Ὁ θάνατος τῶν Ἀρχαίων
...
Κι ἀπ᾿ τὶς πόρτες διάπλατες ποὺ ἀνοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι ἀργοπάτητο
σέρνει καὶ βαρὺ τὸ πόδι,
κ᾿ εἶναι μία πομπή, καὶ δὲ γνωρίζεις
δέξιμο κι ἂν εἶναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ἢ ξόδι.
Κ᾿ εἶναι συνοδειὰ χωρὶς ξαφτέρουγα
καὶ χωρὶς σταυροὺς καὶ λάβαρα
καὶ βαγγέλια καὶ παπάδες
ποιᾶς λατρείας μυστήρια εἶν᾿ αὐτά;
Δὲν τὰ διαλαλοῦν ψαλμοί,
δὲν τοὺς φέγγουνε λαμπάδες.
Καὶ γυναῖκες οὔτε, οὔτε παιδιὰ
κι ἄντρες μοναχὰ ἀσπρομάλληδες
καὶ μισοκοπιὲς καὶ παλληκάρια
κ᾿ ἔρχονται μὲ κόπο καὶ σκυφτοὶ
σὰν ἀπὸ κρυψῶνες μέσ᾿ στὴ γῆ,
σὰν ἀπὸ τ᾿ ἀνήλιαγα κελλάρια.
Κοντοστέκουν καὶ τρικλίζουν
ἀσυνήθιστο σὰ νἄχουν
κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο τέτοιο δρόμο
καὶ τὰ μέτωπα στὰ χέρια τους
σάμπως ἀπὸ θάμπος κι ἀπὸ τρόμο.
Κ᾿ ἔτσι πᾶν, καὶ τοὺς τρομάζουν
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πέρα ἡ θάλασσα,
τ᾿ ἀκροούρανα, κι ὁ ἀέρας,
κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω τους, καὶ γύρω τους
ἡ μεγάλη πλάση καὶ ἡ ζωὴ
καὶ τὸ παίξιμο τῆς μέρας.
Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπό ῾να σκύψιμο
σὲ παλιὰ βιβλία δυσκολοσίμωτα,
καὶ σὲ συναξάρια,
καὶ σὲ κάτι τί ἀκριβότερο
ἀπ᾿ τ᾿ ἀράπικα τοπάζια, ἀπ᾿ τὰ χουρμούζικα
τὰ μαργαριτάρια.
Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπὸ λογάριασμα
μπρὸς σὲ γιατροσόφια ἀπάντεχα,
σὲ δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι ὅλοι καθὼς ἔρχονται κλιτοί,
καὶ καθὼς ἀργοζυγώνουν,
τί κρατᾶνε μέσ᾿ στὰ χέρια;
Καὶ ραβδιὰ κρατᾶν προσκυνητάδων
καὶ διαλαλητῶν ἀκροστεφάνωτα
μ᾿ ἀγριλιᾶς καὶ μὲ μυρτιᾶς κλωνάρια
τραχιὰ ἠχοῦν τὰ σάνταλά τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στοὺς ὤμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.
Κ᾿ ἕνας ἕνας κι ἀπὸ δυὸ
κι ἀπὸ τρεῖς ἀνταμωμένοι,
κι ἀπὸ τέσσεροι κι ἀκόμα
πιὸ πολλοί, κρατᾶν καὶ σφίγγουν
τυλιγάδια καὶ βιβλία
σὲ χρυσὲς κ᾿ ἐλεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θῆκες,
καὶ πηγαίνουν μὲ κεῖνα,
καὶ στὰ χέρια καὶ στοὺς ὤμους
καὶ στοὺς κόρφους τὰ βαστᾶνε,
λείψαν᾿ ἅγια σάμπως νἆναι
καὶ θαματουργὲς εἰκόνες
καὶ βαριὰ σταμνιὰ γιομάτα
μὲ τὴ στάχτη τῶν προγόνων.
Τυλιγάδια καὶ βιβλία
πὄχουν πρόσωπα πορφύρες,
ποὺ εἶν᾿ οἱ σάρκες τους μετάξια,
καὶ λογῆς λογῆς τὸ μάκρος
καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα.
Σκεπασμένα καὶ μακριάθε
τὰ θωρεῖς καὶ λὲς πὼς εἶναι
στύλοι, λὲς βωμοὶ σβησμένοι
καὶ σημαῖες καὶ θυματήρια
καὶ ρηγάδικες κορῶνες.
Σὰν θεῶν ἀγάλματα εἶναι,
σὰν ἀνάγλυφα εἶν᾿ ἡρώων,
προφητῶν ὁράματα εἶναι,
καὶ κιβούρια καὶ μνημούρια.
Τάματα εἶναι καὶ τὰ πάνε
νὰ τ᾿ ἀφήσουνε στὰ πόδια
κάποιων εἴδωλων καὶ κόσμων
ποὺ τὰ καρτερᾶν καὶ στέκουν
καὶ γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σὲ ναοὺς καὶ τόπους,
πέρα ὁλόμακρα, καὶ στέκουν
κ᾿ οἱ ναοὶ κ᾿ οἱ τόποι καὶ ὅλα
καὶ προσμένουν καὶ προσμένουν
νὰ φωτοντυθοῦν μὲ κεῖνα.
«Τ᾿ εἶναι τὰ δεφτέρια ποὺ κρατᾶτε
τὰ περγαμηνά,
σεβαστὰ κοπάδια ποὺ τραβᾶτε
σὰ διωγμένα ἀπὸ κακοκαιριά;
Καὶ σὲ τοῦτα τὰ βιβλία,
καὶ στὰ μνήματα ὅλ᾿ αὐτά,
ποιὰ διαμάντια, ποιὰ σοφία,
ποιοὶ νεκροί, ποιὰ κόκκαλα ἱερά;»
Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τὰ πλήθη,
ξέσπασε φωνὴ καὶ μοῦ ἀποκρίθη:
«Εἶν᾿ ἐδῶ κλειστοὶ μέσ᾿ στὰ κιβούρια,
μέσ᾿ στὰ τυλιγάδια εἶναι κρυμμένοι,
- γιὰ νεκροὺς ἡ πλάση ἂς μὴν τοὺς κλαίη! -
ὦ οἱ πηγὲς οἱ ἀθόλωτες τῆς Σκέψης,
οἱ ἀσυγνέφιαστοι τῆς Τέχνης οὐρανοί,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Κ᾿ εἶναι τῆς Ἀλήθειας οἱ διδάχοι,
τῆς ἀκέριας Ὀμορφάδας οἱ πιστοί,
γέροι, ἀπείραχτοι, ὅλο νέοι,
καὶ ἥλιοι ποὺ σοῦ δίνονται νὰ τοὺς χαρῇς
πάντα μέσ᾿ στὸ δρόσος κάποιου Ἀπρίλη
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Ἀπὸ τοὺς γιαλοὺς τῆς Ἰωνίας
κι ἀπὸ τῆς Ἀθήνας τὸν ἀέρα
ποὺ ὅλα πνέματα τὰ κάνει καθὼς πνέει,
κι ἀπὸ τῆς Ἑλλάδας τ᾿ ἁγνὰ χώματα,
ἡ Σοφία, ὁ Λόγος, ὁ Ῥυθμὸς
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Κ᾿ εἶναι οἱ Πλάτωνες, καὶ πίσω τους,
τῆς Ἰδέας ἥρωες, οἱ φιλόσοφοι,
κ᾿ ἡ Ἀρετὴ μ᾿ αὐτοὺς «ἡ λεβεντιὰ εἶμαι!» λέει
κ᾿ εἶναι οἱ Ὅμηροι, καὶ πίσω τους
ὅλοι οἱ ψάλτες καὶ τῶν Ὀλύμπων οἱ πλάστες
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Τὴ στερνὴ πατρίδα τους τὴν παρατᾶν
ἀπὸ φύσημα διωγμένοι ὀρμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ᾿ Ἑβραῖοι,
ὅμως πάντα, κ᾿ ἐρμοσπίτες, νικητὲς
καὶ τοῦ κόσμου γίνονται πολίτες,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι!»
«Τοὺς γνωρίζω, τοὺς γνωρίζω,
- μίλησα κ᾿ ἐγώ, -
τοὺς γνωρίζω καὶ τοὺς διαλαλῶ
ξέρω ἀπ᾿ ὅλα τὰ τραγούδια
μὰ γιὰ νὰ τὰ πῶ,
τὰ ταιριάζω τὰ τραγούδια
στὸ δικό μου τὸ σκοπό».
Καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀρχινῆσαν
ἔτσι τὸν τελειώνω ἐγώ:
«Καὶ σπρωγμένοι ὡς ἐδῶ πέρα
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι
ἀπὸ ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες
καὶ σεισμοὺς καὶ χαλασμούς,
καὶ καραβοτσακισμένοι
καὶ σκληρὰ κατατρεμένοι
κι ἀπὸ ξένους καὶ δικούς!
Καὶ κρυψῶνες ηὕρανε καὶ σκῆτες,
μοναστήρια καὶ κελλιά,
κ᾿ ηὕρανε παλάτια καὶ σκολιά,
καὶ δὲν ηὕρανε τὸν ἥλιο
καὶ τὴ λευτεριά,
καὶ δεθῆκαν κι ἀρρωστήσαν
καὶ χτικάσιαν τ᾿ ἀπολλώνια τὰ κορμιὰ
καὶ γινήκαν βρυκολάκοι καὶ στοιχιά.
Βρῆκαν κάτεργα καὶ κάστρα
καὶ μία πλάση ξένη, μιὰ στενὴ
πλάση ξελογιάστρα.
Ὄρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
καὶ μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
ἡ ζωὴ καὶ ἡ νιότη καὶ ἡ χαρά.
Γίνανε ἢ σὰν ἄρρωστα λουλούδια
τροπικὰ στὰ θερμοκήπια,
ἢ φυτρώσανε μαζὶ
μὲ τὰ χόρτα ποὺ ἀγκαλιάζουνε τὰ ἐρείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ᾿ στοῦ δασκάλου τὰ χέρια,
κι ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὰ δεφτέρια,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὴ σκλαβιά,
ζήσανε ζωὴ τυραγνισμένη,
καὶ τοὺς ηὖρε μιὰ λατρεία καταραμένη
σὰν τὰ βάσανα καὶ σὰν τὰ καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»
Κι ἀπ᾿ τοὺς πάπυρους ἐκείνους μιὰ ψυχὴ
θάρρεψα πὼς χύθη,
καὶ γρικήθηκ᾿ ἕνας ὕμνος θριαμβευτής,
κι ἀπ᾿ τῶν τάφων ἔβγαινε τὰ βύθη:
«Θὰ διαβοῦμε καὶ στεριὲς καὶ πέλαγα,
θὰ σταθοῦμε ὅπου τὸ πόδι δὲν μπορεῖ
Τούρκου κανενὸς νὰ μᾶς πατήση
ἀπὸ τὴν πατρίδα μας διωγμένοι,
καὶ σβησμένοι ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή,
θ᾿ ἀνατείλουμε στὴ Δύση.
Ὅπου πᾶμε, θἄβρουμε πατρίδες
καὶ θὰ πλάσουμε, ἀπ᾿ τὸ Βόσπορο
χαιδευτὰ συνεβγαλμένοι ὡς τὸν Ἁδρία
θὰ φωλιάσουμε στὴ Βενετιά,
θὰ ξαναρριζώσουμε στὴ Ρώμη,
θὰ μᾶς ἀγκαλιάση ἡ Φλωρεντία.
Τ᾿ Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελήσουμε,
θὰ ξαφνίσουμε τὰ ρέματα τοῦ Ρήνου,
στοῦ Βοριὰ θ᾿ ἀσπροχαράξουμε τὰ σκότη,
θὰ χυθοῦμε σὰ μαγιάπριλα τοῦ νοῦ
ὅπου τόποι, ὅπου γεράματα, θὰ σπείρουμε
μίαν Ἑλλάδα καὶ μία νιότη.
Καὶ πλανῆτες μὲ δικό μας φῶς,
τὸ δικό μας φῶς θὰ ρίξουμε
ὅπου θάμπωμα καὶ βράδιασμα στὴ φύση
κι ὁ ἀσκητὴς θὰ φιλιωθῆ μὲ τὴ ζωὴ
καὶ τὸ γάλα τῆς χαρᾶς ξανὰ θὰ πιῆς,
νηστευτή, κ᾿ ἕνα κρασὶ θὰ σὲ μεθύση.
Καὶ ὁ Κελτὸς καὶ ὁ Γότθος κι ὁ Ἀλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ᾿ ἐμᾶς θ᾿ ἀναγαλλιάσει,
κι ὁ Ἰταλὸς ἀπ᾿ ὅλους πρῶτα
ρασοφόροι καὶ ποντίφικες
θὰ προσπέσουνε στὰ πόδια τῆς Ἑλένης
καὶ τὸν κύκνο θὰ λατρέψουνε τοῦ Εὐρώτα.
Τοῦ οἰκοδόμου θὰ τοῦ δείξουνε ρυθμούς,
νόμους τοῦ σοφοῦ, σ᾿ ἐμᾶς θὰ τρέξουν
ὅμοια κυβερνῆτες καὶ τεχνίτες,
πύργοι θὰ ὑψωθοῦν καὶ πολιτεῖες,
καὶ παντοῦ ξανὰ θὰ στηλωθοῦν
τῶν καλῶν καὶ τῶν ὡραίων οἱ δικιοκρίτες.
Μόλις βγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ δὰ τὸ κοιμητήρι
πρὸς τὸ φῶς καὶ στὰ τετράπλατα τοῦ ἀέρα,
σὰν τὰ πρῶτα θάβρουμε τὰ νιάτα,
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὰ στενὰ κιβούρια,
Καίσαρες κι Ἀλέξαντροι, θ᾿ ἀνοίξουμε,
μὲ τοῦ Λόγου τὸ σπαθί, τὴ στράτα.
Ὀλύμπων κορφὲς καὶ Παρνασσῶν!
Κι ἀπ᾿ τὴ σκέψη κι ἀπ᾿ τὰ μέτρα μας
γίνονται ἄνθρωποι καὶ Παρθενῶνες
πέρα ὡς πέρα στὴν ψυχὴ μία νεκρανάσταση!
Τὸ μεγάλο Πάνα ὁλόχαροι
ξαναπροσκυνοῦν οἱ αἰῶνες.
Κ᾿ οἱ κακόσορτοι σοφοὶ καὶ οἱ στέρφοι
δάσκαλοι, ποὺ χρόνια καὶ καιροὺς
ἔτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
καὶ μαζί μας πᾶνε σέρνοντάς μας,
ἅγια στερνολείψανα
τοῦ χαμένου Γένους,
ἔτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους νὰ φεύγουμε
σὲ ἀποθέωση ποὺ δὲ θὰ ξαναγίνη,
θὰ πιστέψουν πὼς σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι ἀπὸ τῆς θεότης μας τ᾿ ἀντίφεγγα
σὰν ἡμίθεοι θὰ φαντάξουν ὡς κ᾿ ἐκεῖνοι!»
Κωστής Παλαμάς