ΑΜΡΑ - Αυθεντική Μυστικιστική Ροδοσταυρική Αδελφότητα
Πνευματική Ακαδημία του Ροδόκηπου των Φιλοσόφων => Ιατρικές Επιστήμες και θεραπευτική => Μήνυμα ξεκίνησε από: ΣΕΡΑΠΙΣ στις Ιανουαρίου 02, 2009, 03:10:21
-
Για να γνωρίζουμε την δομή του εξωτερικού μας ναού.
Το ιερό του Ανθρώπου
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Υποθάλαμος
Ο υποθάλαμος είναι τμήμα του εγκεφάλου με αμφίδρομες οδούς επικοινωνίας με όλα τα επίπεδα του μεταιχμιακού συστήματος. Με τη σειρά τους, ο υποθάλαμος και τα στενά συνδεδεμένα μαζί του στοιχεία, αποστέλλουν σήματα προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις:
* Στο εγκεφαλικό στέλεχος και, κυρίως, προς τις δικτυωτές περιοχές του μέσου εγκεφάλου, της γέφυρας και του προμήκους
* Σε πολλές ανώτερες περιοχές του μέσου και ανώτερου εγκεφάλου και ιδιαίτερα προς τον πρόσθιο οπτικό θάλαμο και μεταιχμιακό φλοιό.
* Στον μίσχο της υπόφυσης, για τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των εκκριτικών λειτουργιών τόσο του πρόσθιου όσο και του οπίσθιου λοβού της υπόφυσης.
Με αυτό τον τρόπο, ο υποθάλαμος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες απαγωγές οδούς ελέγχου του μεταιχμιακού συστήματος. Από αυτόν ελέγχονται οι περισσότερες από τις φυτικές και ενδοκρινικές λειτουργίες του σώματος, καθώς επίσης και πολλές πτυχές της συναισθηματικής συμπεριφοράς του ατόμου.
Ο υποθάλαμος παίζει ουσιαστικό, αλλά όχι αποκλειστικό, ρόλο στις φυτικές και τις ενδοκρινικές λειτουργίες, καθώς και σε διάφορα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Συνοπτικά, ότι λειτουργίες του υποθαλάμου είναι:
* ρύθμιση του καρδιαγγειακού συστήματος
* ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος
* ρύθμιση της ποσότητας νερού στο σώμα, μέσω της δημιουργίας του αισθήματος της δίψας και μέσω του ελέγχου αποβολής του νερού από τα ούρα
* ρύθμιση της συσταλτικότητας της μήτρας
* ρύθμιση της έκθλιψης γάλακτος από τους μαστούς
* ρύθμιση του γαστρεντερικού σωλήνα και της πρόσληψης τροφής
* επίδραση του υποθαλάμου στην υπόφυση
Μεγάλη σημασία έχει ο υποθάλαμος στη συναισθηματική συμπεριφορά ζώων και ανθρώπων. Έτσι, σε ζώα έχει παρατηρηθεί ότι:
* Με τον ερεθισμό του έξω τμήματος του υποθαλάμου προκαλείται αύξηση του γενικού επιπέδου δραστηριότητας του ζώου, το οποίο, σε μερικές περιπτώσεις, φτάνει μέχρι την έκδηλη οργή ή μανία και πάλη.
* Με τον ερεθισμό του μέσου κοιλιακού πυρήνα και της γύρω περιοχής, προκαλείται κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης
* Με ερεθισμό της λεπτής ζώνης του περικοιλιακού πυρήνα προκαλείται αίσθημα φόβου, καθώς και αντιδράσεις τιμωρίας
* Από ερεθισμό διαφόρων τμημάτων του υποθαλάμου προκαλείται γενετήσια διέγερση.
-
Η επίφυση
είναι ενδοκρινής αδένας του σώματος. Είναι η μόνη περιοχή του σώματος που διαθέτει φωτοευαίσθητα κύτταρα, τα οποία την καθιστούν φωτοευαίσθητο ενδοκρινή αδένα, δίνοντας της προηγμένες ικανότητες.
Έχει το μέγεθος περίπου ενός μπιζελιού και βρίσκεται τοποθετημένη ανάμεσα στα ημισφαίρια του εγκεφάλου, στην τρίτη κοιλία, πτυχωμένη σε ένα αυλάκι το οποίο δημιουργείται από την καμπυλότητα των δύο θαλαμικών σωμάτων.
Λειτουργίες
Οι λειτουργίες τις επίφυσης είναι πολυ σημαντικές ως προς την επιρροή που έχουν σε πολλά όργανα και αδένες του σώματος.
Ο Ενδοκρινής αυτός αδένας:
* Παράγει την ορμόνη μελατονίνη
* Δημιουργεί το αίσθημα της νύστας μέσω της έκκρισης της παραπάνω ορμόνης
* Μετατρέπει τα σήματα του νευρικού συστήματος σε "ενδοκρινή σήματα" (δηλαδή ουσίες)
Πιο αναλυτικά:
* Μετατρέπει την ορμόνη μελατονίνη σε σεροτονίνη κατ αναλογία με την ποσότητα του φωτός που δέχονται τα φωτοευαίσθητα κύτταρά του
* Ανάλογα με την έκκριση σεροτονίνης ή μελατονίνης και της ποσότητας τους, οι υπόλοιποι ενδοκρινείς αδένες λαμβάνουν "σήματα" που αφορούν τη λειτουγία τους
* Ρυθμίζει τον κιρκαδικό ρυθμό και τον βιορυθμό στα όντα, μέσω τις έκκρισης αυτών των δύο ουσιών
-
Εγκέφαλος
Ο εγκέφαλος αποτελεί το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βρίσκεται εντός του εγκεφαλικού κρανίου και περιβάλλεται από τρεις προστατευτικούς υμένες, τις μήνιγγες. Αποτελείται από δύο ημισφαίρια τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από την επιμήκη σχισμή. Από την κάτω επιφάνεια του εγκεφάλου εκφύονται οι εγκεφαλικές συζυγίες ή νεύρα και ξεκινά ο νωτιαίος μυελός. Η βάση του εγκεφαλικού κρανίου έρχεται σε σχέση με την κάτω επιφάνεια του εγκεφάλου και διαθέτει αντίστοιχα τρήματα για την δίοδο των εγκεφαλικών νεύρων και του νωτιαίου μυελού. Από τα τρήματα αυτά περνούν επίσης τα διάφορα αγγεία για την αιμάτωση του εγκεφάλου. Η άνω και οι πλάγιες επιφάνειες του εγκεφάλου αποτελούν τον εγκεφαλικό φλοιό και έρχονται σε σχέση με τον θόλο του κρανίου.
* 1 Διαίρεση του εγκεφάλου
o 1.1 Τελικός εγκέφαλος
o 1.2 Διάμεσος εγκέφαλος
o 1.3 Μέσος εγκέφαλος
o 1.4 Οπίσθιος εγκέφαλος
o 1.5 Έσχατος εγκέφαλος
Διαίρεση του εγκεφάλου
Τελικός εγκέφαλος
Αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος και αποτελείται από τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια, τους συνδέσμους των ημισφαιρίων και τις δύο πλάγιες κοιλίες του εγκεφάλου.
1. Ημισφαίρια: κάθε ημισφαίριο αποτελείται από πέντε λοβούς (μετωπιαίος, βρεγματικός, ινιακός, κροταφικός και νήσος του Reil), λευκή ουσία και βασικά γάγγλια.
2. Σύνδεσμοι των ημισφαιρίων: μεσολόβιο, πρόσθιος σύνδεσμος του εγκεφάλου, σύνδεσμος των ιπποκάμπων, διαφανές διάφραγμα, ψαλίδα
3. Ρινικός εγκέφαλος: αποτελείται από μια περιφερική μοίρα (οσφρητικός βολβός, οσφρητική ταινία, οσφρητικό τρίγωνο, οσφρητικές χορδές, πρόσθια διάτρητη ουσία, υπομεσολόβια έλικα, παροσφρητική άλως) και μια κεντρική μοίρα (απιοειδής λοβός και ιπποκάμπειος σχηματισμός)
Διάμεσος εγκέφαλος
Αποτελείται από τους δύο θαλάμους, τον υποθάλαμο, τον επιθάλαμο, τον μεταθάλαμο και την τρίτη κοιλία του εγκεφάλου.
1. Θάλαμοι: αποτελούν δύο μάζες φαιάς ουσίας ωοειδούς σχήματος.
2. Υποθάλαμος: αποτελείται από τον ιδίως υποθάλαμο (μαστία, φαιό φύμα, μίσχος υπόφυσης, υπόφυση, οπτικό χίασμα, τελικό πέταλο) και την υποθαλάμια χώρα.
3. Επιθάλαμος: αποτελείται από το επιθηλιακό πέταλο της τρίτης κοιλίας, την επίφυση, το τρίγωνο της ηνίας και τον οπίσθιο σύνδεσμο του εγκεφάλου
4. Μεταθάλαμος: απότελείται από το έσω και έξω γνονατώδες σώμα.
Μέσος εγκέφαλος
Αποτελείται από το τετράδυμο πέταλο, τα δύο εγκεφαλικά σκέλη και τον υδραγωγό του Sylvius.
1. Τετράδυμο πέταλο: πέταλο φαιάς ουσίας που αποτελείται από τα πρόσθια και οπίσθια διδύμια και τον άνω και κάτω βραχίονα του τετραδύμου.
2. Εγκεφαλικά σκέλη: αποτελούν δύο ογκώδεις λεπτές αποπεπλατυσμένες ταινίες λευκής ουσίας.
Οπίσθιος εγκέφαλος
Αποτελείται από την γέφυρα, την παρεγκεφαλίδα και την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου.
1. Γέφυρα: αποπεπλατυσμένο όγκωμα λευκής ουσίας
2. Παρεγκεφαλίδα: στο κέντρο εμφανίζει τον σκώληκα και στα πλάγια τα ημισφαίρια της παρεγκεφαλίδας.
Έσχατος εγκέφαλος
Αποτελείται από τον προμήκη μυελό και το κάτω τριτημόριο της τέταρτης κοιλίας.
1. Προμήκης μυελός: εμφανίζει σχήμα αποπεπλατυσμένου κώνου, προς τα άνω συνδέεται με την γέφυρα και προς τα κάτω με τον νωτιαίο μυελό.
Ο προμήκης μυελός,η γέφυρα και ο μέσος εγκέφαλος αποτελούν το εγκεφαλικό στέλεχος
-
Αναπνευστικό σύστημα
Το αναπνευστικό σύστημα είναι το σύστημα εκείνων των οργάνων που χρησιμεύουν στην πρόσληψη του ατμοσφαιρικού αέρα από το περιβάλλον, την εισαγωγή του στους πνεύμονες, την παραλαβή του οξυγόνου από αυτόν και την απόδοση σε αυτόν του διοξειδίου του άνθρακα. Όλη αυτή η διαδικασία που τροφοδοτεί τον άνθρωπο με το απαραίτητο στη ζωή οξυγόνο είναι η αναπνοή.
Τα όργανα που σχηματίζουν το αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου είναι η μύτη (ή ρίνα, από το αρχαίο ρίς-ρινός), ο ρινοφάρυγγας, ο λάρυγγας, η τραχεία, οι βρόγχοι και οι πνεύμονες. Τα όργανα του αναπνευστικού υπάρχουν στο κεφάλι, στο λαιμό και στο θώρακα. Οι ανατομικοί αυτοί σχηματισμοί συμμετέχουν επίσης στη λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος.
Η μύτη, ο ρινοφάρυγγας και ο λάρυγγας αποτελούν την ανώτερη αναπνευστική οδόή ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, ενώ η τραχεία και οι βρόγχοι την κατώτερη αναπνευστική οδό. Οι πνεύμονες είναι το κατ' εξοχήν όργανο της ανταλλαγής των αερίων, όπου ο αέρας έρχεται σε έμμεση επαφή με το αίμα ενώ τα υπόλοιπα όργανα απαρτίζουν τους αεραγωγούς.
Η λειτουργία της αναπνοής διακρίνεται σε δύο φάσεις, την εισπνοή και την εκπνοή. Κατά την εισπνοή ο αέρας περνά από τη μύτη στο ρινοφάρυγγα, θερμαίνεται και καθαρίζεται, στη συνέχεια περνά από τη σχισμή του λάρυγγα στην τραχεία, από εκεί στους βρόγχους που διακλαδιζόμενοι (εξ ου και βρογχικό δένδρο) καταλήγουν στα αεροθυλάκια, τα οποία έχουν κάτι σταφυλοειδείς προσεκβολές, τις αναπνευστικές κυψελίδες, όπου καταλήγει ο εισπνεόμενος αέρας. Οι κυψελίδες αποτελούνται από ένα λεπτό τοίχωμα, που σχηματίζει την αναπνευστική μεμβράνη και γύρω από αυτές υπάρχει ένα δίκτυο μικρών αγγείων, των πνευμονικών τριχοειδών, στα οποία κυκλοφορεί αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς, μεταφερόμενο με την κυκλοφορία. Έτσι, ανάμεσα στον αέρα και το αίμα μεσολαβούν δύο πολύ λεπτές μεμβράνες, το τοίχωμα της κυψελίδας και το τοίχωμα του πνευμονικού τριχοειδούς οι οποίες μαζί αποτελούν την προαναφερθείσα αναπνευστική μεμβράνη.
Εδώ ο φρέσκος εισπνεόμενος αέρας είναι πλούσιος σε οξυγόνο και το αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς (έχει δόσει το οξυγόνο στα κύτταρα και έχει πάρει από αυτά το διοξείδιο του άνθρακα- βλέπε κυτταρική αναπνοή). Το αέριο οξυγόνο έχει την ιδιότητα να προσκολλάται στα ερυθρά αιμοσφαίρια που υπάρχουν στο αίμα ενώ το αέριο διοξείδιο του άνθρακα φεύγει από αυτά και περνά στον αέρα των κυψελίδων. Τώρα ο αέρας έχει αλλάξει και είναι φτωχός σε οξυγόνο και πλούσιος σε διοξείδιο του άνθρακα, είναι δηλαδή έτοιμος για αποβολή, που γίνεται με την εκπνοή. Ο "βρόμικος" αέρας τώρα οδηγείται με την αεροφόρο οδό στη μύτη και αποβάλλεται. Ακολουθεί εισπνοή που θα φέρει νέο καθαρό αέρα στις κυψελίδες. Αυτός ο αναπνευστικός κύκλος απαναλαμβάνεται διαρκώς, επιτυγχάνεται με τις αναπνευστικές κινήσεις του θώρακα που ρυθμίζονται από ένα ειδικό κέντρο στον εγκέφαλο, το αναπνευστικό κέντρο του εγκεφάλου.
Αυτό είναι ένα μικρό εργαστήριο που μετρά συνεχώς την πυκνότητα του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα και όποτε χρειάζεται αυξομειώνει τον αριθμό των αναπνευστικών κινήσεων, ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Ο συνήθης αριθμός αναπνευστικών κινήσεων σε κατάσταση ηρεμίας είναι περίπου 24 κινήσεις στο λεπτό. Το νούμερο αυτό όμως δεν είναι πολύ σταθερό γιατί, πρώτον η αναπνοή δεν είναι απόλυτα αυτόματη λειτουργία (μπορούμε δηλαδή να την ελέγξουμε ως ένα βαθμό με τη θέλησή μας), δεύτερον η όποια προσπάθεια αυξάνει τις ανάγκες σε οξυγόνο κι έτσι αυξάνονται και οι αναπνευστικές κινήσεις (λαχάνιασμα και κοντανάσα), τρίτο μερικές λειτουργίες του σώματος (η πέψη, η μυϊκή άσκηση, η αγωνία κ.ά.) αυξάνουν τον αναπνευστικό ρυθμό.
-
Καρδιά
Τα κύρια μέρη της καρδιάς
Η καρδιά είναι το όργανο του ανθρώπινου σώματος που δίνοντας στο αίμα πίεση, το κάνει να κυκλοφορεί στο εσωτερικό των αρτηριών, με τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάνει σε όλα τα όργανα. Είναι κάτι σαν "αντλία" που παίρνει το αίμα από τις φλέβες, στις οποίες βρίσκεται σε χαμηλή πίεση και το στέλνει στις αρτηρίες με υψηλή
* 1 Κόλποι και κοιλίες
* 2 Το μυοκάρδιο
* 3 Οι Τέσσερις Βαλβίδες της Καρδιάς
* 4 Οι στεφανιαίες αρτηρίες
Κόλποι και κοιλίες
Η καρδιά αποτελείται από τέσσερις μυώδεις κοιλότητες, δύο πάνω με λεπτά τοιχώματα τα οποία ονομάζονται κόλποι και δύο κάτω με παχύτερα τοιχώματα που ονομάζονται κοιλίες.
Ο δεξιός κόλπος της καρδιάς δέχεται το αίμα από όλα τα μέρη του σώματος μέσω των μεγάλων φλεβών, το προωθεί στη δεξιά κοιλία και από εκεί στην πνευμονική κυκλοφορία με στόχο την οξυγόνωσή του. Στη συνέχεια, το πλούσιο σε οξυγόνο αίμα προωθείται από τους πνεύμονες στον αριστερό κόλπο και από εκεί στην αριστερή κοιλία. Η τελευταία αποτελεί το πιο «δυνατό» και σημαντικό τμήμα του μυοκαρδίου γιατί με τη συστολή της προωθεί το οξυγονωμένο πλέον αίμα σε όλο το σώμα, μέσω της αορτής και των μεγάλων αρτηριών. Στην αορτή το αίμα έχει πίεση πέντε ή έξι φορές υψηλότερη από ό,τι στην πνευμονική αρτηρία.
Το μυοκάρδιο
Μυοκάρδιο
Το μυοκάρδιο αποτελεί ένα εξειδικευμένο τμήμα μυϊκού ιστού, που η συνεχής και ρυθμική σύσπασή του έχει ως σκοπό τη διαρκή και αποτελεσματική προώθηση του αίματος στις διάφορες περιοχές του σώματος.
Οι Τέσσερις Βαλβίδες της Καρδιάς
Η καρδιά διαθέτει τέσσερις βαλβίδες που χρησιμεύουν στο να επιτρέπουν την δίοδο του αίματος προς μία μόνο κατεύθυνση και να εμποδίζουν την παλινδρόμησή του κατά τη διάρκεια της καρδιακής συστολής. Για παράδειγμα, η μιτροειδής βαλβίδα ανοίγει κατά τη διάρκεια της συστολής του αριστερού κόλπου και το αίμα περνάει στην αριστερή κοιλία, ενώ κλείνει κατά τη σύσπαση της κοιλίας και απαγορεύει την αντίστροφη ροή του αίματος προς τον κόλπο. Οι βαλβίδες έχουν λεπτές και σύνθετες δομές. Αποτελούνται από μικρά μέρη ιστού, πολύ λεπτού μα ισχυρού, και υποχρεώνουν το αίμα που βρίσκεται στην καρδιά να κυλάει προς μια μοναδική κατεύθυνση.
Αυτές οι βαλβίδες είναι:
* η τριγλώχινα μεταξύ δεξιού κόλπου και δεξιάς κοιλίας,
* η πνευμονική μεταξύ δεξιάς κοιλίας και πνευμονικής αρτηρίας,
* η μιτροειδής ή διγλώχινα μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστερής κοιλίας και
* η αορτική μεταξύ αριστερής κοιλίας και αορτής.
Οι στεφανιαίες αρτηρίες
Είναι δύο αγγεία (αριστερή και δεξιά) και η αρχή τους βρίσκεται στο αρχικό μέρος της αορτής. Η αριστερή είναι συνήθως πιο μεγάλη από τη δεξιά. Επειδή η αριστερή χωρίζεται, λίγο μετά την αρχή της, σε δύο κλάδους από λειτουργικής πλευράς, οι στεφανιαίες μπορούν να θεωρηθούν και τρεις.
-
Μυοκάρδιο
Το μυοκάρδιο είναι το συσταλτό μέρος της καρδιάς. Αποτελεί ένα εξειδικευμένο τμήμα μυϊκού ιστού.
Αποτελείται από δίκτυο γραμμωτών μυϊκών κυττάρων, τα οποία αναστομώνονται μεταξύ τους υπό μορφή συγκυτιώδους δικτύου. Μπορεί να παρομοιαστεί με κυψέλες που έχουν τη δυνατότητα να συστέλλονται και να διαστέλλονται. Με τις ρυθμικές συστολές και διαστολές, η καρδιά, δίνοντας στο αίμα πίεση, το κάνει να διοχετεύεται στις αρτηρίες. Το μυοκάρδιο, δηλαδή, είναι το μέρος της καρδιάς που παράγει έργο και, που για να κάνει κάτι τέτοιο, καταναλώνει μια ποσότητα ενέργειας. Αυτήν την ενέργεια την παίρνει η καρδιά από τη χημική αντίδραση που συντελείται μεταξύ των ενεργητικών ουσιών (σάκχαρα και λίπη) και του οξυγόνου. Αυτές οι ουσίες μεταφέρονται στην καρδιά διαμέσου των στεφανιαίων αρτηριών.
Στο μυοκάρδιο βρίσκονται οι δύο κόλποι και οι δύο κοιλίες της καρδιάς, που σχηματίζουν το μυοκάρδιο των κόλπων και το μυοκάρδιο των κοιλιών, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με το κολποκοιλιακό δεμάτιο. Σε αυτό υπάρχουν επίσης οι μυϊκές ίνες Purkinje, οι οποίες πορεύονται υπό το ενδοκάρδιο, καθώς και νευρικές ίνες του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
-
Κρανίο
Από το βιβλίο Τοπογραφία Κρανιο-Εγκεφαλική
του Paul Poirier (1891)
Εσω άποψη της βάσης του κρανίου
Το κρανίο είναι ένας οστέινος σχηματισμός που αποτελει το σκελετό της κεφαλής πολλών ζώων.Υποστηρίζει τις δομές του προσώπου και προστατεύει την κεφαλή και τα περιεχόμενά της από τραυματισμό. Είναι το πιο πολύπλοκο οστέινο μόρφωμα γιατί:
1. πρικλείει τον εγκέφαλο, του ποίου το σχήμα είναι ακανόνιστο
2. Φιλοξενεί τα αισθητήρια όργανα της ακοής, της όσφρησης, της γεύσης και της όρασης
3. Περιβάλλει τα στόμια του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος.
Τα ζώα που διαθέτουν κρανίο ονομάζονται κρανιωτά
Το ανθρώπινο κρανίο
Διακρίνεται στο εγκεφαλικό κρανίο ή κρανιακή κάψα (8 οστά) και στο προσωπικό ή σπλαχνικό κρανίο (14 οστά).Το πρώτο ονομάζεται έτσι γιατί μέσα του βρίσκεται ο εγκέφαλος και το δεύτερο επειδή σχηματίζει το πρόσωπο και σ' αυτό βρίσκονται σπλάχνα, δηλαδή όργανα. Τα οστά από τα οποία αποτελείται το κρανίο είναι:
* Οστα εγκεφαλικού κρανίου(8): το μετωπιαίο οστό, τα βρεγματικά, τα κροταφικά, το ινιακό οστό,το σγηνοειδές οστό και το ηθμοειδές οστό
* Οστά προσωπικού κρανίου(14): τα ζυγωματικά,τα ρινικά,τα δακρυικά,τα οστά των ρινικών κογχών, η ύνιδα, οι άνω γνάθοι,τα υπερώια οστά και η κάτω γνάθος
Τα μέρη όπου συνδέονται τα οστά μεταξύ τους λέγονται ραφές.Το μετωπιαίο ενώνεται με το βρεγματικό με τη στεφανιαία ραφή, τα δύο βρεγματικά μεταξύ τους με την οβελιαία ραφή και τα βρεγματικά με το ινιακό με τη λαμδοειδή ραφή. Το ανώτερο τμήμα του κρανίου ονομάζεται θόλος, ενω το κατώτερο βάση.Στη βάση του κρανίου υπάρχουν πολλά τρήματα μέσα από τα οποία διέρχονται τα εγκεφαλικά νεύρα καθώς επίσης και διάφορα αγγεία για την αιμάτωσή του εγκεφάλου.Επίσης περιέχει μερικές κλειστές κοιλότητες που ονομάζονται κόλποι.Οι κόλποι του κρανίου καλύπτονται από αναπνευστικό επιθήλιο (ψευδοπολύστιβο κροσσωτό) και πληρούνται με αέρα, ενώ ο ακριβής τους ρόλος δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί.
Ανάπτυξη του κρανίου
Τα οστά του κρανίου σχηματίζονται τόσο με ενδομεμβρανώδη όσο και με ενδοχόνδρια οστέωση. Τα οστά του προσωπικού και τα ανώτερα και πλευρικά τμήματα του εγκεφαλικού κρανίου σχηματίζονται με ενδομεμβρανώδη οστέωση, ενώ τα οστά που στηρίζουν τον εγκέφαλο (ινιακό, σγηνοειδές, ηθμοειδές και κροταφικό) κυρίως παράγονται με ενδοχόνδρια οστέωση. Κατά τη γέννηση το κρανίο αποτελείται από 404 διαφορετικά οστικά στοιχεία. Καθώς όμως προχωρά η ανάπτυξη τα στοχεία αυτά υφίστανται προοδευτική συγχώευση για να σχηματίσουν συμπαγές οστό. Τα οστά του θόλου αρχικά χωρίζονται μεταξύ τους από περιοχές πυκνού συνδετικού ιστού πού ονομάζονται ραφές. Υπάρχουν πέντε ραφές: μετωπιαία, στεφανιαία, οβελιαία, λαμδοειδής και λεπιδοειδής. Μεγαλύτερες περιοχές συνδετικού ιστού που αποτελούν και σημεία συνάντησης των ραφών εονομάζονται πηγές. Οι πήγές είναι έξι: πρόσθια, οπίσθια, δύο σφηνοειδείς, και δύο μαστοειδείς. Κατά τη γέννηση τα στοιχεία αυτά είναι ινώδη και κινητά, πράγμα απαραίτητο τόσο για την ανάπτυξη των οστών όσο και για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Όσο προχωρά η ανάπτυξη ο συνδετικός ιστός των ραφών και των πηγών προοδευτικά αντικαθίσταται από οστό. Η οπίσθια πηγή συνήθως κλείνει σε οκτώ εβδομάδες, ενώ ηπρόσθια μπορεί να παραμείνει ανοικτή μέχρι και δεκαοκτώ μήνες.
-
Νευρικό σύστημα
Το νευρικό σύστημα αποτελεί το σύστημα που ρυθμίζει και ελέγχει την λειτουργία όλων των οργάνων του ανθρωπίνου σώματος, καθώς επίσης και την μεταξύ τους αρμονική συνεργασία. Αποτελεί επίσης την έδρα των ψυχικών λειτουργιών και επιπλέον μέσω των αισθητήριων οργάνων (μάτι, αυτί, δέρμα, γλώσσα, μύτη) συμβάλλει στην αντίληψη του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο.
Αποτελείται κυρίως από εξειδικευμένα κύτταρα, τους νευρώνες, των οποίων η λειτουργία είναι να υποδέχονται αισθητικά ερεθίσματα και να τα μεταφέρουν στα εκτελεστικά όργανα, δηλαδή τους μυς και τους αδένες.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Εξέλιξη
* 2 Υποδιαίρεση
o 2.1 Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
o 2.2 Περιφερικό Νευρικό Σύστημα
Εξέλιξη
Στους μονοκύτταρους οργανισμούς (Πρωτόζωα) η υποδοχή των ερεθισμάτων από το εξωτερικό περιβάλλον, η μεταβίβασή τους και η απάντηση σε αυτά γίνεται μέσω του κυτταροπλάσματος. Στους πολυκύτταρους οργανισμούς εξελίχτηκαν εξειδικευμένα κύτταρα, τα νευρικά, για την επιτέλεση αυτών των διαδικασιών. Τα νευρικά κύτταρα, ανάλογα με την πολυπλοκότητα του οργανισμού, διατάσσονται κατάλληλα σχηματίζοντας ένα ενιαίο λειτουργικό σύστημα, το νευρικό, η τελειότερη μορφή του οποίου απαντάται στα Θηλαστικά και, ιδίως, στον Άνθρωπο. Τα πρώτα ίχνη νευρικού συστήματος εμφανίζονται στα Κοιλεντερόζωα στα οποία τα νευρικά κύτταρα οργανώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε τα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα να καθορίζουν τις κινήσεις των μυών τους. Η πρώτη ένδειξη ύπαρξης κεντρικού νευρικού συστήματος εμφανίζεται στους Σκώληκες, στους οποίους υπάρχει ένα ζεύγος ομάδων από οργανωμένα νευρικά κύτταρα που συντονίζουν την λειτουργία των υπολοίπων. Τα Σπονδυλωτά διαθέτουν κεντρικό νευρικό σύστημα με την μορφή του νωτιαίου μυελού, το κεφαλικό άκρο του οποίου εξελίχθηκε στα ανώτερα σπονδυλωτά σε εγκέφαλο, καθιστώντας έτσι το νευρικό σύστημα ικανό για πολυπλοκότερες λειτουργίες όπως τις ψυχικές και πνευματικές.
Υποδιαίρεση
Το ανθρώπινο νευρικό σύστημα διαιρείται σε δύο μεγάλα τμήματα, το καθένα από τα οποία διαιρείται σε επιμέρους τμήματα:
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
Αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, οι οποίοι προστατεύονται από το κρανίο και τη σπονδυλική στήλη αντίστοιχα και αποτελούν τα κύρια κέντρα όπου γίνεται η διαπλοκή, η συσχέτιση και η ολοκλήρωση των νευρικών πληροφοριών.
Περιφερικό Νευρικό Σύστημα
Αποτελείται από τα εγκεφαλικά και τα νωτιαία νεύρα με τα νευρικά γάγγλιά τους. Υποδιαιρείται περαιτέρω σε:
* Απαγωγό τμήμα (οι νευρώνες του απάγουν σήματα από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό προς τους περιφερικούς ιστούς) .
o Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα: λειτουργεί ακούσια και ρυθμίζει τις καθημερινές ανάγκες χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή του νου. Διακρίνεται σε:
+ Συμπαθητικό σύστημα, το οποίο προετοιμάζει το σώμα για αυξημένες απαιτήσεις ετοιμότητας.
+ Παρασυμπαθητικό σύστημα, που έχει σκοπό την εξοικονόμηση και εναποθήκευση ενέργειας.
o Σωματικό σύστημα: είναι υπεύθυνο για εκούσιες λειτουργίες.
* Προσαγωγό τμήμα (οι νευρώνες του προσάγουν πληροφορίες από την περιφέρεια προς το κεντρικό νευρικό).
-
Παρεγκεφαλίδα
Η παρεγκεφαλίδα είναι δομή του εγκεφάλου που παίζει σημαντικό ρόλο στο συντονισμό των κινήσεων. Δέχεται αισθητικές πληροφορίες και στη συνέχεια επηρεάζει νευρικές οδούς, ώστε να προκαλέσει τις λεπτές, ήπιες και συνδυασμένες κινήσεις.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Περιοχές
o 1.1 Αρχαιοπαρεγκεφαλίδα
o 1.2 Παλαιοπαρεγκεφαλίδα
o 1.3 Νεοπαρεγκεφαλίδα
* 2 Βιβλιογραφία
Περιοχές
Η παρεγκεφαλίδα χωρίζεται σε τρεις γενικές περιοχές:
Αρχαιοπαρεγκεφαλίδα
Ονομάζεται επίσης και αιθουσοπαρεγκεφαλίδα. Συμμετέχει, κυρίως, στον έλεγχο της θέσης και της ισορροπίας, καθώς και στην κίνηση της κεφαλής και των οφθαλμών. Δέχεται προσαγωγά σήματα από την αιθουσαία συσκευή και, στη συνέχεια, στέλνει προσαγωγές ίνες στις κατάλληλες κατιούσες κινητικές οδούς.
Παλαιοπαρεγκεφαλίδα
Ονομάζεται επίσης νωτιοπαρεγκεφαλίδα. Ελέγχει, κατά κύριο λόγο, την κίνηση των εγγύς τμημάτων των άνω και κάτω άκρων. Δέχεται αισθητικές πληροφορίες για την κίνηση των σκελών και, στη συνέχεια, τροποποιεί και και συντονίζει αυτές τις κινήσεις, διαμέσου προσαγωγών οδών, στις κατάλληλες κατιούσες κινητικές οδούς.
Νεοπαρεγκεφαλίδα
Ονομάζεται επίσης εγκεφαλοπαρεγκεφαλίδα. Είναι το μεγαλύτερο τμήμα της παρεγκεφαλίδας και συντονίζει την κίνηση των άπω τμημάτων των άνω και κάτω άκρων. Δέχεται σήματα από τον εγκεφαλικό φλοιό και, έτσι, βοηθάει στο σχεδιασμό της κινητικής δραστηριότητας (π.χ. βλέποντας ένα μολύβι και στη συνέχεια, σχεδιάζοντας και επιτελώντας την κίνηση του χεριού για να το σηκώσει).
Βιβλιογραφία
* Snell R., "Κλινική ανατομική", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
* Hansen J. & Koeppen B., "Φυσιολογία του ανθρώπου - Netter", εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2004.
-
Λεμφικό σύστημα
Λεμφικό σύστημα λέγεται το δίκτυο αγγείων του οργανισμού των σπονδυλωτών που άγει το επιπλέον υγρό των ιστών, από τον χώρο των ιστών προς τη κυκλοφορία του αίματος. Από τη στιγμή που το υγρό των ιστών του σώματος εισέρχεται σε ένα λεμφαγγείο, ονομάζεται λέμφος. H λέμφος, δηλαδή, είναι σωματικό μεσοκυττάριο υγρό. Αποτελείται από πλάσμα και ελεύθερα κύτταρα, τα λεγόμενα λεμφοκύτταρα.
Ο λεμφικός ιστός χαρακτηρίζεται από την περιεκτικότητά του σε δικτυωτά κυτταρα, ίνες, μακροφάγα, λεμφοκύτταρα και πλασματοκύτταρα. Βρίσκεται στα λεμφογάγγλια, στο σπλήνα, στις αμυγδαλές, στο θύμο και τον μυελό των οστών.
Τα λεμφοφόρα τριχοειδή ή λεμφικά τριχοειδή (τα μικρότερα αγγεία του δικτύου) σχηματίζουν δίκτυο που απάγει τη λέμφο από τους ιστούς. Από τα λεμφοφόρα τριχοειδή, η λέμφος φέρεται στα μικρά λεμφαγγεία, από τη συμβολή των οποίων σχηματίζονται τα μεγάλα λεμφαγγεία. Τα λεμφαγγεία έχουν κομπολογιοειδή εμφάνιση, εξαιτίας των πολυάριθμων βαλβίδων που υπάρχουν στον αυλό τους.
Τελικά, το λεμφικό σύστημα επικοινωνεί με το φλεβικό και η λέμφος χύνεται στις φλέβες, αφού προηγουμένως, υποχρεωτικά έχει περάσει από τουλάχιστον ένα λεμφογάγγλιο (ή λεμφαδένα). Η λέμφος χύνεται στο φλεβικό σύστημα στη βάση του τραχήλου (λαιμού) με δύο μεγάλα λεμφαγγεία που ονομάζονται μείζων και ελάσσων θωρακικός πόρος.
Το λεμφικό σύστημα είναι πιο ανεπτυγμένο στα σημεία του σώματος που είναι πύλες αντιγόνων (δηλαδή στα σημεία από όπου μπορούν πιο εύκολα να εισέλθουν στον οργανισμό βλαπτικοί παράγοντες). Η ημερήσια παραγωγή λέμφου είναι περίπου 12 λίτρα.
-
Σπονδυλική στήλη
Πλευρική όψη της σπονδυλικής στήλης
Σπονδυλική στήλη, κοινώς ραχοκοκαλιά, (vertebral column, ή spinal column, ή backbone), ονομάζεται το συνολικό ανάπτυγμα των σπονδύλων, που αρθρώνονται εν σειρά μεταξύ τους, και από την ύπαρξη της οποίας χαρακτηρίζονται τα σπονδυλωτά.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Γενικά
* 2 Ανθρώπινος σκελετός
* 3 Κυρτώσεις
* 4 Παθήσεις
* 5 Σημειώσεις
* 6 Δείτε επίσης
* 7 Πηγές
Γενικά
Η εν λόγω σειρά των σπονδύλων περιβάλει τον νωτιαίο μυελό. Καθένας σπόνδυλος αποτελείται από ένα κέντρο το οποίο και αντικαθιστά την εμβρυϊκή νωτιαία χορδή, ένα νευρικό τόξο που καλύπτει τον νωτιαίο μυελό, καθώς επίσης σε αρκετές περιπτώσεις, και ένα αιμικό τόξο το οποίο περικλείει αιμοφόρα αγγεία. Επίσης οι σπόνδυλοι φέρον εγκάρσιες αποφύσεις στις οποίες αρθρώνονται οι πλευρές. Η άρθρωση της σπονδυλικής στήλης με το κρανίο γίνεται με ειδικό σπόνδυλο που λέγεται «άτλας», ενώ με τις πλευρές γίνεται με τους θωρακικούς σπονδύλους. Τέλος η σπονδυλική στήλη αρθρώνεται με την πυελική ζώνη στο ιερό οστούν όπου και καταλήγει.
Ανθρώπινος σκελετός
Κάτοψη σπονδύλου, διακρίνονται άνω το πρόσθιο σώμα, οι πλευρικές εγκάρσιες αποφύσεις και η κάτω (οπίσθια) ακανθώδης.
Η σπονδυλική στήλη στον ανθρώπινο σκελετό αποτελείται από 33 (ή 34) συνανθρώμενους σε σειρά σπονδύλους. Καθένας σπόνδυλος περιλαμβάνει ένα ημικυλινδρικό σώμα μεγέθους ανάλογου με το τμήμα στο οποίο ανήκει, επίσης πλάγια φέρει δύο εγκάρσιες αποφύσεις και πίσω μια ακανθώδη απόφυση, που χρησιμεύουν για την πρόσφυση των μυών και συνδέσμων. Από το κυλινδρικό σώμα επίσης απολήγουν τα σπονδυλικά τόξα που ενωμένα σχηματίζουν ένα δακτύλιο. Οι επάλληλοι αυτοί δακτύλιοι δημιουργούν ένα ενιαίο σωλήνα, τον σπονδυλικό σωλήνα, εντός του οποίου φέρεται ο νωτιαίος μυελός. Κάθε δε σπόνδυλος αρθρώνεται με τον υπερκείμενο και υποκείμενο σπόνδυλο μέσω των αρθρικών αποφύσεων. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η θέση των σπονδύλων στη σπονδυλική διάταξη.
Οι σπόνδυλοι διακρίνονται επιμέρους ανάλογα της θέσης τους στη σπονδυλική στήλη από άνω προς τα κάτω σε:
1. επτά αυχενικούς, οι εγκάρσιες αποφύσεις των οποίων παρουσιάζουν οπή (εγκάρσιο τρήμα) από την οποία και διέρχονται τα αγγεία των σπονδύλων.
2. δώδεκα θωρακικούς, στους οποίους αρθρώνονται οι αντίστοιχες πλευρές.
3. πέντε οσφυϊκούς, που το σώμα τους είναι μεγαλύτερο όλων των προηγουμένων σπονδύλων.
4. πέντε ιερούς , που το μέγεθός τους ελαττώνεται προς τα κάτω και που στην μεν παιδική ηλικία φέρονται ανεξάρτητοι στους δε ενήλικους συνοστεώνονονται μεταξύ τους δημιουργώντας το ιερόν οστούν, και
5. 4-5 κοκκυγικούς. Οι τελευταίοι αυτοί φέρονται επίσης συνοστεομένοι αποτελώντας τον κόκκυγα.
Άρθρωση σπονδύλων
Ειδικότερα ο πρώτος άνω σπόνδυλος που συνδέει το κρανίο με τη σπονδυλική στήλη οναμάζεται άτλας και ο αμέσως επόμενος (ο δεύτερος) επιστροφέας. Οι δύο αυτοί σπόνδυλοι διαφέρουν των άλλων και χρησιμεύουν για τη κίνηση της κεφαλής. Συγκεκριμένα ο άτλας δεν φέρει σώμα πλην όμως περικλείει στο δακτύλιό του την οδοντοειδή απόφυση του επιστροφέα που λέγεται και "δόντι του επιστροφέα". Επίσης και ο έβδομος αυχενικός σπόνδυλος παρουσιάζει χαρακτηριστική απόφυση που σχηματίζει προεξοχή ιδιαίτερα αντιληπτή σε αδύνατα άτομα, εξ ου και ονομάζεται προέχων σπόνδυλος.
Κυρτώσεις
Η σπονδυλική στήλη, από τον τρόπο της άρθρωσης των σπονδύλων, παρουσιάζει μεγάλη κινητικότητα. Παρά ταύτα δεν είναι τελείως ευθεία κάθετη, που μπορεί να φαίνεται έτσι από την πρόσθια ή οπίσθια πλευρά, αλλά παρουσιάζει διάφορες κυρτώσεις ή κυρτώματα, εναλλασσόμενες, δύο εμπρόσθιες και δύο οπίσθιες που λαμβάνουν ονομασία εκ τη θέσης τους στους αντίστοιχους σπονδύλους. Έτσι παρατηρούνται από άνω προς τα κάτω:
1. η αυχενική κύρτωση, ή αυχενικό κύρτωμα, (ανοιχτή προς τα οπίσω)
2. η θωρακική κύρτωση, ή θωρακικό κύρτωμα, (ανοιχτή προς τα εμπρός)
3. η οσφυϊκή κύρτωση, ή οσφυϊκό κύρτωμα, (ανοιχτή προς τα οπίσω), και
4. η ιεροκοκκυγική κύρτωση, ή ιεροκοκκυγικό κύρτωμα, (ανοιχτή προς εμπρός) (δείτε σχετ. 1η εικόνα).
Οι κυρτώσεις αυτές εξυπηρετούν κατά τον καλλίτερο τρόπο αφενός την ορθία στάση του ανθρώπου και αφετέρου την ελαστικότητα που θα πρέπει να παρέχει σε όλο το βάρος του σώματος σε οποιαδήποτε μετακίνηση, βάδισμα, τρέξιμο, άλματα κ.λπ. Εκτός όμως των παραπάνω υφίσταται και μία ακόμη ελαφρά πλάγια κύρτωση ανοικτή προς τ΄ αριστερά σχεδόν σ΄ όλους τους ανθρώπους, έτσι ώστε ο αριστερός ώμος να φαίνεται πάντα ελαφρότερα ανυψωμένος σε σχέση με τον δεξιό. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει ερμηνευτεί, και οι απόψεις ότι προέρχεται είτε από το ότι η δεξιά πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερη ενέργεια μυών, είτε από τη στάση των μαθητών σε σχολικά θρανία, δεν ευσταθούν αφού το αυτό φαινόμενο παρουσιάζουν και οι αριστερόχειρες, αλλά και άτομα που πήγαν σε σχολεία χωρίς θρανία (χωρών Αφρικής, Ασίας κ.λπ.).
Παθήσεις
Πολλές φορές όμως παρουσιάζονται υπέρμετρες κυρτώσεις της σπονδυλικής στήλης από παθολογικές αιτίες, και τέτοιες είναι οι:
1. Λόρδωση μέ έντονο άνοιγμα προς τα οπίσω, ονομασία που προήλθε από την υπεροπτική γενικότερη εικόνα των Λόρδων.
2. Κύφωση, αντίθετη της προηγουμένης, με έντονο άνοιγμα προς τα εμπρός, εμφανέστερη σε υπερήλικα άτομα, και
3. Σκολίωση, με έντονη κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, είτε δεξιά, είτε αριστερά.
-
Φαιά ουσία
Η Φαιά ουσία αποτελεί μέρος του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος των σπονδυλωτών που περιέχει τα σώματα των νευρικών κυττάρων τα οποία και δίνουν στο υλικό ένα γκρί χρώμα σε διάκριση του λευκού των ινών. Η φαιά ουσία περιέχει, μεταξύ άλλων κυττάρων, τους νευρώνες (νευρικά κύτταρα), και το γκριζωπό της χρώμα το οφείλει στο ότι μέσα σε αυτή βρίσκονται σε μεγάλη συγκέντρωση τα σώματα των κυττάρων αυτών. Αντίθετα, η λευκή ουσία σχηματίζεται κυρίως από τους νευράξονες των νευρικών κυττάρων.
Στον εγκέφαλο η φαιά ουσία βρίσκεται εξωτερικά, κυρίως, και σχηματίζει τις έλικες και τις αύλακες της επιφάνειας του εγκεφάλου. Μικρότερες μάζες από φαιά ουσία βρίσκονται και στο εσωτερικό του εγκεφάλου, σχηματίζοντας δομές μέσα στη λευκή ουσία, οι οποίες ονομάζονται εγκεφαλικοί πυρήνες.
Αντίθετα με τον εγκέφαλο, στο νωτιαίο μυελό η φαιά ουσία βρίσκεται σε εσωτερική διάταξη σε σχήμα Η, (κατά διατομή), σχηματίζοντας μια στήλη στο κέντρο, περιβαλλόμενη από τη λευκή ουσία του Νωτιάιου Μυελού, κατά μήκος του.
* Ο λεγόμενος συντονισμός γίνεται στη φαιά ουσία του κεντρικού νευρικού συστήματος.
-
Μυς
Ο μυς είναι η ανατομική δομή που παράγει κίνηση ή δύναμη ως απάντηση σε ένα φυσιολογικό ερέθισμα. Όλοι οι μύες μετατρέπουν μια χημική ή ηλεκτρική εντολή σε μια μηχανική απάντηση. Η ενεργητική κίνησή τους λέγεται μυϊκή συστολή και το έναυσμα για αυτήν είναι το ίδιο ανεξάρτητα από το μέρος του σώματος στο οποίο αναφερόμαστε: μια αύξηση στη συγκέντρωση των ελεύθερων κυτταροπλασματικού ιόντων ασβεστίου.
Σε όλους τους τύπους μυών, ορισμένα συστατικά του μυϊκού κυττάρου είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένα για να ολοκληρώσουν τη μοναδική λειτουργία του μυός. Δεδομένης της διαφοράς στους φυσιολογικούς ρόλους τους, ο κάθε τύπος μυός έχει εξελίξει μοναδικές ανατομικές δομές και λειτουργικούς μηχανισμούς. Κατά συνέπεια, οι διάφοροι τύποι των μυϊκών κυττάρων έχουν εξειδικευμένες πλασματικές μεμβράνες, κυτταροσκελετούς, ενδοπλασματικό δίκτυο και μεταβολικές οδούς για παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Τύποι
o 1.1 Σκελετικοί μύες
o 1.2 Λείοι μύες
o 1.3 Καρδιακός μυς
* 2 Βιβλιογραφία
Τύποι
Υπάρχουν τριών ειδών μύες: οι σκελετικοί, οι λείοι και ο καρδιακός.
Σκελετικοί μύες
Είναι οι μύες που κινούν το σκελετό, μερικές φορές αναφέρονται και ως εκούσιοι μύες.
Κάθε σκελετικός μυς έχει δύο ή περισσότερες προσφύσεις. Η πρόσφυση που κινείται λιγότερο λέγεται έκφυση και η πρόσφυση που κινείται περισσότερο λέγεται κατάφυση. Το μυώδες τμήμα του μυός λέγεται γαστέρα. Τα πέρατα του μυός προσφύονται σε οστά, χόνδρους ή συνδέσμους, με δέσμες ινώδους ιστού που λέγονται τένοντες. Μερικές φορές, αποπλατυσμένοι μύες προσφύονται με λεπτό, αλλά ισχυρό, πέταλο ινώδους ιστού που λέγεται απονεύρωση.
Λείοι μύες
Παρέχουν την κινητικότητα για την προώθηση του περιεχομένου τους στα κοίλα όργανα του σώματος.
Ανάλογα με το όργανο, οι λείες μυϊκές ίνες μπορούν να συστέλλονται είτε μετά από τοπική διάταση, είτε μετά από ερεθισμό των νευρικών ινών του αυτόνομου νευρικού συστήματος, είτε μετά από ορμονικό ερεθισμό.
Καρδιακός μυς
Οι ίνες του βρίσκονται στο μυοκάρδιο και σχηματίζουν το σύστημα αγωγής των διεγέρσεων της καρδιάς.
Η λειτουργία του είναι να συστέλλεται σύντομα, με κάθε καρδιακό κτύπο, και πρέπει να διατηρήσει αυτήν την περιοδική δραστηριότητα για ολόκληρη τη ζωή.
Βιβλιογραφία
* Boron W & Boulpaep E, "Ιατρική Φυσιολογία", εκδόσεις Π.Χ.Πασχαλίδης, 2006, ISBN 960-399-407-3
* Snell R., "Κλινική ανατομική", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
-
Αγγείο
Αγγείο είναι η ανατομική δομή, τύπου σωλήνα διαφόρων μεγεθών, που μεταφέρει αίμα ή λέμφο ή χολή ή οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες σε όλη την έκταση του οργανισμού. Ανάλογα με το τι μεταφέρουν, τα αγγεία διακρίνονται σε:
* Αρτηρίες: άγουν οξυγονωμένο αίμα και σχηματίζουν το αρτηριακό δίκτυο.
* Φλέβες: άγουν αίμα και σχηματίζουν το φλεβικό δίκτυο.
* Λεμφαγγεία: άγουν λέμφο και σχηματίζουν το λεμφικό δίκτυο.
* Χολαγγεία: άγουν χολή και σχηματίζουν το δίκτυο των χοληφόρων.
Αρτηρίες ονομάζονται τα αγγεία του οργανισμού που μεταφέρουν οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά προς τα υπόλοιπα όργανα. Όσο απομακρύνονται από την καρδιά διακλαδίζονται και σχηματίζουν όλο και μικρότερα αγγεία, μικρότερες αρτηρίες και αρτηρίδια τα οποία τελικά καταλήγουν στα τριχοειδή αγγεία.
Φλέβα
Φλέβες ονομάζονται τα αγγεία του οργανισμού που μεταφέρουν το αίμα στην καρδιά. Ομοίως, με τις αρτηρίες, διακλαδίζονται σε μεγαλύτερα και μικρότερα αγγεία μέχρι τα τριχοειδή.
Σχηματίζουν το φλεβικό σύστημα, το οποίο, τόσο στα άνω, όσο και στα κάτω άκρα, αποτελεί έναν πολύπλοκο μηχανισμό αντλίας, με τον οποίο, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε όρθια θέση, το φλεβικό αίμα μεταφέρεται προς την καρδιά παρά την αντίθετη δύναμη της βαρύτητας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των φλεβών είναι οι βαλβίδες, οι οποίες επιτρέπουν τη ροή του αίματος μόνο σε μία κατεύθυνση (από την περιφέρεια προς την καρδιά).
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Ταξινόμηση
o 1.1 Επιπολής φλεβικό σύστημα
o 1.2 Εν τω βάθει φλεβικό σύστημα
o 1.3 Διατιτραίνουσες φλέβες
o 1.4 Φλεβώδης πόρος
Ταξινόμηση
Επιπολής φλεβικό σύστημα
Πρόκειται για τις φλέβες που βρίσκονται πιο κοντά στην επιφάνεια του δέρματος. Παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος.
Εν τω βάθει φλεβικό σύστημα
Βρίσκονται κάτω από τους μυς και επιτελούν διάφορες λειτουργίες, κυρίως απάγουν το αίμα από τους ιστούς προς την καρδιά.
Διατιτραίνουσες φλέβες
Είναι περισσότερες από 60. Φέρονται από τις φλέβες του επιπολής συστήματος και αποχετεύουν το αίμα στις φλέβες του εν τω βάθει συστήματος ή στους φλεβώδεις κόλπους.
Φλεβώδης πόρος
Εμβρυϊκή δομή που παίζει ρόλο στην επιστροφή του φλεβικού αίματος από τον πλακούντα
Λεμφαγγείο
Λεμφαγγείο λέγεται το αγγείο που μεταφέρει τη λέμφο. Τα λεμφαγγεία βρίσκονται στο διάμεσο ιστό όλων των οργάνων (εκτός από του κεντρικού νευρικού συστήματος και του οφθαλμού) και σχηματίζουν το λεμφικό δίκτυο. Το σύνολο του δικτύου αυτού με όλα του τα ανατομικά εξαρτήματα, αποτελεί το λεμφικό σύστημα.
Τα λεμφαγγεία έχουν εμφάνιση ανάλογη κομπολογιού, λόγω των πολυάριθμων βαλβίδων που βρίσκονται στο εσωτερικό τους. Εμφανίζουν διάφορα μεγέθη που κυμαίνονται από τα μικρότερα λεμφοφόρα τριχοειδή, μέχρι τα μεγάλα λεμφαγγεία και τον μείζονα και ελάσσονα θωρακικό πόρο.
Τα αγγεία αυτά περνούν από τους λεμφαδένες (ή λεμφογάγγλια) προτού το λεμφικό σύστημα έλθει σε επαφή με το φλεβικό. Τα λεμφαγγεία που προσάγουν τη λέμφο προς τα λεμφογάγγλια λέγονται προσαγωγά, ενώ αυτά που απάγουν τη λέμφο από τα λεμφογγάγγλια λέγονται απαγωγά.
Βιβλιογραφία
* Snell R., "Κλινική ανατομική", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
Χολαγγείο
Χολαγγεία ή Χοληφόρα αγγεία είναι τα αγγεία που άγουν τη χολή. Εντός αυτών, δηλαδή, ρέει η υγρή χολή.
Διακρίνονται, ανάλογα με την τοπογραφική σχέση τους με το ήπαρ σε ενδοηπατικά και εξωπηπατικά. Συνενώνονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν το Χοληφόρο δέντρο (ή δίκτυο των χοληφόρων).
Η κινητικότητα των χοληφόρων ρυθμίζεται πρωτευόντως από ορμονικούς παράγοντες και, κατά δεύτερο λόγο, νευρογενώς.
Χολαγγειόλιο
Το χολαγγειόλιο είναι ένας από τους λεπτότατους, τελικούς κλάδους του χοληφόρου δέντρου.
Βιβλιογραφία
* Παπαδημητρίου, "Σύγχρονη γενική χειρουργική", εκδόσεις Μ. Παρισιάνου.
-
Βασικά Γάγγλια
Τα βασικά γάγγλια (ή βασικοί πυρήνες) είναι μια ομάδα από πυρήνες στον εγκέφαλο που διασυνδέονται με τον εγκεφαλικό φλοιό, το θάλαμο και το εγκεφαλικό στέλεχος. Τα βασικά γάγγλια των θηλαστικών συσχετίζονται με μια ποικιλία λειτουργιών: κινητικός έλεγχος, γνωσιακές διεργασίες, συναισθήματα και μάθηση. Στην περίπτωση των βασικών γαγγλίων, η σύγχρονη χρήση του όρου ‘γάγγλια’ θεωρείται λάθος, καθώς η λέξη γάγγλιο αναφέρετε σε συγκεντρώσεις νευρικών πυρήνων στην περιφέρεια μόνο (αυτοί του αυτόνομου νευρικού συστήματος), και προτιμάται ο όρος "βασικοί πυρήνες". Ο συγκεκριμένος ρόλος των βασικών γαγγλίων στον κινητικό έλεγχο έχει μελετηθεί με πολλές ερευνητικές μεθόδους. Αυτές περιελάμβαναν (1) ενδοκυτταρικές παρακολουθήσεις σε συγκεκριμένους πυρήνες των βασικών γαγγλίων σε ζώα που πραγματοποιούσαν βουλητικές κινήσεις και (2) τη μελέτη μετά από εσκεμμένες αλλοιώσεις οργάνων σε ζώα. Επιπλέον οι αναλύσεις των κινητικών δυσλειτουργιών που οφείλονται σε βλάβες των βασικών γαγγλίων, έχουν ρίξει φως στις εξειδικευμένες λειτουργίες αυτού του δομικού στοιχείου. Τα βασικά γάγγλια δεν λειτουργούν από μόνα τους, αλλά πάντοτε σε στενή συνεργασία με τον εγκεφαλικό φλοιό και το φλοιονωτιαίο σύστημα. Δέχονται σχεδόν όλα τα προσαγωγά τους σήματα από τον ίδιο το φλοιό και στη συνέχεια επιστρέφουν σχεδόν όλα τα εκπεμπόμενα σήματα σε αυτόν
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Ιστορία
* 2 Ανατομικές υποδιαιρέσεις
* 3 Συγκριτική ανατομία και ονοματολογία
* 4 Συνδεσμολογία
* 5 Νευροδιαβιβαστές
* 6 Άλλες διαταραχές που συνδέονται με τα βασικά γάγγλια
* 7 Ορολογία
* 8 Δείτε επίσης
* 9 Αναφορές
* 10 Επιπρόσθετες εικόνες
Ιστορία
Η αποδοχή της άποψης ότι το σύστημα των βασικών γαγγλίων αποτελεί ένα μείζον εγκεφαλικό σύστημα άργησε. Η πρώτη ανατομική πιστοποίησή τους ως ξεχωριστής υποφλοιϊκής δομής δημοσιεύθηκε από τον Thomas Willis το 1664[1]. Για πολλά χρόνια, ο όρος ραβδωτό σώμα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μια μεγάλη ομάδα υποφλοιϊκών στοιχείων, μερικά εκ των οποίων αργότερα ανακαλύφθηκε ότι δεν σχετίζονταν λειτουργικά. Επιπρόσθετα, το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα και ο κερκοφόρος πυρήνας δεν είχαν συνδεθεί μεταξύ τους. Το κέλυφος θεωρούνταν ότι σχετίζεται με την ωχρά σφαίρα σε αυτό που καλούνταν φακοειδής πυρήνας.
Η πρωτοπόρα εργασία των Cécile και Oskar Vogt (1941) απλοποίησε πολύ την περιγραφή τον βασικών γαγγλίων, προτείνοντας τον όρο ραβδωτό για την περιγραφή της ομάδας δομών που αποτελείται από τον κερκοφόρο πυρήνα, το κέλυφος και την μάζα που τα συνδέει κοιλιακά, τον επικλινή πυρήνα.
Το ραβδωτό πήρε το όνομά του από τις ραβδώσεις που εμφανίζονταν όταν ρίχνονταν ακτινοβολία σε πυκνές δεσμίδες αξόνων που διέρχονται από το ραβδωτό, την ωχρά σφαίρα, και τη μέλαινα ουσία, οι οποίες περιγράφηκαν από τον ανατόμο Kinnear Wilson ως σαν να έχουν γίνει με μολύβι ("pencil-like"). Η ανατομική σύνδεση του ραβδωτού με τους κύριους στόχους του, την ωχρά σφαίρα και την μέλαινα ουσία, ανακαλύφθηκε αργότερα. Οι δομές αυτές αποτελούν την striato-pallido-nigral δεσμίδα, η οποία είναι ο πυρήνας των βασικών γαγγλίων. Αυτή η δεσμίδα νευρικών ινών σχηματίζει τη λεγόμενη «δεσμίδα του Edinger» όταν διασχίζει την εσωτερική κάψα.
Επιπλέον δομές οι οποίες στην πορεία σχετίστηκαν με τα βασικά γάγγλια είναι το "σώμα του Luys" (1865) (πυρήνας του Luys στο σχήμα) ή υποθαλαμικός πυρήνας, οι βλάβες στον οποίο ήταν γνωστό ότι προκαλούν κινητικές διαταραχές.
Πιο πρόσφατα, άλλες περιοχές όπως το κεντρικό σύμπλεγμα (centre médian-parafascicular) και το pedunculopontine complex έχουν θεωρηθεί ρυθμιστές των βασικών γαγγλίων.
Στην αρχή του 20ου αιώνα, το σύστημα των βασικών γαγγλίων συσχετίστηκε με κινητικές λειτουργίες, καθώς βλάβες σε αυτές τις περιοχές είχαν ως αποτέλεσμα διαταραγμένες κινήσεις (χορεία, αθέτωση, νόσος του Πάρκινσον).
Ανατομικές υποδιαιρέσεις
Στεφανιαία τομή του ανθρώπινου εγκεφάλου όπου φαίνονται τα βασικά γάγγλια.
Κεφαλικά: ραβδωτό βασικό, ωχρά σφαίρα (GPe και GPi)
Ουραία: υποθαλαμικός πυρήνας (STN), μέλαινα ουσία (SN)
Οι πέντε ανεξάρτητοι πυρήνες που αποτελούν τα βασικά γάγγλια των πρωτευόντων, μαζί με τις υποδιαιρέσεις τους:
κεφαλικά
* το ραβδωτό βασικό που αποτελείται από
o κέλυφος
o κερκοφόρος πυρήνας
* εξωτερική μοίρα της ωχράς σφαίρας (GPe)
* εσωτερική μοίρα της ωχράς σφαίρας (GPi)
ουραία
* υποθαλαμικός πυρήνας (STN)
* μέλαινα ουσία (SN)
o συμπαγής μοίρα της μέλαινας ουσίας (SNc)
o δικτυωτή μοίρα της μέλαινας ουσίας (SNr)
o substantia nigra pars lateralis (SNl)
Υπάρχουν δύο ομάδες βασικών γαγγλίων στον εγκέφαλο των θηλαστικών, στο αριστερό και στο δεξί ημισφαίριο, που έχουν κατοπτρική σχέση.
Δύο μετωπιαίες τομές χρησιμοποιούνται για να παρουσιαστούν να τα βασικά γάγγλια. Ο υποθαλαμικός πυρήνας και η μέλαινα ουσία βρίσκονται βαθύτερα μέσα στον εγκέφαλο (πιο ουραία). Οι εικόνες δείχνουν δύο σχηματικές αναπαραστάσεις εγκάρσιων τομών του ανθρώπινου εγκεφάλου με τους πυρήνες των βασικών γαγγλίων να σημαίνονται στην δεξιά πλευρά.
Λειτουργικά, τα βασικά γάγγλια αποτελούν μια σειρά από κυκλώματα, όπως το σκελετοκινητικό, το μεταιχμιακό και το οφθαλμοκινητικό κυκλώματα. Καθένα από αυτά προβάλει στον κοιλιακό-έξω, στον πρόσθιο έξω-κοιλιακό και στον κεντρικό-έσω θαλαμικό πυρήνα.
Συγκριτική ανατομία και ονοματολογία
Περιοχές που ομοιάζουν με τα βασικά γάγγλια έχουν βρεθεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα πολλών ειδών. Η συνιστώσα του ραβδωτού και της ωχράς σφαίρας μπορεί καθαρά να αναγνωριστεί σε όλα τα αμνιωτά (θηλαστικά, πουλιά και ερπετά) και στα αμφίβια. Οι ανατομικές συνδέσεις αυτών των πυρήνων και η φαρμακολογία τους επίσης παρουσιάζονται σχετικά διατηρημένα. Τα μη τετράποδα σπονδυλωτά, όπως το ψάρι, εμφανίζουν, επίσης, δομές που ομοιάζουν στα βασικά γάγγλια, παρόλο που τα δεδομένα είναι λιγότερο σαφή στην περίπτωση αυτή.
Τα ονόματα που δίδονται στους διάφορους πυρήνες των βασικών γαγγλίων διαφέρουν σε διαφορετικά είδη:
Για παράδειγμα, η εσωτερική μοίρα της ωχράς σφαίρας στα πρωτεύοντα, ονομάζεται "entopenduncular nucleus" στα τρωκτικά. Το ραβδωτό και η εσωτερική μοίρα της ωχράς σφαίρας στα πρωτεύοντα, ονομάζονται "paleostriatum augmentatum" και "paleostriatum primitivum" αντίστοιχα, στα πουλιά.
Συνδεσμολογία
Το ραβδωτό είναι η κύρια, αλλά όχι η μόνη, ζώνη εισόδου από άλλες εγκεφαλικές περιοχές που συνδέονται με τα βασικά γάγγλια. Μέσω του ραβδωτού τα βασικά γάγγλια λαμβάνουν είσοδο από το φλοιό, κυρίως από τον κινητικό και τον προμετωπιαίο φλοιό. Σχεδόν όλες οι κινητικές και αισθητικές νευρικές ίνες με τις οποίες ο φλοιός του εγκεφάλου συνδέεται με το νωτιαίο μυελό, διέρχονται μεταξύ των δύο μεγάλων μαζών των βασικών γαγγλίων, του κερκοφόρου πυρήνα και του κελύφους. Οι 2 κύριες έξοδοι από το σύστημα είναι η ωχρά σφαίρα και η μέλαινα ουσία.
Το κύκλωμα των βασικών γαγγλίων συχνά διαιρείται σε δύο κύρια μονοπάτια, το άμεσο και το έμμεσο μονοπάτι:
Τύπος μονοπατιού Μονοπάτι Αριθμός ανασταλτικών μονοπατιών (-) Περιγραφή ντοπαμινεργικοί υποδοχείς
Άμεσο (διεγερτικό) ραβδωτό-
→GPi/SNr-
→θάλαμος+
→φλοιός 2 Η φλοιϊκή δραστηριότητα που διεγείρει κύτταρα στο ραβδωτό τα οποία συμμετέχουν στο άμεσο μονοπάτι οδηγεί στην αναστολή των περιοχών GPi και SNr, οι οποίες με τη σειρά τους άρουν την τονική ανασταλτική δραστηριότητά τους προς τον θάλαμο. D1
Έμμεσο (ανασταλτικό) ραβδωτό-
→GPe -
→STN +
→GPi/SNr-
→θάλαμος+
→φλοιός 3 Σε αντίθεση, η φλοιϊκή δραστηριότητα που διεγείρει τα κύτταρα του ραβδωτού στο έμμεσο μονοπάτι, θεωρείται ότι αναστέλλει τον θάλαμο (αναστέλλοντας την άρση της αναστολής). D2
Η δραστηριότητα των νευρώνων του κέλυφους διαφέρει από τη δραστηριότητα των νευρώνων των κινητικών περιοχών του φλοιού σε διάφορα ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον κατά τη διάρκεια οπτικά κατευθυνόμενων κινήσεων, τα επιλεκτικά ως προς την κίνηση κύτταρα των βασικών γαγγλίων εκπολώνονται αργότερα από τα κύτταρα των κινητικών περιοχών του φλοιού. Δεύτερον, οι νευρώνες του κελύφους είναι πιθανότερο να είναι επιλεκτικοί ως προς την κατεύθυνση της κίνησης των άκρων παρά ως προς τη δραστηριοποίηση συγκεκριμένων μυών. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι τα βασικά γάγγλια δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην έναρξη των κινήσεων που προκαλούνται από ερέθισμα και δεν καθορίζουν άμεσα τις απαραίτητες μυικές δυνάμεις για την εκτέλεση κίνησης.
Η ντοπαμίνη από το συμπαγές τμήμα της μέλαινας ουσίας διεγείρει όλους τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς, αλλά λόγω του γεγονότος ότι τα διαφορετικά μονοπάτια εκφράζουν διαφορετικούς υποδοχείς, και οι διαφορετικοί υποδοχείς έχουν διαφορετικά δράσεις, η ντοπαμίνη ενεργοποιεί το άμεσο μονοπάτι περισσότερο σε σύγκριση με το έμμεσο, κατορθώνοντας να αυξήσει κατά αυτόν τον τρόπο το σήμα προς τον θάλαμο. Η ντοπαμίνη που εκκρίνεται από την συμπαγή μοίρα της μέλαινας ουσίας διεγείρει όλους τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς, άλλα λόγω του γεγονότος ότι στα διαφορετικά μονοπάτια εκφράζονται διαφορετικοί υποδοχείς, και ότι οι διαφορετικοί υποδοχείς διαμεσολαβούν διαφορετικά αποτελέσματα, η ντοπαμίνη δρα ενεργοποιώντας το άμεσο μονοπάτι έναντι του έμμεσου, ώστε να αυξάνει το σήμα προς το θάλαμο.
Τα βασικά γάγγλια παίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορους τομείς του κινητικού ελέγχου. Οι απαγωγές ίνες της οδού αυτής, που συγκροτούν το κινητικό κύκλωμα των βασικών γαγγλίων, κατευθύνονται όπως έχουμε τονίσει κυρίως προς τη συμπληρωματική κινητική περιοχή και τον προ-κινητικό φλοιό. Οι δύο αυτές περιοχές συνδέονται αμοιβαία μεταξύ τους και με τον κινητικό φλοιό. Και οι τρεις περιοχές χορηγούν άμεσες κατιούσες ίνες στο σύστημα του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού. Μέσω αυτών των τριών απαγωγών οδών, τα βασικά γάγγλια επηρεάζουν τις προσαρμογές της στάσης του σώματος και την κίνηση των άκρων. Κάνουν ικανό τον εγκέφαλο να δημιουργεί τα κινητικά σχέδια υψηλού επιπέδου, να το κάνουν αυτό σε σχέση με τις συναισθηματικές ανάγκες και τα κίνητρα και να κλιμακώνουν το εύρος των κινητικών προσπαθειών στην εκτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων. Οι δύο πρώτες λειτουργίες απασχολούν τα υψηλότερα επίπεδα της κινητικής ιεραρχίας, ενώ η τρίτη απασχολεί τα κατώτερα επίπεδα. Ο πολύπλοκες αλυσίδες των ραχιαίων βασικών γαγγλίων, βοηθούν στο σχεδιασμό των κινητικών πλάνων που έγιναν στα υψηλότερα συνειρμικά κέντρα και οι κινητικές αλυσίδες κλιμακώνουν την εκτέλεση των προγραμμάτων που σχηματίζουν συνολικά πλάνα. Μέσα σε αυτόν το σχεδιασμό, μπορούμε να αναφέρουμε μια ιδιότητα των βασικών γαγγλίων που πρόσφατα διατυπώθηκε και αυτή είναι η επιλεκτική διευκόλυνση και καταστολή κάποιων κινήσεων. Τα βασικά γάγγλια συνεισφέρουν στη μετατροπή των κατευθυνόμενων από την ανάγκη γενικών στόχων και τη μνήμη σημαντικών γεγονότων, σε κατευθυνόμενη από τους στόχους, συγκεκριμένη κινητική δράση. Δύο σημαντικές ικανότητες του εγκεφάλου που αφορούν τη ρύθμιση των κινήσεων είναι : (1) ο καθορισμός της ταχύτητας με την οποία εκτελείται η κίνηση και (2) η ρύθμιση του μεγέθους της κίνησης. Επειδή το κύκλωμα του κερκοφόρου πυρήνα είναι εκείνο που κυρίως λειτουργεί σε συνδυασμό με τις συνειρμικές περιοχές του φλοιού, όπως είναι ο οπίσθιος βρεγματικός λοβός, οι παραπάνω δύο ιδιότητες αποτελούν λειτουργία αυτού του γνωστικού κυκλώματος. Ανάλογες με το νευροδιαβιβαστή και τις ξεχωριστές οδούς επικοινωνίας κάθε δομής των βασικών γαγγλίων, είναι και ο ξεχωριστός ρόλος αυτών. Έτσι για παράδειγμα διέγερση του κερκοφόρου πυρήνα οδηγεί σε αναστολή των μυοτατικών αντανακλαστικών, ενώ αντίθετα διέγερση της ωχράς σφαίρας προκαλεί την προσωρινή διακοπή μιας κίνησης κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κύρια λειτουργία της είναι η προκαταρκτική σταθεροποίηση τμημάτων του σώματος ώστε να εκτελεστούν οι κατάλληλες περιφερικές κινήσεις. Διέγερση σε ειδικά σημεία του ραβδωτού σώματος έχει αποδειχτεί ότι προκαλεί αργές, αδρές κινήσεις των άκρων και του κορμού.
Νευροδιαβιβαστές
Οι διαφορετικοί τύποι νευρώνων των βασικών γαγγλίων συνθέτουν διαφορετικούς νευροδιαβιβαστές.
Δομή Νευροδιαβιβαστής Περιγραφή Διαταραχή
Ραβδωτό/νεοραβδωτό GABA Οι μεσαίου μεγέθους νευρώνες, τα βασικά κύτταρα, είναι ανασταλτικά Νόσος του Huntington
Μέλαινα ουσία ντοπαμίνη Ο βασικός στόχος της ντοπαμίνης που εκκρίνεται από την συμπαγή μοίρα της μέλαινας ουσίας (SNc) είναι το ραβδωτό. Διαταραχή στην σύνθεση και διαβίβαση της ντοπαμίνης είναι δυνατό να οδηγήσει σε σοβαρά κινητικά και γνωσιακά ελλείμματα, όπως η νόσος του Parkinson.
Ωχρά σφαίρα GABA Οι ωχρά σφαίρα αποτελείται απ ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό τμήμα. Το εσωτερικό τμήμα προβάλλει στο θάλαμο, ενώ το εξωτερικό προβάλλει στον υποθαλαμικό πυρήνα. Σύνδρομο Tourette
Υποθαλαμικός πυρήνας γλουταμίνη Οι νευρώνες του υποθαλαμικού πυρήνα διεγείρουν τους νευρώνες του εσωτερικού τμήματος της ωχράς σφαίρας. Βλάβη στον υποθαλαμικό πυρήνα μπορεί να οδηγήσει σε ημιβαλλισμό ημιβαλλισμό.
Άλλες διαταραχές που συνδέονται με τα βασικά γάγγλια
* Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα
* Athymhormic syndrome (PAP syndrome)
* Εγκεφαλική παράλυση: βλάβη στα βασικά γάγγλια κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης
* Δυστονία
* Νόσος του Fahr
* Foreign accent syndrome (FAS)
* Νόσος του Huntington
* Σύνδρομο Lesch-Nyhan
* Ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή
* Νόσος του Parkinson
* Σύνδρομο Tourette
* Όψιμη δυσκινησία, προκαλούμενη από χρόνια αντιψυχωτική αγωγή
* Βατταρισμός[2]
* Σπασμωδική δυσφωνία
* Νόσος του Wilson
Ορολογία
Καθώς αναφέρεται σε μια ομάδα πυρήνων, ο όρος “βασικά γάγγλια” χρησιμοποιείται στον πληθυντικό (ο ενικός αριθμός είναι γάγγλιο). Ωστόσο, ο όρος γάγγλιο είναι λάθος ονομασία, καθώς αναφέρεται σε μια δέσμη σωματικών ινών στο περιφερικό νευρικό σύστημα, ενώ τα βασικά γάγγλια βρίσκονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Μια δέσμη σωματικών ινών στο ΚΝΣ αναφέρεται ως πυρήνας, έτσι ορισμένοι νευροανατόμοι αναφέρονται στα βασικά γάγγλια ως ο “βασικός πυρήνας”. [3]
* Nathaniel A. Buchwald
Αναφορές
1. ↑ Andrew Gilies, A brief history of the basal ganglia, retrieved on 27 June 2005
2. ↑ Alm PA (2004). "Stuttering and the basal ganglia circuits: a critical review of possible relations". Journal of communication disorders 37 (4): 325–69. DOI:10.1016/j.jcomdis.2004.03.001.
3. ↑ Soltanzadeh, Akbar (2004). Neurologic Disorers. Tehran: Jafari. ISBN ISBN 964-6088-03-1.
* Nolte, John, The Human Brain: An Introduction to its Functional Anatomy (Fifth Edition). (St. Louis: Mosby, Inc., 2002), 464-484. ISBN 0-323-01320-1
* Parent, André, Comparative Neurobiology of the Basal Ganglia (Wiley, New York, 1986), ISBN 0-471-80348-0
* Reynolds JN, Hyland BI, Wickens JR (2001). "A cellular mechanism of reward-related learning". Nature 413 (6851): 67–70. DOI:10.1038/35092560.
-
Αιματοεγκεφαλικός φραγμός
Ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός είναι κυτταρικός φραγμός που περιορίζει την είσοδο ουσιών στον εγκέφαλο.
Ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός παρεμβάλλεται μεταξύ του αίματος και του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού). Χρησιμεύει για να διατηρεί το περιβάλλον του διάμεσου υγρού, ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή λειτουργικότητα των νευρώνων. Αυτός ο φραγμός συνίσταται από τα ενδοθηλιακά κύτταρα των τριχοειδών αγγείων με περίπλοκο δίκτυο από στεγανές συνδέσεις και πόδια αστροκυττάρων που ακουμπούν στο ενδοθήλιο και τη βασική του μεμβράνη.
Η μετακίνηση μεγάλων μορίων και άλλων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων και πολλών φαρμάκων, από το αίμα προς το διάμεσο χώρο του κεντρικού νευρικού συστήματος περιορίζεται από τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος παρουσιάζουν, επίσης, μικρό βαθμό πινοκυττωτικής δραστηριότητας (φαγοκυττάρωση) διαμέσου του κυττάρου, έτσι, τα κύτταρα αυτά χαρακτηρίζονται από την παρουσία ειδικών μεταφορικών συστημάτων για τη μεταφορά των απαραίτητων ενεργειακών υποστρωμάτων του μεταβολισμού των αμινοξέων. Τα αστροκύτταρα βοηθούν στη μεταφορά σημαντικών μεταβολιτών από το αίμα στους νευρώνες και επίσης απομακρύνουν την περίσσεια των ιόντων καλίου και των νευροδιαβιβαστών από το διάμεσο υγρό.
Βιβλιογραφία
* Hansen J. & Koeppen B., "Φυσιολογία του ανθρώπου - Netter", εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2004.
-
Οστό
Τα οστά ή αλλιώς κόκκαλα είναι υπόλευκοι, σκληροί και ανθεκτικοί ιστοί. Συνδεόμενοι με τις αρθρώσεις, σχηματίζουν τον σκελετό του σώματος. Σε αυτόν στηρίζονται τα μαλακά μόρια και προστατεύονται πολύτικα και ευπαθή όργανα, όπως ο εγκέφαλος ή τα σπλάγχνα θώρακα-πυέλου. Επιπλέον αποτελούν αποθήκη αλάτων ασβεστίου και φωσφόρου για τις ανάγκες του οργανισμού. Ο μυελός των οστών που υπάρχει στο κέντρο ορισμένων από αυτά διακρίνεται σε ερυθρό και κίτρινο και παράγει τα ερυθρά αιμοσφαίρια, βασικό συστατικό του αίματος.
Διακρίνονται σε επιμήκη, βραχέα, πλατέα και αεροφόρα.
-
Στόμαχος
Διάγραμμα στομάχου
1.Σώμα στομάχου
2. Θόλος
3. Πρόσθιο τοίχωμα
4. Μείζον τόξο
5. Έλασσον τόξο
6. Καρδία
9. Πυλωρικός σφιγκτήρας
10. Πυλωρικό άντρο
11. Πυλωρικό στόμιο
12. Γωνιαία εντομή
13. Γαστρική οδός
14. Γστρικές πτυχές
Το στομάχι (επιστημονικά στόμαχος, αρχαία ελληνικά γαστήρ) είναι μια διεύρυνση του πεπτικού σωλήνα του ανθρώπου και των ζώων. Είναι βασικό όργανο πέψης και ένα από τα όργανα που συγκροτούν το γαστρεντερικό σύστημα.
Στον άνθρωπο, το στομάχι έχει χωρητικότητα 2.000 κυβ. εκ. και βρίσκεται στο πάνω μέρος της κοιλιακής κοιλότητας. Συγκοινωνεί με τον οισοφάγο με ένα στόμιο, που ονομάζεται καρδιακό στόμιο. Προς τα κάτω συγκοινωνεί με το λεπτό έντερο, με το πυλωρικό στόμιο. Το πάνω μέρος του στομαχιού ονομάζεται θόλος και περιέχει συνήθως αέρια. Η περιοχή που βρίσκεται κάτω από το θόλο, λέγεται σώμα του στομαχιού, ενώ η περιοχή που βρίσκεται προς τον πυλωρό λέγεται πυλωρικό άντρο. Το τοίχωμα του στομαχιού αποτελείται από 4 χιτώνες, που είναι από τα έξω προς τα μέσα: ο ορογόνος, ο μυϊκός (πολύ αναπτυγμένος και αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες), ο υποβλεννογόνος και ο βλεννογόνος, στον οποίο υπάρχουν οι γαστρικοί αδένες που εκκρίνουν το γαστρικό υγρό (υδροχλωρικό οξύ).
Στα μηρυκαστικά ζώα το στομάχι αποτελείται από 4 τμήματα (μεγάλη κοιλία, κεκρύφαλος, εχίνος και ήνυστρο) και προσφέρεται για το μηρυκασμό. Στα πτηνά το στομάχι περιλαμβάνει εκτός από το μυώδες στομάχι, το αδενώδες στομάχι και τον πρόλοβο. Τα περισσότερα από τα άλλα ζώα, έχουν έναν ή περισσότερους πεπτικούς θύλακες.
Οι ασθένειες που προσβάλλουν το στομάχι είναι πολλές και οφείλονται είτε σε ανωμαλία στην έκκριση του γαστρικού υγρού (υπερχλωρυδρία - υποχλωρυδρία), είτε σε πάθηση του ίδιου του οργάνου (γαστρίτιδα, έλκος ή καρκίνος). Για την εξέταση του χρησιμοποιούνται η απλή ακτινογραφία κοιλίας, το βαριούχο γεύμα, η αξονική τομογραφία καθώς και ενδοσκοπικές μέθοδοι.
-
Γεννητικά όργανα
Γεννητικά όργανα θεωρούνται τα μέρη του σώματος που συντάσουν το σύστημα αναπαραγωγής ενός σύνθετου οργανισμού. Χωρίζονται σε εσωτερικά και εξωτερικά, ανάλογα με τη θέση τους εντός ή εκτός του σώματος, αν έρχονται δηλαδή σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον ή όχι.
Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα του άνδρα είναι το πέος και το όσχεο (ο θύλακας των όρχεων) και τα εσωτερικά οι όρχεις, η επιδιδυμίδα, ο σπερματικός πόρος και ο προστάτης. Της γυναίκας εξωτερικό γεννητικό όργανο είναι το αιδοίο και εσωτερικά ο κόλπος, η μήτρα, οι ωοθήκες και οι σάλπιγγες.
-
Δέρμα
Το δέρμα καλύπτει τον ανθρώπινο οργανισμό και είναι το μέρος του σώματος που έρχεται σε άμεση επαφή με το περιβάλλον.
Δομή
Αποτελείται από την επιδερμίδα με τα εξαρτήματά της και το χόριο με το υποδόριο λίπος.
Τα εξαρτήματα της επιδερμίδας περιλαμβάνουν τους σμηγματογόνους , τους αποκρινείς και τους ιδρωτοποιούς αδένες, τις τρίχες και τους όνυχες. Το χόριο σχηματίζεται από δίκτυο κολλαγόνων ινών και τη βασική ουσία. Το χόριο στηρίζει την επιδερμίδα και περιλαμβάνει τα αιμοφόρα αγγεία και τα νεύρα του δέρματος.
Ιδιότητες
Λόγω του ότι το δέρμα έρχεται σε άμεση επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, διαθέτει ορισμένες ιδιότητες, απαραίτητες για την επιβίωση του ατόμου. Είναι αδιαπέραστο από μικροοργανισμούς και χημικές ουσίες, δεν επιτρέπει την προς τα έξω απώλεια υγρών και προστατεύει δια της χρωστικής του ουσίας (η μελανίνη που βρίσκεται στα μελανοκύτταρα) από τη βλαπτική δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Το δέρμα αποτελεί έναν εξωτερικό μη ειδικό μηχανισμό άμυνας.
Επιπλέον, η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω του δέρματος με τα πολλά αιμοφοόρα αγγεία και την εξάτμιση του ιδρώτα. Επίσης, το δέρμα συμμετέχει στην παραγωγή της βιταμίνης D και στις μεταβολικές επεξεργασίες ορισμένων ορμονών από τις οποίες εξαρτώνται τα δευτερογενή χαρατηριστικά του φύλου.
Βιβλιογραφία
* Αραπάκης, "Κλινική σημειολογία και διαγνωστική", (c) 2006, ΓΙ Αραπάκης, ISBN 960-7795-03-2
-
Ομφαλός
Η χρυσή τομή. Ο ομφαλός βρίσκεται σε ύψος 62% του συνολικού μήκους του ανθρώπινου σώματος.
Ο ομφαλός ή αφαλός είναι ένα σημάδι στην κοιλιά, που προκαλεί ο ομφάλιος λώρος στο νεογέννητο μωρό όταν επουλώνει μετά την γέννηση.
Όλα τα placental θηλαστικά έχουν έναν ομφαλό. Ενώ στους ανθρώπους είναι αρκετά ευδιάκριτος, στα περισσότερα θηλαστικά εμφανίζεται μόνο ως λεπτή άτριχη γραμμή. Στους ανθρώπους, το σημάδι μπορεί να εμφανιστεί ως βαθούλωμα ή ως προεξοχή. Αν και μπορούν να χωριστούν σε αυτές τις δύο κατηγορίες, οι ομφαλοί των ανθρώπων ποικίλλουν πάρα πολύ ως προς το μέγεθος, την μορφή, το βάθος ή το μήκος και γενικά την όλη εμφάνισή του.
Η ανθρώπινη ανατομία
Ο αφαλός είναι ένα σημαντικό σημείο ορόσημο στην κοιλία δεδομένου ότι η θέση του είναι σχετικά ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Το δέρμα γύρω από τον αφαλό συνδέεται με το δέκατο θωρακικό νωτιαίο νεύρο. Η θέση του αφαλού βρίσκεται στο ύψος μεταξύ των σπονδύλων L3 και L4. Αιτία για τον σχηματισμό ενός εξέχοντος ομφαλού είναι πρόσθετο δέρμα που απέμεινε από τον ομφάλιο λώρο.
Ο ομφαλός επίσης χωρίζει οπτικά την επιφάνεια της κοιλιάς στα τεταρτημόρια. Ο ομφαλός βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου που εσωκλείνει τον άνθρωπο στον πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
-
Επινεφρίδια
Το επινεφρίδιο, (adrenal glad), είναι ένα ενδοκρινικό όργανο που αποτελείται από ένα "μυελό", στο κεντρικό του τμήμα, που εκκρίνει αδρεναλίνη (συνώνυμη της επινεφρίνης) και νοραδρεναλίνη, (συνώνυμη της νορεπινεφρίνης), και ένα "φλοιό", στο εξωτερικό του τμήμα ή ζώνη, που εκκρίνει ορμόνες τις λεγόμενες ορμόνες φλοιού επινεφριδίων. Τα δύο αυτά τμήματα φέρονται στα μεν θηλαστικά να συνδέονται στενά ενώ σε άλλα σπονδυλωτά να φέρονται χωριστά, όπως π.χ. στα ψάρια. Η δραστηριότητα του "μυελού" του επινεφριδίου ελέγχεται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ενώ εκείνη του "φλοιού" από τη κορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH) ή φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση. Στα θηλαστικά υφίστανται δύο επινεφρίδια, πλην όμως υπάρχουν και σπονδυλωτά που έχουν περισσότερα από δύο.
Στον άνθρωπο τα επινεφρίδια είναι δύο ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται στο οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, στον άνω πόλο του σύστοιχου νεφρού και κάτω από το διάφραγμα. Όπως κάθε ενδοκρινής αδένας, εκκρίνει ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος.
Κάθε αδένας φυσιολογικά ζυγίζει περίπου 7-8 γραμμάρια, έχει πολλά αγγεία να καταλήγουν σε αυτόν και αποτελείται από φλοιώδη μοίρα, εξωτερικά, και μυελώδη μοίρα, εσωτερικά. Και οι δύο περιοχές έχουν πλούσια αιμάτωση από ένα, ακτινωτά προσανατολισμένο πλέγμα αγγείων. Το αίμα παροχετεύεται από το φλοιό στο μυελό, κάτι που εξασφαλίζει στο μυελό μεγάλη ποσότητα κορτιζόλης, η οποία διεγείρει το ένζυμο που μετατρέπει αρχικά τη νοραδρεναλίνη ή (συνων.) νορεπινεφρίνη σε αδρεναλίνη ή (συνών.) επινεφρίνη.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Φλοιώδης μοίρα
* 2 Μυελώδης μοίρα
* 3 Δείτε επίσης
* 4 Βιβλιογραφία
Φλοιώδης μοίρα
Ο φλοιός των επινεφριδίων παράγει πάνω από δύο δωδεκάδες στεροειδείς ορμόνες και, δομικά, χωρίζεται σε τρεις ξεχωριστές περιοχές:
* Μια εξωτερική σπειροειδή ζώνη, που παράγει αλατοκορτικοειδή (κυρίως αλδοστερόνη)
* Μια μέση στηλιδωτή ζώνη, που παράγει γλυκοκορτικοειδή (κυρίως κορτιζόλη, κορτικοστερόνη και κορτιζόνη)
* Μια εσωτερική δικτυωτή ζώνη, που παράγει ανδρογόνα
Όλες οι επινεφριδιακές στεροειδείς ορμόνες, προέρχονται από τη χοληστερόλη.
Μυελώδης μοίρα
Ο μυελός των επινεφριδίων καταλαμβάνει το κέντρο του αδένα και παράγει επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη. Το 70-80% των εκκρίσεων του μυελού είναι επινεφρίνη.
[Επεξεργασία] Δείτε επίσης
* Επινεφρίνη
* Κορτιζόλη
* Παθήσεις επινεφριδίων: Φαιοχρωμοκύττωμα
Βιβλιογραφία
* Snell R., "Κλινική ανατομική", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
* Hansen J. & Koeppen B., "Φυσιολογία του ανθρώπου - Netter", εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2004.
-
Γλώσσα
Η γλώσσα αποτελεί μυώδες όργανο το οποίο καλύπτεται από βλεννογόνο για τη μεταφορά της προσλαμβανόμενης τροφής. Βοηθά στη μάσηση και στην κατάποση και περιέχει αισθητήρια όργανα για τη γεύση. Εκτός αυτού, η γλώσσα παίζει σμαντικό ρόλο στην άρθρωση των λέξεων κατά την ομιλία.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
* 1 Ανατομικά χαρακτηριστικά
o 1.1 Στοματικό μέρος
o 1.2 Φαρυγγικό μέρος
* 2 Ιστολογικά χαρακτηριστικά
* 3 Μυική κατασκευή
* 4 Νεύρωση
* 5 Αμάτωση
* 6 Βιβλιογραφία
Ανατομικά χαρακτηριστικά
Η γλώσσα αποτελείται από τρία μέρη, τη ρίζα, το σώμα και την κορυφή. Η κορυφή και το σώμα βρίσκονται στην ιδίως στοματική κοιλότητα ενώ η ρίζα προσφύεται κυρίως στο έδαφος του στόματος. Το ανώ τμήμα της γλώσσας που ονομάζεται ράχη χωρίζεται από την τελική αύλακα σε πρόσθιο στοματικό και οπίσθιο φαρυγγικό μέρος. Η κορυφή της γωνίας της τελικής αύλακας βρίσκεται προς τα πίσω ενώ οι δύο πλευρές της απόκλίνουν προς τα εμπρός. Το στοματικό μέρος αποτελεί τα δύο τρίτα ενω το φαρυγγικό το υπόλοιπο ένα τρίτο. Στην κορυφή της γωνίας της τελικής αύλακας βρίσκεται ένα μικρό εντύπωμα, το τυφλό τρήμα της γλώσσας το οπίο αποτελεί υπόλειμμα του εμβρυικού θυρεογλωσσικού πόρου.
Στοματικό μέρος
Εμφανίζει μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Προσφύεται χαλαρά στο έδαφος του στόματος με το χαλινό της γλώσσας. Σε κάθε πλευρά του χαλινού βρίσκεται η εν τω βάθει γλωσσική φλέβα, ορατή σην πορεία της από την κορυφή της γλώσσας προς τα πίσω. Στη ράχη του στοματικού μέρους βρίσκεται η μέση γλωσσική αύλακα, η οποία δε φαίνεται σε ορισμένα άτομα και παριστά τη θέση συνένωσης των πλάγιων γλωσσικών φυμάτων κατά την εμβρυική ανάπτυξη.
Φαρυγγικό μέρος
Βρίσκεται πίσω από την τελική αύλακα. Η επισκόπησή του δεν είναι εύκολη χωρίς τη βοήθεια ειδικού καθρέπτη. Ο βλεννογόνος στην περιοχή αυτή δε έχει θηλές, εντούτοις τα υποκείμενα λεμφιζίδια δίνουν στην επιφάνεια της γλώσσας εμφάνιση σαν πλακόστρωτο. Τα λεμφιζίδια αυτά αποτελούν στο σύνολό τους τη γλωσσική αμυγδαλή
Ιστολογικά χαρακτηριστικά
Η γλώσσα καλύπτεται από πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο κατά τόπους κερατινοποιημένο στη ραχιαία επιφάνεια. Στο στοματικό μέρος της ραχιαίας επιφάνειας υπάρχουν προσεκβολές του βλεννογόνου που ονομάζονται θηλές. Οι θηλές ανάλογα με το σχήμα τους διακρίνονται σε τριχοειδείς, μυκητοειδείς, περιχαρακωμένες και φυλλοειδείς.
* Οι τριχοειδείς θηλές είναι πολυάριθμες και διατάσσονται σε σειρές παράλληλες προς την τελική αύλακα.Η τραχύτητά τους διευκολύνει τη διαδικασία του γλειψίματος ημίρρευστων τροφών. Περιέχουν κεντρομόλες νευρικές απολήξεις ευαίσθητες στην αφή.
* Οι μυκητοειδείς θηλές είναι μικρές και λιγότερες και έχουν σχήμα μανιταριού.Βρίσκονται διάσπαρτες μεταξύ των τριχοειδών θηλών και αναγνωρίζονται απότην εμφάνισή τους που μοιάζει με ερυθρωπές κηλίδες. Φέρουν γευστικές κάλυκες στη ραχιαία όψη τους.
* Οι περιχαρακωμένες θηλές είναι οι μεγαλύτερες με διάμετρο 1-2 mm. Βρίσκονται ακριβώς μπροστά από την τελική αύλκα και μοιάζουν με κλειστούς, βραχείς κυλίνδρους βυθισμένους στο βλεννογόνο. Περιβάλλονται από μια βαθιά κυκλική αύλακα που λέγεται τάφρος, στα τοιχώματα της οποίας διατάσσονται πασσαλοειδώς γευστικές κάλυκες, που είναι υποδοχείς των γευστικών ερεθισμάτων.
* Οι φυλλοειδείς θηλές μοιάζουν με επιμήκεις αύακες στις πλάγιες επιφάνειες της γλώσσας κοντά στο οπίσθιο τμήμα των δύο πρώτων τριτημορίων. Στον άνθρωπο οι γευστικές κάλυκες εκφύλίζονται σε πολύ μικρή ηλικία.
Μυική κατασκευή
Οι μύες της γλώσσας χωρίζονται σε αυτόχθονες και ετερόχθονες. Οι αυτόχθονες μύες σχηματίζουν το κυρίως σώμα της γλώσσας και και αποτελούν μάζες διαπλεκόμενων δεσμίδων μυικών ινών μεταξύ των οποίων υπάρχουν διάσπαρτοι οροεκκριτικοί και οροβλεννοεκκριτικοί αδένες.Οι ίνες αυτές κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις και κυριότερος ρόλος τους είναι να αλλάζουν τη μορφή και το μέγεθος του οργάνου.Από τους ετερόχθονες μυς, σημαντικότερος και πιο ισχυρός είναι ο γενειογλωσσικός μυς, ο οποίος ξεκινά από το μέσο της κάτω γνάθου, πλαταίνει καθώς εισέρχρται στη γλώσσα από κάτ και οι ίνες του προσφύονται σε όλη τη ράχη της γλώσσας. Άλλοι ετερόχθονες μύες είναι οι: υογλωσσικός, βελονογλωσσικός και γλωσσοϋπερώιος.
Νεύρωση
* Κινητική: Υπγλώσσιο νεύρο
* Αισθητική: Προσωπικό νεύρο, τρίδυμο νεύρο, γλωσσοφαρυγγικό νεύρο, πνευμονογαστρικό νεύρο
Αμάτωση
Η αρτηριακή παροχή γίνεται κυρίως από τη γλωσσική αρτηρία. Η φλεβική αιμάτωση προέρχεται από τις δύο γλωσσικές φλέβες που σνοδεύουν την παραπάνω αρτηρία.
Βιβλιογραφία
1. Faller, The Human Body, Thieme 2004, σελ 392-3
2. Moore, Κλινική Ανατομία, τόμος ΙΙ Ιατρικές εκδόσεις Πασχαλίδη, 1998, σελ 828-35
3. Leslie P. Gartner, James L Hiatt, Eγχειρίδιο ιστολογίας, τρίτη έκδοση, επιστημονικές εκδόσεις Παρισιάνου, 2001
-
Ευσταχιανή σάλπιγγα
Αυτί
12: Ευσταχιανή σάλπιγγα
Η ευσταχιανή σάλπιγγα είναι πόρος (σωλήνας), με τον οποίο συγκοινωνεί το μέσο αυτί με το ρινοφάρυγγα. Εχει δύο στόμια, από τα οποία το ένα συγκοινωνεί με το φάρυγγα και το δεύτερο με το μέσο αυτί. Κύριος ρόλος της ευσταχιανής σάλπιγγας είναι η προστασία του τυμπάνου.
Το όνομά της το οφείλει στον ιταλό γιατρό Ευστάχιο, ο οποίος την ανακάλυψε τον 16ο αιώνα.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
* 1 Θέση
* 2 Λειτουργία
o 2.1 Εξίσωση πίεσης
o 2.2 Παροχέτευση βλέννας
* 3 Διαταραχές
Θέση
Η ευσταχιανή σάλπιγγα εκτείνεται από το πρόσθιο τοίωμα του μέσου αυτιού στο πλευρικό τοίχωμα του ρινοφάρυγγα, περίπου στο ύψος της κάτω ρινικής κόγχης. Ένα τμήμα του σωλήνα (περίπου το 1/3) που είναι πιο κοντά στο μέσο αυτί είναι οστέϊνο. Το υπόλοιπο αποτελείται από χόνδρο και προκαλεί μια μικρή ανύψωση, το torus tubarius, στο σημείο του ρινοφάρυγγα όπου εκβάλλει.
Λειτουργία
Εξίσωση πίεσης
Κανονικά η ευσταχιανή σάλπιγγα είναι κλειστή και δεν επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ αυτιού και φάρυγγα, όμως μπορεί να ανοίξει για να περάσει μικρή ποσότητα αέρα και να εξισωθεί η πίεση μεταξύ του μέσου αυτιού και του περιβάλλοντος. Όταν αυτό συμβαίνει, ακούει κανείς ένα "ποπ" (όπως συμβαίνει για παράδειγμα όταν κάποιος βρίσκεται σε ένα αυτοκίνητο που μετακινείται από μεγάλο υψόμετρο σε μικρό ή αντίστροφα). Το χασμουρητό ή η κατάποση συστέλλουν τους μύες του λαιμού και προκαλούν το άνοιγμα της σάλπιγγας. Χωρίς την ευσταχιανή σάλπιγγα, ο αέρας δεν θα μπορούσε να περάσει στο μέσο αυτί, το οποίο θα απομονωνόταν από την ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα τη διαφορά πίεσης και την εύκολη καταστροφή του τυμπάνου.
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται με την ικανότητα της εκούσιας συστολής αυτών των μυών, αντίστοιχα με αυτούς που μπορούν να κουνούν τα αυτιά τους. Όταν αυτό συμβαίνει, ακούει κανείς τη φωνή του δυνατότερα. Το εκούσιο άνοιγμα της σάλπιγγας θεωρείται προτέρημα σε καταστάσεις όπου συμβαίνουν απότομες αλλαγές στην πίεση, όπως σε αεροπορικές πτήσεις ή μετακινήσεις σε ψηλά κτίρια. Περεταίρω ρύθμιση της πίεσης μπιρεί να γίνει με ένα μικρό άνοιγμα του σαγονιού. Η σάλπιγγα μπορεί επίσης να ανοίξει αν κάποιος κλείσει στόμα και μύτη και προσπαθήσει να φυσήξει. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως ακούγεται ένας μικρός ήχος και υπάρχει η αίσθηση του αέρα που περνά μέσα στη σάλπιγγα.
Παροχέτευση βλέννας
Η ευσταχιανή σάλπιγγα επιτρέπει επίσης στη βλέννα να φεύγει από το μέσο αυτί. Μολύνσεις των ανώτερων αεραγωγών ή αλλεργίες μπορούν να προκαλέσουν οίδημα (πρήξιμο) της σάλπιγγας, με συνέπεια να παγιδεύονται βακτήρια και να προκαλούνται μολύνσεις του αυτιού. Το οίδημα μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση ψευδοεφεδρίνης. Ο πόνος του αυτιού είναι πιο συχνός στα παιδιά γιατί σε αυτά η σάλπιγγα είναι πιο οριζόντια και στενή, κι έτσι η μετακίνηση υγρών είναι δυσκολότερη.
Διαταραχές
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται με την ευσταχιανή σάλπιγγα πολύ στενότερη από το φυσιολογικό. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε γενετικούς λόγους, είτε στην άσκηση πίεσης στο κεφάλι κατά τη γέννα. Αποτέλεσμα αυτής της ανωμαλίας είναι η συσσώρευση υπερβολικών ποσοστήτων βλέννας στο μέσο αυτί, κάτι που συχνά προκαλεί απώλεια της ακοής ως ένα βαθμό. Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως μέση ωτίτιδα.
Η κατάσταση αντιμετωπίζεται με την εισαγωγή μικρών σωλήνων (grommets) μέσω της τυμπανικής μεμβράνης. Έτσι η βλέννα μπορεί να ρεύσει έξω από το αυτί, και επιπλέον εξισορροπείται και η πίεση του αυτιού με αυτή του περιβάλλοντος. Σε μερικές τέτοιες περιπτώσεις μπορεί κάποιος να φυσήξει μικρές ποσότητες αέρα μέσω της σάλπιγγας προς τα έξω.
Μερικοί άνθρωποι υποφέρουν από μόνιμη διάνοιξη της ευσταχιανής σάλπιγγας (μια κατάσταση γνωστή με το όνομα τυμπανοπνευμονία), με αποτέλεσμα να ακούν ένα σπηλαιώδη ήχο της αναπνοής, του παλμού και της ομιλίας τους.
-
Ουροποιητικό σύστημα
Το ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπου αποτελείται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα. Σκοπός του συστήματος αυτού είναι η παραγωγή και η αποβολή των ούρων και μαζί μ' αυτά μιας σειράς άχρηστων συστατικών που παράγονται στον οργανισμό από τις καύσεις, καθώς και η διατήρηση του ισοζυγίου του νερού και των ηλεκτρολυτών στο ανθρώπινο σώμα.
Το κύριο όργανο του ουροποιητικού είναι ο νεφρός. Έχουμε δύο νεφρούς στο σώμα μας, έναν αριστερό κι ένα δεξιό που σκοπός τους είναι η παραγωγή των ούρων. Τα υπόλοιπα όργανα του συστήματος χρησιμεύουν στην αποβολή των ούρων και γι αυτό τα λέμε και αποχετευτικά όργανα του ουροποιητικού συστήματος.
Ακολουθεί ένα δοκίμιο λειτουργικής ανατομικής του ουροποιητικού συστήματος του ανθρώπου στο οποίο περιγράφεται η μορφολογία και η λειτουργία του συστήματος.
H καύση των λευκωμάτων στα κύτταρα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή αζωτούχων ουσιών οι οποίες είναι δηλητηριώδεις για τον οργανισμό. Έτσι, έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος απομάκρυνσης αυτών των ουσιών από το σώμα για να είναι δυνατή η φυσιολογική του λειτουργία. Tο ουροποιητικό σύστημα έχει σκοπό την παραγωγή και την αποβολή των ούρων και με αυτά την απομάκρυνση κυρίως των δηλητηριωδών καταλοίπων της καύσης των λευκωμάτων.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Εξέλιξη του ουροποιητικού
* 2 Μέρη του συστήματος
o 2.1 Νεφροί
+ 2.1.1 Κατασκευή του νεφρού
+ 2.1.2 Λειτουργία του νεφρώνα και παραγωγή των ούρων
+ 2.1.3 Νεφρικοί κάλυκες και νεφρική πύελος
o 2.2 Ουρητήρας
o 2.3 Ουροδόχος κύστη
o 2.4 Ουρήθρα
+ 2.4.1 Η γυναικεία ουρήθρα
+ 2.4.2 Η ανδρική ουρήθρα
Εξέλιξη του ουροποιητικού
H ιστορία της εξέλιξης του ουροποιητικού συστήματος των ζωντανών οργανισμών είναι τόσο μεγάλη όσο και ενδιαφέρουσα, και σχετίζεται με τις αλλαγές του περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν οι οργανισμοί αυτοί. Tα ψάρια και τα άλλα υδρόβια ζώα, επειδή ζούν σε υγρό περιβάλλον δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα αποβολής των αζωτούχων καταλοίπων. Στα είδη αυτά το τελικό προϊόν της καύσης των λευκωμάτων είναι η αμμωνία (γι' αυτό λέγονται αμμωνιοτελικά) που είναι ουσία ευδιάλυτη στο νερό, διαλύεται στο υγρό τους περιβάλλον κι απομακρύνεται από τα κύτταρα πολύ εύκολα και απλά.
Tα πρώτα ζώα που βγήκαν στη στεριά άρχισαν να αναπτύσσουν ένα μηχανισμό μετατροπής της αμμωνίας σε κάποια άλλη ουσία, επίσης ευδιάλυτη στο νερό, για να μπορούν να την απομακρύνουν απ' τον οργανισμό τους σε κατάσταση υδατικών διαλυμάτων. Mερικά από αυτά ζούσαν σε περιόδους ή σε τόπους που το νερό ήταν λιγοστό και έπρεπε να κάνουν μεγάλη οικονομία στα υγρά του οργανισμού τους. Eξελίχθηκε λοιπόν ο οργανισμός τους με τέτοιο τρόπο ώστε το τελικό προϊόν της καύσης των λευκωμάτων να είναι το ουρικό οξύ, μια κρυσταλλική ουσία που αποβάλλεται από το έντερο μαζί με τα κόπρανα, κάνοντας μεγάλη εξοικονόμηση νερού στον οργανισμό· τα ζώα αυτά είναι τα ουρικοτελικά, και είναι τα πτηνά και μερικά ερπετά και αμφίβια ζώα.
Tρίτη κατηγορία ζώων, στην οποία ανήκουν και τα θηλαστικά και ο άνθρωπος, ζουν σε περιβάλλον που δεν υπάρχει σοβαρή έλλειψη νερού, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να κάνουν οικονομία στα σωματικά υγρά τους και στο νερό· τα ζώα αυτά μετατρέπουν τα προϊόντα της καύσης των λευκωμάτων σε ουρία (η μετατροπή αυτή γίνεται στο ήπαρ) και λέγονται ουριοτελικά. H ουρία είναι ουσία ευδιάλυτη στο νερό και μεγάλες ποσότητές της μπορούν να διαλυθούν σε μικρές ποσότητες νερού.
Tα ζώα αυτά λοιπόν διαμόρφωσαν ένα ουροποιητικό σύστημα που μπορεί να "φιλτράρει" το αίμα όπου περιέχεται η ουρία που παράγεται διαρκώς στο ήπαρ. Tο "φιλτράρισμα" αυτό παρασέρνει μεγάλες ποσότητες νερού που περιέχουν την ουρία, αλλά και διάφορα άλλα συστατικά του αίματος χρήσιμα στον οργανισμό, όπως ζάχαρο και λευκώματα. Tο ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπου είναι σε θέση να επαναρροφά το περισσότερο νερό μαζί με τα χρήσιμα συστατικά και να τα επιστρέφει στην κυκλοφορία, ενώ αφήνει την ουρία κι άλλα άχρηστα συστατικά διαλυμένα σε μικρά ποσά νερού μέσα σε χώρους ειδικούς, απομονωμένους από την κυκλοφορία· από εκεί παίρνει πίσω λίγο ακόμη νερό κι ό,τι απομένει (τα ούρα) το αποβάλλει από το σώμα.
Μέρη του συστήματος
Στο ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπου διακρίνουμε δύο οργανικές ενότητες: τα όργανα παραγωγής των ούρων, που είναι οι νεφροί, και τα όργανα αποχέτευσης των ούρων, που είναι οι νεφρικοί κάλυκες, η νεφρική πύελος, οι ουρητήρες, η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα.
Όλα τα όργανα του ουροποιητικού συστήματος είναι εξωπεριτοναϊκά. Oι νεφροί με τους νεφρικούς κάλυκες και τη νεφρική πύελο (μία για κάθε νεφρό) και οι ουρητήρες (ένας από κάθε νεφρό), βρίσκονται στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα. Oι τελικές μοίρες των ουρητήρων κατεβαίνουν στη μικρή πύελο και καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη στον υποπεριτοναϊκό χώρο.
H ουρήθρα είναι διαφορετική στους άνδρες και στις γυναίκες και βρίσκεται στα έξω γεννητικά τους όργανα.
Νεφροί
Eίναι δύο, ένας αριστερός και ένας δεξιός. Έχουν σχήμα φασολιού, βρίσκονται στα πλάγια της σπονδυλικής στήλης, στο ύψος των Θ12 - O3 σπονδύλων και στηρίζονται στους μεγάλους ψοΐτες μύες, στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα. Δέν είναι τελείως κατακόρυφοι αλλά οι επιμήκεις άξονές τους συγκλίνουν προς τα επάνω. Έχουν μήκος 11-12 cm, πλάτος 6-7 cm και πάχος 3-4 cm. Tο βάρος τους είναι περίπου 150 γρ.
O δεξιός νεφρός βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από τον αριστερό γιατί πιέζεται από το ήπαρ το οποίο βρίσκεται ακριβώς από επάνω του. Στον κάθε νεφρό διακρίνουμε μια πρόσθια και μια οπίσθια επιφάνεια που είναι υπόκυρτες, ένα έξω χείλος που είναι κυρτό και ένα έσω που είναι κοίλο, έναν άνω κι έναν κάτω πόλο. Στον άνω πόλο του κάθε νεφρού βρίσκεται το σύστοιχο επινεφρίδιο (σημαντικότατος ενδοκρινής αδένας). Στο έσω χείλος του νεφρού υπάρχει μια βαθειά σχισμή, η πύλη του νεφρού, που οδηγεί σε ένα άνοιγμα στο εσωτερικό του οργάνου το οποίο λέγεται νεφρική κοιλία. Στη νεφρική κοιλία βρίσκεται η νεφρική πύελος. Aπό την πύλη του νεφρού μπαίνει η νεφρική αρτηρία (κλάδος της κοιλιακής αορτής) και βγαίνουν η νεφρική φλέβα, τα λεμφαγγεία του νεφρού και η νεφρική πύελος με τον ουρητήρα.
O νεφρός στηρίζεται (κρέμεται) από τα αγγεία του και από μια ινώδη μεμβράνη, την θήκη του νεφρού ή νεφρική περιτονία, η οποία τον περιβάλλει σαν τσέπη ανοιχτή στο κάτω της μέρος και, συμφυόμενη με το περιτόναιο εμπρός και με τις περιτονίες των μυών του οπίσθιου κοιλιακού τοιχώματος πίσω, τον καθηλώνει στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα. O ίδιος ο νεφρός περιβάλλεται από έναν ινώδη χιτώνα που κι αυτός συμφύεται με τη θήκη. Mεταξύ θήκης και ινώδη χιτώνα υπάρχει το περινεφρικό λίπος που σχηματίζει μια αρκετά παχειά κάψα γύρω από το νεφρό και συμβάλλει στη στήριξη και στην προστασία του.
Oι σχέσεις των νεφρών με τα γύρω όργανα: α) O δεξιός νεφρός έχει επάνω και μπροστά του το ήπαρ, επάνω και πίσω το διάφραγμα, πίσω του το δεξιό μεγάλο ψοΐτη μυ, μπροστά, κάτω και έξω τη δεξιά κολική καμπή, μπροστά και έσω το δωδεκαδάκτυλο και απέναντι από το έσω χείλος του την κάτω κοίλη φλέβα. β) O αριστερός νεφρός επάνω και πίσω του έχει το διάφραγμα, πίσω του τον σύστοιχο μεγάλο ψοΐτη μυ, επάνω και έξω το σπλήνα, επάνω, έξω και εμπρός την αριστερή κολική καμπή, μπροστά του το πάγκρεας και απέναντι από το έσω χείλος του την αορτή.
Κατασκευή του νεφρού
Δομή του νεφρού
O νεφρός είναι ένα όργανο αποπλατυσμένο από εμπρός προς τα πίσω κι αν κάνουμε μια τομή που να περνά από τα χείλη του θα δούμε ότι κάτω από τον ινώδη χιτώνα έχει δύο ουσίες. Mια εξωτερική που λέγεται φλοιώδης και μια εσωτερική που λέγεται μυελώδης. H φλοιώδης έχει σκούρο καφεκόκκινο χρώμα, ενώ η μυελώδης είναι ανοιχτόχρωμη και αποτελείται από 8-12 πυραμιδοειδείς σχηματισμούς που ονομάζονται νεφρικές πυραμίδες κι έχουν τη βάση τους στραμμένη προς τη φλοιώδη ουσία και την κορυφή προς τη νεφρική κοιλία. Στην κορυφή κάθε νεφρικής πυραμίδας υπάρχει μια θηλή, γεμάτη μικρά σωληνάρια από τα οποία αναβλύζει το ούρο. Aπό τη βάση της πυραμίδας προβάλλουν ακτινωτά προς τη φλοιώδη ουσία οι μυελώδεις ακτίνες και ανάμεσά τους προβάλλουν προεξοχές της φλοιώδους ουσίας, οι νεφρικοί στύλοι. H θηλή της νεφρικής πυραμίδας προβάλλει μέσα σ' έναν κυπελλοειδή σχηματισμό από ινώδη ιστό, το νεφρικό κάλυκα, όπου συλλέγονται τα ούρα που αναβλύζουν από τα σωληνάρια της θηλής. Όλοι οι κάλυκες εκβάλλουν με μίσχους στη νεφρική πύελο η οποία βρίσκεται στη νεφρική κοιλία. Aπό εκεί τα ούρα περνούν σ' έναν ινομυώδη σωλήνα, τον ουρητήρα , και μ' αυτόν μεταφέρονται στην ουροδόχο κύστη.
O νεφρός λειτουργεί σαν ένας πολυσύνθετος σωληνοειδής αδένας που τα σωληνάριά του παράγουν το ούρο. Aνατομική και λειτουργική μονάδα του νεφρού θεωρείται ο νεφρώνας, ο οποίος αποτελείται από το νεφρικό σωμάτιο και από το ουροφόρο σωληνάριο. H κατασκευή του νεφρώνα είναι σύμφυτη με τη λειτουργική του αποστολή και είναι πολύπλοκη. Eπειδή η λειτουργία του νεφρώνα στηρίζεται στην αγγείωση του νεφρού, θα αναφέρουμε μερικά γι' αυτήν πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή της μικροσκοπικής κατασκευής του νεφρώνα.
Αγγειακό δίκτυο του νεφρού.
Στο σχήμα φαίνεται πώς η νεφρική αρτηρία, που μπαίνει μέσα στο νεφρό από την πύλη, διακλαδίζεται σε μερικούς κλάδους που κατευθύνονται προς την περιφέρεια του οργάνου και δίνουν ευθείς κλάδους, τις μεσολόβιες αρτηρίες του νεφρού. Aυτές, περνώντας ανάμεσα από τους μίσχους των καλύκων, διακλαδίζονται σε μικρότερους κλάδους που έχουν σχήμα τόξου και γι' αυτό λέγονται τοξοειδείς αρτηρίες. Oι τοξοειδείς πηγαίνουν προς την περιφέρεια και δίνουν μικρούς κλάδους από τους οποίους προέρχονται λεπτότατα αρτηριακά στελέχη, τα προσαγωγά αρτηρίδια του νεφρικού σωματίου. Aυτά τροφοδοτούν το νεφρικό σωμάτιο με αρτηριακό αίμα που κυκλοφορεί μέσα σέ ένα λεπτότατο τριχοειδικό δίκτυο με πολλές σπείρες που ονομάζεται αγγειώδες σπείραμα ή θαυμάσιο δίκτυο. Tην ονομασία "θαυμάσιο" την πήρε γιατί αντιπροσωπεύει στο ανθρώπινο σώμα την τέλεια εναρμόνιση της ανατομικής κατασκευής με τη λειτουργική αποστολή.
Eπειδή το αίμα που φθάνει στο νεφρό από τη νεφρική αρτηρία αναγκάζεται να κυκλοφορήσει σε πολυδαίδαλα και πολύ λεπτά τριχοειδικά δίκτυα, η πίεσή του μέσα στα τριχοειδή αγγεία του θαυμασίου σπειράματος αυξάνεται πολύ, σύμφωνα με τις αρχές της υδροδυναμικής. Tούτο είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του νεφρικού σωματίου και την παραγωγή των ούρων, όπως θα δούμε παρακάτω.
O νεφρώνας, όπως είπαμε, αποτελείται από το νεφρικό σωμάτιο και το ουροφόρο σωληνάριο. Tο νεφρικό σωμάτιο μοιάζει με ένα ποτήρι του κονιάκ που έχει διπλά τοιχώματα και το "ποδαράκι" του είναι σωληνωτό κι επικοινωνεί με την ενδιάμεση κοιλότητα που σχηματίζεται απ' τα διπλά τοιχώματα. Tο μέρος αυτό του νεφρικού σωματίου ονομάζεται κάψα ή έλυτρο του Bowman και η ενδιάμεση κοιλότητά του ουροφόρα κοιλότητα. Στο εσωτερικό της κάψας περιέχεται το θαυμάσιο δίκτυο. Tο "ποδαράκι" της κάψας είναι η αρχή του ουροφόρου σωληναρίου, το οποίο δεν είναι ομοιόμορφο σε όλο του το μήκος· μετά το πρώτο ευθύ τμήμα του αρχίζει να ελίσσεται σε σπείρες και ονομάζεται εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο ή εσπειραμένο σωληνάριο α' τάξης. Στη συνέχεια μεταπίπτει σε μια αγκυλωτή μοίρα που ονομάζεται αγκύλη του Henle κι έχει ένα κατιόν κι ένα ανιόν σκέλος.
Παραπέρα, το ουροφόρο σωληνάριο γίνεται πάλι εσπειραμένο και στη θέση αυτή ονομάζεται άπω εσπειραμένο σωληνάριο ή εσπειραμένο σωληνάριο β' τάξης. Mετά τη δεύτερη σπειροειδή του πορεία γίνεται ξανά ευθύ κι ονομάζεται τελικό σωληνάριο. Tα τελικά σωληνάρια πολλών νεφρώνων καταλήγουν σε ένα φαρδύτερο σωληνάριο που λέγεται αθροιστικό και συλλέγει τα ούρα που έρχονται από πολλούς νεφρώνες με τα τελικά τους σωληνάρια.
Στο παρακάτω σχήμα απεικονίζεται το νεφρικό σωμάτιο με το θαυμάσιο δίκτυο.
ΣXHMATIKH ΠAPAΣTAΣH TOY NEΦPΩNA KAI TOY AΓΓEIAKOY TOY ΔIKTYOY
1: απαγωγό αρτηρίδιο 2: προσαγωγό αρτηρίδιο 3: κάψα του Bowman 4: εσπειραμένο σωληνάριο α' τάξης 5: τριχοειδικό δίκτυο του απαγωγού αρτηριδίου γύρω από την αγκύλη του Henle 6: εσπειραμένο σωληνάριο β'τάξης 7: τελικό σωληνάριο 8: τελικά σωληνάρια άλλων νεφρώνων 9: αθροιστικό σωληνάριο 10: αγκύλη του Henle. Στο προηγούμενο σχήμα φαίνεται ότι το απαγωγό αρτηρίδιο αναλύεται σε δυο επίσης αρτηριακά τριχοειδικά δίκτυα που φυσικά περιέχουν αίμα "αρτηριακό", αφού στο θαυμάσιο δίκτυο δεν υπάρχει απώλεια οξυγόνου. H υδροστατική πίεση του αίματος μέσα σ' αυτά τα τριχοειδικά δίκτυα είναι χαμηλή, όπως και στο απαγωγό αρτηρίδιο. Tα δίκτυα αυτά αγκαλιάζουν τα εσπειραμένα σωληνάρια και την αγκύλη του Henle και στη συνέχεια ενώνονται και σχηματίζουν ένα λεπτό φλεβικό στέλεχος που καταλήγει στην τοξοειδή φλέβα (αντίστοιχη της αρτηρίας).
Tο αίμα τώρα έχει γίνει φλεβικό γιατί στη δεύτερη διασπορά του στα τριχοειδικά δίκτυα δίνει οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά στα ανατομικά μόρια του νεφρού.
Λειτουργία του νεφρώνα και παραγωγή των ούρων
Η κάψα του Bowman με τη σπειραματική της συσκευή.
Στην πρώτη φάση το αίμα που έρχεται στο θαυμάσιο δίκτυο με ψηλή πίεση βρίσκει την απέναντί του ουροφόρα κοιλότητα της κάψας του Bowman να έχει χαμηλότερη πίεση. H διαφορά αυτή των πιέσεων στους δυο χώρους προκαλεί διήθηση (στράγγισμα) του αίματος, περίπου ανάλογα με εκείνο που γίνεται στις συσκευές του στραγγιχτού γαλλικού καφέ. (Bλέπε επόμενα σχήματα). Στη συσκευή του καφέ η δύναμη της βαρύτητας τραβά το νερό προς την κανάτα. Στο νεφρώνα το ρόλο της βαρύτητας παίζει η διαφορά των πιέσεων στους δύο χώρους, που πιέζει το αίμα προς την πλευρά της χαμηλότερης πίεσης, δηλαδή την ουροφόρα κοιλότητα. H ψηλή οσμωτική πίεση οφείλεται στις ουσίες που βρίσκονται διαλυμένες μέσα στο πρόουρο.
Στο πιο πάνω σχήμα απεικονίζεται η σπειραματική συσκευή της κάψας του Bowman και η ανάλογη λειτουργία της που έχει αποτέλεσμα τη διήθηση του αίματος. H φάση αυτή λέγεται σπειραματική διήθηση. Tο πρώτο διήθημα λέγεται πρόουρο.
O οργανισμός μέχρι στιγμής κατάφερε να απομακρύνει την ουρία που πέρασε διαλυμένη μέσα στο πρόουρο, αλλά μαζί μ' αυτήν έχασε σημαντικό όγκο νερού και διάφορα συστατικά που του είναι χρήσιμα (ζάχαρο, λεύκωμα κ.ά.). Tο νερό και τα συστατικά αυτά τα παίρνει πάλι πίσω με τη διαδικασία της επαναρρόφησης η οποία γίνεται στο ουροφόρο σωληνάριο.
Η κάψα του Bowman και το ουροφόρο σωληνάριο περιστοιχισμένο από τα φλεβικά τριχοειδή.
Tο πρόουρο, όπως είδαμε, βρίσκεται στο σωληνάριο υπό ψηλή πίεση, ενώ το αίμα στα τριχοειδικά δίκτυα του απαγωγού αρτηριδίου που περιβάλλουν το σωληνάριο υπό χαμηλή πίεση. H διαφορά της πίεσης τώρα σπρώχνει το διάλυμα προς τα τριχοειδή των δικτύων (μπλε χρώμα στο σχήμα). Tο διάλυμα που περνά όμως μέσα στα τριχοειδή δεν περιέχει την ουρία, η οποία αδυνατεί να περάσει την ειδική κατασκευή του τοιχώματος των τριχοειδών και του σωληναρίου· σ' αυτή τη θέση το τοίχωμα συγκρατεί την ουρία (διαλυμένη σε μια μικρή ποσότητα νερού) μέσα στον αυλό του ουροφόρου σωληναρίου, και επαναρροφά το μεγαλύτερο όγκο νερού από το πρόουρο μαζί με τα χρήσιμα συστατικά, αποδίδοντάς τα πάλι στην κυκλοφορία (μέσα στα τριχοειδή).
Στη φάση αυτή γίνεται και μια ανταλλαγή ηλεκτρολυτικών ιόντων μεταξύ πρόουρου και αίματος και έτσι, ταυτόχρονα με την παραγωγή των ούρων και την αποβολή της ουρίας, διατηρείται η ισορροπία των ηλεκτρολυτών και του όγκου των υγρών του σώματος.
Mετά την ολοκλήρωση της επαναρρόφησης τα ούρα περνούν στο τελικό σωληνάριο κι από εκεί στο αθροιστικό. Mικρές ποσότητες νερού επαναρροφώνται και σ' αυτά τα τμήματα του ουροφόρου σωληναρίου. Ό,τι απομένει περνά στη νεφρική θηλή και μετά στο νεφρικό κάλυκα ο οποίος είναι η αρχή της αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού συστήματος.
Kάθε νεφρός έχει περίπου ένα εκατομμύριο νεφρώνες αλλά δεν λειτουργούν διαρκώς όλοι, παρά μόνο οι μισοί· στη διάρκεια του 24 ώρου μπαίνουν σε λειτουργία όλοι οι νεφρώνες εκ περιτροπής.
Mε τα ούρα ο οργανισμός απομακρύνει και μερικές ουσίες που του είναι άχρηστες ή βλαβερές, όπως μεταβολικά κατάλοιπα φαρμάκων και τοξικών ουσιών. Kακή λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος συνεπάγεται σοβαρές διαταραχές του οργανισμού από τη συσσώρευση πολλών άχρηστων ουσιών στο αίμα.
Νεφρικοί κάλυκες και νεφρική πύελος
Aναφέρθηκε ήδη στην περιγραφή της κατασκευής του νεφρού ότι οι νεφρικές θηλές περιβάλλονται από κυπελοειδή ανατομικά μορφώματα από ινώδη ιστό, τους νεφρικούς κάλυκες, που με μίσχους συνδέονται με ένα ευρύτερο αθροιστικό χώρο ο οποίος βρίσκεται στη νεφρική κοιλία και ονομάζεται νεφρική πύελος.
H νεφρική πύελος είναι κατασκευασμένη από ινώδη ιστό και λίγες λείες μυϊκές ίνες, και καλύπτεται εσωτερικώς από βλεννογόνο που έχει μεταβατικό επιθήλιο. Mόλις η νεφρική πύελος βγει από την πύλη του νεφρού στρέφεται προς τα κάτω και μεταπίπτει σε έναν ινομυώδη σωλήνα, τον ουρητήρα.
Ουρητήρας
Οι ουρητήρες είναι δυο, ένας από κάθε νεφρό, και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην κύστη. Ο κάθε ουρητήρας έχει μήκος 25 - 30 cm και κατεβαίνει "έρποντας" στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα, επάνω στον ψοΐτη μυ, περνά στη συνέχεια στη λεκάνη, στρέφεται προς τα μέσα και εμπρός, διασταυρώνεται με τα λαγόνια αγγεία και καταλήγει στην ουροδόχο κύστη.
Σχηματική παράσταση της πορείας των ουρητήρων και της σχέσης των οργάνων του ουροποιητικού με τα μεγάλα αγγεία της κοιλιάς.
O ουρητήρας μπαίνει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης λοξά και η πορεία του μέσα στο τοίχωμά της σχηματίζει ένα ειδικό βαλβιδικό μηχανισμό που δεν επιτρέπει στα ούρα που έχουν περάσει μέσα στην ουροδόχο κύστη να επιστρέψουν στον ουρητήρα· τούτο συμβαίνει μόνο σε παθολογικές καταστάσεις, λέγεται κυστεοουρητηρική παλλινδρόμηση και είναι αιτία μικροβιακών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος (ουρολοιμώξεων).
Tο τοίχωμα του ουρητήρα αποτελείται από έναν εξωτερικό ινώδη χιτώνα, ένα μυϊκό χιτώνα αμέσως κάτω απ' τον ινώδη και προς το εσωτερικό του από το βλεννογόνο χιτώνα που έχει μεταβατικό επιθήλιο.
Tα ούρα παράγονται από τους νεφρούς διαρκώς και κατεβαίνουν από τη νεφρική πύελο και τους ουρητήρες κατά κύματα· η μεταφορά τους γίνεται με τη βαρύτητα αλλά και με περισταλτικά κύματα που κάνουν τα μυϊκά τοιχώματα αυτών των οργάνων. Συλλέγονται στην ουροδόχο κύστη, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η αποθήκη των ούρων, και αποβάλλονται με την ούρηση από την ουρήθρα.
Ουροδόχος κύστη
Eίναι ένα κοίλο μυώδες όργανο μεταβλητών διαστάσεων (ανάλογα με το βαθμό πλήρωσής της). Bρίσκεται στο έδαφος της μικρής πυέλου πίσω από την ηβική σύμφυση και μοιάζει με μπαλόνι. Eίναι υποπεριτοναϊκό όργανο και το επάνω μέρος της καλύπτεται από το περιτόναιο το οποίο την καθηλώνει στο έδαφος της πυέλου. Στηρίζεται και με διάφορους συνδέσμους που την συγκρατούν στο πρόσθιο τοίχωμα της κοιλιάς.
Eπάνω από την ουροδόχο κύστη βρίσκονται οι έλικες του ειλεού, πίσω της βρίσκονται στους άνδρες το ορθό και οι σπερματοδόχες λήκυθοι, και στις γυναίκες βρίσκεται η μήτρα. Kάτω από την ουροδόχο κύστη στις γυναίκες βρίσκεται ο κόλπος ενώ στους άνδρες ο προστάτης αδένας.
Σχηματική παράσταση της μέσης οβελιαίας τομής της γυναικείας πυέλου όπου απεικονίζονται οι σχέσεις των οργάνων με την ουροδόχο κύστη.
Στο εσωτερικό του οργάνου διακρίνουμε στο επάνω μέρος τον θόλο και κάτω το έδαφος. Στο έδαφος υπάρχει μια τρίγωνη περιοχή, με τη βάση προς τα πίσω και την κορυφή προς τα εμπρός, η οποία λέγεται κυστικό τρίγωνο. Στις κορυφές του κυστικού τριγώνου υπάρχουν στόμια· τα δύο πίσω είναι τα στόμια εισόδου των ουρητήρων και το πρόσθιο (της κορυφής του τριγώνου) είναι το στόμιο εξόδου της ουρήθρας. H επιφάνεια του κυστικού τριγώνου είναι πάντα λεία και ομαλή ενώ στο θόλο υπάρχουν πτυχές, όταν η κύστη είναι άδεια·' όταν γεμίσει, οι πτυχές αυτές εξαφανίζονται, καθώς το τοίχωμα της κύστης τεντώνει.
Tο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αποτελείται από έναν εξωτερικό λεπτό ινώδη ορογόνο χιτώνα, ένα μυϊκό χιτώνα από λείες μυϊκές ίνες, και τέλος, στο εσωτερικό, από τον βλεννογόνο που έχει μεταβατικό επιθήλιο. O μυϊκός χιτώνας σχηματίζει τον εξωστήρα μυ της κύστης ο οποίος, όταν συσπάται, εξωθεί τα περιεχόμενα ούρα προς την ουρήθρα.
Στο στόμιο εξόδου της ουρήθρας υπάρχει ένας σφιγκτηρικός μηχανισμός από λείες μυϊκές ίνες, του οποίου η λειτουργία είναι ακούσια. Ένας δεύτερος σφιγκτήρας από τους μύες του περινέου, περιφερικότερα από τον πρώτο, λειτουργεί με τη θέλησή μας.
Mπορούμε να κρατήσουμε τα ούρα στην κύστη μας μέχρι κάποιο όριο χωρίς πρόβλημα· όταν ο όγκος των ούρων που είναι μέσα στην ουροδόχο κύστη ξεπεράσει τα 400 cc η κύστη συσπάται κι αρχίζουμε να νιώθουμε ένα δυσάρεστο αίσθημα. Aν προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τα ούρα περισσότερο, το αίσθημα αυτό επιδεινώνεται και όταν ο όγκος των ούρων φθάσει τα 650-700 cc η κύστη συσπάται μόνη της, οι σφιγκτήρες χαλαρώνουν και προκαλείται αυτόματη ούρηση, ανεξάρτητη από η θέλησή μας, για λόγους προστασίας της ακεραιότητας της ουροδόχου κύστης.
Ουρήθρα
Η γυναικεία ουρήθρα
Eίναι ένας ινομυώδης σωλήνας, συνέχεια της ουροδόχου κύστης. Aποτελείται από ινώδη και μυϊκό χιτώνα, και έχει βλεννογόνο με μεταβατικό επιθήλιο. Tο μήκος της είναι βραχύ, περίπου 4 cm. Έρχεται λοξά προς τα εμπρός και κάτω και αφού περάσει τους μύες του περινέου εκβάλλει με το έξω στόμιό της κάτω από την κλειτορίδα, ανάμεσα στα μικρά χείλη του αιδοίου, εμπρός από την είσοδο του κόλπου. H ουρήθρα στην γυναίκα είναι αποκλειστικώς όργανο του ουροποιητικού και χρησιμεύει μόνο για την αποβολή των ούρων, σε αντίθεση με την ανδρική, που χρησιμοποιείται και για την εκσπερμάτωση.
Η ανδρική ουρήθρα
Η ανδρική ουρήθρα.
Mοιάζει με τη γυναικεία στην κατασκευή αλλά διαφέρει στο μήκος, την πορεία, τις σχέσεις και τη χρησιμότητα.
Έχει μήκος 18-20 cm. Bγαίνει από την ουροδόχο κύστη προς τα κάτω και περνά μέσα από τον προστάτη αδένα. H πρώτη της αυτή μοίρα λέγεται προστατική και δέχεται τις εκβολές των εκσπερματιστικών πόρων. Στη συνέχεια στρέφεται προς τα εμπρός και το τοίχωμά της γίνεται λεπτό· η μοίρα της αυτή λέγεται υμενώδης. Aκολουθεί η σηραγγώδης μοίρα (μέσα στο μέσο σηραγγώδες σώμα του πέους), η οποία είναι η μακρύτερη από όλες τις μοίρες και είναι εύκαμπτη, με ινομυώδες τοίχωμα. Kαταλήγει στη βάλανο του πέους, σε μια διευρυσμένη περιοχή που ονομάζεται σκαφοειδής βόθρος κι από εκεί εκβάλλει με το έξω στόμιό της στην κορυφή της βαλάνου.
-
Αορτή
Η αορτή είναι η πρώτη και κυριότερη αρτηρία του σώματος. Αποτελεί το βασικό κορμό από όπου ξεκινούν όλες οι αρτηρίες της μεγάλης κυκλοφορίας. Το ερυθρό, πλούσιο σε οξυγόνο αίμα, διοχετεύεται από την καρδιά σε ολόκληρο τον οργανισμό διαμέσου της αορτής.
Η αορτή εκφύεται από το αρτηριακό στόμιο της αριστερής κοιλίας της καρδιάς. Χωρίζεται από την αριστερή κοιλία με τις βαλβίδες, με τη βοήθεια των οποίων το αίμα, όταν εξακοντιστεί από την καρδιά στην αορτή, δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω. Μετά την έκφυσή της, η αορτή στρέφεται προς τα άνω. Το τμήμα αυτό λέγεται ανιούσα αορτή. Όταν φτάσει πίσω από το δεύτερο δεξιό πλευρικό χόνδρο, τότε κάμπτεται σε σχήμα τόξου. Το τμήμα αυτό λέγεται αορτικό τόξο. Μετά η αορτή κατέρχεται και σχηματίζει την κατιούσα αορτή. Κατευθύνεται προς τη μπροστινή επιφάνεια των σπονδύλων, οπότε το τμήμα αυτό λέγεται θωρακική αορτή. Τέλος, φτάνει στην κοιλία (κοιλιακή αορτή). Η ανιούσα αορτή μαζί με την πνευμονική αρτηρία βρίσκονται κλεισμένες στο περικάρδιο. Από την ανιούσα αορτή εκφύονται οι δυο στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς.
Συνηθισμένες παθήσεις της είναι: η αορτίτιδα, σοβαρή πάθηση της αορτής που οφείλεται συνήθως σε σύφιλη, η στένωση της αορτής, η ανεπάρκεια της αορτής κ.ά. Κατά την ανεπάρκεια, οι αορτικές βαλβίδες δεν κλείνουν καλά, με αποτέλεσμα το αίμα να επιστρέψει στην αριστερή κοιλία.
-
Μάτι
Το μάτι ή οφθαλμός είναι το οπτικό όργανο του ανθρώπου και άλλων ζωντανών οργανισμών. Μέσω αυτού λαμβάνονται τα οπτικά ερεθίσματα και γίνεται αντιληπτό το περιβάλλον.
Γενικά
Με τα μάτια του ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Είναι το κύριο όργανο που χρησιμοποιεί καθημερινά για να διεκπεραιώσει κάθε του επιθυμία. Πραγματικά, τα μάτια, μας βοηθούν να επιβιώσουμε και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν άμεση επικοινωνία με τον 'εξω-σωματικό' μας κόσμο.
Ακτινωτό σώμα
Σχηματικό διάγραμμα του ανθρώπινου ματιού
Το ακτινωτό σώμα (λατ. corpus ciliare) είναι κυκλικός ιστός μέσα στο μάτι, που αποτελείται από τον ακτινωτό μυ και τις ακτινωτές αποφύσεις.[1] Αποτελεί τμήμα του ραγοειδούς χιτώνα, του στρώματος του βολβού που τρέφει το μάτι μεταφέροντας θρεπτικές ουσίες. Υπάρχουν τρεις μοίρες (μέρη) του ακτινωτού μυός. Βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του ματιού, πίσω από την ίριδα και περιβάλλουν τον φακό. Συνδέονται με τον φακό μέσω ενός στρώματος συνδετικού ιστού που αποτελεί την Ζίννειο ζώνη, και είναι υπεύθυνες για τη μεταβολή του σχήματος του φακού προκειμένου το φως να εστιάζει σωστά στον αμφιβληστροειδή.
Όταν ο ακτινωτός μυς βρίσκεται σε χάλαση (δηλαδή χαλαρώνει), το πάχος του φακού μειώνεται, βελτιώνοντας έτσι την εστίαση στα μακρινά αντικείμενα. Όταν ο μυς συσπάται η καμπυλότητα και το πάχος του φακού αυξάνεται, κι έτσι το μάτι εστιάζει καλύτερα στα κοντινά αντικείμενα.
Το ακτινωτό σώμα έχει τρεις λειτουργίες: την προσαρμογή της εστίασης του ματιού, την έκκριση του υδατοειδούς υγρού και την συντήρηση του συνδετικού ιστού που συγκρατεί το φακό. Το υδατοειδές υγρό μεταφέρει θρεπτικές ουσίες στο φακό και τον κερατοειδή και απομακρύνει τις τοξίνες από αυτά τα τμήματα. Στο ακτινωτό σώμα δρουν πολλά φάρμακα κατά του γλαυκώματος, καθώς είναι υπέυθυνο για την έκκριση του υδατοειδούς· η μείωση της παραγωγής υδατοειδούς είναι ένας τρόπος να μειωθεί η ενδοφθάλμια πίεση.
Εξέλιξη του ματιού
Η ίριδα του ανθρώπινου ματιού.
Η εξέλιξη του ματιού έχει αποτελέσει αντικείμενο σημαντικών μελετών, μιας και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ομόλογου οργάνου, που διαθέτουν πάρα πολλά είδη. Η ανάπτυξη του ματιού θεωρείται από τους περισσότερους ειδικούς ότι είναι μονοφυλετική· δηλαδή, όλοι οι τύποι ματιών που υπάρχουν σήμερα, όση ποικιλία κι αν διαθέτουν, προήλθαν από ένα πρωτο-μάτι που πιστεύεται ότι εμφανίστηκε πριν από περίπου 540 εκατομμύρια χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας πιστεύεται ότι ολοκληρώθηκε μέσα σε μερικά μόνο εκατομμύρια χρόνια, καθώς ο πρώτος κυνηγός που απέκτησε πραγματική όραση θα πρέπει να πυροδότησε μια "κούρσα εξοπλισμών". Τα ζώα που αποτελούσαν τη λεία του και οι ανταγωνιστές κυνηγοί θα ήταν αναγκασμένοι να αναπτύξουν άμεσα παρόμοιες ή ανώτερες ικανότητες προκειμένου να επιβιώσουν. Έτσι, οι διάφοροι τύποι και υποτύποι ματιών εξελίχθηκαν παράλληλα.
Τα μάτια των διαφόρων ζώων δείχνουν προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της ζωής τους. Για παράδειγμα, τα αρπακτικά έχουν πολύ πιο οξεία όραση από τους ανθρώπους και μερικά μπορούν να δουν και στο υπεριώδες. Οι διαφορετικές μορφές των ματιών ανάμεσα στα σπονδυλωτά και τα μαλάκια είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παράλληλης εξέλιξης. Σε αυτά τα είδη έχουν υπάρξει στη φύση ενδιάμεσα στάδια σε λειτουργία στη φύση, πράγμα που δείχνει παραστατικά και τις πολλές μορφές και ιδιαιτερότητες που έχει η κατασκευή του ματιού. Στο μονοφυλετικό μοντέλο, αυτές οι διακυμάνσεις είναι λιγότερο έντονες στα ασπόνδυλα, όπως στους σύνθετους οφθαλμούς των αρθρόποδων, αλλά καθώς αυτά τα μάτια είναι πιο απλά στην κατασκευή τους, τα ενδιάμεσα στάδια υπήρξαν πιο λίγα.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Γενικά
* 2 Στάδια της εξέλιξης του ματιού
o 2.1 Σχηματισμός
o 2.2 Ανάπτυξη του φακού και διαφοροποίηση
o 2.3 Άλλες εξελίξεις
* 3 Δημιουργισμός και ευφυής σχεδιασμός
* 4 Παραπομπές
Γενικά
Το ερώτημα του πώς ένα περίπλοκο όργανο όπως το μάτι μπορεί να έχει προκύψει από εξελικτική διαδικασία ήταν ένα δύσκολο πρόβλημα για τη θεωρία της εξέλιξης. Ο Δαρβίνος διαπραγματεύτηκε το ζήτημα της εξέλιξης του ματιού στο περίφημο βιβλίο του Η καταγωγή των ειδών:
Ανατομία του ματιού από τον Γιοχάνες Κέπλερ.
Το να υποθέσει κανείς ότι το μάτι, με όλους τους απαράμιλλους μηχανισμούς του για την προσαρμογή της εστίασης σε διάφορες αποστάσεις, για την εισδοχή διαφορετικών ποσοστήτων φωτός και για τη διόρθωση του σφαιρικού και του χρωματικού σφάλματος, θα μπορούσε να έχει σχηματιστεί μέσω φυσικής επιλογής, φαίνεται, μπορώ ελεύθερα να ομολογήσω, παράλογο στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Παρόλα αυτά η λογική μού λέει πως, αν διάφοροι βαθμοί περιπλοκότητας, από ένα τέλειο και σύνθετο μάτι έως ένα πολύ ατελές και απλό, που το καθένα είναι χρήσιμο στον κατοχό του, αποδειχτεί πως υπάρχουν· αν, επιπλέον, το μάτι αλλάζει έστω και ελάχιστα, και οι αλλαγές κληρονομούνται, πράγμα που βεβαίως ισχύει· και αν κάθε αλλαγή ή μετατροπή στο όργανο είναι χρήσιμη σε κάποιο ζώο μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής, τότε η δυσκολία του να πιστέψουμε ότι ένα τέλειο και σύνθετο μάτι μπορεί να έχει σχηματιστεί μέσω φυσικής επιλογής, αν και πράγμα ασύλληπτο από τη φαντασία μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματική.[1]
Ο Δαρβίνος είχε μια μερική εξήγηση, πολύ σύντομη και πολύ ατελή σύμφωνα με τον ίδιο, που παρόλα αυτά έδειξε το δρόμο για τις μετέπειτα έρευνες:
Στα Articulata μπορούμε να ξεκινήσουμε με ένα οπτικό νεύρο απλά καλυμμένο με χρωστική, και χωρίς κανέναν άλλο μηχανισμό· και από αυτό το κατώτερο στάδιο, πολυάριθμες μετατροπές στη δομή, που διακλαδίζονται σε δυο θεμελιακά διαφορετικές κατευθύνσεις, αποδεικνύεται πως υπάρχουν, μέχρι να φτάσουμε σε ένα σχετικά υψηλό βαθμό τελειοποίησης. Σε ορισμένα οστρακόδερμα, για παράδειγμα, υπάρχει ένας διπλός κερατοειδής, με τον εσωτερικό κερατοειδή να διαθέτει έδρες, σε κάθε μια από τις οποίες υπάρχει μια προεξοχή σχήματος φακού. Σε άλλα οστρακόδερμα οι διάφανοι κώνοι που καλύπτονται από χρωστική, και που δρουν κανονικά αποκλείοντας απλώς τις πλευρικές ακτίνες του φωτός, είναι κυρτοί στην πάνω επιφάνειά τους και πρέπει να δρουν μέσω της σύγκλισης· και στο κάτω μέρος τους φαίνεται να υπάρχει μια ατελής υαλώδης ουσία. Με αυτά τα στοιχεία, που εδώ δίνονται πάρα πολύ σύντομα και με τρόπο ατελή, που δείχνουν ότι υπάρχει μια μεγάλη διαβαθμισμένη ποικιλία στα μάτια των οστρακόδερμων που ζουν ζήμερα, και έχοντας κατά νου πόσο μικρός είναι ο αριθμός των ζώων που υπάρχουν σήμερα σε σχέση με αυτά που έχουν εξαφανιστεί, δεν μπορώ να συναντήσω καμία πολύ μεγάλη δυσκολία (όχι μεγαλύτερη από αυτή που υπάρχει για πολλές άλλες δομές) στο να πιστέψω ότι η φυσική επιλογή έχει μετατρέψει τον απλό μηχανισμό ενός οπτικού νεύρου απλά καλυμμένου με χρωστική και διαφανή μεμβράνη, σε έναν οπτικό μηχανισμό τέλειο σαν και αυτούς που υπάρχουν σε κάθε μέλος της μεγάλης ομοταξίας των Articulata.
Η κοινή προέλευση όλων των ματιών είναι σήμερα ευρέως αποδεκτή σαν γεγονός, με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των ματιών. Όλα τα φωτοευαίσθητα όργανα βασίζονται σε συστήματα φωτοϋποδοχέων που χρησιμοποιούν μια οικογένεια πρωτεϊνών που λέγονται οψίνες, οι οποίες με ανάλυση της δομής και της ακολουθίας τους αποδεικνύεται ότι εξελίχτηκαν ομόλγα από έναν κοινό πρόγονο. Μάλιστα, θεωρείται ότι οι επτά υπο-οικογένειες των οφινών υπήρχαν στον κοινό πρόγονο. Πρόσφατες ανακαλύψεις της γενετικής έδωσαν πολύτιμες αποδείξεις για τον κοινό πρόγονο των ματιών, καθώς το γονίδιο PAX6 αναγνωρίστηκε σαν αυτό που ελέγχει την παραγωγή των ματιών σε πολλά είδη, από τα ποντίκια έως τους ανθρώπους και τη δροσόφιλα.[2][3][4]
Έχει συχνά ειπωθεί ότι το μάτι είναι υπερβολικά περίπλοκο ώστε να έχει προκύψει από εξέλιξη μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια. Για να εξετάσουν εμπειρικά αυτό τον ισχυρισμό, οι Νταν-Έρικ Νίλσον και Σουζάν Πέλγκερ[5] έδειξαν ότι ένα πρωτόγονο οπτικό αισθητήριο όργανο θα μπορούσε να εξελίχτεί σε περίπλοκο μάτι μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα (λιγότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια) μέσω μικρών μεταλλάξεων και φυσικής επιλογής. Η εργασία αυτή δεν έχει εγείρει ενστάσεις στους επιστημονικούς κύκλους. Ο συγγραφέας Ντέιβιντ Μπερλίνσκι, υπέρμαχος του ευφυούς σχεδιασμού,[6] έχει ασκήσει δημόσια κριτική σε αυτά τα αποτελέσματα, αμφισβητώντας τη βάση των υπολογισμών.[7] Οι συγγραφείς της μελέτης και άλλοι επιστήμονες απάντησαν επισημαίνοντας σημεία που πιθανόν είχε παρεξηγήσει ο Μπερλίνσκι, προκαλώντας τον επίσης να υποβάλλει και αυτός μια δική του εργασία πάνω στο θέμα προς δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό.[8][9]
Στάδια της εξέλιξης του ματιού
Σχηματισμός
Στην Ευγλήνη, το στίγμα (2) είναι μια φωτοευαίσθητη περιοχή.
Η βασική μονάδα επεξεργασίας του φωτεινού σήματος που δέχεται το μάτι είναι ο φωτοϋποδοχέας, ένα εξειδικευμένο κύτταρο που αποτελείται από δυο μόρια μέσα σε μια μεμβράνη: την οψίνη, μια φωτοευαίσθητη πρωτεΐνη, που περιβάλλει την χρωμοφόρο, μια χρωστική που διακρίνει τα χρώματα. Όταν ένα φωτόνιο απορροφηθεί από τη χρωμοφόρο, μια χημική αντίδραση μετατρέπει την ενέργειά του σε ηλεκτρική ενέργεια και την αναμεταδίδει στο οπτικό νεύρο. Οι φωτοϋποδοχείς αποτελούν μέρος του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, ενος λεπτού στρώματος κυττάρων που κωδικοποιεί την οπτική πληροφορία σε ηλεκτρικό σήμα και την μεταδίδει στον εγκέφαλο.[10]
Είναι πιθανό ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα μάτια εντοπίζουν κυρίως ένα συγκεκριμένο, μικρό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, το ορατό φάσμα, είναι ότι τα πρώτα είδη που ανέπτυξαν μάτια ζούσαν στο νερό, και μόνο δυο συγκεκριμένα τμήματα του φάσματος μπορούν να διαδοθούν στο νερό, ένα από τα οποία είναι το ορατό. Η ίδια ιδιότητα του νερού, να δρα δηλαδή σαν φίλτρο στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία εκτός από συγκεκριμένα μήκη κύματος, επηρέασε και τη φωτοευαισθησία των φυτών.[11][12][13]
Ο αρχαίος πρόγονος του ματιού ήταν απλά μια κηλίδα πυκνή σε φωτοευαίσθητα κύτταρα, περίπου παρόμοια με τις περιοχές που αντιλαμβάνονται τη γεύση ή την οσμή. Τέτοια οργανίδια μπορούν να αντιληφθούν μόνο τη διάχυτη φωτεινότητα· μπορούν να διακρίνουν το φως απ' το σκοτάδι, αλλά δεν μπορούν να δουν σχήματα ή να καθορίσουν την κατεύθυνση απ' την οποία έρχεται το φως. Μερικοί οργανισμοί κάλυψαν την κηλίδα αυτή με διάφανα κύτταρα δέρματος για προστασία. Τέτοιες "κηλίδες" απαντώνται σχεδόν σε όλες τις μεγάλες οικογένειες ζώων, και είναι κοινές στα κατώτερα ασπόνδυλα, όπως στο μονοκύτταρο πρωτόζωο ευγλήνη. Το φωτοευαίσθητο οργανίδιο της ευγλήνης, που λέγεται στίγμα, βρίσκεται στο πίσω άκρο της, περιέχει κόκκινη χρωστική και επιτρέπει στον οργανισμό να στραφεί προς το φως, προκειμένου να κάνει ευκολότερα φωτοσύνθεση.[14][15]
Η πλανάρια, ένα μικρό θαλάσσιο σκουλίκι, έχει μάτια σε σχήμα κοιλότητας που μπορούν να αναγνωρίσουν τη διεύθυνση του φωτός.
Η φωτοευαίσθητη κηλίδα προοδευτικά βάθυνε και μεταβλήθηκε σε κοιλότητα, κάτι που αρχικά έδωσε τη δυνατότητα διάκρισης της κατεύθυνσης του φωτός, με όλο και μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα καθώς η κοιλότητα γινόταν πιο βαθιά. Ενώ οι επίπεδες φωτοευαίσθητες κηλίδες δεν μπορούσαν να καθορίσουν την κατεύθυνση του φωτός, από τη στιγμή που μια ακτίνα θα ενεργοποιούσε τους φωτοϋποδοχείς απ' όποια κατεύθυνση κι αν ερχόταν, η κοιλότητα επέτρεπε μια πολύ περιορισμένη διαφοροποίηση στο ερέθισμα βάσει της κατεύθυνσης του φωτός, καθώς φως από διαφορετική κατεύθυνση θα ενεργοποιούσε διαφορετική ομάδα κυττάρων. Τα "μάτια" αυτού του τύπου, που είχαν εμφανιστεί στη διάρκεια της Καμβρίου, υπήρχαν στα αρχαία σαλιγκάρια, και απαντώνται και σε μερικά ασπόνδυλα που ζουν και σήμερα, όπως στην πλανάρια. Η πλανάρια μπορεί να αισθανθεί την κατεύθυνση και την ένταση του φωτός χάρη στα κύτταρα του αμφιβληστροειδή της, που είναι πλούσια σε χρωστικές και βρίσκονται μέσα σε κοιλότητες, οι οποίες αποκλείουν την έκθεση των φωτοευαίσθητων κυττάρων σε φως εκτός από αυτό που έρχεται από το άνοιγμα της κοιλότητας, ευθεία μπρος τους. Όμως, αυτό το πρωτο-μάτι είναι πολύ πιο χρήσιμο για τον εντοπισμό της απουσίας ή της παρουσίας του φωτός παρά για τον καθορισμό της διεύθυνσής του· αυτή η δεύτερη ικανότητα αναπτύσσεται σταδιακά καθώς η κοιλότητα του ματιού βαθαίνει και ο αριθμός των φωτοϋποδοχέων μεγαλώνει, κάτι που επιτρέπει βελτίωση της ακρίβειας της οπτικής πληροφορίας.[14]
Τα μάτια του πρωτόγονου ναυτίλου λειτουργούν με τρόπο παρόμοιο της pinhole κάμερας.
Κατά τη διάρκεια της έκρηξης ζωής που σημειώθηκε κατά την Κάμβρια περίοδο, η ανάπτυξη του ματιού επιταχύνθηκε σημαντικά με ριζικές βελτιώσεις στην ικανότητα επεξεργασίας της εικόνας και του καθορισμού της διεύθυνσης του φωτός.[16] Καθώς ορισμένοι οργανισμοί ωφελήθηκαν από το δραματικό πλεονέκτημα που τους έδωσε η ανάπτυξη ενός "πλήρους" ματιού, άλλοι οργανισμοί αναγκάστηκαν να εξελίξουν όμοια ανεπτυγμένα μάτια προκειμένου να ανταγωνιστούν τους πρώτους. Σαν αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των μεγάλων εξελίξεων στη δομή του ματιού πιστεύεται ότι ολοκληρώθηκαν μέσα σε λίγα μόνο εκατομμύρια χρόνια. Στο βιβλίο In the Blink of an Eye ο Άντριου Πάρκερ υποστηρίζει ότι η εξέλιξη του ματιού ήταν ο καταλύτης για την Κάμβρια Έκρηξη.[17]
Το μάτι τύπου "κάμερας μικρής οπής" (pinhole camera eye) εμφανίστηκε καθώς η κηλίδα βάθυνε σε κοιλότητα και κατόπιν έγινε θάλαμος, με μια τρύπα στο μπροστινό μέρος απ' όπου έμπαινε το φως. Με τη σμίκρυνση της οπής, οι οργανισμοί πλέον είχαν πραγματική αναπαραγωγή της εικόνας του περιβάλλοντος, με αντίληψη της κατεύθυνσης έως και μερική διάκριση σχημάτων. Μάτια αυτού του τύπου διαθέτει σήμερα ο Ναυτίλος. Καθώς δεν έχουν κερατοειδή ή φακό, παρέχουν χαμηλή ανάλυση και θολή εικόνα, παρόλα αυτά όμως αποτελούν τεράστια βελτίωση σε σχέση με την αρχική φωτοευαίσθητη κηλίδα.[18]
Η ανάπτυξη διαφανών κυττάρων που κάλυπταν την οπή εμπόδισε τη μόλυνση και την εγκατάσταση παρασίτων. Τα περιεχόμενα του θαλάμου, διαχωρισμένα πια απ' το περιβάλλον, μπορούσαν να μεταβληθούν σε διάφανο σώμα, έτσι ώστε να βελτιωθεί το φιλτράρισμα του φωτός, να αυξηθεί ο δείκτης διάθλασης, να παρεμποδιστεί η απορρόφηση υπεριώδους ακτινοβολίας, και να δοθεί η δυνατότητα το μάτι να λειτουργεί τόσο μέσα όσο και έξω από το νερό. Το κάλυμμα της οπής μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να σχετίζεται με την έκδυση, το κέλυφος δηλαδή ή δέρμα του οργανισμού.
Ανάπτυξη του φακού και διαφοροποίηση
Το φως από ένα αντικείμενο εστιάζεται κάθε φορά σωστά αλλάζοντας την καμπυλότητα του φακού ανάλογα με την απόσταση του αντικειμένου.
Τα διάφανα κύτταρα πάνω από το άνοιγμα του ματιού διαχωρίστηκαν σε δυο στρώματα, ανάμεσα στα οποία κυκλοφορούσε υγρό. Το υγρό αρχικά εξυπηρετούσε την κυκλοφορία του οξυγόνου, των θρεπτικών ουσιών, των αποβλήτων και τις ανοσοποιητικές λειτουργίες, ενώ έδινε μεγαλύτερο πάχος στο κάλυμμα και μεγαλύτερη προστασία από μηχανικές καταπονήσεις. Επιπλέον, η εναλλαγή υγρού και στερεού μέσου στην πορεία του φωτός βελτιώνει την αίσθηση της όρασης, επιτρέποντας ευρύτερη γωνία παρατήρησης και μεγαλύτερη ανάλυση του ειδώλου. Και σε αυτή την περίπτωση ο διαχωρισμός των στρωμάτων μπορεί να προέκυψε με την αποβολή της έκδυσης· το ενδοκυττάριο υγρό μπορεί να γέμισε το κενό ανάμεσα στα δυο στρώματα, ανάλογα με το πάχος τους.
Σημειώνεται ότι αυτός ο σχηματισμός δεν έχει βρεθεί σε απολιθώματα, ούτε αναμένεται να βρεθεί. Η διαδικασία της απολίθωσης σπάνια διατηρεί τους μαλακούς ιστούς, και ακόμα και αν τους διατηρούσε ο διαχωρισμός μεταξύ των στρωμάτων θα καταργούνταν καθώς ο οργανισμός θα αφυδατωνόταν, ή η πίεση από τα υπερκείμενα ιζήματα θα ένωνε τα στρώματα, κι έτσι το απολιθωμένο μάτι θα φαινόταν να είναι στην προηγούμενη, πριν το διαχωρισμό, κατάσταση.
Ο σύνθετος οφθαλμός ενός Κριλλ (εφαυσεώδους).
Ο φακός στα μάτια των σπονδυλωτών αποτελείται από εξειδικευμένα επιθηλιακά κύτταρα, πλούσια στην πρωτεΐνη κρυσταλλίνη. Αυτό που καθιστά το φακό χρήσιμο είναι η μεταβολή του δείκτη διάθλασής του από το κέντρο στην περιφέρεια· αυτό πετυχαίνεται με τη μεταβολή στη συγκέντρωση κρυσταλλίνης ανάλογα με την απόσταση από το κέντρο του φακού. Δηλαδή, δεν είναι η παρουσία της πρωτεΐνης αλλά η σχετική της ακτινική κατανομή που κάνει το φακό χρήσιμο.[19]
Είναι δύσκολο, από βιολογικής άποψης, να διατηρηθεί διαφανές ένα στρώμα κυττάρων καθώς το μέγεθός του, άρα και το πάχος του, μεγαλώνει. Η απόθεση διαφανών, αλλά νεκρών υλικών, περιόρισε τις ανάγκες για προμήθεια θρεπτικών ουσιών και απομάκρυνση αποβλήτων. Στους τριλοβίτες, το υλικό αυτό ήταν o ασβεστίτης· στους ανθρώπους είναι η κρυσταλλίνη. Ένα κενό ανάμεσα σε στρώματα ιστών σχηματίζει φυσιολογικά έναν αμφίκυρτο χώρο, που είναι ιδεώδης για ουσίες με κανονικό δείκτη διάθλασης. Ένας αμφίκυρτος φακός χαρίζει όχι μόνο υψηλή ανάλυση, αλλά και τη δυνατότητα μεγαλύτερου ανοίγματος για το φως και δυνατότητα όρασης σε χαμηλό φωτισμό, καθώς η ανάλυση πλέον δεν έχει να κάνει με το μέγεθος της οπής· αυτή με τη σειρά της αυξάνει σιγά σιγά και πάλι το άνοιγμά της, καθώς δεν υπάρχουν πλέον προβλήματα κυκλοφορίας υγρών.
Ανεξάρτητα με αυτά, ένα διαφανές και ένα μη διαφανές στρώμα διαχωρίζονται μπροστά απ' το φακό: ένας ξεχωριστός κερατοειδής και μια ίριδα (αυτό μπορεί να συμβεί πριν ή μετά την απόθεση των κρυσταλλινών, ή και καθόλου). Ο διαχωρισμός του εμπρόσθιου στρώματος δημιουρεί ξανά έναν κενό χώρο, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το υδατοειδές υγρό. Αυτό αυξάνει τη διάθλαση και λύνει ακόμα περισσότερα προβλήματα κυκλοφορίας. Ο σχηματισμός ενός μη διαφανούς δακτυλίου επιτρέπει τη φιλοξενία περισσότερων αιμοφόρων αγγείων, καλύτερη κυκλοφορία και μεγαλύτερα μεγέθη ματιών. Η "κουρτίνα" αυτή γύρω από το φακό καλύπτει επίσης και τις οπτικές ανωμαλίες, που είναι συχνότερες στην περιφέρεια ενός φακού. Η ανάγκη να καλυφθούν οι ανωμαλίες του φακού αυξάνει όσο ο φακός καμπυλώνεται περισσότερο και γίνεται πιο ισχυρός, όσο αυξάνει το μέγεθος του φακού και του ματιού, καθώς και οι ανάγκες του οργανισμού για όραση σε χαμηλότερο φως, για κυνήγι ή για την επιβίωση. Αυτός ο τύπος είναι πλέον λειτουργικά πανομοιότυπος με τα μάτια των περισσότερων σπονδυλωτών, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων.
Άλλες εξελίξεις
Οι διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στο μάτι του ανθρώπου και του χταποδιού μαρτυρούν τόσο συγκλίνουσα εξέλιξη όσο και έναν κοινό πρόγονο στην Προκάμβριο.
Αναστροφή του αμφιβληστροειδούς- Ο αμφιβληστροειδής μπορεί να αναδιπλωθεί, σχηματίζοντας ένα διπλό στρώμα. Τα νεύρα και τα αιμοφόρα αγγεία μπορεί να βρεθούν στην εσωτερική πλευρά, έτσι ώστε να μη μπλοκάρουν το φως που πέφτει στον αμφιβληστροειδή. Αυτό συμβαίνει στα μάτια των κεφαλόποδων, όπως το χταπόδι. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν το φως πέφτει πρώτα στο στρώμα των νεύρων και κατόπιν στους φωτοϋποδοχείς, σχηματίζεται ένα τυφλό σημείο στο οπτικό πεδίο, όπως συμβαίνει στο μάτι του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Στα ζώα που ζουν τη νύχτα, όπως οι γάτες, πίσω από τον αμφιβληστροειδή σχηματίζεται ένα φωσφορλιζον υπόστρωμα, το tapetum lucidum, που αντανακλά πίσω στον αμφιβληστροειδή το φως που πέφτει στο πίσω μέρος του ματιού, κι έτσι η οπτική οξύτητα αυξάνεται με το δεύτερο πέρασμα. Ο γάτος, όντας κυνηγός, εξουδετερώνει το τυφλό σημείο με κινήσεις του κεφαλιού και των ματιών.
Έγχρωμη όραση- Η ικανότητα διάκρισης των χρωμάτων παρουσιάζει πλεονεκτήματα για διάφορα είδη, για λειτουργίες όπως η ανανγώριση των εσθρών, η επιλογή τροφής και το ζευγάρωμα. Καθώς τα κύτταρα των οψινών σιγά-σιγά ειδικεύτηκαν στην ανανγώριση διαφορετικών μηκών κύματος φωτός, σε κάποιο σημείο αναπτύχθηκε η έγχρωμη όραση, όταν οι φωτοϋποδοχείς ανέπτυξαν διάφορες χρωστικές.[10] Καθώς η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με τη χημεία και όχι με τη μηχανική του ματιού, θα μπορούσε να είχε συμβεί σε οποιοδήποτε πρώιμο στάδιο της εξέλιξης του ματιού, και η ικανότητα έγχρωμης όρασης μπορεί να εξαφανίστηκε και να επανήλθε καθώς οι οργανισμοί γίνονταν κυνηγοί ή θηράματα. Παρόμοια, η όραση σε συνθήκες υψηλού και χαμηλού φωτισμού (ημερήσια ή νυκτερινή) εμφανίστηκε όταν οι φωτοϋποδοχείς διαφοροποιήθηκαν σε ραβδία και κωνία, αντίστοιχα.
Μηχανισμός εστίασης-Σε κάποιο σημείο αναπτύχθηκε και ο μηχανισμός ενεργητικής εστίασης. Κάποια είδη μετακινούν το φακό εμπρός ή πίσω, ενώ άλλα αλλάζουν την καμπυλότητά του τεντώνοντας ή μαζεύοντάς τον. Σε άλλες περιπτώσεις η εστίαση ελέγχεται με χημικό τρόπο, μέσω της αλλαγής μεγέθους του ματιού έτσι ώστε να διατηρείται εστιασμένο το είδωλο. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού εστίασης δεν είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του ματιού, καθώς λείπει από πολλούς οργανισμούς, αλλά εμφανίστηκε σταδιακά καθώς τα είδη μεγάλωναν ή μετακινούνταν σε περιβάλλοντα με λιγότερο φως.
Δημιουργισμός και ευφυής σχεδιασμός
Το μάτι είναι γνωστό παράδειγμα μιας δομής με την ελάχιστη λειτουργική πολυπλοκότητα: επειδή αποτελείται από πολλά ευαίσθητα και συνεργαζόμενη τμήματα, που φαινομενικά βασίζονται το ένα πάνω στο άλλο για τη σωστή λειτουργία των μερών και του συνόλου, υποστηρίζεται συχνά ότι το μάτι δεν θα μπορούσε να είχε διαμορφωθεί μέσω σταδιακών εξελικτικών βελτιώσεων, μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής.
O Μάικλ Μπέχε (Michael Behe) χρησιμοποίησε το "πρόβλημα της εξέλιξης του ματιού" σαν απόδειξη για τον ευφυή σχεδιασμό της ζωής στο βιβλίο του Το Μαύρο Κουτί του Δαρβίνου, και ο ιστότοπος Απαντήσεις στη Γένεση (Answers in Genesis) που υποστηρίζει τον δημιουργισμό περιγράφει το μάτι σαν τη μεγαλύτερη πρόκληση προς τους εξελικτικούς βιολόγους, λόγω της φύσης του σαν παράδειγμα της ελάχιστης πολυπλοκότητας της δημιουργίας του Θεού.[20]
Το επιχείρημα πως το μάτι δεν θα μπορούσε να έχει προκύψει μέσω εξέλιξης συνδέεται συχνά με ερωτήματα όπως "σε τι θα χρησίμευε μισό μάτι;". Το επιχείρημα είναι ότι ένα ατελές μάτι θα ήταν εντελώς άχρηστο για την όραση, και επομένως το μάτι δεν μπορεί να έχει σχηματιστεί μέσω της σταδιακής, βήμα-προς-βήμα εξέλιξης που υποστηρίζεται από τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία. Όμως, αυτό το επιχείρημα αμφισβητείται έντονα από την ύπαρξη πληθώρας ατελών ματιών σε διάφορα είδη. Παρά τις ανεπάρκειές τους, τέτοια μάτια είναι πολύ πιο χρήσιμα σε σχέση με την παντελή έλλειψη όρασης στους οργανισμούς αυτούς. Υπάρχουν εκατομμύρια ειδών με μάτια πολύ πιο απλά από αυτά των ανθρώπων που παρ' όλα αυτά επιβιώνουν, και σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ πιο επιτυχημένα από παρόμοια είδη με ακόμα κατώτερη όραση.[18] Έτσι, τα μάτια μειωμένης λειτουργικότητας, στους ανθρώπους και σε άλλα είδη, τείνουν να είναι χρήσιμα, σε σχέση με την έλλειψη ή την ανικανότητα όρασης.[21]
Αντίστροφα, το ανθρώπινο μάτι έχει περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με τα μάτια ορισμένων από αυτά που αποκαλούνται "κατώτερα είδη". Η οξύτητα της όρασης του ανθρώπου είναι, κατά την ημέρα, σημαντικά μικρότερη από αυτή των αρπακτικών όσον αφορά την ανάλυση, και πολλές φορές μικρότερη από αυτή ορισμένων εντόμων όσον αφορά τα μήκη κύματος που μπορεί να διακρίνει. Κατά τη νύχτα, η οπτική οξύτητα είναι μικρότερη από αυτή των αρπακτικών και των κυνηγών όπως οι γάτες, ακόμα και από αυτή ασπόνδυλων μαλακίων όπως τα χταπόδια και τα καλαμάρια. Ο πρωταθλητής της όρασης, ωστόσο, είναι η ζαβογαρίδα (mantis shrimp). Το ασπόνδυλο αυτό διαθέτει ικανότητα πόλωσης, τρεις με τέσσερις φορές το φασματικό εύρος του ανθρώπινου ματιού, και τριπλάσια αίσθηση βάθους, τόσο λόγω της κατασκευής των ματιών του όσο και λόγω της δυνατότητας κίνησης που αυτά διαθέτουν (περιστροφή περί τον άξονα, ανεξάρτητη κίνηση κάθε ματιού). Το γεγονός ότι όλα αυτά πετυχαίνονται με έναν σύνθετο οφθαλμό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, και ένδειξη αποκλίνουσας εξέλιξης. Έτσι, σε σχέση με αυτά, τα μάτια των σπονδυλωτών μπορούν να θεωρηθούν "μισά" (ή και το ένα τρίτο) σε σύγκριση με το μάτι της ζαβογαρίδας, χωρίς παρόλα αυτά να θεωρούνται σε καμία περίπτωση μη λειτουγικά ή άχρηστα.
Αν και το μάτι παραμένει κοινό και δημοφιλές παράδειγμα κατά της θεωρίας της εξέλιξης, μερικοί υπέρμαχοι του ευφυούς σχεδιασμού και του δημιουργισμού έχουν εγκαταλείψει το μάτι ως πρότυπο "ελάχιστης πολυπλοκότητας". Καθώς οι λεπτομέρειες και η ιστορία της εξέλιξης του ματιού κατανοούνται βαθμιαία, ο ρόλος του σε αυτούς τους κύκλους έχει ατονήσει, και το μάτι έχει αντικατασταθεί από μοριακές και μικροσκοπικές δομές όπως το μαστίγιο. Όμως, όπως και με το μάτι, η έρευνα αυτών των μικροσκοπικών δομών έχει αποκαλύψει λεπτομέρειες και της δικής τους εξέλιξης.[22]
Το επιχείρημα της μη εξέλιξης του ματιού μπορεί κανείς να πει ότι προκύπτει από τη θεωρία του "Θεού των χασμάτων", ή γενικότερα από τη λογική πλάνη του "επιχειρήματος εξ αγνοίας.
Παραπομπές
1. ↑ Darwin, Charles (1859). On the Origin of Species. London: John Murray.
2. ↑ Halder, G., Callaerts, P. and Gehring, W.J. (1995). "New perspectives on eye evolution." Curr. Opin. Genet. Dev. 5 (pp. 602 –609).
3. ↑ Halder, G., Callaerts, P. and Gehring, W.J. (1995). "Induction of ectopic eyes by targeted expression of the eyeless gene in Drosophila". Science 267 (pp. 1788–1792).
4. ↑ Tomarev, S.I., Callaerts, P., Kos, L., Zinovieva, R., Halder, G., Gehring, W., and Piatigorsky, J. (1997). "Squid Pax-6 and eye development." Proc. Natl. Acad. Sci. USA, 94 (pp. 2421–2426).
5. ↑ Nilsson, Dan-E. and Pelger, S. (1994). Proc Biol Sci.
6. ↑ David Berlinski: Biography
7. ↑ Berlinski, David (2001)
8. ↑ Nilsson, Dan-E. "Beware of Pseudo-science: a response to David Berlinski's attack on my calculation of how long it takes for an eye to evolve."[1] Talk Reason.
9. ↑ "Evolution of the Eye" on PBS
10. ↑ 10,0 10,1 Fernald, Russell D. (2001). The Evolution of Eyes: How Do Eyes Capture Photons? Karger Gazette 64: "The Eye in Focus".
11. ↑ Fernald, Russell D. (2001). The Evolution of Eyes: Why Do We See What We See? Karger Gazette 64: "The Eye in Focus".
12. ↑ Fernald, Russell D. (1998). Aquatic Adaptations in Fish Eyes. New York, Springer.
13. ↑ Fernald, Russell D. (1997). " The evolution of eyes." Brain Behav Evol. 50 (pp. 253–259).
14. ↑ 14,0 14,1 Eye-Evolution?
15. ↑ Land, M.F. and Fernald, Russell D. (1992). "The evolution of eyes." Annu Rev Neurosci 15 (pp. 1–29).
16. ↑ Conway-Morris, S. (1998). The Crucible of Creation. Oxford: Oxford University Press.
17. ↑ Korthof, Gert (2003) In the Blink of an Eye review
18. ↑ 18,0 18,1 Dawkins, Richard (1986). The Blind Watchmaker.
19. ↑ Fernald, Russell D. (2001). The Evolution of Eyes: Where Do Lenses Come From? Karger Gazette 64: "The Eye in Focus".
20. ↑ Sarfati, Jonathan (2000). Argument: 'Irreducible complexity', from Refuting Evolution (Answers in Genesis).
21. ↑ Lindsay, Don (2003). How Could an Eye Evolve?
22. ↑ Miller, Kenneth R. The Flagellum Unspun: The Collapse of "Irreducible Complexity"
Ινώδης χιτώνας
Σχηματικό διάγραμμα του ανθρώποινου ματιού.
Ο ινώδης χιτώνας αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του ματιού. Περιβάλλει ολόκληρο το βολβό του ματιού και διακρίνεται σε δυο κυρίως μέρη: τον σκληρό χιτώνα, το "άσπρο" του ματιού, που καλύπτει τα 5/6 του βολβού και είναι αδιαφανής, και τον κερατοειδή χιτώνα, που είναι διαφανής και βρίσκεται μπροστά από την κόρη και την ίριδα. Σκοπός του ινώδους είναι η προστασία του ματιού και η διατήρηση του σχήματός του, ενώ το πρόσθιο τμήμα του, ο κερατοειδής χιτώνας, παίζει ενεργό ρόλο στη διαδικασία της όρασης, καθώς διαθλά το φως που μπαίνει στο μάτι. Στο υπόλοιπο τμήμα του, ο σκληρός, όντας αδιαφανής, βοηθά στη "στεγανοποίηση" του ματιού από το διάχυτο φως. Στον οπίσθιο πόλο του βρίσκεται το σκληραίο τρήμα, απο όπου περνάνε το οπτικό νεύρο, η κεντρική φλέβα και η κεντρική αρτηρία του αμφιβληστροειδή.
Ο ινώδης χιτώνας, όπως και ο ραγοειδής, είναι υποστηρικτικοί του αμφιβληστροειδούς. Περιβάλλεται από τον επιπεφυκότα, έναν βλεννογόνο που, σε συνεργασία με τους δακρυϊκούς αδένες και τα βλέφαρα κρατά το ορατό μέρος του ματιού υγρό.
-
Ίρις (οφθαλμού)
Μπλε ίριδα ματιού
Η ίρις, κοινώς ίριδα, ονομάζεται στην ανατομία του οφθαλμού το δισκοειδές διάτρητο διάφραγμα στην πρόσθια μοίρα του οφθαλμού που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδή χιτώνα και του φακού και στο μέσον της οποίας βρίσκεται το άνοιγμα της κόρης. Ο ρόλος της είναι να ρυθμίζει την ποσότητα του φωτός που μπαίνει στο μάτι και φτάνει στον αμφιβληστροειδή, συστελλόμενη όταν το φως είναι άφθονο και διαστελλόμενη όταν είναι λίγο, βοηθώντας έτσι την όραση και την αίσθηση βάθους. Αποτελεί τμήμα του ραγοειδή χιτώνα του ματιού
Η ίριδα μπορεί να έχει διάφορα χρώματα, όπως μαύρο, καφέ, γαλάζιο ή πράσινο. Σε μερικούς ανθρώπους η ίριδα του ενός ματιού έχει δοαφορετικό χρώμα από του άλλου, μια κατάσταση που ονομάζεται ετεροχρωμία. Το χρώμα της ίριδας οφείλεται ουσιαστικά στην μελανίνη, την ουσία που χρωματίζει τα μαλλιά και το δέρμα. Στον αλμπινισμό, παθολογική κατάσταση κατά την οποία η μελανίνη εκλείπει από τον οργανισμό, η ίριδα έχει ένα κόκκινο-ροζ χρώμα.
Η όποια φλεγμονή της ίριδας που μπορεί να προέρχεται από ποικίλες αιτίες ονομάζεται «ιρίτις» ή «ιρίτιδα». Σήμερα η Ιατρική οφθαλμολογική έχει φθάσει στο σημείο της διάγνωσης πολλών ασθενειών με ιριδοσκόπηση.
Η συστολή (μύση) και διαστολή (μυδρίαση) της κόρης είναι το πιο κλασικό και χειροπιαστό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης νευρικού συστήματος και ερεθισμάτων στο ανθρώπινο σώμα. Η λειτουργία αυτή ρυθμίζεται μέσω της ισορροπίας ανάμεσα στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα που νευρώνει το διαστολέα της κόρης και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, που νευρώνει το σφιγκτήρα της κόρης που δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους (η διαστολή της κόρης ελέγχεται από το συμπαθητικό, ενώ η συστολή από το παρασυμπαθητικό).
Σε κατάσταση ηρεμίας, η κόρη παρουσιάζει αδιάκοπα ανεπαίσθητες μεταβολές της διαμέτρου της (φυσιολογικός ίππος) λόγω της ανταγωνιστικής δράσης συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού. Η μέση διάμετρός της είναι στον ενήλικο 3 έως 4 χιλιοστόμετρα, ελαττώνεται όταν η κόρη συστέλλεται (μύση) και αυξάνεται όταν διαστέλλεται (μυδρίαση). Η κόρη το καλοκαίρι είναι σε μύση, κατά τη λιποθυμία σε ελαφρά μυδρίαση, στην προθανάτια αγωνία σε μύση και αμέσως μετά τον θάνατο σε απότομη μυδρίαση.
Το διάφραγμα της ίριδας είναι πολύ χαρακτηριστικό σε πολλά ζώα όπως στις γάτες αλλά κυρίως στα φίδια όπου εξ αυτής και του σχήματος της κόρης (κάθετο ή οριζόντιο) διακρίνονται εύκολα τα ιοβόλα (αυτά που φέρουν δηλητήριο) από τα μη ιοβόλα. Στην κατσίκα και άλλα μηρυκαστικά το άνοιγμα της ίριδας είναι οριζόντιο, επειδή κάτι τέτοιο βοηθά την όραση στο κάθετο επίπεδο.
Κόρη (ανατομία)
Η κόρη είναι η κεντρική διαφανής περιοχή που φαίνεται μαύρη. Η καφεπράσινη περιοχή που την κυκλώνει είναι η ίριδα. Η εξωτερική λευκή περιοχή είναι o επιπεφυκώτας, του οποίου η κεντρική, διάφανη περιοχή είναι ο κερατοειδής χιτώνας.
Σχηματικό διάγραμμα του ανθρώπινου ματιού.
Η κόρη είναι το μεταβλητό σε μέγεθος άνοιγμα του ματιού στο κέντρο της ίριδας. Στον άνθρωπο έχει κυκλικό σχήμα, ενώ σε άλλα ζώα συχνά έχει σχισμοειδές σχήμα. Η κόρη ρυθμίζει την ποσότητα του φωτός που μπαίνει στο μάτι.[1] Φαίνεται μαύρη επειδή το φως που τη διαπερνά απορροφάται από τους ιστούς στο εσωτερικό του ματιού. Συνήθως οι κόρες και των δύο ματιών έχουν το ίδιο μέγεθος
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
* 1 Συγκριτική ανατομία
* 2 Συστολή και διαστολή της κόρης
* 3 Παθολογία
* 4 Επιπλέον εικόνες
* 5 Σημειώσεις
Συγκριτική ανατομία
Στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα (και μερικά ψάρια), το μέγεθος της κόρης ελέγχεται με ακούσια συστολή και διαστολή της ίριδας μέσω του φωτοανακλαστικού, έτσι ώστε να ρυθμίζεται η ποσότητα του φωτός που μπαίνει στο μάτι. Σε κανονικό φωτισμό, η κόρη του ανθρώπινου ματιού έχει διάμετρο περίπου 3-4 χιλιοστά· σε έντονο φως ή κόρη έχει διάμετρο περίπου 1,5 χιλιοστά, ενώ σε συυνθήκες χαμηλού φωτισμού διαστέλλεται σε διάμετρο περίπου 8 χιλιοστών.
Το σχήμα της κόρης ποικίλλει ανάμεσα στα διάφορα είδη. Τα πιο κοινά σχήματα είναι το κυκλικό ή το σχισμοειδές, αν και πιο περίπλοκα σχήματα απαντώνται σε μερικά θαλάσσια είδη. Οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται διαφορετικά σχήματα είναι περίπλοκοι· το σχήμα της κόρης έχει στενή σχέση με τα οπτικά χαρακτηριστικά του φακού, το σχήμα και την ευαισθησία του αμφιβληστροειδούς και τις συνθήκες ζωής και επιβίωσης του είδους.
Οι κόρες σε σχήμα σχισμής απαντώνται συνήθως σε είδη που δραστηριοποιούνται κάτω από ένα ευρύ φάσμα φωτιστικών συνθηκών. Όταν το φως είναι έντονο η κόρη συστέλλεται, αλλά παρόλα αυτά επιτρέπει το φωτισμό ενός μεγάλου τμήματος του αμφιβληστροειδούς.
Ο προσανατολισμός της κόρης μπορεί να σχετίζεται με την διεύθυνση των κινήσεων που πρέπει να διακρίνει με μεγαλύτερη ευαισθησία το μάτι (έτσι, μια κόρη με κάθετο προσανατολισμό θα αύξανε την ευαισθησία των ματιών της γάτας στην οριζόντια κίνηση ενός ποντικού). Όσο πιο στενή είναι η κόρη, τόσο ακριβέστερη είναι η αίσθηση βάθους της περιφερειακής όρασης.[2] Ζώα όπως οι κατσίκες και τα πρόβατα μπορεί να ανέπτυξαν κόρη με οριζόντιο προσανατολισμό επειδή η καλύτερη όραση προς την κατακόρυφη διεύθυνση μπορεί να είναι πιο χρήσιμη σε ένα ορεινό περιβάλλον.[3]
Τα φίδια που ζουν στο έδαφος, όπως οι βόες, οι πύθωνες και οι οχιές έχουν σχισμοειδείς κόρες κάθετα προσανατολισμένες, πράγμα που τα βοηθά στο κυνήγι λείας που κινείται κι αυτή στο έδαφος, ενώ τα φίδια που ζουν στα δέντρα έχουν κυκλικές κόρες. Τα μικρά αιλουροειδή και οι αλεπούδες έχουν επίσης σχισμοειδείς κόρες, ενώ τα λιοντάρια και οι λύκοι έχουν κυκλικές, αν και ανήκουν στις ίδιες οικογένειες. Μια εξήγηση για αυτές τις διαφορές είναι ότι η σχισμοειδής κόρη βοηθά περισσότερο τα ζώα που κυνηγούν μικρή λεία, παρά αυτά που κυνηγούν μεγάλη.[4]
Συστολή και διαστολή της κόρης
Οι κόρες των προβάτων και των κατσικών είναι οριζόντιες, σε ελλειπτικό, σχεδόν ορθογώνιο, σχήμα.
Όταν στο μάτι πέφτει δυνατό φως, η κόρη θα συσταλεί αυτόματα (μύση). Αυτή η αντίδραση είναι το λεγόμενο φωτοανακλαστικό, και η λειτουργία του ή μη αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τον έλεγχο της λειτουργίας των βασικών εγκεφαλικών λειτουργιών. Επιπλέον, η κόρη συστέλλεται όταν βλέπουμε κοντινά αντικείμενα (αντανακλαστικό της προσαρμογής), όταν ένα ξένο σώμα αγγίξει τον κερατοειδή (αντανακλαστικό του τριδύμου) και όταν κλείνουμε τα βλέφαρα (αντανακλαστικό του σφιγκτήρα των βλεφάρων). Αντίθετα, η κόρη διαστέλλεται (μυδρίαση) αν κάποιος δει ένα αντικείμενο που προκαλεί ενδιαφέρον, ή αν αισθανθεί απειλή, κίνδυνο ή πόνο (ψυχοαισθητικό αντανακλαστικό). Επίσης, όταν μόνο το ένα μάτι φωτίζεται, συστέλλονται και οι δύο κόρες (συνεργές αντανακλαστικό).
Ορισμένα φάρμακα και ναρκωτικά, όπως η ηρωΐνη, προκαλούν μύση, δηλαδή συστολή της κόρης. Άλλες ουσίες, όπως το αλκοόλ, προκαλούν μυδρίαση, δηλαδή διαστολή. Η μη προσαρμογή και απουσία αντίδρασης της κόρης σε διαφορετικές συνθήκες φωτισμού λέγεται κυκλοπληγία και μπορεί να προκληθεί τεχνητά με τη χρήση ουσιών για ιατρικούς σκοπούς.
Το κοινό κινητικό νεύρο, συγκεκριμένα το παρασυμπαθητικό τμήμα του που έρχεται από τον πυρήνα Έντινγκερ-Βέστφαλ, καταλήγει στον σφιγκτήρα μυ της ίριδας, που δρα σαν σφιγκτήρας της κόρης. Όταν ο μυς αυτός συσπάται, αυξάνεται το μέγεθος της ίριδας, άρα μειώνεται το μέγεθος της κόρης. Η διαστολή της κόρης προκαλείται από τον διαστολέα μυ, που βρίσκεται από την άλλη πλευρά της ίριδας και ελέγχεται από το συμπαθητικό σύστημα. Τα δυο νευρικά συστήματα δρουν ανταγωνιστικά (με επικρατές το παρασυμπαθητικό), κι έτσι κατά την αλλαγή μεγέθους της κόρης παρατηρείται μικρή ταλάντωση της ίριδας.
Ο χρόνος απόκρισης νευρικού συστήματος και ματιού για τη μέγιστη συστολή της κόρης είναι περίπου 500ms (μισό δευτερόλεπτο). Όταν το μάτι φωτογραφίζεται με τη χρήση φλας, η ίριδα δεν μπορεί να κλείσει την κόρη αρκετά γρήγορα, κι έτσι φωτίζονται τα αιμοφόρα αγγεία του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα στη φωτογραφία να εμφανίζονται τα λεγόμενα "κόκκινα μάτια".
Παθολογία
Η ανισοκορία είναι η διαφορά μεγέθους της κόρης μεταξύ των ματιών του ίδιου ατόμου. Όταν αυτή η διαφορά είναι σταθερή ανεξάρτητα από το φωτισμό έχουμε απλή ανισσοκορία. Το 20% περίπου των υγειών ανθρώπων εμφανίζει απλή ανισοκορία μικρού βαθμού. Επίσεις την εμφανίζουν άτομα με μεγάλη ανισομετρωία, που έχουν δηλαδή μεγάλη διαφορά στο βαθμό μυωπίας η υπερμετρωπίας, ή έχουν στο ένα μάτι μυωπία και στο άλλο υπερμετρωπία.
Όταν η ανισοκορία γίνεται πιο έντονη στο σκοτάδι, υπάρχει βλάβη στο μάτι με τη μικρότερη κόρη.
-
Μυωπία
Η μυωπία είναι διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του φωτός δεν συγκεντρώνονται στον αμφιβληστροειδή, όπως είναι το φυσιολογικό, αλλά σε κάποιο σημείο μπροστά από αυτόν. Για αυτόν το λόγο ο μύωπας αδυνατεί να δει καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά και κλείνει ελαφριά τα μάτια—αυτό φαίνεται και από την ετυμολογία της λέξης (μύω+οψ, που σημαίνει κλείνω τα μάτια).
Η μυωπία διακρίνεται σε απλή και παθολογική. Η απλή μυωπία εμφανίζεται από την παιδική ηλικία, ανάμεσα συνήθως στα 5 και 12 χρόνια και είναι κληρονομική. Η παθολογική μυωπία εμφανίζεται στην εφηβεία και επιδεινώνεται αργότερα. Η μυωπία διορθώνεται με τη χρησιμοποίηση αποκλινόντων φακών, φακών επαφής ή και εγχείρηση ακτίνων λέιζερ (LASIK) για όσους πάσχουν σε μεγάλο βαθμό.
Συνήθως η μυωπία μετριέται σε διοπτρίες και διακρίνεται σε:
* στην ήπια μυωπία μέχρι τρεις διοπτρίες
* σε μέτρια, από τρεις ως έξι διοπτρίες,
* σε μεγάλη, από έξι διοπτρίες και πάνω. Όσοι έχουν μεγάλη μυωπία είναι περισσότερο πιθανό να υποστούν αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και άλλα συμπτώματα όπως φευγαλέες σκιές (σαν «μυγάκια»).
Οπτικός δίσκος (ανατομία)
Ο οπτικός δίσκος ή κεφαλή του οπτικού νεύρου ή οπτική θηλή είναι η περιοχή όπου οι άξονες των γαγγλιακών κυττάρων βγαίνουν από το μάτι για να σχηματίσουν το οπτικό νεύρο. Δεν υπάρχουν φωτοευαίσθητα ραβδία ή κωνία στο σημείο αυτό, κι έτσι η περιοχή είναι γνωστή και σαν "τυφλό σημείο" ή "ανατομικό τυφλό σημείο". Το κενό που προκύπτει έτσι στο οπτικό πεδίο λέγεται "φυσιολογικό τυφλό σημείο" ή απλά "τυφλό σημείο". Η κεφαλή του οπτικού νεύρου σε ένα φυσιολογικό ανθρώπινο μάτι συγκεντρώνει 1-1,2 εκατομμύρια νευρώνες που συνδέουν το μάτι με τον εγκέφαλο.
Κλινική εξέταση
Το μάτι είναι μοναδικό από την άποψη ότι το οπτικό του μέσο είναι διαφανές. Έτσι σχεδόν όλες οι δομές στο εσωτερικό του μπορούν να εξεταστούν με τον κατάλληλο εξοπλισμό. Η χρήση ενός σύγχρονου οφθαλμοσκόπιου δίνει μια άποψη του οπτικού δίσκου με βάση την αρχή της αναστρεψιμότητας του φωτός. Μια βιομικροσκοπική εξέταση των ματιών με σχισμοειδή λυχνία σε συνδυασμό με τον κατάλληλο ασφαιρικό φακό μπορεί να δώσει μια λεπτομερή εικόνα του οπτικού δίσκου και άλλων δομών στο εσωτερικό του ματιού.
Η εξέταση του οπτικού δίσκου με οφθαλμοσκόπιο ή σχισμοειδή λυχνία μπορεί να δώσει ενδείξεις για την υγεία του οπτικού νεύρου. Συγκεκριμένα, ο οφθαλμίατρος παρατηρεί το χρώμα, το μέγεθος, την ευκρίνεια του περιγράμματος, τυχόν οιδήματα, αιμορραγίες, σημάδια στα τοιχώματα του οφθαλμού και τυχόν άλλες ανωμαλίες. Μια τέτοια εξέταση είναι χρήσιμη στη διάγνωση του γλαυκώματος και άλλων οπτικών νευροπαθειών, όπως οπτική νευρίτιδα, πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια, οίδημα οπτικής θηλής (δηλαδή το οίδημα του οπτικού δίσκου λόγω αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης). Οι γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη με προεκλαμψία θα πρέπει να κάνουν οφθαλμολογική εξέταση του οπτικού δίσκου για πρώιμες ενδείξεις αύξησης της ενδοκρανιακής πίεσης.
Ραγοειδής χιτώνας
Ο ραγοειδής χιτώνας (uvea, από το λατ. uva, σταφύλι), γνωστός και σαν αγγειώδης χιτώνας λόγω της αγγειοβρίθειας του, είναι το μεσαίο από τα τρία στρώματα από τα οποία αποτελείται το μάτι. Το λατινικό του όνομα προέρχεται από το σχεδόν μαύρο χρώμα του, τις ζάρες που βρίσκονται στην επιφάνειά του και το σχήμα του, που θυμίζει σταφύλι. Η χρήση του όρου στην ανατομία και την οφθαλμολογία είναι σχετικά πρόσφατη.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Ανατομία
o 1.1 Μέρη
o 1.2 Ιστολογία
o 1.3 Σχέση με τους άλλους χιτώνες
* 2 Φυσιολογία
* 3 Φαρμακολογία
* 4 Ανοσολογία
* 5 Παθολογία
* 6 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ανατομία
Μέρη
Ο ραγοειδής βρίσκεται ανάμεσα στον ινώδη χιτώνα (το εξωτερικό στρώμα του ματιού) και τον αμφιβληστροειδή (που βρίσκεται στο εσωτερικό, πίσω μέρος του ματιού). Χωρίζεται σε τρεις ή τέσσερις περιοχές, την ίριδα, το ακτινωτό σώμα, τον ακτινωτό κύκλο και τον χοριοειδή χιτώνα. Αυτή η διάκριση γίνεται με βάση τη δομή της κάθε περιοχής, όπως αυτή φαίνεται στο μικροσκόπιο, και χρησιμοποιείται κυρίως στην ανατομία. Σε κλινικές εφαρμογές χρησιμοποιούνται και οι όροι πρόσθιος ραγοειδής (ίριδα και ακτινωτό σώμα) και οπίσθιος ραγοειδής (χοριοειδής), καθώς οι παθήσεις του ραγοειδούς αρκετές φορές αφορούν το ένα από τα δυο αυτά τμήματα.
Ιστολογία
Σε γενικές γραμμές ο ραγοειδής αποτελείται από σκοτεινόχρωμο, χαλαρό ινώδη ιστό, πλούσιο σε αγγεία. Η χρωστική του παράγεται και αποθηκεύεται σε δενδριτικά μελανοκύτταρα, παρόμοια με αυτά που βρίσκονται στο δέρμα. Τα αγγεία διακλαδίζονται σε σχήματα που είναι χαρακτηριστικά για τον ραγοειδή. Ο χιτώνας περιλαμβάνει επίσης μεγάλα νεύρα, κλάδους των οπίσθιων ακτινοειδών νεύρων. Μπαίνουν στο μάτι γύρω από το οπτικό νεύρο και διατρέχουν τον ραγοειδή, φτάνοντας τελικά στο ακτιωντό σώμα και την ίριδα. Αυτό το τμήμα του ραγοειδούς περιλαμβάνει και ιστό λείου μυ, από τον οποίο κυρίως αποτελείται η ίριδα.
Σχέση με τους άλλους χιτώνες
Σε γενικές γραμμές, η εξωτερική πλευρα του ραγοειδούς ακουμπά κατευθείαν πάνω στον σκληρό, αλλά στη ρίζα της ίριδας ο ραγοειδής μαζεύεται προς τον κεντρικό άξονα, κι έτσι η εξωτερική του επιφάνεια γίνεται η πρόσθια επιφάνεια της ίριδας, που έρχεται σε επαφή μόνο με το υδατοειδές υγρό.
Η εσωτερική πλευρά του οπίσθιου ραγοειδούς εφάπτεται με τη μεμβράνη του Bruch, που τη διαχωρίζει από τον αμφιβληστροειδή. Πέρα από την πριονωτή περιφέρεια, το τελικό όριο δηλαδή του αμφιβληστροειδούς, απουσιάζουν τόσο ο αμφιβληστροειδής όσο και η μεμβράνη, και η εσωτερική πλευρά του ραγοειδούς αποτελείται από ένα συνεχές επιθήλιο, που ανάλογα με το μέρος του ραγοειδούς χαρακτηρίζεται σαν επιθήλιο ακτινωτού κύκλου, ακτινωτό επιθήλιο και χρωστικό επιθήλιο της ίριδας.
Φυσιολογία
Οι βασικές λειτουργίες του ραγοειδούς είναι:
* Θρέψη και ανταλλαγή αερίων. Τα τριχοειδή του ραγοειδούς φροντίζουν για τις ανάγκες του μεταβολισμού του ακτινωτού σώματος και της ίριδας, και παρέχουν έμμεσα θρεπτικά συστατική στον εξωτερικό αμφιβληστροειδή, τον κερατοειδή και τον φακό, που δεν διαθέτουν δικά τους αγγεία.
* Απορρόφηση φωτός. Ο ραγοειδής, καθώς έχει μαύρο χρώμα, βελτιώνει το κοντράστ της εικόνας στον αμφιβληστροειδή μειώνοντας την αντανάκλαση του φωτός μέσα στο μάτι (σε αναλογία με το μαύρο εσωτερικό μιας φωτογραφικής μηχανής).
Επιπλέον σπουδαίες λειτουργίες του ραγοειδούς είναι η έκκριση του υδατοειδούς υγρού από τις ακτινωτές αποφύσεις, ο έλεγχος του αντανακλαστικού της εστίασης μέσω του ακτινωτού σώματος, και η βελτιστοποίηση του φωτισμού του αμφιβληστροειδούς με τη συστολή και διαστολή της κόρης που ρυθμίζει την ποσότητα φωτός. Πολλές από αυτές της λειτουργίες ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα.
Φαρμακολογία
Η συστολή (μύση) και διαστολή (μυδρίαση) της κόρης, τμήματος του ραγοειδούς, είναι το πιο κλασικό και χειροπιαστό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης νευρικού συστήματος και ερεθισμάτων στο ανθρώπινο σώμα. Η λειτουργία αυτή ρυθμίζεται μέσω της ισορροπίας ανάμεσα στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα που νευρώνει το διαστολέα της κόρης και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, που νευρώνει το σφιγκτήρα της κόρης που δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους (η διαστολή της κόρης ελέγχεται από το συμπαθητικό, ενώ η συστολή από το παρασυμπαθητικό).
Η κόρη έχει αποτελέσει αντικείμενο επίσημων και ανεπίσημων φαρμακολογικών πειραμάτων εδώ και αιώνες, από τη στιγμή που είναι ορατή και το μέγεθός της μπορεί να μεταβληθεί κατά βούληση από φάρμακα, ακόμα και εκχυλίσματα βοτάνων, που εφαρμόζονται στον κερατοειδή. Ο φαρμακολογικός έλεγχος της συμπεριφοράς της κόρης συνεχίζει να είναι σημαντικό μέρος της θεραπείας μερικών ασθενειών του ματιού, όπως η ραγοειδίτιδα, το οξύ γλαύκωμα και το χρόνιο γλαύκωμα.
Η μεταβολικά ενεργή λειτουργία της έκκρισης του υδατοειδούς υγρού μπορεί επίσης να ελεγχθεί με φάρμακα, κάτι που είναι σημαντικό στη θεραπεία τόσο του οξέος όσο και του χρόνιου γλαυκώματος.
Ανοσολογία
Ο φυσιολογικός ραγοειδής περιέχει άνοσοκύτταρα, συγκεκριμένα λεμφοκύτταρα, κι έτσι διαθέτει τα μέσα να αντιμετωπίσει μια φλεγμονή με την ανάπτυξη λεμφοκυτταρικών διηθημάτων. Μια σπάνια ασθένεια που λέγεται συμπαθητική οφθαλμία μπορεί να οφείλεται σε διασταυρούμενη αντίδραση μεταξύ των αντιγόνων του ραγοειδούς και του αμφιβληστροειδή· με λίγα λόγια, ο οργανισμός δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει, και δίνει λανθασμένες εντολές για φλεγμονώδεις αντιδράσεις.
Παθολογία
Συγγενείς ανωμαλίες του ραγοειδή ειναι τα κολοβώματα, η ανιριδία (απουσία ίριδας) και ο αλφισμός.
Η φλεγμονή του ραγοειδή ονομάζεται ραγοειδίτιδα. Ανάλογα με την εντόπισή της διακρίνεται σε α) ιρίτιδα (στην ίριδα), β) κυκλίτιδα (στο ακτινωτό σώμα), γ) ιριδοκυκλίτιδα (υπάρχει φλεγμονή και στην ίριδα και στο ακτινωτό σώμα) και δ) χορειοειδίτιδα (στο χορειοειδή χιτώνα)¨. Η ιρίτιδα, η κυκλίτιδα και η ιριδοκυκλίτιδα αποτελούν την πρόσθια ραγοειδίτιδα. Η συμπαθητική οφθαλμία είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή ραγοειδίτιδα που εμφανίζεται μετά από τραύμα στο μάτι και οφείλεται στη διήθηση του ραγοειδούς από ανοσοκύτταρα.
Το μελάνωμα χοριοειδούς είναι ο συχνότερος όγκος του ματιού στους ενήλικες.
-
Τυφλό σημείο (όραση)
Το τυφλό σημείο, γνωστό και σαν σκότωμα, είναι ένα κενό στο οπτικό πεδίο. Αυτό που συνήθως αναφέρεται σαν το τυφλό σημείο είναι το τμήμα εκείνο του οπτικού πεδίου που αντιστοιχεί στην απουσία φωτοευαίσθητων κυττάρων στον οπτικό δίσκο του αμφιβληστροειδούς, στο σημείο όπου το οπτικό νεύρο τον διαπερνά. Αφού στον οπτικό δίσκο δεν υπάρχουν φωτοευαίσθητα κύτταρα, το φως που πέφτει εκεί δεν δημιουργεί νευρικούς παλμούς στο οπτικό νεύρο κι έτσι δημιουργείται ένα κενό στο οπτικό πεδίο. Ο εγκέφαλος συμπληρώνει αυτό το κενό με στοιχεία από τη γύρω περιοχή και πληροφορίες από το άλλο μάτι, κι έτσι το τυφλό σημείο δεν γίνεται αντιληπτό σε κανονικές συνθήκες.
Αν και τα μάτια των σπονδυλωτών διαθέτουν όλα τυφλό σημείο, αυτό δεν συμβαίνει στα μάτια των κεφαλόποδων. Σε αυτά, το οπτικό νεύρο προσεγγίζει τους φοτοϋποδοχείς από πίσω, κι έτσι δεν δημιουργείται κενό στον αμφιβληστροειδή.
Η πρώτη τεκμηριωμένη παρατήρηση του φαινομένου έγινε γύρω στα 1665 από τον Εντ Μαριότ στη Γαλλία, σε μια εποχή που πιστευόταν ότι το σημείο όπου το οπτικό νεύρο μπαίνει στον αμφιβληστροειδή θα έπρεπε να είναι το πιο φωτοευαίσθητο τμήμα του αμφιβληστροειδούς [1], μια ιδέα που είχε αρχικά υποστηριχθεί από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.
A O X
Οδηγίες: Πλησιάστε το πρόσωπό σας κοντά στην οθόνη. Κλείστε το δεξί μάτι και κοιτάξτε με το αριστερό στο Χ. Απομακρυνθείτε αργά από την οθόνη. Το Ο θα εξαφανιστεί, αλλά το Α που βρίσκεται αριστερά θα συνεχίσει να διακρίνεται. (Παρατηρήστε ότι στη θέση του Ο δεν βλέπετε ένα μαύρο κενό αλλά ένα ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα. Ο εγκέφαλός σας συμπληρώνει το κενό με πληροφορίες από την περιοχή γύρω από το Ο).
-
Χοριοειδής χιτώνας
Ο χοριοειδής χιτώνας είναι το αγγειακό στρώμα του βολβού του ματιού, και βρίσκεται μεταξύ του αμφιβληστροειδή και του σκληρού χιτώνα. Ο χοριοειδής εφοδιάζει με οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες την εξωτερική στιβάδα του αμφιβληστροειδούς.
Μαζί με το ακτινωτό σώμα και την ίριδα, ο χοριοειδής συγκροτεί τον ραγοειδή χιτώνα. Στους ανθρώπους και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, η σκοτεινόχρωμη χρωστική μελανίνη του χοριοειδή βοηθάει να περιοριστούν οι αντανακλάσεις μέσα στο μάτι κι έτσι να βελτιωθεί η ποιότητα της εικόνας. Οι αλμπίνοι, στον οργανισμό των οποίων δεν υπάρχει μελανίνη, συχνά υποφέρουν από προβλήματα στην όραση. Σε άλλα ζώα, ο χοριοειδής περιέχει ανακλαστικές ουσίες που βοηθούν στη συλλογή φωτός (το λεγόμενο tapetum lucidum-φωτεινό χαλί) κι έτσι εξασφαλίζουν καλύτερη όραση στο σκοτάδι.
Τα "κόκκινα μάτια" που φαίνονται μερικές φορές στις φωτογραφίες είναι αποτέλεσμα της αντανάκλασης του φωτός στα αιμοφόρα αγγεία του χοριοειδή.
Στρώματα
Ο χοριοειδής χωρίζεται γενικά σε τέσσερα στρώματα:
* Στρώμα του Χάλλερ - το εξωτερικό στρώμα του χοριοειδούς.
* Στρώμα του Σάττλερ - στρώμα με μέσης τάξης αγγεία.
* Χοριοτριχοειδής στιβάδα, που αποτελείται από ιστό και τριχοειδή αγγεία.
* Μεμβράνη του Bruch - το εσωτερικό στρώμα του χοριοειδούς, που τον διαχωρίζει από τον αμφιβληστροειδή. Διαμέσου της μεμβράνης γίνεται η διακίνηση των θρεπτικών ουσιών προς τον αμφιβληστροειδή.
Ωχρή κηλίδα
Η ωχρή κηλίδα (macula, που στα λατινικά σημαίνει ωχρός, κίτρινος) είναι ένας ελλειπτικός κίτρινος σχηματισμός κοντά στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς του ανθρώπινου ματιού. Έχει διάμετρο περίπου 1,5 mm και από ιστολογικής άποψης δομείται από δυο ή περισσότερες γαγγλιακές στοιβάδες που περιέχουν γαγγλιακά κύτταρα. Κοντά στο κέντρο της βρίσκεται το κεντρικό βοθρίο, μια μικρή περιοχή που περιέχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κωνίων στο μάτι και είναι υπεύθυνη για την κεντρική όραση.
Το σημείο αυτό του αμφιβληστροειδούς ειδικεύεται στην οξεία όραση. Το κεντρικό βοθρίο περιέχει κωνία (φωτοϋποδοχείς μεγάλης οξύτητας) σε μεγάλη πυκνότητα. Αν και η απώλεια τηςε περιφερειακής όρασης μπορεί να περάσει απαρατήρητη για κάποιο διάστημα, οποιαδήποτε βλάβη στην ωχρή κηλίδα θα έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια της κεντρικής όρασης, που συνήθως γίνεται αμέσως αντιληπτή. Η προοδευτική καταστροφή της ωχρής κηλίδας είναι μια ασθένεια γνωστή σαν εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.
Τα οπτικά ερεθίσματα που συλλαμβάνει η ωχρή κηλίδα απασχολούν ένα σημαντικό ποσοστό από την ικανότητα του εγκεφάλου να αντιλαμβάνεται την όραση. Έτσι, μερικές μορφές απώλειας οπτικού πεδίου μπορούν να εκδηλωθούν χωρίς να εμπλέκεται η ωχρή κηλίδα. Για παράδειγμα, ένα εύρημα ομώνυμης ημιανοψίας σε συνδυασμό με βλάβη της ωχρής κηλίδας μπορεί να είναι πολύ σημαντική πληροφορία για έναν οφθαλμολόγο.
-
Δόντι
Το δόντι αποτελεί όργανο του γαστρεντερικού συστήματος που βρίσκεται μέσα στην στοματική κοιλότητα και στηρίζεται στο οστό των γνάθων. Τα δόντια οργανώνονται σε στοίχους, τις οδοντοστοιχίες, και έτσι έχουμε την άνω και κάτω οδοντοστοιχία για την άνω και κάτω γνάθο αντίστοιχα.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]
* 1 Ανθρώπινα δόντια
o 1.1 Ανατομία
o 1.2 Λειτουργίες των δοντιών
* 2 Ανωμαλίες των δοντιών
o 2.1 Ανωμαλίες του αριθμού των δοντιών
o 2.2 Ανωμαλίες σχετικά με το μέγεθος των δοντιών
o 2.3 Ανωμαλίες του σχήματος του δοντιού
o 2.4 Ανωμαλίες του χρώματος των δοντιών
o 2.5 Ανωμαλίες της θέσης των δοντιών
* 3 Παθολογία των δοντιών
o 3.1 Η Νόσος Τερηδόνα
o 3.2 Η Αποτριβή των δοντιών
o 3.3 Η Διάβρωση των δοντιών
o 3.4 Τα Κατάγματα των δοντιών
Ανθρώπινα δόντια
Η ανατολή μιας σειράς δοντιών από το οστό των γνάθων ονομάζεται οδοντοφυΐα. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο οδοντοφυΐες, η νεογιλή και η μόνιμη. Η νεογιλή ή παιδική οδοντοφυΐα αποτελείται από 20 δόντια από τα οποία το πρώτο εμφανίζεται στην στοματική κοιλότητα τον έβδομο μήνα της ζωής και το τελευταίο αποπίπτει (πέφτει) στην ηλικία των 12 ετών περίπου. Τα νεογιλά δόντια αρχίζουν να αντικαθίστανται από τα μόνιμα στην ηλικία των 6 περίπου ετών. Η μόνιμη οδοντοφυΐα αποτελείται από 32 δόντια και ολοκληρώνεται στην ηλικία των 18 ετών με την ανατολή και του τελευταίου μόνιμου δοντιού, του σωφρονιστήρα ή φρονιμίτη.
Τα δόντια ανάλογα με την εξωτερική τους μορφολογία αλλά και την θέση τους στις γνάθους διακρίνονται σε ομάδες:
1. Τομείς (κεντρικός και πλάγιος)
2. Κυνόδοντες
3. Προγόμφιοι (1ος και 2ος)
4. Γομφίοι (1ος, 2ος και 3ος ή φρονιμίτης)
Ανατομία
Τομή ενός ανθρώπινου δοντιού:
Α. Μύλη
Β. Ρίζα
1. Αδαμαντίνη
2. Οδοντίνη
3. Πολφός
4. Ούλα
5. Οστεΐνη
6. Οστό της γνάθου
7. Φατνιακά αγγεία
8. Φατνιακά νεύρα
Το δόντι εμφανίζει δύο τμήματα: την μύλη και την ρίζα. Η μύλη αποτελεί το τμήμα του δοντιού που φαίνεται μέσα στην στοματική κοιλότητα ενώ η ρίζα είναι το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται μέσα στο οστό της γνάθου. Η μύλη με την ρίζα διαχωρίζονται από μια νοητή γραμμή που ονομάζεται αυχένας του δοντιού.
Κάθε δόντι αποτελείται από τέσσερις επιμέρους ιστούς: την οδοντίνη, την αδαμαντίνη, την οστεΐνη και τον πολφό. Η οδοντίνη βρίσκεται τόσο στην μύλη όσο και στην ρίζα. Η αδαμαντίνη καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια της οδοντίνης στην μύλη ενώ η οστεϊνη καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια της οδοντίνης στην ρίζα. Η οδοντίνη στο εσωτερικό της εμφανίζει μια κοιλότητα η οποία υποδέχεται τον πολφό. Ο πολφός αποτελείται από αγγεία και νεύρα και χρησιμεύει στην θρέψη του δοντιού.
Λειτουργίες των δοντιών
Τα ανθρώπινα δόντια εξυπηρετούν τις παρακάτω λειτουργίες:
1. Την μάσηση
2. Την ομιλία
3. Την κατάποση
Ανωμαλίες των δοντιών
Ανωμαλίες του αριθμού των δοντιών
1. Υπερραριθμία: η ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού δοντιών από το φυσιολογικό. Οι υπερράριθμοι οδόντες εμφανίζουν συχνά άτυπη μορφολογία.
2. Ολιγοδοντία ή Μερική ανοδοντία: η έλλειψη ενός ή περισσοτέρου δοντιών.
3. Ολική ανοδοντία: η παντελής έλλειψη δοντιών. Εμφανίζεται ως συνοδό σύπτωμα σε ορισμένα γενετικά σύνδρομα.
Ανωμαλίες σχετικά με το μέγεθος των δοντιών
1. Μικροδοντία ή Νανοδοντία: όταν το μέγεθος του δοντιού είναι μικρότερο από το φυσιολογικό. Μπορεί να είναι «αληθής» ή «φαινομενική» (π.χ. φυσιολογικό μέγεθος οδόντων σε άτομο με μεγάλη γνάθο)
2. Μεγαλοδοντία ή Γιγαντοδοντία: όταν το μέγεθος του δοντιού είναι μεγαλύτερο από το φυσιολογικό. Μπορεί να είναι «αληθής» ή «φαινομενική» (π.χ. φυσιολογικό μέγεθος οδόντων σε άτομο με μικρή γνάθο)
Ανωμαλίες του σχήματος του δοντιού
1. Οδόντες κωνικού σχήματος: Συχνότερα στους τομείς της άνω γνάθου (και ιδιαίτερα στον πλάγιο). Συχνή ανωμαλία στους μεσόδοντες.
2. Δίδυμοι οδόντες: προκύπτουν από τον μερικό διαχωρισμό ενός δοντιού κατά την διάπλασή του. Συνήθως στην περιοχή των τομέων της άνω ή κάτω γνάθου.
3. Σύντηξη οδόντων: προκύπτει από την συνένωση δύο γειτονικών δοντιών κατά την διάπλασή τους. Μπορεί να αφορά όλο το μήκος ή μόνο τις μύλες ή μόνο τις ρίζες.
4. Εγκολεασμός οδόντος ή Οδούς εντός οδόντος: Πρόκειται για έμπτυξη της αδαμαντίνης μαζί με την υποκείμενη οδοντίνη, μέσα στην πολφική κοιλότητα έτσι ώστε να σχηματιστεί κοιλότητα που έχει τοιχώματα από αδαμαντίνη, ανοιχτή προς τα έξω.
Ανωμαλίες του χρώματος των δοντιών
1. Κηλίδες: είναι περιγραμμένες αλλοιώσεις του χρώματος του δοντιού από αίτα όπως π.χ. υπερβολική λήψη φθορίου, τραυματιμσό κατά την διάπλαση κτλ.
2. Δυσχρωμίες: είναι διάχυτες αλλοιώσεις του χρώματος των δοντιών. Μπορεί να οφείλονται σε νέκρωση του πολφού, λήψη τετρακυκλίνης στην παιδική ηλικία, ορισμένες παθολογικές καταστάσεις κτλ.
Ανωμαλίες της θέσης των δοντιών
1. Στροφή: όταν το δόντι έχει στραφεί γύρω από τον επιμήκη άξονά του.
2. Απόκλιση: όταν ο επιμήκης άξονας του δοντιού δεν έχει κανονική κλίση ως προς το προσθιοπίσθιο ή μετωπιαίο επίπεδο.
3. Εκτόπιση: η ύπαρξη ενός δοντιού εκτός του οδοντικού τόξου.
4. Ετεροτοπία: όταν ένα δόντι βρίσκεται στη θέση ενός άλλου στο οδοντικό τόξο.
5. Υπερέκφυση: όταν ένα δόντι φαίνεται μακρύτερο των υπολοίπων επειδή βρίσκεται πέραν του μασητικού επιπέδου.
6. Υπέκφυση: όταν ένα δόντι φαίνεται βραχύτερο επειδή υπολείπεται του μασητικού επιπέδου.
7. Συνωστισμός: η κατάσταση στην οποία λόγω ελλείψεως χώρου τα δόντια βρίσκονται σε ανώμαλη θέση και έχουν χάσει τα κανονικά σημεία επαφής τους.
8. Διαστήματα: κενά μεταξύ των δοντιών που παραμένου και μετά την ολοκλήρωση της πλήρους ανατολής της μόνιμης οδοντοφυΐας.
Παθολογία των δοντιών
Οι περισσότερες παθολογικές καταστάσεις των δοντιών έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια σκληρών οδοντικών ιστών (αδαμαντίνη & οδοντίνη)
Η Νόσος Τερηδόνα
Κύριο άρθρο: Τερηδόνα
Αποτελεί χρόνια νόσο των σκληρών οδοντικών ιστών που οδηγεί σε απασβεστίωση της αδαμαντίνης και της οδοντίνης με αποτέλσμα την δημιουργία κοιλοτήτων στην εξωτερική επιφάνεια του δοντιού. Το κύριο αίτιο της τερηδόνας είναι η επίδραση των οξέων που παράγουν τα μικρόβια της στοματικής κοιλότητας μετά από διάσπαση των υπολειμμάτων τροφής που έχουν παραμείνει επάνω στα δόντια. Στην εμφάνιση της τερηδόνας συντελούν επιπλέον παράγοντες όπως η κακή στοματική υγιεινή, η λήψη ζαχαρούχων τροφών κτλ.
Η Αποτριβή των δοντιών
Η αποτριβή των δοντιών επέρχεται από την συνεχή τριβή τους κατά την διαδικασία της μάσησης. Αυτή μέχρι ενός βαθμού αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο. Όταν η αποτριβή γίνεται με ταχύ ρυθμό και οδηγεί σε γρήγορη απώλεια σκληρών οδοντικών ιστών θεωρείται παθολογική. Αιτίες παθολογικής αποτριβής μπορεί να είναι το τρίξημο των δοντιών (βρουξισμός), δυσλειτουργίες της κροταφογναθικής διάρθρωσης κτλ.
Η Διάβρωση των δοντιών
Η διάβρωση των δοντιών αποτελεί την απασβεστίωση και συνεπώς απώλεια σκληρών οδοντικών ιστών από την επίδραση οξέων, όχι όμως αυτών που παράγονται από τα μικρόβια της στοματικής κοιλότητας. Τα οξέα αυτά μπορεί είναι ενδογενή όπως π.χ. το υδροχλωρικό οξύ του στομάχου (σε καταστάσεις γαστροοισοφαγικής παλινδόμισης ή βουλιμίας) ή να είναι εξωγενή όπως π.χ. υπερβολική κατανάλωση όξινων χυμών φρούτων (γκρέιπ φρουτ).
Τα Κατάγματα των δοντιών
Τα κατάγματα των δοντιών είναι η απώλεια σκληρών οδοντικών ιστών μετά από τραυματισμό, λόγω κρούσης του δοντιού με σκληρή επιφάνεια. Τα κατάγματα μπορεί να αφορούν μόνο την μύλη, μόνο την ρίζα ή και τα δύο.
Φρονιμίτης
Ο φρονιμίτης ή σωφρονιστήρας ή τρίτος γομφίος αποτελεί το τελευταίο προς τα πίσω δόντι της μόνιμης οδοντοφυΐας. Οι φρονιμίτες εμφανίζουν συχνά μύλη και ρίζα άτυπης μορφολογίας. Οι φρονιμίτες ανατέλλουν φυσιολογικά μετά την ηλικία των 18 ετών αλλά ωστόσο ορισμένες φορές δεν ανατέλλουν καθόλου και παραμένουν έγκλειστοι λόγω έλλειψης χώρου για την ανατολή τους. Επίσης πολλές φορές μπορεί να μην υπάρχουν καθόλου στην μόνιμη οδοντοφυΐα.
Πίνακας περιεχομένων
* 1 Παθολογικές καταστάσεις
o 1.1 Περιστεφανίτιδα
o 1.2 Ορθοδοντικά προβλήματα
o 1.3 Περιοδοντίτιδα
o 1.4 Οστικές παθολογικές αλλοιώσεις
o 1.5 Εμπλοκή σε γραμμή κατάγματος
* 2 Χειρουργική εξαγωγή
Παθολογικές καταστάσεις
Περιστεφανίτιδα
Είναι η συχνότερη αιτία εξαγωγής ενός έγκλειστου φρονιμίτη. Αποτελεί φλεγμονή του ούλου που καλύπτει τον έγκλειστο ή ημιέγκλειστο φρονιμίτη. Η φλεγμονή προκαλείται από μικροοργανισμούς που εισβάλλουν στον περιοδοντικό θύλακο μεταξύ του φρονιμίτη και του δεύτερου γομφίου. Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με την βαρύτητα. Ο πόνος είναι το συνηθέστερο σύμπτωμα ενώ μπορεί να συνοδεύεται από επιπλέον δυσάρεστες καταστάσεις όπως τρισμό, πυρετό, λεμφαδενίτιδα, οίδημα της παρειάς, απόστημα κ.α. Η περιστεφανίτιδα αντιμετωπίζεται αρχικά με συντηρητική θεραπεία όπως καθαρισμός του περιοδοντικού θυλάκου ή χορήγηση αντιβίωσης σε περίπτωση βαρύτερων συμπτωμάτων. Η οριστική θεραπεία έγκειται στιν εξαγωγή του υπαίτιου φρονιμίτη.
Ορθοδοντικά προβλήματα
Παλαιότερα πιστευόταν ότι οι έγκλειστοι ή ημιέγκλειστοι φρονιμίτς λόγω τις πίεσης που ασκούν στα παρακείμενα δόντια μπορούν να προκαλέσουν συνωστισμό των κάτω προσθίων δοντιών. Η θεωρία αυτή εκγαταλήφθηκε μετά την διαπίστωση ότι ο συνωστισμός αυτός προκαλείται από δευτερογενή αναπτυξη της κάτω γνάθου. Ωστόσο η ύπαρξη των φρονιμιτών είναι δυνατό να να επιβαρύνουν ή να παρεμποδίζουν την θεραπεία ενός ήδη υπάρχοντος ορθοδοντικού προβλήματος.
Περιοδοντίτιδα
Η ύπαρξη ενός φρονιμίτη μπορεί πολλές φορές να παρεμποδίζει την εφαρμογή σωστής στοματικής υγιεινής στον δεύτερο γομφίο. Το γεγονός αυτό ιδιαίτερα όταν ο δεύτερος γομφίος πάσχει από περιοδοντική νόσο είναι αρκετά επιζήμιο. Για τον λόγω αυτό προτιμάται η προληπτική εξαγωγή του φρονιμίτη για την διάσωση του δεύτερου γομφίου, που αποτελεί σαφώς πολύ χρησιμότερο δόντι στον μόνιμο οδοντικό φραγμό.
[Επεξεργασία] Οστικές παθολογικές αλλοιώσεις
Οι φρονιμίτες και ιδιαίτερα τις κάτω γνάθου είναι δυνατό πολλές φορές να ευθύνονται για δημιουργία οδοντογενών κύστεων, αδαμαντινοβλαστώματος κ.α. Η εξαγωγή τους κρίνεται απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις.
Εμπλοκή σε γραμμή κατάγματος
Οι φρονιμίτες τις κάτω γνάθου σχετίζονται συχνά με την γραμμή κατάγματος μετά από ατύχημα διότι σε εκείνο το σημείο η γνάθος εμφανίζει μειωμένο πάχος. Η κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση σε νοσοκομειακή μονάδα.
Χειρουργική εξαγωγή
Η αφαίρεση ενός έγκλειστου ή ημιέγκλειστου φρονιμίτη γίνεται χειρουργικά με τοπική αναισθησία. Μετά την αναισθητοποίηση της περιοχής πραγματοποιείται τομή πάνω από το ούλο που καλύπτει τον φρονιμίτη. Στην συνέχεια με το οδοντογλύφανο(οδοντιατρικός τροχός) αφαιρείται το τμήμα του οστού που καλύπτει το δόντι. Έπειτα το δόντι εκμοχλεύεται ώστε να εξαχθεί από το οστό της γνάθου. Ορισμένες φορές λόγω έλλειψης χώρου για την εξαγωγή είναι αναγκαίος ο τεμαχισμός του δοντιού με το οδοντογλύφανο. Μετά την εξαγωγή το τραύμα συρράπτεται. Μετεγχειρητικά εμφανίζεται πόνος και οίδημα της περιοχής για 2 με 3 ημέρες ενώ τα συμπτώματα εξαφανιζονται πλήρως εντός μιας εβδομάδος.
-
Το κείμενο του Ιπποκρατικού Όρκου
1. Όμνυμι Απόλλωνα ιητρόν και Ασκληπιόν και Υγείαν και Πανάκειαν και θεούς πάντας τε και πάσας, ίστορας ποιεύμενος, επιτελέα ποιήσειν κατά δύναμιν και κρίσιν εμήν όρκον τόνδε και ξυγγραφήν τήνδε.
2. Ηγήσεσθαι μεν τον διδάξαντά με την τέχνην ταύτην ίσα γενέτησιν εμοισι, και βίου κοινώνεσθαι, και χρεων χρηίζοντι μετάδοσιν ποιήσεσθαι, και γένος το εξ αυτού αδελφεοις ίσον επικρινέειν άρρεσι, και διδάξειν την τέχνην ταύτην, ήν χρηίζωσι μανθάνειν, άνευ μισθού και ξύγγραφης, παραγγελίης τε και ακροήσιος και της λοιπης απάσης μαθήσιος μετάδοσιν ποιήσεσθαι υιοισι τε εμοισι και τοισι του εμέ διδάξαντος και μαθηταισι συγγεγραμμένοις τε και ωρκισμένοις νόμω ιητρικω άλλω δέ ουδενί.
3. Διαιτήμασί τε χρήσομαι επ' ωφελείη καμνόντων κάτα δύναμιν και κρίσιν εμήν, επί δηλήσει δε και αδικίη, είρξειν.
4. Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε, ομοίως δε ουδέ γυναικί πεσσόν φθόριον δώσω.
5. Αγνως δε και οσίως διατηρήσω βίον εμόν και τέχνην την εμήν.
6. Ου τεμέω δε ουδέ μην λιθιωντας, εκχωρήσω δε εργάτησιν ανδράσι πρήξιος τησδε.
7. Ες οικίας δε οκόσας αν εσίω, εσελεύσομαι επ' ωφελείη καμνόντων, εκτός εών πάσης αδικίης εκουσίης και φθορίης της τε άλλης και αφροδισίων έργων επί τε γυναικείων σωμάτων και ανδρείων, ελευθέρων τε και δούλων.
8. Α δ' άν εν θεραπείη ή ίδω, ή ακούσω, ή και άνευ θεραπείης κατά βίον ανθρώπων, ά μή χρή ποτε εκλαλέεσθαι έξω, σιγήσομαι, άρρητα ηγευμενος ειναι τα τοιαυτα.
9. Ορκον μεν ουν μοι τόνδε επιτελέα ποιέοντι και μη ξυγχέοντι είη επαύρασθαι και βίου και τέχνης, δοξαζομένω παρά πασιν ανθρώποις ες τον αιεί χρόνον, παραβαίνοντι δε και επιορκέοντι, ταναντία τουτέων.
Μετάφραση
1. Ορκίζομαι στον Απόλλωνα τον ιατρό και στον Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και σ’ όλους τους θεούς και τις θεές, που βάζω μάρτυρες, ότι θα εκπληρώσω τον όρκο μου αυτό και το συμβόλαιο αυτό, σύμφωνα με τη δύναμη μου και την κρίση μου.
2. Ότι θα θεωρώ εκείνον που μου δίδαξε την τέχνη αυτή ίσο με τους γονείς μου, και θα τον κάνω κοινωνικό του βίου μου, και θα του προσφέρω από τα δικά μου ό,τι χρειάζεται. Τους απογόνους του θα θεωρώ ως αδελφούς μου και θα τους διδάξω την τέχνη αυτή, αν επιθυμούν να μάθουν, χωρίς μισθό και χωρίς συμφωνία. Ότι θα μεταδώσω τους επαγγελματικούς κανόνες, τα θεωρητικά μαθήματα και τις υπόλοιπες κάθε είδους ασκήσεις στους γιους μου, στους γιους του διδασκάλου μου, και σε μαθητές που έχουν συνδεθεί μαζί μου με όρκο και συμβόλαιο, κατά τη συνήθεια των ιατρών, και σε κανένα άλλο.
3. Θα χρησιμοποιήσω τη θεραπευτική δίαιτα μόνο για ωφέλεια των αρρώστων, όσο εξαρτάται από τη δύναμη και την κρίση μου, και (υπόσχομαι ότι) θα τους παραφυλάξω από κάθε βλάβη και αδικία.
4. Δεν θα χορηγήσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανένα, όσο και αν παρακληθώ, ούτε θα υποδείξω τέτοια συμβουλή. Επίσης δεν θα δώσω σε γυναίκα φάρμακο ερωτικό.
5. Αγνή και καθαρή θα διατηρήσω τη ζωή μου και την τέχνη μου.
6. Δεν θα χειρουργήσω οπωσδήποτε αυτούς που πάσχουν από πέτρα, αλλά θα αφήσω την πράξη αυτή στους εξασκημένους.
7. Σε όσα σπίτια προσκαλούμαι, θα μπαίνω για το καλό των αρρώστων, κρατώντας τον εαυτό μου μακριά από κάθε θεληματική αδικία ή διαφθορά και προ πάντων μακριά από κάθε αφροδισιακή πράξη σε σώματα γυναικών και ανδρών, ελευθέρων ή δούλων.
8. Όσα Δε κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα δω ή θα ακούσω, ή και πέρα από τις ασχολίες μου, στην καθημερινή ζωή, όσα δεν πρέπει ποτέ να κοινολογούνται στους έξω, θα τα αποσιωπώ, θεωρώντας ότι αυτά είναι ιερά μυστικά.
9. Όσο λοιπόν θα τηρώ τον όρκο μου αυτό και δεν θα τον παραβιάζω, είθε να πετυχαίνω στη ζωή και στην τέχνη μου, έχοντας καλό όνομα ανάμεσα στους ανθρώπους. Εάν όμως τον παραβώ και γίνω επίορκος, να πάθω τα αντίθετα.
-
Τυφλό σημείο (όραση)
Το τυφλό σημείο, γνωστό και σαν σκότωμα, είναι ένα κενό στο οπτικό πεδίο.
Αν και τα μάτια των σπονδυλωτών διαθέτουν όλα τυφλό σημείο, αυτό δεν συμβαίνει στα μάτια των κεφαλόποδων. Σε αυτά, το οπτικό νεύρο προσεγγίζει τους φοτοϋποδοχείς από πίσω, κι έτσι δεν δημιουργείται κενό στον αμφιβληστροειδή.
Η πρώτη τεκμηριωμένη παρατήρηση του φαινομένου έγινε γύρω στα 1665 από τον Εντ Μαριότ στη Γαλλία, σε μια εποχή που πιστευόταν ότι το σημείο όπου το οπτικό νεύρο μπαίνει στον αμφιβληστροειδή θα έπρεπε να είναι το πιο φωτοευαίσθητο τμήμα του αμφιβληστροειδούς [1], μια ιδέα που είχε αρχικά υποστηριχθεί από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.
A O X
Οδηγίες: Πλησιάστε το πρόσωπό σας κοντά στην οθόνη. Κλείστε το δεξί μάτι και κοιτάξτε με το αριστερό στο Χ. Απομακρυνθείτε αργά από την οθόνη. Το Ο θα εξαφανιστεί, αλλά το Α που βρίσκεται αριστερά θα συνεχίσει να διακρίνεται. (Παρατηρήστε ότι στη θέση του Ο δεν βλέπετε ένα μαύρο κενό αλλά ένα ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα. Ο εγκέφαλός σας συμπληρώνει το κενό με πληροφορίες από την περιοχή γύρω από το Ο).
φανταστικο το πειραμα... :o ωραιο
επομενως αποδεικνυεται οτι ο εγκεφαλος ειναι ικανος να αλλαξει και να παραλλαξει την εικονα...
ενα καλο ζητημα για να στοχαστουμε...