ΟΡΘΟΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΝ
Διαβάζοντας επιπόλαια στο λεξικό και μάλιστα και στο αρχαιοελληνικό λεξικό, ανακαλύπτουμε ότι, Ορθό= σωστό και παραπάνω στο γράμμα "Δ", δίκαιο = σωστό. Όμως η Ελληνική γλώσσα ποτέ δεν χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές λέξεις για να αποδώσει μία έννοια. Ας δούμε λοιπόν καλύτερα τους ορισμούς των παραπάνω εννοιών....
Επανερχόμενοι στο λεξικό, δαβάζουμε: Ορθόν = πραγματικό, αληθές…. Απλή και κατανοητή απόδοση.
Δίκαιον: Προέρχεται από την λέξη «δίκη», όπου Δίκη = Έθος, συνήθεια, κανόνας, οπότε φανερώνεται πλέον και η πρωταρχική σημασία της λέξεως «δίκαιος». Δίκαιος λοιπόν, είναι αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τους νόμους, με τους κανόνες.
Δίκαιον: Το σύμφωνο με τα έθιμα, με τους κανόνες, με τους νόμους….
Ενώ φαίνεται προς στιγμή ότι το πρόβλημα έχει βρει λύση, αλίμονο….
Το πρόβλημα περί ορθού και δικαίου μόλις τώρα αρχίζει να αποκαλύπτεται….
Στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», θίγεται για πρώτη φορά ένα τεράστιο δίλλημα. Θέμα της τραγωδίας είναι η προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Έτσι η Αντιγόνη θέτει τον ηθικό νόμο που αιτείται τον σεβασμό των θεών και την αγάπη προς τον αδερφό της υπεράνω των ανθρώπινων νόμων. Οι ήρωες της τραγωδίας είναι οι:
Αντιγόνη. Πιστή στο ηθικό καθήκον και σεβόμενη τους αρχαίους θεούς, ισχυρός
χαρακτήρας που αψηφάει την εξουσία, ατρόμητη ακόμα και εμπρός
στον θάνατο, με ελεύθερη γνώμη και προπάντων ηθική.
Ισμήνη. Αδερφή της Αντιγόνης Πραγματίστρια, έχει τύψεις για την τύχη της Αντιγόνης, αλλά είναι προσαρμοσμένη στις νόρμες της ανθρώπινης εξουσίας. Αδύναμη ως χαρακτήρας, χωρίς πολιτική βούληση, φοβάται τον βασιλέα Κρέοντα.
Κρέοντας, βασιλεύς των Θηβών και θείος της Αντιγόνης. Τύραννος. Πιστεύει ότι άπαντες οφείλουν να υπακούν αναντίρρητα στους νόμους του, θέτοντας έτσι τα συμφέροντά του υπεράνω όλων των άλλων. Ασυνεννόητος, δεν δέχεται καμία κριτική, αγενέστατος.
Αίμονας, γιος του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης. Σέβεται τον πατέρα του, αγαπάει την Αντιγόνη, συνετός, φιλοσοφεί.
Τειρεσίας, τυφλός Μάντης, εκφράζεται με μαντείες και με παραβολές.
Ευρυδίκη, Γυναίκα του Κρέοντα, ένας
φρουρός,
πρώτος αγγελιοφόρος,
δεύτερος αγγελιοφόρος και τέλος
ο χορός, απαρτιζόμενος από 15 γέροντες των Θηβών.
Κυριολεκτικά, στην ομώνυμη τραγωδία της «Αντιγόνης», τίθεται το δίλλημα ανάμεσα στο ορθό και στο δίκαιο, όπου δίκαιο, το δίκαιο των νόμων του βασιλέα και ορθόν, το ηθικό δίκαιο, ως ο φυσικός, ο παγκόσμιος και αναλλοίωτος Νόμος ο οποίος διέπει όλα τα λογικά και ελεύθερα όντα.
Πριν συνεχίσω την εργασία αυτή, φρονώ ότι είναι χρήσιμο να παραθέσω κάτι ακόμα από τον Σοφοκλή, μία φράση από την τραγωδία «Τραχίνιαι».
«ει μη φίλα λέγω, ουχ ήδομαι, το δ' ορθόν εξείρηχ' όμως»
Ανιχνεύοντας την φιλοσοφική σκέψη της εποχής μας, συναντάμε τον Thomas Kuhn να παραδέχεται αφοπλιστικά ότι η Αγγλωσαξονική φιλοσοφική σχολή σκέψης, ουδέποτε κατάφερε να αποδεχθεί την καθαρή θεωρησιακή προσέγγιση και τις μεγαλεπήβολες μεταφυσικές θεωρίες της φιλοσοφικής σκέψης της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Αγγλοσαξωνική σχολή σκέψης, προσπαθεί να πατάει συνέχεια σε σταθερό έδαφος, αποδεχόμενη μόνον τους ισχυρισμούς που χαίρουν αυστηρής εδραίωσης.
Η σχολή αυτή σκέψης ακολούθησε πρότυπα λόγου την καθημερινή γλώσσα την οποία όλοι καταλαβαίνουν αμέσως και τις φυσικές επιστήμες, επειδή χαρακτηρίζονται από ακρίβεια και διαθέτουν συγχρόνως αυστηρά κριτήρια δικαιολόγησης. Η αμφισβήτηση του Kuhn αναφέρεται σε ένα μεγάλο σύμπλεγμα από ιδέες και αξιολογήσεις, οι οποίες απαρτίζουν μία γενικά αποδεκτή σύγχρονη κοσμοεικόνα μας. Το σύμπλεγμα αυτό είναι αρκετά πολύπλοκο, καθότι συνδυάζει στοιχεία ορθολογισμού με τον ατομικισμό και την φιλελεύθερη πίστη σε μια σταδιακή εξελικτική πρόοδο.
Οι ορθολογικές θεωρίες δίνουν έμφαση στην δύναμη της συλλογιστικής ικανότητας που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι. Οι ορθολογικές θεωρίες λοιπόν, είναι προϊόντα ατομικών ορθολογικών συλλογισμών. Συνάγοντας λογικά συμπεράσματα από την εμπειρία του, ο κάθε επιστήμονας αλλά και ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, συνεισφέρει με τον τρόπο αυτό στην πρόοδο, στην σωρευτική ανάπτυξη της γνώσης και στην βαθμιαία αυξανόμενη αντιστοιχία της με την πραγματικότητα την οποία περιγράφει.
Είναι φανερό ότι, μόνον όταν τα άτομα παύσουν να είναι λογικά, τότε απειλείται αυτή η πρόοδος. Τέτοιος κίνδυνος είναι δυστυχώς υπαρκτός και μάλιστα προέρχεται από την ίδια την κοινωνία. Οι κοινωνικές πιέσεις, τα πολιτικά ή θρησκευτικά πάθη, τα οικονομικά συμφέροντα και λοιπές ιδιοτέλειες, μπορούν δυστυχώς να επηρεάσουν την κρίση του ατόμου, σε σημείο μάλιστα να αρνείται πεισματικά να τροποποιήσει μιαν «αγαπημένη του πεποίθηση», ή να αντιστέκεται σθεναρά στην αποδοχή μιας άλλης που δεν του φαίνεται αρεστή. Με το πέρασμα του χρόνου, η δράση αυτών των κοινωνικών παραγόντων, ενδέχεται να μετατρέψει την σκέψη σε πολιτική ιδεολογία, ακόμα και σε θρησκευτικό δόγμα. Προφανέστατα, για να είναι εφικτή η συνέχιση της κατανόησης της φύσης και ο εμπλουτισμός της γνώσης, βασική προϋπόθεση είναι να εξουδετερωθούν οι δράσεις αυτών των κοινωνικών παραγόντων.
Ο λόγος, κτήμα του κάθε ανθρώπου, είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο για να αντλήσουμε γνώση από την εμπειρία. Πράγμα που ο καθένας μας μπορεί να το κάνει το ίδιο καλά.
Αυτή λοιπόν η ορθολογική αντίληψη, αντανακλά το τόσο προσφιλές σε μας φιλελεύθερο ιδεώδες μιας σταδιακής εξελικτικής αλλαγής και από την άποψη αυτήν, η γνωστική πρόοδος μοιάζει σαν ευτυχές ανάλογο με την κοινωνική πρόοδο. Με αυτήν την οπτική όμως, ακόμα και ο ίδιος ο ορθολογισμός, κινδυνεύει να καταστεί ένας μύθος, γιατί φτάνουμε να πιστεύουμε σε αυτόν όπως ακριβώς πιστεύουμε έναν μύθο, επειδή ταιριάζει καλά με τις λοιπές πεποιθήσεις μας.
Η επίσημα αναγνωρισμένη αχίλλειος πτέρνα του ορθολογισμού, βρίσκεται ακριβώς στον ίδιο τον θεωρησιακό χαρακτήρα της ορθολογικής γνώσης, καθώς τα φαινόμενα περιγράφονται και επεξηγούνται με όρους μιας συγκεκριμένης θεωρίας που εφηύραν ή συγκρότησαν κάποιοι γνώστες.
Θεωρείται λοιπόν δίκαιο, η περεταίρω έρευνα να στηρίζεται αποκλειστικά και αυστηρά σε ένα προδιαγραμμένο μοντέλο, το οποίο κάποια χρονική στιγμή αναγνωρίστηκε από μία ομάδα ως βάση για την θεμελίωση κάθε διερευνητικής πρακτικής.
Το ορθόν όμως διακηρύττει ότι –όπως μας δείχνει η ιστορία και η καθημερινή πρακτική- η γνώση δεν διδάσκεται ως κάτι υποθετικό και προσωρινό και οι διδάσκαλοι δεν προσπαθούν να καλλιεργήσουν στους μέλλοντες γνώστες μια σκεπτική διάθεση ή μια ευρύτητα σκέψεων και αντιλήψεων για να τους καταστήσουν εύκαμπτους και δεκτικούς στην νέα εμπειρία. Αντίθετα, η εκπαίδευση είναι ασυνήθιστα αυταρχική και δογματική, ακριβώς για να προκαλέσει τον μεγαλύτερο βαθμό αφοσίωσης στο καθιερωμένο μοντέλο σκέψης και να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό τις ροπές στο να σκέφτεται και να δρα κανείς έξω από αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέθεσε ο Kuhn όταν έγραφε: «Ακόμα και μια σύντομη ματιά στον χώρο της επιστήμης, δείχνει ότι, πιθανότατα, η επιστημονική εκπαίδευση είναι πολύ πιο αποτελεσματική στο να επιφέρει επαγγελματική ακαμψία, απ’ ότι η εκπαίδευση σε άλλους τομείς – με μοναδική ίσως εξαίρεση την συστηματική θεολογία».
Το ερώτημα, αν υπάρχει καλύτερο κριτήριο από την απόφαση συλλογικά ολόκληρης της ομάδας, μας υποδεικνύει και τον ορθό τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων. Μία ομάδα λοιπόν απαρτιζόμενη από πολλαπλότητα και διαφορετικότητα αντιλήψεων και πεποιθήσεων, έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη πιθανότητα να φτάσει σε αλήθειες από ότι ένα μεμονωμένο άτομο και ακόμη, μία ομάδα όπως η παραπάνω, υπερτερεί κατά πολύ από μία ομάδα που υπόκειται σε κοινό πλαίσιο αντιλήψεων και παρόμοιο τρόπο σκέψης.
Το ζητούμενο είναι λοιπόν να δούμε τους εαυτούς μας όχι απλά σαν αυτόνομους βιολογικούς οργανισμούς, αλλά σαν κοινότητες. Και αυτό επειδή η γνώση είναι από την φύση της ένα συλλογικό δημιούργημα, προερχόμενο όχι από μεμονωμένες ατομικές κρίσεις, αλλά από αξιολογήσεις στις οποίες προβαίνουμε όλοι μαζί.
Στην προσπάθειά μας να μελετήσουμε τον εαυτό μας και την ανθρώπινη έκφραση στην κοινωνική ζωή, πολλές φορές επιλέγουμε ένα μοντέλο ανάλυσης όπως ακριβώς αυτό που χρησιμοποιούνε οι φυσικές επιστήμες. Το δίκαιο ενός τέτοιου εγχειρήματος φαίνεται να υποστηρίζεται από περιστάσεις όπου η κοινωνική ζωή καθορίζεται από παράγοντες και κοινωνικές δυνάμεις που έχουν τα χαρακτηριστικά φυσικών δυνάμεων.
Έτσι όμως προκύπτει μια εσφαλμένη άποψη σχετικά με το τι είναι τα ανθρώπινα όντα ως ενεργά συλλογιζόμενα δρώντα υποκείμενα, τα οποία γνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τους λόγους για τους οποίους δρουν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ακόμα, ενισχύεται η τάση, όσον αφορά το σύνολο της διανοητικής κουλτούρας, γεγονός που έχει να κάνει με την υπερεκτίμηση της επιστήμης ως της μόνης έγκυρης μορφής γνώσης που διαθέτουμε για τον φυσικό ή τον κοινωνικό κόσμο.
Το ορθό όμως μας υπενθυμίζει ότι, κατά πρώτον είμαστε ικανοί να σκεφτόμαστε την ιστορία μας, τόσο ως άτομα, όσο και ως μέλη ευρύτερων ομάδων και δεύτερον, ότι είμαστε ικανοί να χρησιμοποιούμε αυτήν την σκέψη για να αλλάξουμε την πορεία της ιστορίας μας. Μία τέτοια οπτική λείπει παντελώς από εκείνες της μορφές φιλοσοφίας και κοινωνικής θεωρίας, οι οποίες προσπαθούν να διαμορφώσουν τις κοινωνικές επιστήμες αποκλειστικά βάσει των φυσικών επιστημών. Αυτές οι θεωρίες αναφέρονται με τον γενικό όρο, «θετικισμός», σφάλλουν όμως όταν υποθέτουν ότι οι κοινωνικές δυνάμεις είναι ακλόνητες και αμετάβλητες όπως οι φυσικοί νόμοι.
Σύμφωνα με τον σύγχρονο φιλόσοφο Gadamer, για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, οφείλουμε να ερμηνεύσουμε το νόημά της. Αντί να αντιμετωπίζουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ως φαινόμενο που διέπεται από νόμους ή κυβερνάται από αιτίες – όπως τα φυσικά φαινόμενα – χρειάζεται να συλλάβουμε τις προθέσεις και τους λόγους που εκδηλώνουν οι άνθρωποι με αυτή τους την συμπεριφορά.
«Όσο καλύτερα κατανοούμε τα ελατήρια της συμπεριφοράς μας και τους κοινωνικούς θεσμούς, μέσα στους οποίους κινούμαστε, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχουμε να ξεφύγουμε από τους περιορισμούς τους οποίους υφιστάμεθα προηγουμένως», διακήρυττε σθεναρά ο Habermas. Η καλύτερη κατανόηση, θα βοηθήσει ώστε να αλλάξει την συμπεριφορά του το άτομο μέσα από μια διαδικασία μεταλλαγής, αντικαθιστώντας αυτό που απλώς του συμβαίνει με κάτι που το ίδιο το άτομο προκαλεί.
Μια κριτική θεωρία της κοινωνίας, στο βαθμό που ενδιαφέρεται μόνον για «σιδερένιους νόμους», για ιεραρχίες και αναπόφευκτες τάσεις –όπως π.χ. ο μαρξισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ανεπαρκής σαν βάση για την πραγματοποίηση της κοινωνικής αλλαγής. Μια τέτοια θεωρία, αυτοσυστήνεται μάλλον ως επιστήμη της ανθρώπινης ανελευθερίας. Μια ορθή και πιο φιλοσοφικά επεξεργασμένη κριτική θεωρία, οφείλει να αναγνωρίζει ότι, χειραφετημένη κοινωνία είναι αυτή στην οποία οι άνθρωποι ελέγχουν με ενεργό τρόπο την προσωπική τους και κοινωνική τους ιστορία, χάρη σε μια βαθύτερη κατανόηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαβιούν.
Έτσι αβίαστα λοιπόν συνάγεται το εύλογο συμπέρασμα ότι, δεν υπάρχει μόνον ένα και μοναδικό καλούπι στο οποίο μπορούμε να στριμώξουμε την γνώση και τις διαδικασίες προσέγγισης της γνώσης.
Η γνώση στην ουσία μπορεί να πάρει τρεις γενικές μορφές. Πρώτον, όλες οι κοινωνίες αναπτύσσονται μέσα σε ένα υλικό περιβάλλον και συναλλάσσονται με την φύση. Αυτή η σχέση εμπεριέχει αυτό που ο Habermas αποκαλεί γενικά «εργασία». Αυτές οι συναλλαγές έρχονται και προάγουν ένα γνωστικό διαφέρον για την πρόβλεψη και τον έλεγχο των γεγονότων. Ο θετικισμός θεωρεί ότι από αυτό ακριβώς το ιδιαίτερο διαφέρον προέρχεται το σύνολο της γνώσης. Δεύτερον, οι κοινωνίες αναπτύσσουν επίσης διαδικασίες «συμβολικής διαντίδρασης» - η συνήθης επικοινωνία μεταξύ των ατόμων. Η μελέτη της συμβολικής διαντίδρασης προκαλεί ένα διαφέρον για την κατανόηση του νοήματος – κάτι που απασχολεί κύρια την φιλοσοφική θεώρηση που είναι γνωστή ως «ερμηνευτική», η οποία με την σειρά της, μη ορθά, θέλησε να γενικεύσει το γνωστικό αυτό διαφέρον στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τρίτον, κάθε ανθρώπινη κοινωνία εμπεριέχει σχέσεις εξουσίας και μορφές κυριαρχίας. Το τρίτο «συγκροτητικό της γνώσης» διαφέρον, το διαφέρον για την χειραφέτηση, εκπηγάζει από την μέριμνα να κάνει κανείς έλλογες αυτόνομες πράξεις, ελεύθερες δηλαδή από εξουσία, όπως η εξουσία που ασκούν ορισμένοι άνθρωποι πάνω σε συνανθρώπους τους ή ορισμένες κοινωνικές ομάδες πάνω σε άλλες αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας.
Για την συγκρότηση και την ομαλή λειτουργία ομάδων και κοινωνιών, είναι δίκαιο να υφίστανται θεσμοί και κανονιστικοί νόμοι. Είναι δίκαιο να επιδιώκεται η συμμόρφωση με ένα αποδεκτό πρότυπο συμπεριφοράς και να επιβάλλεται αυτό με το φόβητρο της ποινής της αποβολής. Είναι δίκαιο να θεσπίζονται κανονισμοί που επιβάλλουν υπακοή στην θεσμοθετημένη ιεραρχία. Είναι ίσως δίκαιο – και όπως απολογητικά λέγεται, αναγκαίο κακό – η επιβολή σιδερένιας πειθαρχίας για την περιφρούρηση της ομαλής επικοινωνιακής συναλλαγής, του πολιτισμένου διαλόγου. Είναι δίκαιο, καθόσον το επιβάλλουν θεσμοθετημένοι κανονισμοί….Δεν είναι όμως ορθό !
Σε κάθε κοινωνική ομάδα, για να επιτευχθεί ένα υγιές περιβάλλον διαλόγου, μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση, ορθό είναι,
1) Όλα τα σχετικά εμπειρικά δεδομένα από τον καθένα, να κατατεθούν στο τραπέζι του διαλόγου και να ληφθούν ισότιμα υπ’ όψη.
2) Τίποτα εκτός από έλλογα επιχειρήματα να μην επηρεάζει την επιζητούμενη και επερχόμενη συναίνεση.
Μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση, χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από την παντελή απουσία εξωτερικών καταναγκασμών, οι οποίοι θα επηρέαζαν τους συμμετέχοντες στη συζήτηση και στην αξιολόγηση των υπό εξέταση δεδομένων και επιχειρημάτων. Μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, κάθε ενδιαφερόμενος έχει τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες να συμμετάσχει ισότιμα στη συζήτηση.
Είναι προφανές βέβαια ότι τις περισσότερες φορές, οι πραγματικές συνθήκες κοινωνικής διαντίδρασης και επικοινωνίας, απέχουν πολύ από ένα τέτοιο πρότυπο. Είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι, οποιαδήποτε συμφωνία για την κοινωνική διαντίδραση και επικοινωνία που βασίζεται στην όποια παράδοση ή στην χρήση βίας ή στην επιβολή οποιασδήποτε μορφής κυριαρχίας, οφείλει να αντιμετωπίζεται ως αποκλίνουσα από την ορθολογική συναίνεση.
Όπως έγραφε ο Habermas, καμιά εξουσία δεν είναι νόμιμη αν δεν μπορεί «αντιπραγματικά» να αρθρωθεί και να γίνει αντικείμενο συναίνεσης σε μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση». Αυτή η ιδανική κατάσταση, οφείλει να χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία όλων αυτών των κοινωνικών καταναγκασμών και των σχέσεων εξουσίας που παραμορφώνουν την ανταλλαγή πληροφοριών και την διαδικασία διαμόρφωσης ομοφωνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην ιδανική αυτήν κατάσταση, η «αυθεντία» δεν διαθέτει καμία πραγματική δύναμη, εφόσον εξ ορισμού τίποτα δεν έχει μείνει εκτός ανάλυσης, κριτικής και συζήτησης.
Είναι δίκαιο, όπως ισχυρίζονται αρκετοί πολιτικοί φιλόσοφοι της «Νέας Δεξιάς» όταν υπερασπίζονται μια μορφή συντηρητισμού, όχι στηριγμένη στην φιλελεύθερη αγορά και στο ελάχιστο κράτος αλλά σε μια Εγελιανή αίσθηση του ότι οι αξίες της κοινότητας, της νομιμοφροσύνης και του σεβασμού, πρέπει να τιμώνται και να καλλιεργούνται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
Όταν κάποιος θέλει να συλλάβει το σύνολο της ανθρώπινης συμπεριφοράς νομοτελειακά και αιτιοκρατικά, κάθε ερώτημα σχετικά με μια μη «κανονική» συμπεριφορά, ανάγεται στο πρόβλημα της δυσλειτουργίας που την προκαλεί. Έτσι όμως παραβλέπει κανείς το ενδεχόμενο η εν λόγω συμπεριφορά να είναι προϊόν συνειδητής στρατηγικής, ένας τρόπος να τα βγάλει κανείς πέρα με τον κόσμο. Η παράβλεψη αυτή, όπως ισχυρίστηκε ο σύγχρονος φιλόσοφος Laing, μετατρέπει τα δρώντα υποκείμενα σε αντικείμενα προς χειραγώγηση, ενώ το ορθό είναι ότι θα τους άξιζε να αντιμετωπίζονται ως ενεργά υποκείμενα που διαθέτουν συνείδηση.
Μία μη «κανονική» συμπεριφορά είναι η ονομαζόμενη «πολιτική ανυπακοή». Είναι η συνειδητή παραβίαση ενός ισχύοντος νόμου που αποσκοπεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και τις εκάστοτε αρχές για τον άδικο χαρακτήρα του εν λόγω νόμου, με τελικό στόχο την αλλαγή και την κατάργησή του. Η πολιτική ανυπακοή είναι ουσιαστικά το δικαίωμα ενός ανθρώπου – πολίτη, ενός ατόμου – μέλους μίας ομάδας, να παραβαίνει έναν νόμο που τον μετατρέπει άθελά του σε όργανο αδικίας σε βάρος των συνανθρώπων του. Είναι η δικαιωματική επιλογή του κάθε ανθρώπου να επιλέξει το ορθό από το δίκαιο….
Το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να επιλέγει το ορθό, ουσιαστικά απαρτίζει και συνθέτει την έννοια του καθήκοντος, όπου καθήκον, ο σεβασμός στα δικαιώματα του ατόμου και της κοινωνίας, αλλά ακόμα περισσότερο, ότι οφείλουμε διαρκώς να προστατεύουμε και να υπηρετούμε τους συνανθρώπους μας.
Υπέρτατο καθήκον πρώτιστα των μυημένων είναι, η αναγνώριση και διακήρυξη της αλήθειας. Όποιος αποκτήσει την βεβαιότητα κάποιου πράγματος, ας μη διστάζει να υπερασπίζεται και να διακηρύσσει αυτό. Υπέρτατο καθήκον των μυημένων φυσικά και ο συνεχής αγώνας ενάντια στον δεσποτισμό, όπως ιστορικά μας έχει καταδείξει η περίοδος του διαφωτισμού. Την ιστορική εκείνη περίοδο, οι μυημένοι αγωνιστές, αφιερώθηκαν «ψυχή τε και σώματι» στο να προστατεύουν την αθωότητα, να απαιτούν τα δικαιώματα, να εναντιώνονται στους καταπιεστές και να στρέφονται ενάντια στους καταχραστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκείνοι οι άνθρωποι στους οποίους χρωστάμε την δική μας ελευθερία, δεν δείλιασαν ούτε όταν απειλούνταν η ζωή τους, δεν υποτάχθηκαν σε κανέναν υλικό δεσποτισμό που καταχρόνταν την εξουσία, καταπιέζοντας και καταδυναστεύοντας τον άνθρωπο. Δεν συνδιαλέχθηκαν ούτε υποτάχθηκαν ποτέ σε κανέναν διανοητικό δεσποτισμό, ο οποίος δεσμεύει τις συνειδήσεις, δένει την ελεύθερη σκέψη και θεωρεί σαν μυσαρό έγκλημα τις ενσυνείδητες πίστεις και απόψεις και τον ειλικρινή και τίμιο δισταγμό.
Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν αφοσιωθεί μέχρι θανάτου, στην αλήθεια και στα δικαιώματα του ανθρώπου. Εκείνοι οι ήρωες, καταπολέμησαν το ψεύδος, τον φανατισμό και τις δεισιδαιμονίες, με μόνο όπλο την αλήθεια, καταστρέφοντας την πλάνη που λυμαίνονταν την ανθρωπότητα. Βέβαια χρειάστηκε να ποδοπατήσουν κάθε έμβλημα της ακόλαστης και ανεύθυνης τυραννίας. Χρειάστηκε να ποδοπατήσουν κάθε έμβλημα της αγέρωχης και διεφθαρμένης φιλοδοξίας που υποδούλωνε τον άνθρωπο με τον φόβο, αποκτηνώνοντάς τον με δεισιδαιμονίες. Εκείνοι οι σοφοί αγωνιστές στράφηκαν σθεναρά ενάντια σε αυτούς που προστάτευαν την αμάθεια, ενάντια στους πιστούς συμμάχους του δεσποτισμού, γιατί η ελευθερία της σκέψης εναντιώνεται σφοδρά στην μισαλλοδοξία και τον πνευματικό δεσποτισμό, καθότι μόνον η ευγενής διδασκαλία και η πειθώ έχουν θέση στις ανθρώπινες κοινωνίες. Γιατί είναι εχθροί του ανθρώπου, ο δεσποτισμός των διοικούντων, η καταδυνάστευση των προνομιούχων, των δολοφόνων της ελευθερίας των ανθρώπων, της σκέψης, της ίδιας της συνείδησης.
Ας παραδειγματιζόμαστε από τέτοιους ηρωικούς αγώνες, σεβόμενοι και εμείς απεριόριστα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την απόλυτη ελευθερία της συνείδησης της σκέψης και του λόγου, πολεμώντας τα μονοπώλια των προνομίων, είτε εκ του πλούτου είτε εκ της θέσεως.
Σχεδόν μέχρι σήμερα, μια κακώς εννοούμενη ιεραρχία, εκμεταλλευόμενη το προνόμιο της θέσης, εξουσιαστικά επέβαλλε την μοναδική ερμηνεία αξιώνοντας την αυθεντικότητα. Όμως καθώς λείπουν τα αναμφίβολα και προφανή αξιώματα, καθώς η αμφισβήτηση εύκολα αποκαλύπτει τα αναπόδεικτα των αξιώσεων της μίας και μοναδικής ερμηνείας, είναι φυσικό κάθε ερμηνεία να αμφισβητηθεί και επομένως να αντικατασταθεί από άλλες ερμηνείες. Έτσι, ενώ από τη μια η επιστήμη και η επιστημολογία εμμένει στην αχρονική αλήθεια κάποιων μορφών της γνώσης, μια νέα σχολή φιλοσοφικής σκέψης –η ερμηνευτική- προωθεί την θέση ότι, οφείλει ο καθένας να καταλάβει πως η κατανόηση αλλάζει και επομένως χρειάζονται συνεχώς επανεξέταση.
Η επιστημολογία με τους ισχυρισμούς της φαίνεται πως έχει το δίκαιο με το μέρος της και ως προς το «δίκαιον», οφείλει η ερμηνευτική θεωρία να αναγνωρίσει και να δικαιώσει το γεγονός ότι οι ερμηνείες είναι αντικειμενικές σε κάποιες ιστορικές στιγμές και βέβαια ότι έχουν τα όριά τους.
Οι ερμηνείες κρίνονται όχι μόνον βάσει της αλήθειας των διαφόρων ισχυρισμών τους, αλλά και βάσει μεταβλητών παραγόντων, όπως είναι η χρησιμότητα, ο πλούτος και το εύρος τους. Η αποδόμηση αυτών των ερμηνειών, απλώς επιταχύνει τον ρυθμό της αλλαγής, ψάχνοντας, εσκεμμένα από τη μια, τις «ανεπίδεκτες λύσεως» αντιφάσεις που εμπεριέχει κάθε ερμηνεία, προσπαθώντας να τις αναδείξει και να τις εκμεταλλευτεί, ενώ από την άλλη, ορθότατα ψάχνει την πολυσημία του κειμένου ή του συμβολισμού, για να πληθύνει τις δυνατές ερμηνείες.
Είναι ορθόν οι ερμηνείες να επανεξετάζονται και να μεταβάλλονται, καθότι εξαρτώνται πάντοτε –μολονότι έμμεσα – από την αυτοκατανόηση του ερμηνευτή, τον εκάστοτε κλάδο στον οποίο ανήκει το κείμενο και την χρονική στιγμή. Η επιστημολογία δίκαια ωρύεται ότι ο αναστοχασμός δεν μπορεί να διαρρήξει αρχές αυτές καθ’ εαυτές προφανείς. Όμως ορθά η ερμηνευτική θέση τονίζει ότι, κάθε ερμηνευτική κατανόηση είναι φορτισμένη από αυτοκατανόηση, οπότε κάθε αλλαγή στην αυτοκατανόηση, οδηγεί αυτόματα σε αλλαγή στην κατανόηση του αντικειμένου.
Ο Derrida λίγα χρόνια πριν, ορθά ισχυρίζονταν όταν έγραφε ότι: «Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάτι σαν την αλήθεια καθ’ εαυτήν. Υπάρχει μόνο ένα πλήθος αληθειών. Ακόμα και αν μιλάμε για το κατ’ εμέ αληθές, ή για μία αλήθεια σχετικά με εμένα, σε κάθε περίπτωση η αλήθεια είναι πάντα πληθυντική».
Ας είμαστε προσεκτικοί στις ενέργειές μας, γιατί, όπως έγραφε ο Foucault, «το να ενεργεί κανείς ως αυθεντία και ως μεγάλος θεωρητικός, σημαίνει ότι προβαίνει στην αναξιοπρεπή και έως τρελή ενέργεια να μιλάει για λογαριασμό άλλων , να τους καταδεικνύει τον νόμο του ΕΙΝΑΙ τους. Σημαίνει ότι προτείνει μια νέα ορθοδοξία και επομένως μια νέα τυραννία».
«ει μη φίλα λέγω, ουχ ήδομαι, το δ' ορθόν εξείρηχ' όμως»,όπως έγραψε ο Σοφοκλής, «μπορεί να μην λέγω ευχάριστα πράγματα, είπα όμως την αλήθεια».