ΔΕΥΤΈΡΑ, 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 2010
Για τον ελληνοκεντρισμό και την Γενιά του '30Ο προβληματισμός για την σχέση του νεοελληνισμού με την οικουμενικότητα δεν έχει κάνει πολλά βήματα από τίς απόψεις που διατυπώθηκαν από την γενιά του ’30.
Ο Γ.Θεοτοκάς τελείωνε το πρώτο μέρος του διάσημου μυθιστορήματός του «ΑΡΓΩ» με την σκέψη : «Μιά βάρκα που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο μ’ ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο παρά μιά νέα επανάσταση, μιά νέα μόδα ή μιά νέα αισθητική στην Ευρώπη, μιά νέα μηχανή στην Αμερική , μιά νέα μυστικοπάθεια στην Ασία » (Γ.Θεοτοκάς : «ΑΡΓΩ», Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Στ’ Έκδοση , Α’ Τόμος σελ.315).
Η εικόνα που περιγράφει ο Θεοτοκάς δεν έχει καμμία σχέση με το τουριστικά
λεηλατημένο Αιγαίο. Αντιθέτως περιέχει τίς αξίες ενός πολιτισμού αντιτεχνοκρατικού, που κατέχεται από τίς αξίες του μέτρου, της λιτότητας, του ελεύθερου χρόνου και την έλλογη και όχι κυριαρχική σχέση ανάμεση στην φύση και στον άνθρωπο.
Αλλά οι πιό καίριες και ουσιώδεις απόψεις για την σχέση του νεοελληνισμού με την οικουμενικότητα περιέχονται στον διάλογο για την ποίηση ανάμεσα στον Γ.Σεφέρη και τον Κ.Τσάτσο(Γ.Σεφέρης –Κ.Τσάτσος :Ένας διάλογος για την ποίηση ,Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ ,Επιμ.Λ.Κούσουλας ,1975). Σ’αυτόν δεν παρακολουθούμε μόνο τίς δυσκολίες που αντιμετώπισε την δεκαετία του ‘30 η μοντέρνα ποίηση για την αποδοχή της από τούς θιασώτες της έμμετρης, πού τότε ήταν ο κανόνας, αλλά και τον εύστοχο προβληματισμό για την εξέλιξη του νεοελληνισμού.
Ο διάλογος ανάμεσα στον Τσάτσο και στον Σεφέρη παραμένει επίκαιρος διότι και ο ένας και ο άλλος έθεσαν ερωτήματα και έδωσαν απαντήσεις που αντιπροσωπεύουν όχι μόνο δύο διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις για την νεωτερική ποίηση , αλλά και δύο διαφορετικές ερμηνείες για τον νεοελληνισμό.
Ο Κ.Τσάτσος δεν αρνείται τίς διεθνείς επιρροές και επιδράσεις.Όμως πρίν από αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί η νόηση της « ελληνικής γής και ελληνικής ιστορίας» (σελ.9).Το στοιχείο αυτό θεωρεί ότι δεν το διαθέτει η πρωτοποριακή ποίηση.
Σε αντίθεση με πολλές απόψεις που διατυπώνονται σήμερα, επισημαίνει ότι «στής πρωτοποριακής κίνησης τα έργα μόλις διακρίνεται η σφραγίδα της ελληνικότητας .Το δούλεμα του γλωσσικού οργάνου ,αντί να συνεχίζεται , οπισθοδρομεί.Η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται , και χωρίς αντίρρηση ανακατεύεται η καθαρεύουσα με τη δημοτική , έτσι που η γλώσσα τών πρωτοπόρων ποιητών , με αυτό το τυχαίο και άχαρο μίγμα , κατάντησε να είναι λιγώτερο ελληνική από τη γλώσσα τών παλαιοτέρων» (σελ.13).Για τον Κ.Τσάτσο το κριτήριο της ελληνικότητας αποτελεί αλάνθαστο αισθητικό κριτήριο.
Ο Γ. Σεφέρης στην πρώτη του απάντηση («Διάλογος πάνω στην ποίηση»), αναφέρει ότι οι προηγούμενες γενιές ποιητών, δεν δίστασαν να εμπνευστούν από τα αλλότρια αισθητικά ρεύματα.Ιδιαίτερα καταφεύγει στον αισθητικό διεθνισμό (νιτσεικής προέλευσης ) του Κ.Παλαμά, που υποστήριζε « ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις, χωρίς πατρίδα , και είς την υψηλοτάτην αυτής έντασιν»(σελ.26).
Το κριτήριο της ελληνικότητας δεν αφήνει αδιάφορο τον Σεφέρη και θεωρεί αναγκαίο να ασχοληθεί με αυτό .Καταλήγει όμως στο ότι η απολυτότητα ενός τέτοιου κριτηρίου ,μπορεί να ‘χει τελείως διαφορετικά αποτελέσματα από τίς προθέσεις των εισηγητών του ,ώστε « να καταστρέψει αξίες καθαρά ελληνικές , πιστεύοντας ότι υποστηρίζει την ελληνική τέχνη »(σελ.27).
Το οξύμωρο ενός τέτοιου σχήματος για τον Σεφέρη είναι ότι κάποιοι που σπούδασαν στην Δύση και θαμπώθηκαν από αυτή , μιλούν μεν για την «ελληνικότητα» αλλά αναπαράγουν την εικόνα που κυριάρχησε σε ορισμένες ιστορικές περιόδους του δυτικού κόσμού για τον ελληνισμό ,δηλαδή « χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμμία σχέση με τον τόπο μας »(σελ.29).Τέτοια παραδείγματα που αναφέρει είναι ο Οδυσσέας του Ντάντε , η Αφροδίτη κι ο Άδωνις του Σαίξπηρ , η Φαίδρα του Ρακίνα, ο Υπερίων του Χέλντερλιν.
Ο Σεφέρης αντιπαραθέτει τον «ελληνικό ελληνισμό» στον «ευρωπαικό ελληνισμό»: «Το παράδειγμα των χτιρίων της Ακαδημίας δεν είναι μοναδικό.Όλοι το ξέρουμε .Αλλά δεν προσέχουμε ότι τίς περισσότερες φορές που μιλάμε για την ελληνικότητα ενός έργου τέχνης μιλάμε για τα χτίρια της Ακαδημίας. «Και τι να κάνουμε τότε ;» θα με ρωτήσουν .Είπα πως ο ελληνισμός είναι δύσκολος .Καί τούτο συμβαίνει, γιατί – άν στην πνευματική περιοχή – δημιουργήθηκε και , ποιός ξέρει , ίσως στίς ώρες που ζούμε να τελειώνει ο ευρωπαικός ελληνισμός , ο «ελληνικός ελληνισμός», άς μου επιτραπεί η έκφραση ,δεν δημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοσή του.Κάποτε ,στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε , τον διαισθανόμαστε » (σελ. 29,30).
Ο Σεφέρης συναρτά την συγκρότηση του νεοελληνισμού με την δημιουργία της δικής του, αυτοφυούς φυσιογνωμίας.Επαναλαμβάνοντας σ’ αυτό το σημείο τον Ι.Δραγούμη θεωρεί τον δημοτικισμό σαν « ένα από τα πιό σημαντικά γεγονότα της Φυλής γιατί πρίν απ’όλα , συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή πρός την αλήθεια »(σελ.30).Το ουσιοκρατικό κριτήριο της ελληνικότητας υπάγεται στο κριτήριο αυθεντικότητας. Άν είμαστε αυθεντικοί και αληθινοί , θα δημιουργούμε έργα που περιέχουν τον νεοελληνισμό: « Κι άς τους συμβουλεύουμε , να γυρεύουν την αλήθεια , καθώς έκαναν οι πρώτοι δημοτικιστές , όχι ρωτώντας πώς να είναι Έλληνες , αλλά πιστεύοντας πώς αφού είναι Έλληνες , τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά.Άν έχω δίκιο , όλο το ζήτημα είναι ποσό βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση , την ελληνική » (σελ.30).
Ο λόγος του Γ.Σεφέρη ακριβώς επειδή δεν έχει εξ ‘ αρχής διατυπωμένους και απαράβατους αισθητικούς κανόνες δίνει μεγαλύτερες ελευθερίες στην τέχνη ,αλλά και στον νεοελληνισμό επιτρέπει αφενός να επικοινωνεί με τον μοντερνισμό αφετέρου να καλλιεργεί γόνιμα ότι πραγματικά τον χαρακτηρίζει.
Φυσικά ο καντιανός Κ.Τσάτσος απορρίπτει μία τέτοια ερμηνεία του νεοελληνισμού ώς σχετικιστική και ανώφελη: «Το πρόβλημα με άλλα λόγια , είναι άν υπάρχει κάτι σταθερό που λέγεται ελληνικότητα ή άν αυτό που λέμε , για συντομία ελληνικότητα , δεν είναι παρά το απροσδιόριστο σύνολο όλων των έργων που δημιούργησε και θα συνεχίσει να δημιουργεί κάθε άτομο που ανήκει στην ελληνική φυλή .Άν συμβαίνει το δεύτερο , το να μιλούμε για ελληνικότητα , δεν έχει καμμιάν αξία » (σελ.59).
Για τον Κ.Τσάτσο η ελληνικότητα έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και αυστηρά προσδιορισμένα κριτήρια: το μέτρο που αποκλείει κάθε υπερβολή , η έλλογη εναρμόνιση των αντιθέτων , η πειθαρχία της ύλης στην ιδέα , δηλαδή πρόκειται μάλλον για την«καντιανή ελληνικότητα».Κι ενώ φαίνεται να συμφωνεί με τον Σεφέρη για την σημασία της αυθεντικότητας στην τέχνη , τελικά αντιστρέφει τίς πρωτεραιότητες του Σεφέρη υπάγοντας την αυθεντικότητα στην ελληνικότητα : «Δεν θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό , θέλω την ελληνικότητα για να είναι το έργο γνήσιο »(σελ.62).
Ο Σεφέρης κλείνοντας τον διάλογο επικρίνει έμμεσα τον καντιανό θεωρητικισμό και επισημαίνει :« Τι τα θέλεις , είμαι ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κρίση για τον πουριτανισμό » (σελ. 185).
Ο Σεφέρης και ο Τσάτσος αποτελούν το σπάνιο νεοελληνικό παράδειγμα , να διαφωνούν , όμως να διαλέγονται ανταλλάσοντας σοβαρά επιχειρήματα και όχι ύβρεις.Κατά κάποιον τρόπο ήταν μιά οικογενειακή συζήτηση ( μένανε τότε στο ίδιο σπίτι ,σε διαφορετικούς ορόφους ) με δημόσια χαρακτηριστικά , που αφορά τον νεοελληνισμό.
Κοιτώντας σήμερα πρός τα πίσω ίσως και η μοντέρνα ποίηση να έκανε τίς υπερβολές της ,αντίστοιχες με αυτές της έμμετρης.
Στις μέρες μας δεν αντιπαρατίθεται ο στοχασμός του Γ.Σεφέρη με τον συντηρητικό ιδεαλισμό του Κ.Τσάτσου που απολυτοποιεί μια καντιανού χαρακτήρα «ελληνικότητα» , αλλά με τον μεταμοντέρνο χυλό της παγκοσμιοποίησης , όπου οι ταυτότητες και οι τοπικότητες εξοβελίζονται , το εθνικό και το διεθνικό εξίσου διαλύονται και η αυθεντικότητα αντικαθίστανται από τον κοσμοπολιτισμό του χρήματος , την κοινωνία του θεάματος και του εμπορεύματος.Το αίτημα του Γ.Σεφέρη για έναν «ελληνικό ελληνισμό» ταυτίζεται κατά συνέπεια με το αίτημα για την διάσωση όχι μόνο του νεοελληνισμού αλλά και του ανθρώπινου προσώπου ,σε έναν κόσμο όπου η βαρβαρότητα γίνεται ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΌ KOUTROULIS_SPYROS ΣΤΙΣ 12:39 Μ.Μ.
http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2010/02/30.html