Τα φάρµακα στην αρχαία Ελλάδα
Ε. Σκαλτσά
Επίκουρη Καθηγήτρια
Τοµέας Φαρµακογνωσίας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Πανεπιστηµιόπολις,
Ζωγράφου, Αθήνα, 157 71.
Με τις πρώτες εκδηλώσεις ζωής επί της γης βρίσκουµε και αδιαµφισβήτητες µαρτυρίες ασθενειών. Η ασθένεια πάντοτε συνόδευε τη ζωή. Σκηνές χαραγµένες σε τοίχους σπηλαίων,σε βράχους, ο τρόπος ταφής των νεκρών κ.ά. αποτελούν µαρτυρίες για τον τρόπο αντιµετώπισης των ασθενειών. Η αναζήτηση των φαρµάκων άρχισε από το περιβάλλον. Όπως και τα ζώα, ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε πολύ ανεπτυγµένο το ένστικτο αυτοπροστασίας. Σταδιακά κυριάρχησε η παρατήρηση και ο συσχετισµός των θεραπευτικών µέσων µε συγκεκριµµένες ασθένειες. Αναµφίβολα και η τύχη βοήθησε στην ανακάλυψη των φαρµάκων.
Θεωρώντας την θεραπευτική των πρωτογόνων σαν µια ενότητα, που διήρκεσε εκατοντάδες αιώνες πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εµπειρική, έπειτα έγινε δαιµονιακή και ανιµιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε µαγική και θεοκρατική. Θρησκεία και θεραπευτική συνδέθηκαν άρρηκτα σ΄ αυτή την τρίτη φάση και ήταν αποκλειστικά κτήµα των ιερέων. Η άγνοια και η φαντασία καλλιεργούµενη από τις εκάστοτε θρησκευτικές αντιλήψεις γέννησε τον φόβο και δηµιούργησε την µαγική και συµπτωµατική θεραπευτική. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρµακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυµάτων, αφού όλες οι µη τραυµατικές παθήσεις αποδίδονταν στις πράξεις των θεών.
Ταυτόχρονα πιστευόταν ότι, αφού τα φυτά ήταν δώρα των θεών, το σχήµα των φύλλων, των καρπών ή των ριζών τους ήταν ενδεικτικά του οργάνου του ανθρωπίνου σώµατος, που µπορούσαν να θεραπεύσουν, π.χ. θεωρείτο αποτελεσµατικό για τις πληγές από τρυπήµατα το υπερικό (Hypericum perforatum L.), διότι τα φύλλα του
είναι διάτρητα.
Η θεοκρατική αντίληψη για την θεραπευτική υπήρχε σε όλους τους αρχαίους λαούς, ακόµη και στους αρχαίους Έλληνες την προϊπποκρατική περίοδο. Η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Ι. Προϊπποκρατική περίοδο (3000 π.Χ.-5οαιώνα π.Χ.): κατά τους τελευταίους αιώνες παρατηρείται µια αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
ΙΙ. Ιπποκρατική (5ος-3ος πΧ. αιών): συµπίπτει µε το απόγειο του ελληνικού πολιτισµού
ΙΙΙ.Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος πΧ.αιών – 641µ.Χ.).Σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνο-ρωµαϊκή περίοδος (146 π.Χ., που υποτάχθηκε η Ελλάδα στους Ρωµαίους έως το 395 µ. Χ., που χωρίστηκε το ρωµαϊκό κράτος σε δυτικό και
ανατολικό).
Για τη προϊπποκρατική περίοδο δεν υπάρχουν πολλές συστηµατικές µαρτυρίες, αλλά περιοριζόµαστε σε έµµεσες πληροφορίες από επιγραφές, αναθηµατικές πλάκες και από µη ιατρικά έργα, όπως τα Οµηρικά και τα Ορφικά έπη.
Στα Ορφικά έπη (6ος π. Χ. αιών) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον (Plantago psyllium- Plantaginaceae), ο κνίκος (Carthamus tinctorius- Compositae), η αγχούσα (Anchusa tinctoria L. – Boraginaceae), ο µανδραγόρας, η ανεµώνη κ.ά.
Στη Θεογονία του Ησίοδου (8ος π Χ. αιών) υπάρχει η πρώτη γραπτή αναφορά για την µήκωνα. Ήδη από τους υστεροµινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως µαρτυρεί αγαλµατίδιο, που ονοµάσθηκε «η θεά των µηκώνων», δεδοµένου ότι φέρει στην κεφαλή τρεις καρφίδες οµοιώµατα των κωδιών. Στα Οµηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όµως µε ατελείς περιγραφές επειδή πιθανότατα ο Όµηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυµοφθόρα φάρµακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα µε τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρµακα» ήταν τα παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρµακα» ήταν αυτά, που προκαλούσαν αµνησία.
Πρόκειται για δρόγες µε αντιχολινεργική δράση και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση. ΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισµού φυτών µε αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: Datura stramonium, Atropa belladonna, Hyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αµνησία και παραλήρηµα. Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιµοποιούσε λυγρά φάρµακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφηµα «τον κυκεώνα» (από Πράµνειο οίνο, κριθάλευρο και τριµµένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και µέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους συντρόφους του Οδυσσέα.
Το µώλυ (από το ρήµα µωλύω=αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρµάκων (που το έδωσε ο Ερµής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους). Είχε µαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά µε την ταυτότητα του φυτού. Κατά τον Θεόφραστο ένα ανάλογο φυτό µε το µώλυ του Οµήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του ήταν εύκολη.
Σύµφωνα µε τον Sprengel, πρόκειται για το Allium nigrum (κρόµµυον το µέλαν), όµως αυτό έχει ρόδινα άνθη. Το µώλυ περιγράφεται και από τον ∆ιοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρµακον. Ο Πλίνιος εσφαλµένα θεώρησε το µώλυ ως µανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος κροµµύου. Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν µε τον µέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει µαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και φύεται στα Ασιατικά παράλια. Κατά τον καθ. Εµµανουήλ τα µορφολογικά στοιχεία, που περιγράφει ο Όµηρος για το µώλυ προσοµοιάζουν µε αυτά της Frittilaria ή της Tulipa. Η πιο σωστή άποψη είναι να αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαµίνη, που θεραπεύει την αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).
Ένα άλλο φυτό, που αναφέρεται στην δ΄ραψωδία της Οδύσσειας είναι το νηπενθές, το οποίο αφενός είχε έντονη φαρµακοδυναµική δράση σε συνέργεια µε το κρασί και αφετέρου ήταν κατευναστικόν και παυσίλυπον. Περιγράφεται ως φάρµακο, που καταργούσε την συνειδησιακή επαφή προς τα εξωτερικά ερεθίσµατα, καθώς και την µνηµονική ανάπλαση των γεγονότων, δεν προκαλούσε όµως σύγχυση και ελάττωση της αντιλήψεως των ερεθισµάτων. Εποµένως, είχε καταπραϋντική επίδραση επί ορισµένων σχηµατισµών του ρινεγκεφαλικού συστήµατος, συντελώντας στη µείωση των κατεχολαµινών και της ακετυλοχολίνης και στην αύξηση της σεροτονίνης, προκαλώντας αµνησία. Η ταυτότητα του φυτού, όπως και για το µώλυ, µέχρι σήµερα δεν είναι σαφώς γνωστή. Ο Θεόφραστος ταυτίζει το νηπενθές του Οµήρου µε το χαιρώνειον. Κατά τον Πλίνιο ήταν το ελένιο (Inula helenium L.). O Πλούταρχος και ο Γαληνός το ταυτίζουν µε το βούγλωσσο (Anchusa italica Retz.). Ορισµένοι το ταύτισαν µε τον µανδραγόρα, άλλοι µε την ινδική κάνναβι και τέλος µετο όπιο.
Επίσης, στον Όµηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας η ονοµαζόµενη σφενδόνη από καλοστριµµένο µαλλί προβάτου, µε την οποία περιέδεναν τα τραύµατα. Η σφενδόνη-επίδεσµος αναφέρεται αργότερα και από τον Ιπποκράτη και από τον
Γαληνό. Προς το τέλος της προϊπποκρατικής περιόδου, η θεραπευτική έπαυσε να έχει ερµητικό χαρακτήρα και να ασκείται µόνο από τους ιερείς, αλλά και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν µε την θεραπευτική, οι οποίοι όµως περιέπιπταν σε διάφορες άσκοπες θεωρίες. Έτσι εµφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι-ιατροί. Σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο υπήρχαν ιατρικές Σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο (Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά), όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν µυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά την µάθαιναν και ξένοι.
Η θεραπευτική διδάσκετο, επίσης, από τους περιοδευτές, που ήταν πλανώδιοι θεραπευτές και από τους ιατροσοφιστές, που δεν ήταν ιατροί, αλλά σοφιστές και εκµεταλλευόταν την αµάθεια και την ευπιστία. Ακόµη υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή µειγµατοπώλες, που εµπορεύοντο φάρµακα, δηλητήρια, καλλυντικά κλπ., οι φαρµακείς ή φαρµακίδες, γυναίκες, που ασχολούντο µε τη συλλογή βοτάνων, οι µυροπώλες, που πωλούσαν µύρα, αλοιφές, θυµιάµατα κλπ και οι µαιές, γυναίκες καταγόµενες συνήθως από τη Φρυγία και την Θεσσαλία, που
εκτός των άλλων ασχολούντο µε τα εκτρωτικά φάρµακα.
Ο Ιπποκράτης (460 π.Χ. – 377 ή 356 π.Χ.) έζησε την περίοδο, που µεσουράνησε ο ελληνικός πολιτισµός και χάρις στο έργο του η θεραπευτική απέκτησε δική της υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήµη. Η παρατηρητικότητά του και η κρίση του τον ανέδειξαν στον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας. Με τον όρο Ιπποκρατική Ιατρική δηλώνεται όχι µόνο η ιατρική του Ιπποκράτη, αλλά και των µαθητών και των οπαδών του, που εργάστηκαν εµπνευσµένοι από το παράδειγµα και την διδασκαλία του. Αποµάκρυνε την θεραπευτική από την µαγεία και την δεισιδαιµονία και την στήριξε στην άµεση παρατήρηση και το πείραµα.
Στο έργο του Ιπποκράτη αριθµούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τα θεωρούσε γνωστά από τους ριζοτόµους.