Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΘΕΪΣΤΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ
ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ απολογητής γράφει: «Ουδείς ίσως κλάδος της Δογματικής εμφανίζει τόσα θεολογούμενα σημεία όσα η αγγελολογία. Πράγματι, το εκ της θείας αποκαλύψεως δεδομένον εις την συνείδησιν της Εκκλησίας φως δεν είναι αρκετόν όπως διαυγάσει πολλάς εκ των όψεων του περί των επουρανίων τούτων όντων θέματος. Αύται, αν και κεντρίζουν την ευσεβή περιέργειαν με ιδιαιτέραν δύναμιν, δεν εκπροσωπούν στοιχεία της πίστεως απαραίτητα δια την σωτηρίαν και πιθανώς ουδέποτε πρόκειται ούτω να γίνουν αντικείμενον γνώσεως βεβαίας εκ μέρους τής επί γης Εκκλησίας».1
Δεν βλέπω καλύτερη ομολογία του γεγονότος ότι οι αινιγματικές φιγούρες των αγγέλων είναι ένα στοιχείο ξένο στη ιουδαιοχριστιανική δογματική, επιβίωμα ετερόδοξων ιδεών και επιδράσεων, που οι συστηματικές προσπάθειες να εξημερωθεί είναι καταδικασμένες να αφήνουν πάντα ένα ανησυχητικό φάσμα ασάφειας. Η παρουσία τους είναι ωστόσο ρητή και αδιαμφισβήτητη στα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, όπως άλλωστε και στο Κοράνι. O ίδιος ο Ιησούς διακηρύσσει την ύπαρξη αγγέλων (Μάρκ. η΄ 38, Λουκ. ιε΄ 10, ις΄ 22, κ.α.) και στις κορυφαίες στιγμές του βίου του εμφανίζονται να μαρτυρούν περί αυτού, να τον υμνούν ή να παρεμβαίνουν ως δευτεραγωνιστές στα γεγονότα: ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται την έλευσή του (Λουκ. α΄ 26 κ.ε.), «άγγελος Κυρίου» εμφανίζεται στον Ιωσήφ (Ματθ. α΄ 20 κ.ε., β΄ 13, 19, 20) και στους ποιμένες (Λουκ. β΄ 8 κ.ε.), στρατιά ολόκληρη ανυμνεί τον Ύψιστο κατά τη γέννησή του (Λου. β΄ 13, 15), άλλοι τον υπηρετούν στην έρημο μετά την κατανίκηση του πειρασμού (Ματθ. δ΄ 11), άλλος τον ενισχύει στο Όρος των Ελαιών πριν από το πάθος (Λουκ. κβ΄ 43), δύο εξ αυτών βεβαιώνουν την ανάστασή του ενώ κάποιος άλλος κύλησε την πέτρα του μνήματος (Ματθ. κη΄ 2 κ.ε., Μάρκ. ις΄ κ.ε., Λουκ. κδ΄ 4 κ.ε., 23, Ιω. κ΄ 12, 13), δύο επίσης ομιλούν στους μαθητές του για τη Δευτέρα Παρουσία τη στιγμή της Αναλήψεως (Πράξ. α΄ 10, 11) η αγγελική συμπαράσταση επεκτείνεται και στην πρώτη Εκκλησία, της οποίας ιδίως ο Μιχαήλ, προστάτης του Ισραήλ κατά την Π. Διαθήκη, αναγορεύεται στο εξής προστάτης (Πράξ. ε΄ 19, 20, η΄ 26, ι΄ 3 κ.ε., ιβ΄ 7 κ.ε., 23, κζ΄ 23).
Κατά την αντίληψη του Κορανίου επίσης, άγγελοι φέρουν τη μαρτυρία της ενότητας του Θεού (3:19), κατεβαίνουν κατ’ εντολήν του Θεού και τον υπηρετούν μεταφέροντας τα προστάγματά του (97:5, 66:7), φέρουν τον «θρόνο», δηλαδή τις ιδιότητες του Κυρίου (69:18), δεκαεννέα άγγελοι φυλάσσουν τη φωτιά της κόλασης (74:31-32), γενικότερα κάνουν χρέη φυλάκων και καταγραφέων (13:12, 82:11-13), διαφέρουν ως προς τις ικανότητες και τις δυνάμεις τους (35:2), έχουν μόνο τόση γνώση όση τους δίνεται (2:33), δεν έχουν φύλο (37:151), κοκ. Ακόμη πιο εντυπωσιακά στη φιλολογία των χάντιθ, αγγελικές παρουσίες σφραγίζουν τα αποφασιστικά συμβάντα της μελλοντικής αποκάλυψης: «άγγελος Κυρίου» ήταν εκείνος που έσωσε την Άγαρ και τον γιο της Ισμαήλ στην έρημο κάνοντας να αναβλύσει το νερό της πηγής ζαμζάμ η τρομακτική μορφή που εναγκαλίζεται το πνεύμα του Προφήτη Μωχάμετ στο όρος Χίρα και του παραδίδει τον Λόγο του Θεού ήταν ο αρχάγγελος Τζιμπράιλ (Γαβριήλ), ο ίδιος που θα οδηγήσει αργότερα την περίφημη οραματική του πτήση στους εφτά ουρανούς, το λεγόμενο μί’ραζ, όπου συναντάει τον άγγελο-φύλακα της Κόλασης, τον πύρινο Άγγελο του Θανάτου, του κριτές άγγελους Μουνκάρ και Νακίρ, πλήθος χερουβείμ με φτερά, 70 σειρές γιγάντιων αγγέλων μπροστά στον Θρόνο του Θεού, και τον άγγελο Ισράφιλ (Ραφαήλ), δεύτερον τη τάξει μετά τον Τζιμπράιλ...2
Μέσα στα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης διατυπώνεται ήδη και η πρώτη διδασκαλία περί αγγέλων. Λέγεται ότι αυτοί είναι κατώτεροι του Χριστού (Κολοσ. β΄ 14 κ.ε., Εβρ. α΄ 14 κ.ε.) διακρίνονται σε τάξεις, από τις οποίες κατονομάζονται οι Αρχές, Εξουσίες, Δυνάμεις, Κυριότητες, Θρόνοι, Άγγελοι, Αρχάγγελοι (Εφεσ. α΄ 21, γ΄ 10, ς΄ 12, Κολοσ. α΄ 16, Α΄ Θεσ. δ΄ 16, Ιούδα στ. 9, κ.α.) – κατάταξη την οποία θα τελειοποιήσει αργότερα ο Αρειοπαγίτης στην πρώτη συστηματική του αγγελολογία, το Περί Ουρανίου Ιεραρχίας, προσθέτοντας τα γνωστά ήδη από την Π. Διαθήκη Χερουβείμ και Σεραφείμ είναι πνεύματα (Εβρ. α΄ 14), αθάνατοι (Λουκ. κ΄ 36), δεν έχουν φύλο (Ματθ. κβ΄ 30) και ο αριθμός τους είναι μέγας (Ματθ. κε΄ 31, κς΄ 53, Λουκ. β΄ 13, Ιούδα στ. 14, Αποκ. ε΄ 11) το έργο τους έγκειται στο να δοξάζουν λειτουργικώς τον Θεό (Λουκ. β΄ 13) και να υποβοηθούν τη θεία οικονομία σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο γένος (Εβρ. α΄ 14) – δηλαδή να προστατεύουν τους δικαίους, να μεταφέρουν στον ουρανό τις ψυχές τους (Λουκ. ις΄ 22) και να τους συνάξουν προκειμένου να χωρίσουν τους δικαίους από τους αδίκους κατά την Ημέρα της Κρίσεως (Ματθ. ιγ΄ 41, 42, 49, 50, κδ΄ 31, Μάρκ. ιγ΄ 27, Α΄ Θεσ. δ΄ 15 κ.ε.).
Με βάση αυτές τις πρώτες υποθήκες, η χριστιανική Εκκλησία μετά την αποκρυστάλλωση του δόγματος θα επιχειρήσει να εδραιώσει και κάποιες δογματικές υποθέσεις περί αγγέλων. Ανήκουν οπωσδήποτε στην αόρατον κτίσιν κατά το Σύμβολο της Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως, μολονότι κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς δημιουργήθηκαν και με ποιον ακριβώς τρόπο κατά την επικρατέστερη πάντως άποψη, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Δαμασκηνού, πρόκειται για έλλογα και πνευματικά όντα που είναι αρχαιότερα του υλικού κόσμου και της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο όροςπνευματικά δημιουργεί επίσης τα προβλήματά του: μολονότι υπάγονται στηναόρατον κτίσιν, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν αμιγώς πνευματική φύση διότι καθαρό και απόλυτο πνεύμα είναι μόνον ο Θεός πολλοί από τους παλαιότερους απολογητές ––ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Ιλάριος–– θα οδηγηθούν λοιπόν στην ιδέα ότι οι άγγελοι έχουν κάποιου είδους σώμα, πολύ λεπτότερο πάντως από την αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ύλη. Αυτό το αιθέριον ή πυροειδές ή νοερόν σώμα είναι άγνωστο εάν έχει κάποια ουσιώδη σχέση με τη γνωστή μας ύλη ή είναι υπόλειμμα της κτίσεως πριν από την παρακοή των πρωτοπλάστων εν πάση περιπτώσει, ο χαρακτηρισμός τους ως ασωμάτων, που καθιερώθηκε κυρίως στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά αλλά σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο σώμα. Η άποψη πάντως, που συνέχισε ως αργά να ακούγεται, ότι άγγελοι εμψυχώνουν και κινούν τα κοσμικά υλικά σώματα, δηλαδή τα άστρα, κηρύχθηκε ως εξωχριστιανική και αποκλείστηκε.
Μολονότι απείρως υποδεέστερες υποστάσεις εκείνων της Αγίας Τριάδας και σύνδουλοι των ανθρώπων (Αποκ. ιθ΄ 10, κβ΄ 8, 9), οι άγγελοι είναι αθάνατοι κατά χάριν (Λουκ. κ΄ 36) και μέτοχοι της επουρανίου μακαριότητος (Ματθ. κβ΄ 30) ανήκουν δηλαδή στο σεσωσμένο κομμάτι της Εκκλησίας, οπότε δεν υπόκεινται στους νόμους της πεπτωκυίας κτίσεως: μπορούν να κινούνται έξω από τους χωροχρονικούς περιορισμούς, αλλά ως πεπερασμένα όντα δεν είναι πανταχού παρόντες. Παρουσιάζονται έτσι ως κτίσματα ανώτερα των ανθρώπων, αλλά ούτε και αυτή η υπεροχή είναι απόλυτη αφού, σύμφωνα με την εσχατολογική διαβεβαίωση, οι δίκαιοι στον ουρανό θα ζουν σε μακαριότητα όμοια με των αγγέλων η Εκκλησία θεωρεί άλλωστε ότι μία ανθρώπινη υπόσταση, η Θεοτόκος, υπερτερεί ήδη των αγγέλων ως τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των σεραφείμ, ενώ ο Χρυσόστομος, σε έναν από τους εγκωμιαστικούς του λόγους προς τον Παύλο, δεν διαστάζει να τον εξάρει πάνω και από αυτούς τους αγγέλους... Από εσχατολογικής απόψεως, άρα, μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη της έλλογης κτίσεως δεν υφίστανται δεδομένης άλλωστε της διαβεβαιώσεως ότι στον Μέλλοντα Αιώνα το ανθρώπινο γένος θα εισέλθει εν σώματι, παραμένει το ερώτημα του με τί θα μοιάζει αυτό το «σώμα», πράγμα που το φέρνει ακόμα εγγύτερα στο μυστήριο του αγγελικού «σώματος».
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ γεννιέται για μας είναι: πού βρήκαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, οι χριστιανοί απολογητές και, αργότερα, ο Προφήτης Μωχάμετ και οι μουσουλμάνοι δοξογράφοι όλες αυτές τις στρατιές των ασώματων όντων; Η ιστορική γενεαλογία του μονοθεϊσμού μάς οδηγεί αναπόφευκτα πίσω στην ιουδαϊκή Βίβλο, την από τους Χριστιανούς λεγόμενη Παλαιά Διαθήκη. Λαμβάνοντας υπόψιν τη στρωματογραφία των βιβλικών κειμένων, μπορούμε να πούμε ότι η παρουσία αγγέλων είναι σχεδόν ανύπαρκτη στα προαιχμαλωσιακά κείμενα τα ίδια τα τμήματα της Γενέσεως, των Βασιλειών και του Ιησού του Ναυή όπου δηλώνεται υπαινικτικά η παρουσία «στρατιών του Γιαχβέ» και κατονομάζονται οι τάξεις των «χερουβείμ», δεν χρονολογούνται πριν από την εποχή του Δευτερονομιστή το νωρίτερο (τέλη του 7ου αιώνα, λίγο πριν από τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία και μετά την οριστική πτώση του βορείου βασιλείου του Ισραήλ στους Ασυρίους).
Στα αρχαιότερα στρώματα του Γιαχβιστή και του Ελωιμιστή, μόνο μία αγγελική παρουσία μπορεί να τεκμηριωθεί με βεβαιότητα: η μυστηριώδης φιγούρα του μαλάκ γιαχβέ («αγγελιοφόρος του Θεού»), ενώ η ακόμα πιο σκοτεινή αναφορά στους μπενέ ελωχίμ («υιοί του Θεού») στο ς΄ της Γενέσεως γεννά πολύ περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει. Ο μαλάκ γιαχβέ είναι εκείνος ο οποίος αποστέλλεται από τον Θεό για να προστατεύσει και να οδηγήσει τον Ισραήλ (Έξ. Ιδ΄ 19, κγ΄ 20, Αριθ. κ΄ 26) ή για να πατάξει τους εχθρούς του (Δ΄ Βασ. ιθ΄ 35) μερικές φορές οδηγεί και προστατεύει ιδιαίτερα βιβλικά πρόσωπα, όπως τον υπηρέτη του Αβραάμ (Γεν. κδ΄ 7) και τον Ιακώβ (Γεν. μη΄ 16) ή σταματάει στον δρόμο τον προφήτη Βαλαάμ (Αριθ. κβ΄ 22). Συχνά μεταφέρει θείες προσταγές και μηνύματα (Γεν. ις΄ 7-11, κβ΄ 11-25, λα΄ 11, Κριτ. Β΄ 1-4, ς΄ 11-24, ιγ΄ 3-33, Δ΄ Βασ. α΄ 3, 15), ενώ μία φορά στέλνεται για να τιμωρήσει τον υποπέσαντα σε παράπτωμα Ισραήλ (Β΄ Βασ. κδ΄ 16, Α΄ Παραλ. κα΄ 16).
Το πραγματικό ερμηνευτικό πρόβλημα σε σχέση με αυτή τη φιγούρα είναι ότι σε πολλά χωρία εμφανίζεται να μιλάει και να ενεργεί σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός (Γεν. ις΄ 7-13, κα΄ 17 κ.ε., κβ΄ 11-12, 14-18, Γεν. λα΄ 11-13, Έξ. γ΄ 2-5, Κριτ. Β΄ 1-4, ς΄ 11-24, ιγ΄ 2-23, Ωση. ιβ΄ 4-5, κ.α.), μολονότι σε άλλα διαστέλλεται σαφώς από τον Θεό. Στο Έξοδος κγ΄ 20-22, όταν ο Γιαχβέ υπόσχεται στους Εβραίους ότι θα τους στείλει άγγελο να τους οδηγήσει, τονίζει: το όνομά μού έστιν επ’ αυτώ – και το όνομα στη Βίβλο γνωρίζουμε ότι είναι ισοδύναμο προς το πρόσωπο. Δύο θεωρίες έχουν επιστρατεύσει οι ερμηνευτές για να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο. Κατά την πρώτη, ο «άγγελος του Γιαχβέ» δεν είναι παρά η προσιτή στις αισθήσεις φανέρωση του αόρατου Θεού – μία ενέργεια δηλαδή της θείας ουσίαςτην οποία ήδη στην εποχή του ο Φίλων είχε ταυτίσει με τον Λόγο (και πολλοί χριστιανοί απολογητές είδαν ως προαναγγελία της Ενσαρκώσεως). Η δεύτερη θεωρία, πολύ πιο πειστική στον βαθμό που λαμβάνει υπόψιν της τις ιστορικές μεταμορφώσεις του κειμένου, προτείνει ότι ο «άγγελος του Γιαχβέ» είναι μεταγενέστερη προσθήκη στις αρχαίες αφηγήσεις θεοφανειών όπου αρχικά μιλούσαν μόνο για τον Γιαχβέ ή τον Ελωχίμ. Καθώς με την πάροδο του χρόνου η θεολογία του Ισραήλ γινόταν πολύ πιο εκπνευματωμένη και χρειαζόταν να σβήσει τους πρωτόγονους ανθρωπομορφισμούς που δεν συμβάδιζαν πλέον με τη μονοθεϊστική κατασκευή της υπερβατικότητας του θείου, με μία ελάχιστη τροποποίηση του κειμένου αντικατέστησαν την απτή θεϊκή παρουσία με το αφηγηματολογικό εύρημα του «αγγέλου».
Και ξαφνικά, μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, τα βιβλικά κείμενα πλημμυρίζουν με αλλόκοτες ουράνιες παρουσίες. Τα προφητικά, τα σοφιολογικά, τα αποκαλυπτικά γραπτά είναι κεκορεσμένα από αγγελικές και δαιμονικές δυνάμεις που ανεβοκατεβαίνουν τους ουράνιους θόλους, στοιχειώνουν τα σύμπαντα και επιτελούν κάθε είδους έργο και αποστολή. Ονομάζονται μ’ ένα πλήθος ονόματα: «υιοί Θεού» (μπενέ ελωχίμ), «ισχυροί» (αββιρίμ), «υπέρτατοι» (ρανίμ), «δυνατοί ισχύι» (γιββορίμ), «άγιοι», «αγρυπνούντες», «εκκλησία των Αγίων», «εκκλησία του Θεού» – και μεταξύ αυτών, βέβαια, τα ήδη γνωστά μας «χερουβείμ» και τα μία φορά αναφερόμενα (στο Ησ. ς΄ 2, 6) «σεραφείμ». Εκτός από τα χερουβείμ, τα όντα αυτά συνήθως δεν είναι φτερωτά, κινούνται ωστόσο ταχύτατα στον αέρα η όψη τους είναι πάντως φοβερή (Κριτ. ιγ΄ 6, Δαν. η΄ 17, ι΄ 7), το πρόσωπό τους φωτεινό και τα ενδύματά τους εκθαμβωτικά (Δαν. ι΄ 5, 6, Β΄ Μακ. γ΄ 25, 26). Μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο υπαινικτικά χωρία (Ψαλμ. ρμη΄ 1-5, Ησ. κδ΄ 21, μ΄ 26, Ιερεμ. λγ΄ 22, Νεεμ. θ΄ 6, Ψαλμ. λβ΄ 26, κ.α.) μοιάζουν να συνδέουν αυτές τις φιγούρες με τα άστρα.
Ο Δανιήλ γνωρίζει πλέον αγγέλους-προστάτες των εθνών: πρώτα πρώτα τον άγγελο Μιχαήλ, τον προστάτη του Ισραήλ ο οποίος κατά τη συντέλεια θα αναλάβει την υπεράσπιση του περιούσιου λαού κατόπιν του «άρχοντες», αγγέλους-προστάτες του βασιλείου της Περσίας και των Ελλήνων κοκ. Οι «επτά οφθαλμοί του Γιαχβέ» που μνημονεύονται από τον Ζαχαρία (δ΄ 10) είναι οι άγγελοι δια των οποίων ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Και υπάρχει βέβαια το τρομερό όραμα του Ιεζεκιήλ (α΄ 4 κ.ε., θ΄ 3, ι΄, ια΄ 22) όπου τα χερουβείμ σχηματίζουν το «άρμα», ή τον κινητό Θρόνο του Θεού, πάνω στον οποίον η «δόξα του Θεού» κατεβαίνει από τους ουρανούς και ανέρχεται πάλι: έχουν τέσσερα πρόσωπα ––ανθρώπου, λέοντος, ταύρου και αετού–– και τέσσερα πτερύγια, χέρια ανθρώπινα κάτω από τα πτερύγια και σκέλη ορθά με οπλές ταύρων. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα δανείστηκαν οι χριστιανοί για τη συμβολική απεικόνιση των Ευαγγελίων.
Τα χερουβείμ είναι ένα πρώτο κλειδί για την ανίχνευση των αγγελολογικών πηγών της Βίβλου. Το όνομα είναι πληθυντικός της εβραϊκής λέξης χερούβ, δάνειο από το ακκαδικό χαριβού, που σε μία του εκδοχή σήμαινε τον λάτρη, σε μία άλλη τον μεσιτεύοντα θεό ή θεά. Το «προσευχόμενο χαριβού» είναι θείο ον που παραπέμπει στους φτερωτούς ταύρους οι οποίοι είχαν θέση φρουρών στους βαβυλωνιακούς ναούς και ανάκτορα (λαμασού και λαμαστού). Παραλλαγή μίας τέτοιας βαβυλωνικής μορφής πρέπει να ήταν και τα «χερουβείμ» από επιχρυσωμένο ξύλο ελιάς που λέγεται ότι με τα τεντωμένα φτερά τους σκέπαζαν την Κιβωτό της Διαθήκης στον Ναό του Σολομώντος (Γ΄ Βασ. ς΄ 23-28, Β΄ Παραλ. γ΄ 10-13). Ακόμα πιο σημαντική είναι η πληροφορία ότι τα βαβυλωνιακά χαριβί, όπως και άλλων λαών της αρχαίας Μέσης Ανατολής, ήταν θεότητες δευτέρας τάξεως είτε αρσενικού είτε θηλυκού γένους.
Θυμόμαστε ότι οι στίχοι του Κορανίου που αργότερα αποκήρυξε ο Προφήτης Μωχάμετ ––οι λεγόμενοι «σατανικοί στίχοι»–– εξυμνούσαν τις προϊσλαμικές θηλυκές θεότητες Λατ, Ούζα και Μάνατ ως μπάνατ αλ-Λαχ («θυγατέρες του Θεού»), αποκαλώντας τες επίσης «εξυψωμένα πουλιά της μεσιτείας». Όπως όλες οι πρώτες ενδείξεις υποβάλλουν, οι πρώτες αγγελικές μορφές στα ιερά κείμενα των αβραμικών παραδόσεων γεννήθηκαν μέσ’ από την αργή εξημέρωση των μορφών του μεσανατολικού πολυθεϊσμού ενόσω διαμορφωνόταν, επίσης αργά και με βασανιστικές παλινδρομήσεις, η ίδια η μονοθεϊστική ιδέα. Η σχέση των αγγέλων με τα άστρα, που είδαμε κιόλας σε αρκετά προφητικά χωρία και που επρόκειτο να διατηρηθεί έως αργά σε ορισμένους χριστιανικούς κύκλους ––ο Ωριγένης υποστήριζε όχι μόνον ότι άγγελοι κινούν τα ουράνια σώματα αλλά και αγρυπνούν για τη γέννηση, τη συντήρηση και την αύξηση των ζώων και των φυτών–– πριν κριθεί ως ετερόδοξη από την Εκκλησία, μαρτυρεί τη εξακολουθητική δύναμη αυτής της παγανιστικής ιδέας μέσα στη μονοθεϊστική συνείδηση.
Ωστόσο η εισβολή των αγγέλων, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση, στη Βίβλο έρχεται πραγματικά μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία του ιουδαϊκου λαού (586-539). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Ιουδαϊσμός, επιστρέφοντας από τη Μεσοποταμία με την εγγύηση του Πέρση βασιλέα που συνέτριψε τους Βαβυλωνίους για να ζήσει μια δεύτερη περίοδο ανεξάρτητης πολιτικής ζωής, έχει «κολλήσει αγγέλους». Ουσιαστικά μόνο από τα ύστερα βιβλία της Παλαιά Διαθήκης, τα Προφητικά, τις Αποκαλύψεις, τα Σοφιολογικά και τα Αγιόγραφα ––που τα περισσότερα γράφτηκαν στην επόμενη περίοδο των ιστορικών δεινών του εβραϊσμού, από την ελληνιστική κατάκτηση και τον πόλεμο των Μακκαβαίων κατά του Αντιόχου του Επιφανούς (168-164 π.Χ.) μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την εξέγερση του Μπαρ Χοκμπά και την καταστροφή του Δεύτερου Ναού (70 μ.Χ.)–– μπορούμε να μιλάμε για αγγελολογία ως μέρος του μονοθεϊστικού δόγματος. Και αυτή την αγγελολογία, βεβαίως, κληρονόμησαν ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ.
Υπάρχει όμως και μία άλλη πηγή, παράλληλη χρονολογικά με τα ύστερα παλαιοδιαθηκικά και με τα καινοδιαθηκικά κανονικά, της οποίας τη σημασία ξεχνάμε να συνυπολογίσουμε: η εκτεταμένη απόκρυφη γραμματεία, τόσο από τον ιουδαϊκό όσο και από τον χριστιανικό κύκλο. «Απόκρυφα» είναι βέβαια ένας όρος συμβατικός, που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων για να περιγράψει το πλήθος των αποκαλύψεων και των ευαγγελίων που παρήχθησαν στα πλαίσια και των δύο παραδόσεων αλλά για διάφορους λόγους αποκλείστηκαν από τους κανόνες, αντίστοιχα, της Ιάμνειας και της Νικαίας. Μία αγγελολογική ιδέα που φαίνεται ότι γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, σε βαθμό που νύξεις της συναντάμε ακόμα και στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, είναι η ιδέα της Πτώσεως των Αγγέλων, απ’ όπου γεννήθηκε η φιγούρα του Αρχαγγέλου του Σκότους – σατάν κατά την εβραϊκή εκδοχή, ή διαβόλου κατά την εξελληνισμένη απόδοση. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε πόσο η ιδέα του Πεπτωκότος Αγγέλου φλόγισε τη μετέπειτα χριστιανική φαντασία, και πόσο παραγωγική επρόκειτο ν’ αποβεί στη μακραίωνη ιστορία του Χριστιανισμού τόσο στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έμπνευσης όσο και σε αυτό τής λαϊκής ποιμαντικής.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι καμία μαρτυρία περί αυτού δεν συναντάμε σε κανονικά κείμενα. Η πιο απερίφραστη αναφορά στη Β΄ προς Ρωμαίους Επιστολή του Πέτρου καθώς και η επιβλητική περιγραφή του «Θηρίου» στην Αποκάλυψη του Ιωάννη προϋποθέτουν ως δεδομένα και ήδη γνωστά τα γεγονότα της Πτώσεως. Από πού; Ακριβώς από την απόκρυφη φιλολογία, με κείμενα όπως το Βιβλίο του Ενώχ (οΑιθιοπικός Ενώχ), το Βιβλίο των Μυστικών του Ενώχ (που σώζεται στη σλαβονική γλώσσα), το Βιβλίο των Ιωβηλαίων, η Διαθήκη του Ρουβήμ, η Αποκάλυψη του Μωυσή, η Αποκάλυψη Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Θωμά, κ.ά. Οι πηγές αυτές σήμερα αποκαλούνται γνωστικιστικές, και «Γνωστικισμός» είναι μία γενική κατηγορία που επινοήθηκε για να περιγράψει ένα σύνολο έντονα δυιστικών αντιλήψεων που φαίνεται να παρακολουθούν σαν σκιά όλον τον ύστερο Ιουδαϊσμό και τον πρώιμο Χριστιανισμό. Οι πηγές του είναι από τη μία πλευρά ελληνικές, ορφικοπυθαγόρειες, και από την άλλη πλευρά ιρανικές. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, ιδίως στα ιουδαϊκά γνωστικιστικά κείμενα, βλέπουμε να σχηματίζεται ευδιάκριτα ένα διθεϊστικό μοτίβο: ρήξη ανάμεσα σε έναν απώτατο αγαθό Θεό και έναν κατώτερο Θεό δημιουργό του παρόντος ––κακού–– κόσμου. Τον ρόλο αυτής της δεύτερης και ανταγωνιστικής αρχής αναλαμβάνει ο Εκπεσών Άγγελος (που σημαίνεται με διάφορα ονόματα: Βελίαρ, Αζαζήλ, Σαμαήλ, Σαταναήλ, και απ’ ορισμένους συγγραφείς ταυτίζεται με τον Άγγελο της Ρώμης).3
....συνεχίζεται....