Αποστολέας Θέμα: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ)  (Αναγνώστηκε 28481 φορές)

Ζ

  • ΑΜΡΑ - Φίλος(Δ)
  • ***
  • Μηνύματα: 8
  • Karma: 0
    • Προφίλ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ)
« στις: Δεκεμβρίου 11, 2012, 14:20:29 »
Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υιοθετήθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1950 στην Ρώμη, με σκοπό την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συμμετέχουν στη Σύμβαση, όπως επίσης αναμένεται από τα νέα μέλη να την επικυρώσουν το ταχύτερο δυνατό. Το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμμετέχει στην Σύμβαση και δεν παίζει κανένα ρόλο στην διοίκηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο ιδρύθηκε με βάση την Σύμβαση. Ο πολίτης που θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά του σύμφωνα με τη Σύμβαση από ένα κράτος μέλος μπορεί να φέρει την υπόθεση στο Δικαστήριο. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι νομικά δεσμευτικές και το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει αποζημίωση. Το καθεστώς που δίνει τη δυνατότητα να προστατεύονται οι πολίτες από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί καινοτομία όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς παρέχει στο άτομο έναν ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή (παραδοσιακά, μόνο τα κράτη θεωρούνταν υποκείμενα της διεθνούς νομοθεσίας). Η ΕΣΔΑ παραμένει η μόνη διεθνής συμφωνία για τα ανθρώπινα δικαιώματα που παρέχει αυτό τον υψηλό βαθμό προστασίας του ατόμου. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να φέρουν υποθέσεις εναντίον άλλων κρατών μελών στο Δικαστήριο, αν και αυτή η δυνατότητα σπάνια χρησιμοποιείται. Στην Ελλάδα κυρώθηκε το έτος 1974 με το νομοθετικό διάταγμα ΝΔ 53/1974 και έκτοτε ισχύει, έχοντας μάλιστα αυξημένη τυπική ισχύ κατ’επιταγή του αρθ. 28 παρ.1 Συντ. (ΔΗΛΑΔΗ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ ΚΑΘΕ ΑΠΛΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ).
Κατωτέρω παρατίθεται κείμενο της Σύμβασης άνευ των πρωτοκόλλων τα οποία υιοθετήθηκαν στην συνέχεια και αποτελούν μέρος αυτής
(σημ. το κείμενο του νόμου ως ισχύει είναι με τα γράμματα bold)













Άρθρο 1 – Υποχρέωση σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Tα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο εντός της δικαιοδοσίας τους απολαμβάνει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται από τον Τίτλο Ι της παρούσας Σύμβασης.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Τα υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν, εις όλα τα εξαρτώμενα εκ της δικαιοδοσίας των πρόσωπα, τα καθοριζόμενα εις το πρώτον μέρος της παρούσης Συμβάσεως δικαιώματα και ελευθερίας.”


Άρθρο 2 – Δικαίωμα στη ζωή
1. Το δικαίωμα κάθε προσώπου στη ζωή προστατεύεται από τον νόμο. Σε κανένα πρόσωπο δεν επιβάλλεται στέρηση της ζωής του με την εξαίρεση της εκτέλεσης δικαστικής ποινής λόγω τη καταδίκης του για έγκλημα που ο νόμος τιμωρεί με θάνατο.
2. Η στέρηση της ζωής δεν θεωρείται ότι παραβιάζει το παρόν  Άρθρο όταν αποτελεί επακόλουθο χρήσης βίας που είναι απολύτως αναγκαία για:
(α) την υπεράσπιση κάθε προσώπου από παράνομη βία,
(β) να επιτευχθεί νόμιμη σύλληψη ή να αποτραπεί η δραπέτευση προσώπου που κρατείται νόμιμα,
(γ)  νόμιμες πράξεις καταστολής στάσης ή ανταρσίας.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1. Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου.
Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του νόμου δια της ποινής ταύτης.
2. Ο θάνατος δεν θεωρείται ως επιβαλλόμενος κατά παράβασιν του άρθρου τούτου, εις άς
περιπτώσεις θα επήρχετο συνεπεία χρήσεως βίας καταστάσης απολύτως αναγκαίας :
α) δια την υπεράσπισιν οιουδήποτε προσώπου κατά παρανόμου βίας.
β) δια την πραγματοποίησιν νομίμου συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου.
γ) δια την καταστολήν, συμφώνως τω νόμω, στάσεως ή ανταρσίας.”



Άρθρο 3 – Απαγόρευση βασανιστηρίων
Κανένα πρόσωπο δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς.”


Άρθρο 4 – Απαγόρευση της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων
1. Κανένα πρόσωπο δεν κρατείται ως δούλος ή σκλάβος.
2. Κανένα πρόσωπο δεν υποχρεούται να εκτελέσει καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος  Άρθρου η έννοια της “καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας” δεν περιλαμβάνει:
(α) τις εργασίες που πρέπει να γίνουν κανονικά στο πλαίσιο κράτησης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5 της παρούσας Σύμβασης ή κατά τη διάρκεια άφεσης υπό όρους από τέτοια κράτηση,
(β) κάθε υπηρεσία στρατιωτικού χαρακτήρα, ή για τους αντιρρησίες συνείδησης, στις χώρες που αναγνωρίζονται, υπηρεσία που αντικαθιστά την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία,
(γ) κάθε υπηρεσία που επιβάλλεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή σε περίπτωση καταστροφών που απειλούν την ζωή ή την ευημερία της κοινότητας,
(δ) κάθε έργο ή υπηρεσία που αποτελεί μέρος των κανονικών υποχρεώσεων του πολίτη.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1. Ουδείς δύναται να κρατηθή εις δουλείαν ή ειλωτείαν.
2. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις αναγκαστικήν ή υποχρεωτικήν εργασίαν.
3. Δεν θεωρείται ως “αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία” υπό την έννοιαν του παρόντος
άρθρου :
α) πάσα εργασία ζητουμένη παρά προσώπου κρατουμένου συμφώνως προς τας διατάξεις
του άρθρου 5 της παρούσης Συμβάσεως ή κατά την διάρκειαν της υπό όρους απολύσεώς του.
 β) πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις την περίπτωσιν των εχόντων αντιρρήσεις συνειδήσεως εις τας χώρας όπου τούτο αναγνωρίζεται ως νόμιμον, πάσα άλλη υπηρεσία εις αντικατάστασιν της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας.
 γ) πάσα υπηρεσία ζητουμένη εις περίπτωσιν κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν τηνζωήν ή την  ευδαιμονίαν του συνόλου.
δ) πάσα εργασία ή υπηρεσία απαρτίζουσα μέρος των τακτικών υποχρεώσεων του πολίτου.”



Άρθρο 5 – Δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια
Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα στη προσωπική ελευθερία και ασφάλεια. Κανένα προσωπο δεν στερείται την ελευθερία του, με την εξαίρεση των παρακάτω περιπτώσεων και σύμφωνα με μια διαδικασία που περιγράφεται στο νόμο:
(α) η νόμιμη κράτηση προσώπου ύστερα από την καταδίκη του από αρμόδιο δικαστήριο,
(β) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση προσώπου για μη συμμόρφωση με τη νόμιμη εντολή δικαστηρίου, ή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση κάθε υποχρέωσης που προβλέπεται από το νόμο,
(γ) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση  προσώπου που αποσκοπεί στο να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας νομικής αρχής, εφόσον υπάρχει η εύλογη υποψία ότι έχει τελέσει ένα αδίκημα η όταν εύλογα θεωρείται αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί από την νέα τέλεση του αδικήματος ή η διαφυγή του.
(δ) η κράτηση ανηλίκου με νόμιμη διαταγή για σκοπούς εκπαιδευτικής εποπτείας ή η νόμιμη κράτησή του για να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας νομικής αρχής,
(ε) η νόμιμη κράτηση προσώπων για την αποτροπή της διάδοσης μεταδοτικών νοσημάτων προσώπων με διανοητικές διαταραχές, αρκοολικών ή τοξικομανών ή αλητών.
(στ) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση ενός προσώπου για να αποτραπεί η μη εξουσιοδοτημένη είσοδός του στη χώρα ή ενός προσώπου εναντίον του οποίου έχουν κινηθεί διαδικασίες με σκοπό την απέλαση ή την έκδοσή του.
2. Κάθε πρόσωπο που έχει συλληφθεί πρέπει να ενημερώνεται έγκαιρα, σε γλώσσα που κατανοεί, για τους λόγους της σύλληψής του και τις τυχόν κατηγορίες εναντίον του.
3. Κάθε πρόσωπο που έχει συλληφθεί ή κρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 (γ) του παρόντος Άρθρου, οδηγείται άμεσα ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο να ασκεί δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και έχει δικαίωμα να δικαστεί εντός εύλογου χρόνου ή να αφεθεί ελεύθερος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Η άφεση μπορεί να προϋποθέτει εγγυήσεις για την εμφάνιση στη δίκη.
4. Κάθε πρόσωπο που είναι θύμα σύλληψης ή κράτησης κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Άρθρου έχει αγώγιμο δικαίωμα αποζημίωσης.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:   α) εάν κρατήται κανονικώς κατόπιν καταδίκης υπό αρμοδίου δικαστηρίου.  β) εάν υπεβλήθη εις κανονικήν σύλληψιν ή κράτησιν λόγω ανυποταγής εις νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου ή εις εγγύησιν εκτελέσεως οριζομένης υπό του νόμου.  γ) εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετάτην διάπραξιν τούτου.  δ) εάν πρόκεται περί νομίμου κρατήσεως ανηλίκου, αποφασισθείσης δια την επιτήρησιν της ανατροφής του, ή την νόμιμον κράτησίν του ίνα παραπεμφθή ενώπιον της αρμοδίας αρχής.  ε) εάν πρόκειται περί νομίμου κρατήσεως ατόμων δυναμένων να μεταδώσωσι μεταδοτικήν ασθένειαν, φρενοβλαβούς, αλκοολικού, τοξικομανούς ή αλήτου.  στ) εάν πρόκεται περί νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου επί σκοπώ όπως εμποδισθή από του να εισέλθη παρανόμως εν τη χώρα, ή εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως.   2. Παν συλληφθέν πρόσωπον δέον να πληροφορήται κατά το δυνατόν συντομώτερον και εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί, τους λόγους της συλλήψεώς του ως και πάσαν διατυπουμένην εναντίον του κατηγορίαν.  3. Παν πρόσωπον συλληφθέν ή κρατηθέν υπό τας προβλεπομένας εν παραγράφω 1γ του παρόντος άρθρου συνθήκας οφείλει να παραπεμφθή συντόμως ενώπιον δικαστού ή ετέρου δικαστικού λειτουργού νομίμως εντεταλμένου όπως εκτελή δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικασθή εντός λογικής προθεσμίας ή απολυθή κατά την διαδικασίαν. Η απόλυσις δύναται να εξαρτηθή από εγγύησιν εξασφαλίζουσαν την παράστασιν του ενδιαφερομένου εις την δικάσιμον. 4. Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προσθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεώς του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.  5. Παν πρόσωπον θύμα συλλήψεως ή κρατήσεως υπό συνθήκας αντιθέτους προς τας ανωτέρω διατάξεις, έχει δικαίωμα επανορθώσεως.


Άρθρο 6 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δικαστική ακρόαση, εντός εύλογου χρόνου, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από το νόμο, για την εκδίκαση υποθέσεων για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ή  ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Η απόφαση πρέπει να απαγγέλλεται δημόσια, αλλά ο τύπος και το κοινό μπορεί να αποκλείεται από το σύνολο ή ένα μέρος της δίκης για λόγους ηθικής, δημόσιας ασφάλειας ή εθνικής ασφάλειας σε μια δημοκρατική κοινωνία, όταν επιβάλλεται για λόγους συμφερόντων ανηλίκων ή για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των μερών ή στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία της Δικαιοσύνης, όταν σε ειδικές περιστάσεις η δημοσιότητα θα μπορούσε να επιδράσει στην γνώμη του δικαστηρίου.
2. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ένα ποινικό αδίκημα, θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του σύμφωνα με το νόμο.
3. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ένα ποινικό αδίκημα έχει τα παρακάτω ελάχιστα δικαιώματα:
(α) να πληροφορείται εγκαίρως, σε γλώσσα που κατανοεί, και λεπτομερώς, για την φύση και την αιτία της κατηγορίας εναντίον του,
(β) να έχει επαρκή χρόνο και μέσα για την προστασία της υπεράσπισής του,
(γ) να υπερασπίζεται τον εαυτό του ή με νομική βοήθεια της δικής του επιλογής ή εφόσον δεν έχει τα επαρκή μέσα για την πληρωμή της νομικής βοηθειας, να του παρέχεται αυτή δωρεάν, εφόσον επιβάλλεται από τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης,
(δ) να εξετάζει ή να εξετάζονται οι εναντίον του μάρτυρες και να μπορεί να παρακολουθεί και να εξετάζει μάρτυρες υπέρ του υπό τους ίδιους όρους όπως τους εναντίον του μάρτυρες,
(ε) να του παρέχεται δωρεάν βοήθεια ενός διερμηνέα εάν δεν μπορεί να κατανοήσει ή να μιλήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο.
Κυρωθείσα ελληνική μετάφραση
“1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η  υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του. 3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας. β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του. γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης. δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας. ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.”

Άρθρο 7 – Καμία ποινή χωρίς νόμο
1. Κανένα πρόσωπο δεν κρίνεται ένοχο ποινικού αδικήματος για πράξη ή παράλειψη που δεν αποτελούσε ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό ή διεθνές δίκαιο κατά το χρόνο τέλεσής της. Ούτε επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από αυτή που προβλεπόταν κατά το χρόνο τέλεσης του ποινικού αδικήματος.
2. Το παρόν Άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη της δίκης και επιβολής ποινής σε πρόσωπο για πράξη ή παράλειψη, η οποία αποτελούσε ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ήν στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επιβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος.  2. Το παρόν άρθρον δεν σκοπεί να επηρεάση την δίκην και τιμωρίαν ατόμων ενόχων δια πράξεις ή παραλείψεις αι οποίαι καθ’ ήν στιγμήν διεπράχθησαν, ήσαν εγκληματικαί συμφώνως προς τας αναγνωριζομένας  υπό των πολιτισμένων εθνών γενικάς αρχάς δικαίου.”


Άρθρο 8 – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να  υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις  μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.”

 

Άρθρο 9 – Ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία μεταβολής του θρησκεύματος ή της πεποίθησης, καθώς και  την ελευθερία της εκδήλωσης, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων, της λατρείας, της διδασκαλίας, της ενάσκησης και της παρακολούθησης θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.
2. Η ελευθερία της εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, την προστασία της δημόσιας τάξης, της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1.  Παν πρόσωπον δικαιούται  εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και  θρησκείας,  το δικαίωμα τούτο  επάγεται  την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιντων δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.”

Άρθρο 10 – Ελευθερία της έκφρασης
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης, καθώς και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδέων χωρίς παρέμβαση από δημόσια αρχή και ασχέτως συνόρων. Αυτό το Άρθρο δεν απαγορεύει στα Κράτη να επιβάλλουν διαδικασίες αδειοδότησης για τις επιχειρήσεις μετάδοσης εκπομπών, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς ή κυρώσεις εφόσον αυτές περιγράφονται στον νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας ή δημόσιας ασφάλειας, για την αποτροπή εκτροπής ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας και των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης πληροφοριών που συλλέχθησαν με εμπιστευτικότητα, ή για την προστασία του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν  γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή την δημοσίαν ασφάλειαν την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.”

Άρθρο 11 – Ελευθερία συνάθροισης και συνεταιρισμού
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία ειρηνικής συνάθροισης και στην ελευθερία του συνεταιρισμού με άλλα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ιδρύει και να γίνεται μέλος σε συνδικαλιστικές οργανώσεις για την προστασία των συμφερόντων του.
2. Σε αυτά τα δικαιώματα δεν επιβάλλονται περιορισμοί εκτός από αυτούς που περιγράφονται στον νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας ασφάλειας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Αυτό το Άρθρο δεν απαγορεύει την επιβολή νόμιμων περιορισμών στην ενάσκηση των δικαιωμάτων αυτών από μέλη των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή της διοίκησης του Κράτους.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συναιτερισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του.  2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήμαος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους.”


Άρθρο 12 – Δικαίωμα στο γάμο
Άνδρες και γυναίκες σε ηλικία γάμου έχουν δικαίωμα γάμου και ίδρυσης οικογένειας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που διέπει την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Αμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους.”

Άρθρο 13 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής
Κάθε πρόσωπο, του οποίου  τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται με την παρούσα Σύμβαση παραβιάσθηκαν, έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, ανεξάρτητα από το αν η παραβίαση τελέσθηκε από πρόσωπα που ενεργούσαν κατά την ενάσκηση δημοσίων καθηκόντων τους.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των.”

Άρθρο 14 – Απαγόρευση διακρίσεων
Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με την παρούσα Σύμβαση διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για λόγους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η πολιτική ή άλλη πεποίθηση, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η σχέση με εθνική μειονότητα, η ιδιοκτησία, η γέννηση ή άλλη κατάσταση.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας,  γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.”


Άρθρο 15 – Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
1. Σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου που απειλεί την επιβίωση του έθνους, κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να λάβει μέτρα που θα παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις του που επιβάλλονται από την παρούσα Σύμβαση, στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο ενόψει των περιστάσεων, εφόσον αυτά τα μέτρα δεν είναι ασύμβατα με άλλες υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το διεθνές δίκαιο.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν επιτρέπει την παρέκκλιση από το Άρθρο 2, με την εξαίρεση των θανάτων συνεπεία νομίμων πολεμικών πράξεων, καθώς και από τα άρθρα 3, 4 (παρ. 1) και 7
3. Κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Κόμμα που επιφυλάσσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της παρέκκλισης ενημερώνει πλήρως τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα μέτρα που έχει λάβει και τις σχετικές αιτίες. Ενημερώνει επίσης τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί της λήξεως εφαρμογής των μέτρων και της επαναφοράς των διατάξεων της Σύμβασης σε πλήρη ισχύ.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ζωήν του έθνους, έκαστον υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται να λάβη μέτρα κατά παράβασιν των υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένων υποχρεώσεων, εν τω απαιτουμένω υπό της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω ορίω και υπό τον όρον όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υποχρεώσεις τας απορρεούσας εκ του διεθνούς δικαίου.  2. Η προηγουμένη διάταξις, ουδεμίαν επιτρέπει παράβασιν του άρθου 2, ειμή δια την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή των άρθρων 3, 4 (παρ. 1) και 7.  3. Τα ασκούντα το δικαίωμα τούτο παραβάσεως υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη τηρούν τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πλήρως ενήμερον των ληφθέντων μέτρων, ως και των αιτίων τα οποία τα προεκάλεσαν. Οφείλουν ωσαύτως να πληροφορήσωσι τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί της ημερομηνίας κατά την οποία τα μέτρα ταύτα έπαυσαν ισχύοντα και αι διατάξεις της Συμβάσεως ετέθησαν εκ νέου εν πλήρει ισχύϊ.”

Άρθρο 16 – Περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών
Καμία από τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 14 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαγορεύει στα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη να επιβάλλουν περιορισμούς στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Ουδεμία διάταξις των άρθρων 10, 11 και 14 δύναται να θεωρηθή ως απαγορεύουσα εις τα υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη να επιβάλλωσι περιορισμούς εις την πολιτικήν δραστηριόττητα των ξένων”.

Άρθρο 17 – Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος
Τίποτε σε αυτή τη Σύμβαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να επιτρέπει σε ένα Κράτος, ομάδα ή πρόσωπο το δικαίωμα της ενάσκησης δραστηριότητας ή τέλεσης μιας πράξης που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται εδώ ή στον περιορισμό τους σε έκταση μεγαλύτερη από αυτήν που προβλέπεται από τη Σύμβαση.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
“Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματoς
Ουδεμία διάταξις της παρoύσης Συμβάσεως δύvαται vα ερμηvευθή ως επαγoμέvη δι’ έv Κράτoς, μίαv oμάδα ή έv άτoμov oιovδήπoτε δικαίωμα όπως επιδoθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκoπoύσας εις τηv καταστρoφήv τωv δικαιωμάτωv ή ελευθεριώv, τωv αvαγvωρισθέvτωv εv τη παρoύση Συμβάσει, ή εις περιoρισμoύς τωv δικαιωμάτωv και ελευθεριώv τoύτωv μεγαλυτέρωv τωv πρoβλεπoμέvωv εv τη ρηθείση Συμβάσει.


Άρθρο 18 – Όρια στην χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα
Οι επιτρεπόμενοι κατά τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης περιορισμοί των ανωτέρω δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμόζονται για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχουν επιβληθεί.
Κυρωθείσα Ελληνική μετάφραση
” Όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα”
Οι επιτρεπόμεvoι κατά τις διατάξεις της παρoύσης Συμβάσεως περιoρισμoί τωv ειρημέvωv δικαιωμάτωv και ελευθεριώv δεv επιτρέπεται vα εφαρμoσθoύv ειμή προς τov σκoπόv δια τov oπoίov καθιερώθησαv.”


........