Η παρακατω ιστορια,με εχει απασχολησει παρα πολυ τον τελευταιο καιρο...θα εκτιμουσα τις σκεψεις και τους προβληματισμους σας..
Ένα καλοκαίρι του 1968, στο Σκότσγουντ, μια φτωχική συνοικία 275 μίλια βόρεια του Λονδίνου, επικρατούσε ο τρόμος. Τον Μάιο είχε βρεθεί νεκρός σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι ο μικρός Μάρτιν Μπράιαν, ενώ τον Αύγουστο βρέθηκε δολοφονημένο ακόμη ένα αγοράκι, ο Μράιαν Χάουι.Ο Μάρτιν Μπράιαν ήταν τριών χρόνων όταν βρέθηκε νεκρός στο πάτωμα του σπιτιού. Δίπλα του υπήρχε ένα άδειο μπουκαλάκι από ασπιρίνες. Δεν υπήρχαν ορατά ίχνη βίας και έτσι όλοι φαντάστηκαν πως ο θάνατος ήταν ατύχημα.
Λίγες ημέρες αργότερα στον παιδικό σταθμό της περιοχής προκλήθηκαν βανδαλισμοί κια παντού υπήρχαν απειλητικά σημειώματα. Ένα από αυτά έγραφε: «Μ' αρέσει να σκοτώνω και είναι πιθανόν να ξαναέρθω». Η αστυνομία δεν συνέδεσε τα δύο περιστατικά και πίστεψε πως επρόκειτο για κακόγουστο αστείο.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το δεύτερο αγοράκι, ο Μπράιαν Χάουι, χάθηκε ενώ έπαιζε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Η αδελφή του Πατ, άρχισε να τον αναζητεί παντού όταν συνάντησε την Μαίρη Μπέλ και τη φίλη της Νόρμα. «Ψάχνεις για τον Μπράιαν;» ρώτησε η Μαίρη Μπέλ την Πατ. Η Μαίρη και η Νόρμα προθυμοποιήθηκαν να τη βοηθήσουν. Άρχισαν να ψάχνουν μαζί της σε όλη την γειτονιά, παρ' όλο που γνώριζαν πολύ καλά πού ακριβώς βρισκόταν ο Μπράιαν.
Στις 11.10 εκείνο το βράδυ, ο Μπράιαν βρέθηκε νεκρός σε μια βιομηχανική περιοχή όπου τα παιδιά της γειτονιάς συνήθιζαν να παίζουν, ανάμεσα σε παλιά αυτοκίνητα, και σκουπίδια. Ο μικρός είχε στραγγαλιστεί και σκεπαστεί με γρασίδι. Δίπλα του βρέθηκε ένα σπασμένο ψαλίδι. Στην κοιλιά του είχε χαραχτεί ένα «Μ». Ο επιθεωρητής Ντόμπσον, που είχε αναλάβει την υπόθεση, σοκαρίστηκε όταν είδε ότι τα μαλλιά του παιδιού ήταν κομμένα και υπήρχαν βαθιές χαρακιές στα πόδια του, ενώ από τα γεννητικά του όργανα είχε εν μέρει αφαιρεθεί το δέρμα.
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, η 11χρονη Μαίρη Μπελ και η 13χρονη φίλη της Νόρμα θεωρήθηκαν οι κυρίως ύποπτες. Η Νόρμα ισχυρίστηκε πως η Μαίρη σκότωσε τον μικρό και κατόπιν την οδήγησε εκεί για να της δείξει το κατόρθωμά της. Η Μαίρη αρνήθηκε κάθε κατηγορία.
Η κηδεία του Μπράιαν Χάουι έγινε στις 7 Αυγούστου. Ο επιθεωρητής Ντόμπσον παρατήρησε πως η Μαίρη στεκόταν μπροστά στο σπίτι των Χάουι την ώρα που έβγαινε το μικρό φέρετρο. Αυτό που είδε τον έκανε να ανατριχιάσει:
η Μαίρη γελούσε και έτριβε τα χέρια της.
Στην επόμενη ανάκριση η Μαίρη μετέθεσε όλη την ευθύνη στη φίλη της Νόρμα. Η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι δυο τους είχαν παρασύρει το αγοράκι στον τόπο της δολοφονίας του λέγοντάς του για μια κυρία που κάθε απόγευμα τους έφερνε γλυκά. Όταν μαθεύτηκε πως οι δυο φίλες συνελήφθησαν, έγιναν γνωστές και άλλες βίαιες ενέργειες της Μαίρης. Όπως ότι είχε σπρώξει τον ξάδερφό της από αρκετό ύψος και είχε προσπαθήσει να τον στραγγαλίσει δύο κορίτσια στη γειτονιά της.
Στη δίκη που ακολούθησε, τα ενοχοποιητικά στοιχεία ήταν πολλά: ο γραφικός χαρακτήρας της Νόρμα στο σημείωμα, ίνες από το φόρεμα της Μαίρης και στα δύο θύματα, και πολλές αντιφάσεις. Η Μαίρη ήταν πολύ έξυπνη και πανούργα; αλλά δεν ήξερε να κερδίζει την συμπάθεια των ενόρκων. Ο ψυχίατρος διέγνωσε πως επρόκειτο για ψυχοπαθητική προσωπικότητα, με έλλειψη συναισθημάτων προς τους άλλους ανθρώπους, και πρότεινε να της αποδοθεί μειωμένη ευθύνη.
Στη Νόρμα αποδόθηκε μειωμένη νοητική ικανότητα, γεγονός που την καθιστούσε υποχείριο της Μαίρης. Οι ένορκοι έκριναν τη Νόρμα αθώα και τη Μαίρη ένοχη για τα δύο εγκλήματα. Της επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη. Η Μαίρη οδηγήθηκε σε αναμορφωτήριο, καθώς ήταν αδύνατον, λόγω ηλικίας, να κλειστεί σε φυλακή, ενώ στο ψυχιατρείο θα ήταν επικίνδυνη για τα μικρά παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί.
Η μητέρα της Μπέτι, μια πόρνη με ειδικότητα στον σαδομαζοχισμό, την επισκεπτόταν συχνά. Ύστερα από κάθε επίσκεψη η Μαίρη φερόταν επιθετικά. Η Μπέτι φρόντισε να κερδίσει δόξα και χρήματα από την κόρη της πουλώντας την ιστορία σε εφημερίδες ταμπλόιντ και πιέζοντας τη Μαίρη να γράφει ποιήματα και γράμματα τα οποία στη συνέχεια προωθούσε η ίδια στον Τύπο.
Υπήρξαν βάσιμες υποψίες ότι στο παρελθόν η Μπέτι είχε χρησιμοποιήσει τη μικρή Μαίρη στα σεξουαλικά όργιά της με τους πελάτες της. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την επιθετική συμπεριφορά της Μαίρης στα μικρά θύματά της.
Όσο μεγάλωνε, η Μαίρη προσποιούταν πως ήταν άντρας: ζωγράφιζε στο πρόσωπό της γένια, περπατούσε σαν άντρας και έβαζε ένα ρολό από κάλτσες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων της. Ρώτησε μάλιστα έναν γιατρό πώς μπορούσε να κάνει αλλαγή φύλου. Δεν ήθελε να είναι ο εαυτός της.
Το 1980 λίγους μήνες προτού αφεθεί ελεύθερη υπό όρους, μεταφέρθηκε σε έναν ξενώνα. Εκεί γνώρισε κάποιον που αποφάσισε να της αποδείξει ότι ήταν γυναίκα. Η Μαίρη έμεινε έγκυος. Είχε περάσει 12 χρόνια στην φυλακή επειδή είχε σκοτώσει δύο παιδιά. Μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη της, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να σκοτώσει το παιδί της. Και αυτό έκανε.
Μετά την αποφυλάκισή της έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα και παρακολουθούσε κάποια μαθήματα. Λίγο καιρό αργότερα γνώρισε κάποιον και έμεινε πάλι έγκυος. Αυτή τη φορά αποφάσισε να κρατήσει το μωρό. Η πολιτεία της επέτρεψε να μεγαλώσει το παιδί της, το οποίο όμως θα τελούσε υπό δικαστική εποπτεία ως το 1992. Η Μαίρη ισχυριζόταν πως ό,τι άρρωστο υπήρχε μέσα της θεραπεύτηκε με τον ερχομό του μωρού της.
Το 1998 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Cries unheard», γραμμένο από την Γκίτα Σέρενι. Τα δικαιώματα της ιστορίας απέφεραν στη Μαίρη τόσα κέρδη που ο Τόνι Μπλερ επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο είχε συμβεί αυτό. Η κόρη της Μαίρη έμαθε για την μητέρα της από την κυκλοφορία του βιβλίου. Η αντίδραση του παιδιού ήταν αξιοπρόσεκτη: «Μαμά, γιατί δεν μου το είχες πει; Ήσουν απλώς ένα παιδί τότε».
+n-