‘Ενας χρόνος που μύριζε θάνατο,
πότισε την ανθρώπινη ψυχή,
την γονάτισε, την έπνιξε,
και όμως αυτή πάλευε για την ζωή.
‘Ολοι το νιώσαμε, την αφάνισή μας,
μηνύματα κρυμμένα ανάμεσα στις λέξεις,
παλεύαμε, βρίζαμε, πονούσαμε, μογχθούσαμε,
τον θάνατο να εξορίσουμε,
το ΦΩΣ να ανατείλει.
Συμμάχους παρακαλούσαμε,
βοήθεια να στείλουν,
μας άκουσαν, απάντησαν,
μαζί μας πολεμούσαν.
Η μάχη ήταν δύσκολη,
το αίμα ήταν νοερό,
ο εχθρός αόρατος,
τα όπλα μας τα όνειρα.
Αδέρφια ενωθείτε,
το σκότος διώξτε μακριά,
ποτέ μην πλησιάσει,
και απλωθεί, πάνω στην μητέρα Γη.
Εργαλεία βρέθηκαν,
πύλες άνοιξαν, η γνώση εχύθη,
πάνω στα χέρια μας και σκύψαμε,
και ήπιαμε αθάνατο νερό.
Μήνυμα στάλθηκε από ψηλά.
«Ελευθερώστε τα παιδιά μου,
μάθετέ τους για ομορφιά,
για αγάπη, για ελπίδα,
και πέστε τους πως είναι θεοί και αυτοί,
με αθάνατο σώμα και ψυχή.
Την γνώση πάντα να αναζητούν,
το φως, την φλόγα της καρδιάς,
και εγώ ψηλά θα περιμένω,
Αθανασία να απονέμω».
Κάλεσμα στα παιδιά του έστειλε,
να σηκωθούν ψηλά,
τον ήλιο να κοιτάξουνε,
Ενέργεια να ρουφάνε.
Να μάθουν πως η δύναμη,
μέσα στην σκέψη είναι,
το σκέφτηκες, το έκανες,
μα καθαρές τις σκέψεις κάντε.
Για Αγάπη να μιλάτε,
την Θεϊκή Αρετή να αναζητάτε,
και να το μέλλον άλλαξε,
η Ομορφιά ζωντάνεψε.
Πάντα ενωμένα εμείς τα παιδιά Του,
στεφάνι ελπίδας φορώντας,
και φλόγα μέσα στην καρδιά,
να προχωράμε λαμπερά.