'Αρθρα Εσωτερισμού > Αρχαία Ελλάδα και Εσωτερισμός

Πανθεϊστικά μηνύματα στην σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία

<< < (4/8) > >>

Rose:
Ἡ ἀπόκριση

Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!

Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.

Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:

«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:

«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.

Κωστής Παλαμάς

Rose:
Οἱ λύκοι

Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
 Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
 καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
 γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

 (Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
 σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
 τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
 στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἁρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.

Κωστής Παλαμάς

Rose:
Ὁ Δελφικὸς Ὕμνος

Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς
ἐρῶ σ᾿ ἄτε παρ᾿ ἀκρονιφῆ τόνδε πάγον ...

Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ᾿ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα
ποῦ φανερώνεις, ὦ Θεέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
κοντὰ στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο! Θὰ κηρύξω
τὸ μαντικὸ τὸν τρίποδα πὼς ὤρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος καὶ πὼς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στρηφογυρισμένο
κορμί! Καὶ πὼς ἐκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ᾿ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!

Τοῦ βροντεροῦ Διὸς Ἐσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν Ἑλικώνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χορούς, ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ᾿ ἀδέρφι Σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.

Ἀπάνου ἐκεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους στοὺς θρόνους
στὰ κρυσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια, ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ του βράχου.

Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι᾿ αὐτή σου τὴ λατρεία!
Καίει τῶν ταύρων τὰ μηριὰ στοὺς ἱεροὺς βωμούς Του
ὁ Ἤφαιστος, καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σκορπίζει
ψηλὰ ψηλὰ ὡς τὸν Ὄλυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.

Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κ᾿ ἡ γλυκερόφωνη χρυσὴ κιθάρα ἁπλώνει
τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, Σὲ προσκυνάει!

Κωστής Παλαμάς

Rose:
Ὁ θάνατος τῶν Ἀρχαίων
...
Κι ἀπ᾿ τὶς πόρτες διάπλατες ποὺ ἀνοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι ἀργοπάτητο
σέρνει καὶ βαρὺ τὸ πόδι,
κ᾿ εἶναι μία πομπή, καὶ δὲ γνωρίζεις
δέξιμο κι ἂν εἶναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ἢ ξόδι.

Κ᾿ εἶναι συνοδειὰ χωρὶς ξαφτέρουγα
καὶ χωρὶς σταυροὺς καὶ λάβαρα
καὶ βαγγέλια καὶ παπάδες
ποιᾶς λατρείας μυστήρια εἶν᾿ αὐτά;
Δὲν τὰ διαλαλοῦν ψαλμοί,
δὲν τοὺς φέγγουνε λαμπάδες.

Καὶ γυναῖκες οὔτε, οὔτε παιδιὰ
κι ἄντρες μοναχὰ ἀσπρομάλληδες
καὶ μισοκοπιὲς καὶ παλληκάρια
κ᾿ ἔρχονται μὲ κόπο καὶ σκυφτοὶ
σὰν ἀπὸ κρυψῶνες μέσ᾿ στὴ γῆ,
σὰν ἀπὸ τ᾿ ἀνήλιαγα κελλάρια.

Κοντοστέκουν καὶ τρικλίζουν
ἀσυνήθιστο σὰ νἄχουν
κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο τέτοιο δρόμο
καὶ τὰ μέτωπα στὰ χέρια τους
σάμπως ἀπὸ θάμπος κι ἀπὸ τρόμο.

Κ᾿ ἔτσι πᾶν, καὶ τοὺς τρομάζουν
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πέρα ἡ θάλασσα,
τ᾿ ἀκροούρανα, κι ὁ ἀέρας,
κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω τους, καὶ γύρω τους
ἡ μεγάλη πλάση καὶ ἡ ζωὴ
καὶ τὸ παίξιμο τῆς μέρας.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπό ῾να σκύψιμο
σὲ παλιὰ βιβλία δυσκολοσίμωτα,
καὶ σὲ συναξάρια,
καὶ σὲ κάτι τί ἀκριβότερο
ἀπ᾿ τ᾿ ἀράπικα τοπάζια, ἀπ᾿ τὰ χουρμούζικα
τὰ μαργαριτάρια.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπὸ λογάριασμα
μπρὸς σὲ γιατροσόφια ἀπάντεχα,
σὲ δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι ὅλοι καθὼς ἔρχονται κλιτοί,
καὶ καθὼς ἀργοζυγώνουν,
τί κρατᾶνε μέσ᾿ στὰ χέρια;

Καὶ ραβδιὰ κρατᾶν προσκυνητάδων
καὶ διαλαλητῶν ἀκροστεφάνωτα
μ᾿ ἀγριλιᾶς καὶ μὲ μυρτιᾶς κλωνάρια
τραχιὰ ἠχοῦν τὰ σάνταλά τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στοὺς ὤμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.

Κ᾿ ἕνας ἕνας κι ἀπὸ δυὸ
κι ἀπὸ τρεῖς ἀνταμωμένοι,
κι ἀπὸ τέσσεροι κι ἀκόμα
πιὸ πολλοί, κρατᾶν καὶ σφίγγουν
τυλιγάδια καὶ βιβλία
σὲ χρυσὲς κ᾿ ἐλεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θῆκες,
καὶ πηγαίνουν μὲ κεῖνα,
καὶ στὰ χέρια καὶ στοὺς ὤμους
καὶ στοὺς κόρφους τὰ βαστᾶνε,
λείψαν᾿ ἅγια σάμπως νἆναι
καὶ θαματουργὲς εἰκόνες
καὶ βαριὰ σταμνιὰ γιομάτα
μὲ τὴ στάχτη τῶν προγόνων.
Τυλιγάδια καὶ βιβλία
πὄχουν πρόσωπα πορφύρες,
ποὺ εἶν᾿ οἱ σάρκες τους μετάξια,
καὶ λογῆς λογῆς τὸ μάκρος
καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα.
Σκεπασμένα καὶ μακριάθε
τὰ θωρεῖς καὶ λὲς πὼς εἶναι
στύλοι, λὲς βωμοὶ σβησμένοι
καὶ σημαῖες καὶ θυματήρια
καὶ ρηγάδικες κορῶνες.
Σὰν θεῶν ἀγάλματα εἶναι,
σὰν ἀνάγλυφα εἶν᾿ ἡρώων,
προφητῶν ὁράματα εἶναι,
καὶ κιβούρια καὶ μνημούρια.
Τάματα εἶναι καὶ τὰ πάνε
νὰ τ᾿ ἀφήσουνε στὰ πόδια
κάποιων εἴδωλων καὶ κόσμων
ποὺ τὰ καρτερᾶν καὶ στέκουν
καὶ γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σὲ ναοὺς καὶ τόπους,
πέρα ὁλόμακρα, καὶ στέκουν
κ᾿ οἱ ναοὶ κ᾿ οἱ τόποι καὶ ὅλα
καὶ προσμένουν καὶ προσμένουν
νὰ φωτοντυθοῦν μὲ κεῖνα.

«Τ᾿ εἶναι τὰ δεφτέρια ποὺ κρατᾶτε
τὰ περγαμηνά,
σεβαστὰ κοπάδια ποὺ τραβᾶτε
σὰ διωγμένα ἀπὸ κακοκαιριά;
Καὶ σὲ τοῦτα τὰ βιβλία,
καὶ στὰ μνήματα ὅλ᾿ αὐτά,
ποιὰ διαμάντια, ποιὰ σοφία,
ποιοὶ νεκροί, ποιὰ κόκκαλα ἱερά;»

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τὰ πλήθη,
ξέσπασε φωνὴ καὶ μοῦ ἀποκρίθη:

«Εἶν᾿ ἐδῶ κλειστοὶ μέσ᾿ στὰ κιβούρια,
μέσ᾿ στὰ τυλιγάδια εἶναι κρυμμένοι,
- γιὰ νεκροὺς ἡ πλάση ἂς μὴν τοὺς κλαίη! -
ὦ οἱ πηγὲς οἱ ἀθόλωτες τῆς Σκέψης,
οἱ ἀσυγνέφιαστοι τῆς Τέχνης οὐρανοί,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι τῆς Ἀλήθειας οἱ διδάχοι,
τῆς ἀκέριας Ὀμορφάδας οἱ πιστοί,
γέροι, ἀπείραχτοι, ὅλο νέοι,
καὶ ἥλιοι ποὺ σοῦ δίνονται νὰ τοὺς χαρῇς
πάντα μέσ᾿ στὸ δρόσος κάποιου Ἀπρίλη
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Ἀπὸ τοὺς γιαλοὺς τῆς Ἰωνίας
κι ἀπὸ τῆς Ἀθήνας τὸν ἀέρα
ποὺ ὅλα πνέματα τὰ κάνει καθὼς πνέει,
κι ἀπὸ τῆς Ἑλλάδας τ᾿ ἁγνὰ χώματα,
ἡ Σοφία, ὁ Λόγος, ὁ Ῥυθμὸς
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι οἱ Πλάτωνες, καὶ πίσω τους,
τῆς Ἰδέας ἥρωες, οἱ φιλόσοφοι,
κ᾿ ἡ Ἀρετὴ μ᾿ αὐτοὺς «ἡ λεβεντιὰ εἶμαι!» λέει
κ᾿ εἶναι οἱ Ὅμηροι, καὶ πίσω τους
ὅλοι οἱ ψάλτες καὶ τῶν Ὀλύμπων οἱ πλάστες
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Τὴ στερνὴ πατρίδα τους τὴν παρατᾶν
ἀπὸ φύσημα διωγμένοι ὀρμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ᾿ Ἑβραῖοι,
ὅμως πάντα, κ᾿ ἐρμοσπίτες, νικητὲς
καὶ τοῦ κόσμου γίνονται πολίτες,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι!»

«Τοὺς γνωρίζω, τοὺς γνωρίζω,
- μίλησα κ᾿ ἐγώ, -
τοὺς γνωρίζω καὶ τοὺς διαλαλῶ
ξέρω ἀπ᾿ ὅλα τὰ τραγούδια
μὰ γιὰ νὰ τὰ πῶ,
τὰ ταιριάζω τὰ τραγούδια
στὸ δικό μου τὸ σκοπό».

Καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀρχινῆσαν
ἔτσι τὸν τελειώνω ἐγώ:
«Καὶ σπρωγμένοι ὡς ἐδῶ πέρα
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι
ἀπὸ ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες
καὶ σεισμοὺς καὶ χαλασμούς,
καὶ καραβοτσακισμένοι
καὶ σκληρὰ κατατρεμένοι
κι ἀπὸ ξένους καὶ δικούς!

Καὶ κρυψῶνες ηὕρανε καὶ σκῆτες,
μοναστήρια καὶ κελλιά,
κ᾿ ηὕρανε παλάτια καὶ σκολιά,
καὶ δὲν ηὕρανε τὸν ἥλιο
καὶ τὴ λευτεριά,
καὶ δεθῆκαν κι ἀρρωστήσαν
καὶ χτικάσιαν τ᾿ ἀπολλώνια τὰ κορμιὰ
καὶ γινήκαν βρυκολάκοι καὶ στοιχιά.

Βρῆκαν κάτεργα καὶ κάστρα
καὶ μία πλάση ξένη, μιὰ στενὴ
πλάση ξελογιάστρα.
Ὄρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
καὶ μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
ἡ ζωὴ καὶ ἡ νιότη καὶ ἡ χαρά.
Γίνανε ἢ σὰν ἄρρωστα λουλούδια
τροπικὰ στὰ θερμοκήπια,
ἢ φυτρώσανε μαζὶ
μὲ τὰ χόρτα ποὺ ἀγκαλιάζουνε τὰ ἐρείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ᾿ στοῦ δασκάλου τὰ χέρια,
κι ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὰ δεφτέρια,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὴ σκλαβιά,
ζήσανε ζωὴ τυραγνισμένη,
καὶ τοὺς ηὖρε μιὰ λατρεία καταραμένη
σὰν τὰ βάσανα καὶ σὰν τὰ καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι ἀπ᾿ τοὺς πάπυρους ἐκείνους μιὰ ψυχὴ
θάρρεψα πὼς χύθη,
καὶ γρικήθηκ᾿ ἕνας ὕμνος θριαμβευτής,
κι ἀπ᾿ τῶν τάφων ἔβγαινε τὰ βύθη:

«Θὰ διαβοῦμε καὶ στεριὲς καὶ πέλαγα,
θὰ σταθοῦμε ὅπου τὸ πόδι δὲν μπορεῖ
Τούρκου κανενὸς νὰ μᾶς πατήση
ἀπὸ τὴν πατρίδα μας διωγμένοι,
καὶ σβησμένοι ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή,
θ᾿ ἀνατείλουμε στὴ Δύση.

Ὅπου πᾶμε, θἄβρουμε πατρίδες
καὶ θὰ πλάσουμε, ἀπ᾿ τὸ Βόσπορο
χαιδευτὰ συνεβγαλμένοι ὡς τὸν Ἁδρία
θὰ φωλιάσουμε στὴ Βενετιά,
θὰ ξαναρριζώσουμε στὴ Ρώμη,
θὰ μᾶς ἀγκαλιάση ἡ Φλωρεντία.

Τ᾿ Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελήσουμε,
θὰ ξαφνίσουμε τὰ ρέματα τοῦ Ρήνου,
στοῦ Βοριὰ θ᾿ ἀσπροχαράξουμε τὰ σκότη,
θὰ χυθοῦμε σὰ μαγιάπριλα τοῦ νοῦ
ὅπου τόποι, ὅπου γεράματα, θὰ σπείρουμε
μίαν Ἑλλάδα καὶ μία νιότη.

Καὶ πλανῆτες μὲ δικό μας φῶς,
τὸ δικό μας φῶς θὰ ρίξουμε
ὅπου θάμπωμα καὶ βράδιασμα στὴ φύση
κι ὁ ἀσκητὴς θὰ φιλιωθῆ μὲ τὴ ζωὴ
καὶ τὸ γάλα τῆς χαρᾶς ξανὰ θὰ πιῆς,
νηστευτή, κ᾿ ἕνα κρασὶ θὰ σὲ μεθύση.

Καὶ ὁ Κελτὸς καὶ ὁ Γότθος κι ὁ Ἀλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ᾿ ἐμᾶς θ᾿ ἀναγαλλιάσει,
κι ὁ Ἰταλὸς ἀπ᾿ ὅλους πρῶτα
ρασοφόροι καὶ ποντίφικες
θὰ προσπέσουνε στὰ πόδια τῆς Ἑλένης
καὶ τὸν κύκνο θὰ λατρέψουνε τοῦ Εὐρώτα.

Τοῦ οἰκοδόμου θὰ τοῦ δείξουνε ρυθμούς,
νόμους τοῦ σοφοῦ, σ᾿ ἐμᾶς θὰ τρέξουν
ὅμοια κυβερνῆτες καὶ τεχνίτες,
πύργοι θὰ ὑψωθοῦν καὶ πολιτεῖες,
καὶ παντοῦ ξανὰ θὰ στηλωθοῦν
τῶν καλῶν καὶ τῶν ὡραίων οἱ δικιοκρίτες.

Μόλις βγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ δὰ τὸ κοιμητήρι
πρὸς τὸ φῶς καὶ στὰ τετράπλατα τοῦ ἀέρα,
σὰν τὰ πρῶτα θάβρουμε τὰ νιάτα,
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὰ στενὰ κιβούρια,
Καίσαρες κι Ἀλέξαντροι, θ᾿ ἀνοίξουμε,
μὲ τοῦ Λόγου τὸ σπαθί, τὴ στράτα.

Ὀλύμπων κορφὲς καὶ Παρνασσῶν!
Κι ἀπ᾿ τὴ σκέψη κι ἀπ᾿ τὰ μέτρα μας
γίνονται ἄνθρωποι καὶ Παρθενῶνες
πέρα ὡς πέρα στὴν ψυχὴ μία νεκρανάσταση!
Τὸ μεγάλο Πάνα ὁλόχαροι
ξαναπροσκυνοῦν οἱ αἰῶνες.

Κ᾿ οἱ κακόσορτοι σοφοὶ καὶ οἱ στέρφοι
δάσκαλοι, ποὺ χρόνια καὶ καιροὺς
ἔτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
καὶ μαζί μας πᾶνε σέρνοντάς μας,
ἅγια στερνολείψανα
τοῦ χαμένου Γένους,

ἔτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους νὰ φεύγουμε
σὲ ἀποθέωση ποὺ δὲ θὰ ξαναγίνη,
θὰ πιστέψουν πὼς σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι ἀπὸ τῆς θεότης μας τ᾿ ἀντίφεγγα
σὰν ἡμίθεοι θὰ φαντάξουν ὡς κ᾿ ἐκεῖνοι!»
 
Κωστής Παλαμάς

Rose:
Οἱ πολυθεοί

Μακαρισμένος ἐσὺ ποὺ μελέτησες
νὰ τὸν ὀρθώσης ἀπάνω στοὺς ὤμους σου
τὸ συντριμμένο ναὸ τῶν Ἑλλήνων!
Τοῦ Νόμου τ᾿ ἄγαλμα σταίνεις κορῶνα του,
στὶς μαρμαρένιες κολῶνες του σκάλισες
τοὺς λογισμοὺς τῶν Πλωτίνων.

Εἶδες τὸν κόσμο κι ἀτέλειωτο κι ἄναρχο
ψυχῶν καὶ θεῶν, μαζὶ κύριων καὶ ὑπάκουων,
σφιχτοδετὰ κρατημένη ἁρμονία
καὶ τῶν καπνῶν καὶ τῶν ἴσκιων τὰ εἴδωλα
παραμερίζοντας ὅλα, ἴσα τράβηξες
πρὸς τὴν Αἰτία
καὶ σὲ κρυψώνα ἱερό, καὶ σωπαίνοντας
ἔσπειρες, ἔξω ἀπ᾿ τὸ μάτι τοῦ βέβηλου,
κ᾿ ἔπλασες λιόκαλη ἐσὺ σπαρτιάτισσα
τὴ θυγατέρα σου τὴν Πολιτεία.

Στοὺς χριστιανοὺς τοὺς μισόζωους ἀνάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ὀλύμπους ἄγνωρους,
ἔθνη καινούριων ἀθανάτων κι ἄστρων
μέσα σὲ σένα Λυκοῦργοι καὶ Πλάτωνες
ἀπαντηθῆκαν, τὸ λόγο ξανάνιωσες
τῶν Ζωροάστρων.

Κι ἀφοῦ τὸ τέκνο μεγάλωσες, ἔνιωσες
τότε μονάχα τὴν κούραση, κ᾿ ἔγυρες
ζωὴ κατόχρονη ἰσόθεης σκέψης,
κι ἀλαφροπῆρε σε ὁ θάνατος κ᾿ ἔφυγες
τὸ μυστικό, τρισμκάριε, τὸν ἴακχο
μὲ τοὺς Ὀλύμπιους θεοὺς νὰ χορέψης.

Σοφός, κριτὴς καὶ προφήτης μᾶς μοίρασες
ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ ἐσένα σὲ πότισε
τῆς οὐρανίας Ἀφροδίτης ἡ ρώγα.
Τοῦ κόσμου ἀφήνεις τὸ τέκνο, τὸ θάμα σου
μὰ ὁ μισερὸς κι ὁ στραβὸς κι ὁ ζηλόφτονος
λυσσομανάει καὶ τὸ ρίχνει στὴ φλόγα.

Ὅμως ὁ ἀέρας τριγύρω στὴ φλόγα σου
πνοὴ σοφίας κι ἀλήθειες πνοὴ γίνεται,
κι ἀπὸ τὴ θράκα τῆς φλόγας πετάχτη
στὸν ἥλιο ὁλόισα ἕνας νοῦς μεγαλόφτερος
τ᾿ ἀποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
καὶ θησαυρὸς τῆς φωτιᾶς σου εἶν᾿ ἡ στάχτη!

Κωστής Παλαμάς

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση