωή είναι η γνώση της ως ενότητας αντιθέτων"(19) Μ΄αυτή την έννοια έχει ισχύ η κατηγορηματική ρήση του Χέγκελ: ή ο Σπινόζα ή καθόλου Φιλοσοφία. Η εξαφάνιση, όμως, του αρνητικού θα΄ χει τις δικές της συνέπειες, γεννώντας νέα προβλήματα προς λύση. Πρώτη συνέπεια, ο πανθεϊσμός. Ο Gershom Scholem είχε ήδη παρατηρήσει(20) ότι η εξαφάνιση της αρνητικής στιγμής σε ορισμένες μορφές της καββαλιστικής σκέψης, η εξαφάνιση της διάκρισης ανάμεσα στο Εν Σόφ-Απειρο και το Αγιν-Μηδέν, κατά την απορροή της πρώτης Σεφιρά, εξαλείφει τη διάκριση Θεού-Δημιουργίας, Ακτιστου_Κτιστού. Αντίθετα, η αντίληψη περί Τσιμτσούμ, της αρχικής "περιστολής" του Θεού, που δημιουργεί έναν κενό χώρο για την εκ του μηδενός δημιουργία, στη λουριανική Καμπαλά, προαναγγέλλει, κάποιους αιώνες πρίν, τη διαλεκτική λογική του Χέγκελ.(21)
Στον Σπινόζα το κενό χάνεται ή, ορθότερα, πληρούται. Η περίλαμπρη Substantia είναι το Πλήρωμα του Θεού, χωρίς καμιά Κένωση και χωρίς τη μεσσιανική προοπτική για ότι δεν υπάρχει ακόμα, τον "Ολάμ Αμπά", τον Κόσμο-πού-έρχεται. Οπως έλεγε ο Μπλοχ, ο κόσμος του Σπινόζα είναι ένα κρύσταλλο που φωτίζεται από τον ήλιο στο ζενίθ, ούτως ώστε τίποτα να μην αφήνει σκιά.(22) Ο Χέγκελ έδειξε με σαφήνεια ότι η εξαφάνιση του αρνητικού στον Σπινόζα, πρωτίστως η απουσία του απόλυτου αρνητικού, της άρνησης της άρνησης, μετατρέπει την υποστασιακή ενότητα σε μιαν άβυσσο, όπου καταποντίζονται τα αντίθετα. Ο ίδιος ο φυσικός κόσμος βυθίζεται και χάνεται στη θεϊκή Substantia, ούτως ώστε, κατά τον Χέγκελ, να έχουμε να κάνουμε περισσότερο με έναν "ακοσμισμό" παρά με πανθεϊσμό. Ετσι, όμως, και οι προσδιορισμοί ως αρνήσεις "με τη μορφή προσδιορισμών της Διάνοιας (Verstand) δεν είναι πηγές-πνεύματα (Ouell-geister), όπως στον Boehme, με τη μία να επεξεργάζεται και να υπερβαίνει (αrbeiten und aufgehen) την άλλη".(23) Η αντιπαράθεση Σπινόζα-Μπαίμε είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο Χέγκελ, σωστά, διακρίνει ότι ο Γιάκομπ Μπαίμε, έστω και με μια μορφή ακόμα "βάρβαρη", εποπτική, προαναγγέλλει την κορύφωση της νεοτερικής φιλοσοφίας, πρώτο στάδιο της οποίας είναι ο Ντεκάρτ και ο Σπινόζα.
Στο τέλος της διδασκαλίας του περί Σπινόζα, ο Χέγκελ, συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις του για την απάλειψη του αρνητικού, επανέρχεται στην αντίθεση Σπινόζα-Μπαίμε, επισημαίνοντας την αντίληψη του τελευταίου για το αρνητικό ως "Separator" και ως Ichts (νεολογισμό του Μπαίμε, που συνενώνει το Μηδέν-Nichts με το Εγώ-Ich). Με άλλα λόγια: η έκλειψη του αρνητικού στη σπινοζική Υπόσταση της στερεί τη γένεση Υποκειμένου. Η Substanz als Subject, η Υπόσταση ως Υποκείμενο, συμπυκνώνει την όλη συμβολή του ίδιου του Χέγκελ. Μόνο που σ΄ αυτόν η Υπόσταση ως Υποκείμενο του Γίγνεσθαι ταυτίζεται με την ιδέα. Ο Μάρξ προχωράει στην υλιστική αναστροφή/ ανάπλαση του όλου χεγκελιανού έργου, ξαναδίνοντας στην Υπόσταση όλη τη σπινοζική της φυσικο-υλική εμμένεια, το αισθητηριακό της σφρίγος, το δυναμικό της, την Potentia. Οι περισσότεροι επίγονοι είδαν στο περίφημο μαρξικό "υλιστικό αναποδογύρισμα" μόνο μιαν εκκοσμίκευση του Χέγκελ, με την ύλη να παίρνει τη θέση και το ρόλο της Ιδέας. Στην πραγματικότητα, μέσα από τη συνολική κριτική επανεπεξεργασία της λογικής και της φιλοσοφίας του Χέγκελ, ο Μάρξ επαναστατικοποιεί την ίδια την έννοια της σπινοζικής εμμένειας, επιστρέφοντας, συνάμα, σ΄ ένα υψηλότερο επίπεδο στην ποιοτική αντίληψη της διαλεκτικής ύλης του Μπαίμε.(24)
Η εκκοσμίκευση είναι η σκοπιά του παλιού, μεταφυσικού υλισμού, που, όπως λένε οι μαρξικές Θέσεις στον Φόυερμπαχ, δεν βλέπει την αισθητηριακότητα ως πρακτική δραστηριότητα υποκειμενικά (Θέση 1). Είναι η σκοπιά της κοινωνίας των ιδιωτών, η σκοπιά του μεμονωμένου ατόμου (θέσεις 9 και 10). Αντίθετα, η σκοπιά του νέου υλισμού είναι εκείνη της κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας (θέση 10), η σκοπιά του μέλλοντός μας. Εκεί που, όπως πάλι ο Μάρξ λέει, "η ύλη, μέσα στην ποιητική αισθητηριακή της λάμψη, χαμογελάει και σαγηνεύει τον ολικόν άνθρωπο".(25)
6. Ο Σπινόζα γνώριζε την Καμπαλά και περιφρονούσε τον εκφυλισμό της σε πρόληψη. Στο Tractatus Theologico-Politicus(26) μιλάει για "ορισμένες καββαλιστικές μικρολογίες", που δεν έπαψαν να τον εκπλήττουν με την τρέλλα τους, ιδιαίτερα με τη φετιχοποίηση κάθε λέξης και γράμματος των Γραφών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν υπόγειες ή και εμφανείς διασυνδέσεις ανάμεσα στον Σπινόζα και την καββαλιστική παράδοση, ιδιαίτερα με ότι ο Scholem θα ονομάσει, παραδόξως, στους "Δέκα Μή Ιστορικούς Αφορισμούς για την Καμπαλά" διαλεκτικό υλισμό της λουριανικής Καμπαλά".(27) Ο Σπινόζα και ο Ισαάκ Λούρια ήταν εκείνοι που δώσανε τις δύο κύριες και εκ πρώτης όψεως εκ διαμέτρου αντίθετες απαντήσεις, μέσα από τα σπλάχνα του εξανδραποδισμένου Σεφαραδίτικου Εβραϊσμού, στα ερωτήματα που γέννησε η εκδίωξη από την Ιβηρική Χερσόνησο στην αυγή των Νέων Καιρών. Η λουριανική απάντηση κατέφευγε σ΄ έναν ιδιόρρυθμο μυστικιστικό υλισμό και μια διαλεκτική ιδεαλιστική αντίληψη της Ιστορίας, στρεφόμενη προς τα μέσα, προς το εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας.
Η σπινοζική απάντηση στράφηκε προς τα έξω, προς την παγκοσμιότητα και την εμμένεια της Φύσης, επαναστατικοποιώντας τη φιλοσοφική σκέψη της Ευρώπης και του κόσμου. Και οι δύο απαντήσεις, παραδόξως, εκβάλανε στην κοινή κοίτη της εκκοσμίκευσης. Ο Scholem, ο μέγιστος ιστορικός της καββαλιστικής φιλολογίας, έδειξε πώς η λουριανική Καμπαλά, διαμέσου του κινήματος του ψευδο-Μεσσία Σαμπετάι Τσεβί που ενέπνευσε, έφερε τη "μυστική διάλυση" του ιουδαϊκού νομικισμού και, τελικά, την "Ασκαλά", τον εβραϊκό Διαφωτισμό και τον Μωσέ Μέντελσον. Ο ρόλος, πάλι, του Σπινόζα στην εκκοσμίκευση δεν χρειάζεται περαιτέρω υπογράμμιση. Δεν είναι τυχαίο ούτε ότι θεωρήθηκε σαν ο πρώτος εκκοσμικευμένος Εβραίος ούτε ότι ο πολιτικός σιωνισμός, η σύγχρονη εθνικιστική έκφραση της εκκοσμίκευσης των Εβραίων, δια στόματος του ίδιου του Νταβίντ Μπέν Γκουριόν, ζήτησε (επί ματαίω...) την άρση του "χέρεμ", του αφορεσμού του Σπινόζα. Ο εβραϊκός Διαφωτισμός και ο Μέντελσον συνδέθηκαν με την ελπίδα της πολιτικής χειραφέτησης των Εβραίων και της "αφομοίωσης" (assimilation), μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Ο σιωνισμός ζήτησε επίσης την "εξομάλυνση", "να γίνουν και οι Εβραίοι όπως όλοι οι υπόλοιποι λαοί" με τη συγκέντρωσή τους σ΄ ένα εθνικό Κράτος.
Ανάμεσα στις δύο απόπειρες λύσης του λεγόμενου "Εβραϊκού Ζητήματος", που επιχειρήθηκαν από την εβραϊκή εκκοσμίκευση - τον αφομοιωτισμό και τον σιωνισμό - ορθώνεται σαν διαχωριστική γραμμή και χάσμα απύθμενο η Shoah, η γενοκτονία και το Αουσβιτς. Το χάσμα δεν παύει να "φωτίζει" μέσα στο ζόφο του το γεγονός ότι και οι δύο απόπειρες/ εκδοχές της εβραϊκής εκκοσμίκευσης απέτυχαν οικτρά (όπως το διείδε προφητικά, λίγα χρόνια πριν τη δολοφονία του, ο μέγας Εβραίος διεθνιστής επαναστάτης Λέων Τρότσκι). Καλύτερα να πάρουμε ξανά το νήμα από την αρχή: από τον Σπινόζα και τη θυελλώδη σχέση του με την Παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της καββαλιστικής παράδοσης. Οι φιλοσοφικές διασυνδέσεις με την τελευταία - για τις οποίες κατηγορήθηκε και από τον Λάιμπνιτς - μπορούν καταρχάς να συνοψιστούν ως εξής:
α) Υπάρχει κοινή καταγωγή και σχέση με τη νεοπλατωνική παράδοση και τον λεγόμενο "αριστοτελισμό της Αριστεράς" του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
β) Η διδασκαλία περί των Σεφιρότ και η έκφραση της Υπόστασης μέσω των κατηγορημάτων συνδέονται καθώς και οι Σεφιρότ και τα σπινοζικά κατηγορήματα δεν είναι νεοπλατωνικού τύπου απορροές από το Ενα και εκτός αυτού αλλά εκφράσεις του Ενός και εντός αυτού, στην εμμένειά του. Με άλλα λόγια, η απορροϊκή αιτία των Νεοπλατωνικών, διαμέσου της καββαλιστικής διδασκαλίας των Σεφιρότ, καταλήγει να μεταμορφωθεί σε εμμενή αιτία της Φύσης στον Σπινόζα.
γ) Οι τρείς καββαλιστικοί αναβαθμοί στην πορεία της γνώσης οδηγούν στα αντίστοιχα τρία είδη γνώσεως κατά Σπινόζα (αλλά και στους τρείς αναβαθμούς Διάνοια/ Verstand - Λόγος/ Vernunft - Λογιζόμενη Διάνοια/ vernunftiger Verstand ή Λόγος που διανοείται/ verstandige Vernunft στον Χέγκελ).
Οι τρείς Σεφιρότ της γνώσης στην Καμπαλά έχουν τα ονόματα Μπινά (Διάνοια), Χοχμά (Σοφία) και Ντα άτ (Γνώση), σύνθεση των δύο προηγουμένων. Αντιστοίχως στον Σπινόζα έχουμε το πρώτο είδος γνώσεως Imaginatio, το δεύτερο είδος με τις notiones communes του Λόγου-Ratio και το ανώτατο, τρίτο είδος γνώσεως, τη Scientia Intuitiva - τη διορατική επιστήμη. Στο πρώτο είδος υπάρχει η εμπειρική κατανόηση του πεπερασμένου (όπως και στην καββαλιστική Μπινά και τη χεγκελιανή Verstand). Στο δεύτερο είδος συλλαμβάνονται οι ουσιώδεις σχέσεις των πραγμάτων (όπως και στη Χοχμά και τη διαλεκτική, Vernunft) ενώ στο τρίτο είδος της γνώσεως η πηγή των σχεσιακών τούτων συνθέσεων, η συνάφεια, η αναγκαιότητά τους subspecie aeternitatis. Το ανώτατο τούτο είδος γνώσεως διακατέχεται από το Amor Intellectualis Dei, που φέρνει τη Χαρά και τη γαλήνη της ψυχής.
7. Στο υψηλότερο αυτό σημείο της Complicatio, της σύμπλεξης, η σπινοζική Ηθική της χαράς explicat quod implicat, εκτυλίσσει στο φώς ότι εκτυλίσσεται στο βάθος της διαφάνειάς της: τον διαλεκτικό δεσμό της ανατρεπτικής νεοτερικότητάς της με τη βιβλική παράδοση. Στο Σχόλιο του θεωρήματος XXXVI του μέρους V της Ηθικής ο Σπινόζα γράφει για την εν Θεώ Αγάπη του Νού:
"Γνωρίζουμε καθαρά από εδώ σε τι συνίσταται η σωτηρία μας, δηλαδή η Μακαριότητά μας ή η Ελευθερία μας, θέλω να πώ {ότι συνίσταται} σε μια σταθερή και αιώνια Αγάπη για τον Θεό, ή για την Αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους. Αυτή η Αγάπη, ή αυτή η Μακαριότητα, ονομάζεται στα Ιερά Βιβλία, όχι χωρίς λόγο, Δόξα".(28)
Ο Σπινόζα παραπέμπει εδώ άμεσα (και πολύ πιό ορθά από ότι ο Σααντιά Γκαόν) στις αναφορές που γίνονται στη Βίβλο (ιδίως στα εδάφια Εξοδος ιστ΄ 7, 10, κδ΄ 15-16 και κυρίως λγ΄ 18-23) στην "Καβόντ Αντονάι" - τη Δόξα Κυρίου. "και πρωϊ όψεσθε την δόξαν Κυρίου εν τω εισακούσαι τον γογγυσμόν υμών επί τω Θεώ" (Εξοδος ιστ΄ 7) "και επεστράφησαν εις την έρημον και η δόξα Κυρίου ώφθη εν νεφέλη" (Εξοδος ιστ΄ 10)
Η θέαση της Δόξας έχει να κάνει με την ίδια τη συνάντηση των Αντιθέτων. "και ανέβη Μωυσής και Ιησούς εις το όρος, και εκάλυψεν η νεφέλη το όρος, και κατέβη η δόξα του Θεού επί το όρος το Σινά και εκάλυψεν αυτό η νεφέλη εξ ημέρας, και εκάλεσε Κύριος τον Μωυσήν τη ημέρα τη εβδόμη εκ μέσου της νεφέλης, το δε είδος της δόξης Κυρίου ωσεί πύρ φλέγον" (Εξοδος κδ΄ 15-17) Η Δόξα έχει να κάνει με τη γνώση του Απολύτου. "και λέγει, εμφάνισόν μοι σεαυτόν, και είπεν, εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου τη δόξη μου και καλέσω τω ονόματί μου, Κύριος εναντίον σου, και ελεήσω όν αν ελεώ, και οικτιρήσω ον αν οικτίρω. και είπεν, ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου, ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται. και είπεν Κύριος, ιδού τόπος παρ΄ εμοί, στήση επί της πέτρας, ηνίκα δ΄ αν παρέλθη η δόξα μου και θήσω σε εις οπήν της πέτρας και σκεπάσω τη χειρί μου επί σέ, έως αν παρέλθω, και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι". (Εξοδος λγ΄ 18-23. Μετάφραση των Ο΄. Οι υπογραμμίσεις στη λέξη "Δόξα" δικές μας).
Για τον Σπινόζα, βέβαια, δεν μπαίνει ζήτημα να δεί κανείς το "πρόσωπο" του Θεού, αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο να δείς από τη λάμψη αυτή του Καθολικού που φωτίζει και βλέπει τον εαυτό του ως Φύση εν δόξη μέσα στο κάθε μέρος του και προπαντός μέσα στο και μέσα από το συνειδητό μέρος του, το σκεπτόμενο σώμα του ανθρώπου. Στη Βίβλο, η "Δόξα Κυρίου" δεν είναι δημιούργημα, κτίσμα. Ούτε καν άκτιστη ενέργεια. Είναι η παρουσία του Απ-όντος μέσα στην Ιστορία, "ηνίκα αν παρέλθη", όταν αποχωρεί και χάνεται, σαν πλοίο στο βάθος του ορίζοντα του Ωκεανού.
Ας ξαναδιαβάσουμε το παραπάνω εδάφιο, Εξοδος λγ΄ 18-19, στο εβραϊκό πρωτότυπο, στη γνησιότητά του. Υπογραμμίζουμε τις κρίσιμες διαφορές: "και είπε: Δείξε μου, Σε παρακαλώ, τη Δόξα σου. Και είπε: εγώ θα περάσω ενώπιόν σου όλο το Καλό μου και θα καλέσω το όνομα Κυρίου Ενώπιόν σου". Αυτό που οι Ο΄ μεταφράζουν σεαυτόν δεν είναι άλλο από τη Δόξα. Οσο δε αυτό που αφήνουν αμετάφραστο, το Κόλ Τοβί - Ολο το Καλό μου, η γνωστή στον Σπινόζα ραβινική ερμηνεία το εξηγεί ως την όλη κατά Θεόν φυσική τάξη του κόσμου. Γνωρίζοντάς την ο άνθρωπος κι ακούγοντας - επιτέλους! - το άφατο όνομα του Μέλλοντος ("θα καλέσω το όνομα Κυρίου") μπορεί να αναδιοργανώσει εκ θεμελίων την κοινωνία του, σύμφωνα μ΄ αυτή τη φυσική τάξη, ώστε να υπάρξει οικτιρμός και το Μέγα Ελεος.
Εδώ συναντώνται ξανά ο Σπινόζα και η Βίβλος. Η γνώση της ουσίας του κόσμου είναι η βάση για την πολιτική δράση μέσα στην Ιστορία, για την ενεργοποίηση του δυναμικού των μαζών, της potentia της multitudo ώστε να υπάρξει - επιτέλους! - οικτιρμός και το Μέγα Ελεος. Στο τέλος, στον ορίζοντα δηλαδή του Ωκεανού των πάντων, μπορούμε να το δούμαι καθαρά: μέσα στο κρύσταλλο του ευλογημένου Μπαρούχ Σπινόζα, του Εβραίου αγίου της εμμένειας, λάμπει πάντοτε Φώς ιλαρόν αγίας δόξης!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Legons sur l΄ Histoire de la Philosophie, Vrin, 1985, τόμος 6, σ. 1453.
2. Λ. Τρότσκι, Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, Αλλαγή, 1984, τ. 1. σ. 16.
3. Marx, Engels, Collected Works (MECW), Progress, Μόσχα 1986, τ. 28, σσ. 410-411.
4. K. Marx, Manifesto of the Communist Party, στο The Revolutions of 1848, Pelicam, 1973, σ. 70.
5. Βλ. Κ. Μάρξ, "Εισαγωγή του 1844" στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδ. Παπαζήση, 1978, σ. 18.
6. Κ. Μάρξ, Grundrisse, στα MEGW, ό.π.π., σ. 95.
7. Κ. Marx, Economic and Philosophic Manuscripts of 1844, Progress, Μόσχα 1977, σ. 108.
8. Για μιά συνοπτική αλλά πολύτιμη έκθεση των ιστορικών συντεταγμένων της ζωής του Σπινόζα βλ. το βιβλίο του Ζίλ Ντελέζ, Σπινόζα - Πρακτική Φιλοσοφία, σε θαυμάσια μετάφραση της Κικής Καψαμπέλη και επιμέλεια των Γ. Βώκου και Π. Παύλου, Νήσος, 1996, καθώς και του Ε. Balibar, Spinoza et la politique, PUF, 1985.
9. Βλ. Y. Yovel, Spinoza and Other Heretics, Princeton University Press, 1989.
10. Βλ. A. Negri, The Savage Anomaly, The Power of Spinoza΄s Metaphysics and Politics, University of Minnesota Press, 1991.
11. Βλ. Ε. Balibar, La Crainte des masses, Γαλιλεε, 1997.
12. Στην έκδοση Garnier Flammarion του 1965, Spinoza, Cuvres, 2, Traite Theologico-Politique, σ. 231.
13. Βλ. Gilles Deleuze, Spinoza et le probleme de l΄ expression, Minuit, 1968, σ. 35.
14. Βλ. και Ζ. Ντελέζ, Σπινόζα - Πρακτική Φιλοσοφία, όπ.π.π., σσ. 102-103.
15. G. Deleuze, Spinoza et le probleme de l΄ expression, όπ.π., σσ. 14-15.
16. Βλ. S. Trigano, La demeure oubliee, genese religieuse du politique, tel-Gallimard, 1994.
17. Βλ. την Εισαγωγή του στο Averroes. Discours decisif, CF - Glammarion, 1996, σ. 83.
18. Μ. Μaimonide, Le Guide des Egares, Verdier, 1980, I, 53, σ. 122. Βλ. και S. Trigano, όπ.π., σ. 125.
19. V. Lenin, "Philosophical Notebooks", Collected Works, Μόσχα 1977, vol. 38, σ. 358.
20. Βλ. "Ten Unhistorical Aphorisms on Kabbalah", Satz 5, στο Gershom Scholem, edited dy Harold Bloom, Chelsea House, 1987, σσ. 110-111.
21. Οπ.π., σ. 112.
22. Bλ. Ernst Bloch, "Le Principe Esperance", Gallimard NRF, 1982, τ. ΙΙ, σ. 487.
23. Βλ. Hegel, "Lecons sur l΄ Histoire de la Philosophie", όπ.π., τ.VI, σ. 1457.
24. Βλ. και Σ. Μιχαήλ, "Χέγκελ-Μπαίμε-Μάρξ", στο Σολωμός και Χέγκελ, Λέων, 1991, σσ. 73-85.
25. "Αγία Οικογένεια", στα MECW, τ. 4, σ. 128.
26. Κεφ. IX, στα Oeuvres, 2, όπ.π., σ. 182.
27. Αφορισμός 4 - Satz 4 στο "Ten Unhistorical Aphorisms on Kabbalah", όπ.π., σ. 109.
28. Spinoza, Oeuvres, 3, "Ethique", Flammarion, 1965, σ. 334.
http://politikokafeneio.com/filosofia/spinoza315.htm