Το 1933, ο Ίαν Χόντερ, ένας αρχαιολόγος το Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, άρχισε ξανά τις ανασκαφές στο Χάταλχγιόκ, χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές, όπως ισοτοπική ανάλυση των σκελετών που βρέθηκαν στους τάφους. “Τα κόκαλα σου αντανακλούν τι έφαγες, ακόμα κι αν πέθανες 9.000 χρόνια πριν”, λέει ο Χόντερ. Και ανακαλύψαμε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είχαν περισσότερο φυτική διατροφή. Μπορείς να το ερμηνεύσεις αυτό με διάφορους τρόπους. Μια διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες βοηθάει στη φυσική δραστηριότητα, έτσι ώστε θα μπορούσες να πεις ότι οι άνδρες έτρωγαν καλύτερα, αλλά θα μπορούσες επίσης να ισχυριστείς ότι οι γυναίκες προτιμούσαν τις φυτικές τροφές. Αυτό που προκύπτει είναι ότι υπήρχε καταμερισμός εργασίας και δραστηριοτήτων, όχι απαραίτητα η ουτοπία της ισοτιμίας, που οι οπαδοί της Θεάς είχαν υποθέσει.
Η ομάδα του Χόντερ επίσης ανακάλυψε πολλά ανθρώπινα ειδώλια ανδρικού ή απροσδιόριστου φύλου και βρήκε ότι η αγαπημένη αναπαράσταση του Χάταλχγιόκ ήταν όχι γυναίκες αλλά ζώα. Κανένα από τα αντικείμενα που έφερε στο φως η ομάδα δε συμπεραίνεται ότι απεικονίζει συνουσία ή γέννηση. Ο Χόντερ, μαζί με τους περισσότερους αρχαιολόγους της γενιάς του, προσπαθεί να προσεγγίσει τα αντικείμενα σε σχέση με τον τρόπο που ήρθαν στο φως, μια σημαντική διαφορά από της σχολή της αρχαιολογίας που ήταν της μόδας την εποχή των ανασκαφών του Μέλααρτ και της Τζιμπούτας. Αποδεικνύει ότι σχεδόν όλα τα γυναικεία ειδώλια στο Χάταλχγιόκ προήλθαν από σωρούς σκουπιδιών. Η ενθρονισμένη γυμνή γυναίκα βρέθηκε σε μια σιταποθήκη. Πολύ λίγες ενδείξεις από τον συνδυασμό των ευρημάτων υπάρχουν ότι ήταν θρησκευτικά αντικείμενα, λέει ο Χόντερ. Ήταν ίσως πιο πολύ “γούρια”, κάτι σχετικό με την καθημερινή ζωή. Επιπλέον, ανασκαφές χώρων στην Τουρκία, Ελλάδα και Νοτιοανατολική Ευρώπη, που ήταν περίπου σύγχρονες με εκείνες του Χάταλχγιόκ, δίνουν στοιχεία, όπως οχυρώσεις, ρόπαλα, κόκαλα που είχαν σημάδια από ξίφος, ότι δηλαδή η Ευρώπη της λίθινης εποχής, αντίθετα με τις διηγήσεις για τη Θεά, πιθανώς αντίκρισε πολύ βία.
Η Λιν Μέσκελ, μια αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, που έχει δημοσιεύσει λεπτομερείς κριτικές για το έργο της Τζιμπούτας, παραπονείται ότι η Τζιμπούτας και οι οπαδοί της έχουν προωθήσει μια εξιδανικευμένη “ουσιαστική” όψη των γυναικών, ορίζοντας τες με όρους γονιμότητας και μητρικής ευγένειας. “Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι το Χάταλχγιόκ ήταν μια ειρηνική κοινωνία φυτοφάγων”, λέει η Μέσκελ. “Αυτό είναι γελοίο. Τα νεολιθικά καταλύματα δεν ήταν ουτοπίες, με καμία έννοια”.
Η έρευνα των αρχαιολόγων, όπως ο Χόντερ και η Μέσκελ, έχει ανάψει θερμές ανταπαντήσεις από τους θεωρητικούς της Θεάς. “Γνωρίζουμε ότι ακόμα και στη Δύση το μεγαλύτερο μέρος της Τέχνης είναι θρησκευτική τέχνη”, λέει ο Ράιαν Άισλερ, ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ “Το δισκοπότηρο και η λεπίδα” (1987). “Μη μου λέτε ότι ξαφνικά αυτές είναι κούκλες. Κάντε μου τη χάρη. Έχετε μια γυναίκα στο Χάταλχγιόκ, που κάθεται σ’ ένα θρόνο και γεννάει και θέλετε να την αποκαλείτε κούκλα;’
Στην εισαγωγή της σε μια νέα έκδοση του “Σπειροειδούς Χορού”, η Στάρχοουκ, που δουλεύει σ’ ένα φιλμ για την Τζιμπούτας, παραπονιέται για προκατειλημμένη και ανακριβή ακαδημαϊκή μελέτη, που σκοπεύει να δυσφημίσει το κίνημα της. Ίσως η πιο επώδυνη επίθεση, κατά τα λεγόμενα πολλών Βικανών, ήλθε τον περασμένο Ιούνιο, με τη δημοσίευση της Σύνθιας Έλερ “Ο Μύθος της Μητριαρχικής Προϊστορίας”. Το 1993 η Έλερ είχε δημοσιεύσει μια συμπαθητική κοινωνιολογική μελέτη της γυναικείας πνευματικότητας “Zώντας στους κόλπους της Θεάς”, που πολλοί μέσα στο κίνημα έβαλαν στη λίστα των βιβλίων που έπρεπε να διαβάσουν. Όμως, η πρόσφατη εργασία της μεταφέρει μια χροιά προδοσίας, καθόσον τη βάζει σταθερά στο στρατόπεδο του Χόντερ και Μέσκελ.
Η Έλερ αποδεικνύει ότι σχεδόν καμιά σοβαρή αρχαιολογική εργασία σήμερα δεν πιστεύει ότι αυτοί οι αρχαίοι πολιτισμοί ήταν απαραίτητα μητριαρχικοί ή ακόμα γυναικοκεντρικοί και οι περισσότερες εργασίες δεν ερμηνεύουν κανένα από τα πράγματα που έφεραν στο φως ο Μέλααρτ και η Τζιμπούτας ότι οπωσδήποτε απεικονίζουν Θεές ή γεννητικά όργανα.
Παρά την οργή τους, και η Στάρχοουκ και ο Άισλερ, μαζί με πολλούς οπαδούς του κινήματος φαίνεται ότι κινούνται σε μια θέση που συμβιβάζεται, χωρίς ακριβώς να τη δέχονται, με τη νέα θεωρία για τη Θεά, όπως έχουν σεβαστεί τη νέα έρευνα για τις αρχές του κινήματος τους. Αν οι αρχαίοι δεν λάτρευαν κατά γράμμα μια μητέρα Θεά, ίσως τη λάτρευαν μ’ έναν μεταφορικό τρόπο, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γυναικεία ικανότητα να γεννά και να τρέφει τη νέα ζωή, μια ικανότητα στην οποία μπορούμε ίσως να αποδώσουμε τη λέξη “Θεά”, ακόμα κι αν οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν το έκαναν.
“Οι περισσότεροι από μας βλέπουν στα αρχαιολογικά χειροτεχνήματα και είδωλα μια πηγή τέχνης ή ομορφιάς ή κάτι για το οποίο κάνουμε υποθέσεις, γιατί τα είδωλα ταιριάζουν με την θεωρία μας ότι η γη είναι ιερή και υπάρχει ένας κύκλος γέννησης, ανάπτυξης και αναγέννησης”, μου είπε η Στάρχοουκ. “Πιστεύω ότι υπήρχε μια Παλαιά Θρησκεία, που είχε σαν κέντρο τη γυναίκα και ότι υπήρχε ένας πολιτισμός που ήταν περίπου υπέρ της ισοτιμίας”.
Τέτοια πίστη μπορεί να εξηγήσει γιατί η Wicca έχει άνθηση, παρόλο που κάθε τι γι’ αυτήν μοιάζει αερολογία. Δίνει στους πιστούς της μια αίσθηση ενότητας με το φυσικό κόσμο και προσέγγισης του ιερού και ωραίου μέσα από τα ίδια τους τα σώματα. Με δυσκολία, θα πρόσεχα ότι η Wicca έχει μια έντονη ομοιότητα με κάποια άλλη θρησκεία, κάποια που επίσης λέει για ένα θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται, που λατρεύει μια μορφή που είναι μαζί παρθένος και μητέρα, που τηρεί με το δικό της τρόπο τις εποχιακές “γιορτές του Τροχού”, που χρησιμοποιεί δισκοπότηρα και κεριά και ιερή ποίηση στις τελετουργίες της. Λατρεύοντας τη Wicca είναι ένας τρόπος να έχεις το Χριστιανισμό χωρίς τα βάρη του Χριστιανισμού. Έχει τα πλεονεκτήματα και του Καθολικισμού και του Ουνιταρισμού, παρατηρεί ο Άλλεν Σταίρς, ένας καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μαίριλαντ, που είναι ειδικός στη θρησκεία και τη μαγεία. “Η Wicca επιτρέπει σε κάποιον να έχει τις πεποιθήσεις του με μετριοπάθεια, αλλά επίσης να έχει μια πλούσια και ευρηματική θρησκευτική ζωή”.
Η Διοτίμα Μαντινέια, ηλικίας 48 ετών, είναι βοηθός εκδότη της σελίδας του Ίντερνετ “Η φωνή της Μάγισσας”, στη διεύθυνση witchvox.com. (Δεν θα μπορούσε να αποκαλύψει το αληθινό της όνομα, εν μέρει γιατί ζει σε μια πόλη του Νότου, που πιστεύει ότι είναι εχθρική στους νεοπαγανιστές). Εξέφρασε τα αισθήματα της για την απομυθοποίηση των επίσημων Βικανικών διηγήσεων μ’ αυτό το τρόπο: “Δεν έχει σημασία για μένα πόσο παλιά είναι η Wicca, γιατί όταν ενώνομαι με τη Θεότητα σαν Κυρία και Κύριος, γνωρίζω ότι ενώνομαι με κάτι πολύ μεγαλύτερο και τεράστιο, απ’ ότι μπορώ να καταλάβω απόλυτα. Ο δημιουργός του Σύμπαντος έχει παρουσιαστεί σε μας όλες τις εποχές, με τις μορφές των θεών και θεαίνων, με τις οποίες μπορούμε να συνδεθούμε. Αυτή η προσωπική ένωση με τη Θεότητα είναι που έχει σημασία. Για μένα η Wicca εργάζεται για να διευκολύνει αυτή την ένωση και αυτό είναι που πραγματικά έχει σημασία”.
Σαρλότ Άλλεν
Η Σαρλότ Άλλεν είναι αρχισυντάκτρια του περιοδικού “Κρίσις” και είναι συνεργάτης συγγραφέας της “Lingua Franca”. Είναι η συγγραφέας του έργου “Ο Ανθρώπινος Χριστός – Η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού” (1998)
Τhe Αtlantic Μonthly άρθρο της Σαρλότ 'Αλλεν
(Πηγή ΙΝΤ.)