Σχόλια > Κοινωνικοί Προβληματισμοί

ΑΝΑΣΤΑΣΗ....

<< < (3/4) > >>

ΣΕΡΑΠΙΣ:
ΑΝΑΣΤΑΣΗ του ΝΙΤΣΕ


ΕΚΕΙ ΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ ΤΟ ΣΙΩΠΗΛΟ

ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ

ΕΚΕΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΕΝΑ ΑΕΙΘΑΛΕΣ ΣΤΕΦΑΝΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΔΙΕΣΧΙΣΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ω ΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΜΕΝΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ !

Ω ΕΣΕΙΣ ΜΑΤΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΟΛΕΣ ΘΕΪΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ!

ΠΩΣ ΜΟΥ ΠΕΘΑΝΑΤΕ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ!

ΣΑΣ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΟΥ

ΑΠΟ ΣΑΣ ΝΕΚΡΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΓΑΠΩ

ΜΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΑΡΩΜΑ ΠΟΥ ΛΥΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΙΑ ΜΟΥ ΑΛΗΘΙΝΑ ΔΟΝΕΙ ΚΑΙ ΛΥΝΕΙ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΝΑΥΣΙΠΛΟΟΥ

ΠΑΝΤΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΙΟ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΟ ΑΞΙΟΖΗΛΕΥΤΟΣ

ΕΓΩ

Ο ΠΙΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ !

ΓΙΑΤΙ ΣΑΣ ΕΙΧΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΧΕΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ

ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ ΕΠΕΣΑΝ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΤΕΤΟΙΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΗΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ;

ΠΑΝΤΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΓΕΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΑΣ

ΑΝΘΙΖΟΝΤΑΣ ΚΑΘΩΣ ΣΑΣ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΠΟΛΥΧΡΩΜΕΣ ΑΓΡΙΕΣ ΑΡΕΤΕΣ

Ω ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΜΟΥ !

ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΛΕΞΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΟΥ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ Σ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΑΤΕ !

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΑΝΑΤΕ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ

ΜΟΥ ΠΗΡΑΤΕ ΤΟ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟ

ΑΥΤΟ ΣΑΣ ΛΕΩ ΕΧΘΡΟΙ ΜΟΥ

ΣΚΟΤΩΣΑΤΕ ΤΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ

ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ !

ΜΟΥ ΠΗΡΑΤΕ ΤΟΥΣ ΣΥΜΠΑΙΚΤΕΣ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΚΑΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ !

ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟΘΕΤΩ

ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ KAI

ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ

ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΑΣ ΕΧΘΡΟΙ ΜΟΥ!

ΔΕΝ ΚΑΝΑΤΕ ΜΗΠΩΣ ΣΥΝΤΟΜΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΧΟ ΠΟΥ

ΣΒΗΝΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΝΥΧΤΑ!

ΜΟΥ ΗΡΘΕ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΘΕΪΚΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΝ ΣΤΙΓΜΗ !

ΕΤΣΙ ΜΙΛΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΩΡΑ

ΘΕΪΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΤΑ

ΤΟΤΕ ΠΕΣΑΤΕ ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

ΑΧ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΑΡΑΓΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΩΡΑ!

ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΑΓΙΕΣ

ΕΤΣΙ ΕΙΠΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ

ΑΛΗΘΙΝΑ ΗΤΑΝ ΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗΣ ΣΟΦΙΑΣ!

ΤΟΤΕ ΟΜΩΣ ΕΣΕΙΣ ΕΧΘΡΟΙ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΤΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΥΛΗΣΑΤΕ

ΣΤΟ ΑΥΠΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΑΧ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΑΡΑΓΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΣΟΦΙΑ ;

ΚΑΠΟΤΕ ΛΑΧΤΑΡΟΥΣΑ ΝΑ ΔΩ ΚΑΛΟΥΣ ΟΙΩΝΟΥΣ ΑΠ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΦΕΡΑΤΕ ΤΟΤΕ

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ ΜΙΑ ΤΕΡΑΤΩΔΗ ΣΙΧΑΜΕΡΗ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

ΑΧ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Η ΤΡΥΦΕΡΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΜΟΥ;

ΠΩΣ ΑΝΤΕΞΑ;

ΠΩΣ ΑΝΤΕΞΑ ΚΑΙ ΞΕΠΕΡΑΣΑ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΛΗΓΕΣ;

ΠΩΣ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ;

ΝΑΙ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΑΤΡΩΤΟ ΠΟΥ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΑΨΕΙ

ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΝΑΤΙΝΑΖΕΙ ΒΡΑΧΟΥΣ

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ

ΣΙΩΠΗΛΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ ΒΑΔΙΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΒΑΔΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ Η ΓΡΙΑ ΜΟΥ

ΘΕΛΗΣΗ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟ ΚΑΙ ΑΤΡΩΤΟ

ΑΤΡΩΤΟΣ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΦΤΕΡΝΑ ΜΟΥ

ΚΑΙ ΕΣΥ ΖΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΜΕΝΕΙΣ ΟΜΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΟΥ ΕΣΥ Η ΠΙΟ

ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΗ!

ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ

ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΔΡΟΜΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ

ΤΑΦΟΥΣ !

ΖΕΙ ΑΚΟΜΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΤΟ ΑΛΥΤΡΩΤΟ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΑΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΝΙΟΤΗ

ΚΑΘΕΣΑΙ ΕΔΩ ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ

ΝΑΙ ΕΙΣΑΙ ΑΚΟΜΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ Ο ΧΑΛΑΣΤΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ

ΧΑΙΡΕ ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ !

ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑΦΟΙ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ

ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ .

Nιτσε

Ορφέας:

Ο Επιτάφιος θρήνος: Ο αιώνιος θρήνος της μάνας

    Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;

    Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω...

    Από τα χρόνια του ανθρώπου πριν την ιστορία, από τις ζοφερές εποχές των πρώιμων νεολιθικών πολιτισμών, υπήρχε αν δράμα μαζί με αν μυστήριο που δεν άφηνε κανένα ανθρώπινο ον ασυγκίνητο. Από την μια ο άκαιρος και ο άδικος θάνατος του νέου ανθρώπου, του γιου και δίπλα του να τον ποτίζει με τα δάκρυά της η χαροκαμένη μάνα, η Χήρα μάνα, γιατί έτσι την ήθελε ο παγκόσμιος μύθος την μητέρα Φύση, η οποία θρηνεί τον μοναχογιό της που το κακό πρόφτασε και τον σκότωσε, τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής του. Ο Επιτάφιος θρήνος για τον Ήρωα – Ήλιο, ο οποίος μετά τα πάθη του τον χειμώνα, καταβάλλεται, συλλαμβάνεται και θανατώνεται μέσα στην αγκαλιά της σπαράζουσας μάνας. Είναι ο μοναχογιός της Μητέρας – Φύσης, είναι η πάσχουσα ανθρωπότητα – Υιός Ορφανός από την γέννησή του ακόμα, μεγαλώνοντας με τις φροντίδες της χήρας μάνας μόνον.

    Οφείλει όμως η ίδια η ζωή να θυσιάσει ότι πιο πολύτιμο έχει- την ίδια την ζωή- για να διατηρήσει την ζωή!!!! Ο Υιός – θεός πεθαίνει κι η χαροκαμένη μάνα, κλαίει, οδύρεται, φωνάζει. Είναι η Δήμητρα, η Ίσιδα, η Περσεφόνη, η Κυβέλη, είναι η μητέρα Πανάγια Φύση. Η τραγική Πανανθρώπινη Μάνα. Η αιώνια εκπρόσωπος των μανάδων που βλέπουν τα παιδιά τους να φυλακίζονται, να ταλαιπωρούνται, να βασανίζονται, να οδηγούνται στον θάνατο. Το μοιρολόι της σπαρακτικό, ο θρήνος της απόλυτος. Δεν μπορεί να δεχτεί το τέλος της ανθρώπινης φύσης του Υιού της κι ας είναι αθάνατος θεός από καταγωγή Ουράνια, δεν μπορεί η μάνα να αποδεχθεί τον φυσικό χαμό του γιού της, παρότι είναι υποψιασμένη για τη Θεία Του Υπόσταση. Εκείνη είναι μια μάνα και το άψυχο κορμί είναι ότι είχε στον κόσμο. Ο γιος της….



Θεσσαλονίκη, 1936….
 
    «Κόκκινο ποτάμι η οργή, φουσκώνει και ξεχειλίζει η αδικία, κόκκινο ποτάμι το αίμα των αδικοχαμένων παλικαριών κυλάει στον δρόμο. Ζήτησαν ψωμί, ένα ανθρώπινο μεροκάματο, ένα καλύτερο αύριο, πήραν μαχαίρι. Κόκκινα κύματα οι διαδηλωτές καπνεργάτες βουίζουν και σπάζουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ο αγώνας της εργατιάς έχει ξεκινήσει. Ο φόρος της τόλμης πληρώνεται. 9 Μαΐου του 1936, ημέρα Σάββατο. Συνεχίζεται κι εντείνεται η πανεργατική απεργία. Η χωροφυλακή προσπαθεί να αναχαιτίσει τους διαδηλωτές. Τα όργανα της τάξης αρχίζουν να πυροβολούν. Χρησιμοποιούν ακόμα και πολυβόλα. Δώδεκα νεκροί και εκατόν πενήντα τραυματίες μετρά εκείνη η μέρα ανάμεσα στους απεργούς.

    Ανάμεσα στο πλήθος που κινείται συνέχεια με ορμή μια φιγούρα στέκει ακίνητη. Μια γυναίκα δεν κουνά από την άκρη του δρόμου. Ντυμένη στα μαύρα, σκυφτή, με τα λευκά μαλλιά της λυμένα, τα στήθη γδαρμένα. Τι πασχίζει να κρύψει με το σώμα της, τι θέλει να προστατέψει; Ανασηκώνει για λίγο το βλέμμα. Το άψυχο κορμί ενός νέου κείται πάνω σε μία ξύλινη πόρτα. Είναι ο γιος της, ο μονάκριβός της:

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
...
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
...
Κορόνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου.

Κι όσο η μάνα σπαράζει, κάποιοι πλησιάζουν, να την ανασηκώσουν, να την βοηθήσουν, να πάρουν το νεκρό εργάτη και να τον σηκώσουν στα χέρια, ψηλά, να τον κάνουν τον λαϊκό τους ήρωα, παντιέρα, αρχή της διαδήλωσής τους. Η μάνα, αρχικά αντιδρά αρνητικά. Δεν θέλει να της τον πάρουν. Αρνείται την πραγματικότητα. «Αφορίζει» το «μοιραίο»:

Κανείς μη γγίξει πάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή. σιωπή. κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπορεί να μου το πάρει εμένα;
Άσπρισαν τα χειλάκια του, τα μάτια του κλεισμένα.

Δύο μανάδες, δύο γιοι, δύο άδικοι θάνατοι. Μια θυσία, ένα όραμα για έναν καλύτερο κόσμο ένας επιτάφιος θρήνος, το σπαρακτικό κλάμα, ο οδυρμός της Μάνας. Ο «Επιτάφιος θρήνος» των Βυζαντινών υμνογράφων και των πιστών από τη μία, ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου και της χαροκαμένης μάνας από την άλλη.

Πάθος – Πένθος –Λογισμός

Μια ολόκληρη νύχτα, κάθε άνοιξη, κάθε χρόνο, για αιώνες, για χιλιετίες ο ίδιος θρήνος. Οι πιστοί σιγοψέλνουν σέρνοντας αργά τα βήματά τους. Ακολουθούν τον Επιτάφιο  του θεανθρώπου, του Άδωνι, του Μίθρα, του Όσιρι, του Κρίσνα, και τελευταίου στον ιερό μύθο, τον Χριστό . Ο «Επιτάφιος Θρήνος» γίνεται ένα σύμπλεγμα πόνου, οδύνης, ένα απόθεμα παρηγοριάς, αυταπάτης και οιμογών. Ένας καμβάς, όπου ο καθένας από εμάς κεντά το δικό του «δράμα», θρηνεί τις δικές του «απώλειες», κλαίει τον δικό του πεθαμένο.

Ο «Επιτάφιος Θρήνος», αυτό το Τραγούδι της Μεγάλης Παρασκευής των χριστιανών, η «ποίηση των φτωχών» κατά τον Γιώργο Κοροπούλη, παρακολουθεί τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων του δόγματος και θρηνεί την ανθρώπινη τύχη του Χριστού από τη σύλληψή του και τους βασανισμούς ως τον σταυρικό θάνατο. Παραστέκεται, παράλληλα, και συμπονεί στην τραγική Μητέρα Του, την Παναγία, την εκπρόσωπο όλων των μητέρων της Γης, που περνά ώρες αγωνίας και πόνου δίπλα στον σταυρό του Μαρτυρίου, από την αρχική πληροφόρηση για τη σύλληψη του Γιου Της, ως τον τελευταίο λόγο Του, από τον Σταυρό. Όλα αυτά, όμως μέσα από την οπτική των πιστών που απορούν, πώς είναι δυνατόν να πεθάνει η «Ζωή;» Πώς μπορεί το Φως, ο Λόγος, ο Πλαστουργός να «χωρέσει» στο σκοτάδι το άλογο, τον ταπεινό χώρο ενός τάφου; Εξίστανται και στη συνέχεια δοξολογούν τον Κύριο για την επιλογή Του να εξανθρωπιστεί, να σηκώσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να τους χαρίσει τη σωτηρία, πληρώνοντας το μαρτυρικό αυτό τίμημα. Η παρουσία της Παναγίας δυναμική στην τραγικότητά της, αλλά όχι κυρίαρχη στον Ύμνο. Μοιάζει σαν οι υμνωδοί να συνεπαίρνονται από την εξιστόρηση των Παθών του Θεού και να κάνουν μια παραχώρηση για θνητά πρόσωπα. Σαν να χαρίζονται στα συναισθήματα των αναγνωστών, που θα δυσκολεύονταν να κατανοήσουν το Θείο Πάθος, εάν δεν υπήρχε ο ανθρώπινος παράγοντας, η Θρηνούσα Μάνα, η κλαίουσα Παναγιά.

Αντίθετα, στον Επιτάφιο του Ρίτσου ο ανθρώπινος πόνος, τα θνητά πρόσωπα, η Μάνα είναι σε πρώτο πλάνο. Η Πανανθρώπινη Μάνα, η χήρα, η φτωχιά που θρηνεί τον μονάκριβό της. Τα φυσικά φαινόμενα, τα συμπαντικά σημεία, ακόμα και η βουή και το όραμα των διαδηλωτών, που αγωνίζονται για έναν πιο δίκαιο κόσμο, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Ο ποιητής συμπάσχει με τη μάνα, θρηνεί μαζί της τον άδικο χαμό του νιου, αλλά πάνω από όλα «μοιρολογά» το σπάσιμο του άρρηκτου, ομφάλιου, σπαργανικού δεσμού μάνας – γιου, διαμαρτύρεται για την ανεπίτρεπτη επέμβαση στη ζωή και τις μικροχαρές απλών, απροστάτευτων, πονεμένων ανθρώπων.

Η γέννηση ενός Θρήνου

Το Θείο Δράμα βρίσκεται στην καρδιά των θρησκειών της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Μικρασία, Συρία, Αιγαίο) με τις διάφορες μορφές του Πάσχοντος Θεού, τον Όσιρι, τον Ταμμούζ, τον Βήλο-Μαρντούκ, τον Βάαλ, τον Άδωνι, τον Χετταίο Τιλιπινού, τον Κρητικό Δία, τον Διόνυσο και άλλους. Κατά τον Παναγή Λεκατσά, ο ιερουργικός σκελετός είναι ο ίδιος και μπορούμε να τον ανασυγκροτήσουμε χρησιμοποιώντας τα ιερουργικά στοιχεία από τη μια και τις μυθολογικές προβολές από την άλλη. Σαν τέτοιες προβολές, οι Θειοδραματικοί μύθοι συχνά ανακρατούν στοιχεία που ξέπεσαν από τις ιερουργίες του ενός ή του άλλου Θείου Δράματος ή που σωπάστηκαν από την παράδοση, εξαιτίας του μυστηριακού τους χαρακτήρα.

Ο Επιτάφιος Θρήνος είναι ένα σύμπλεγμα τέτοιων στοιχείων και φυσικά εγκωμίων. Πρώτος ποιητής Εγκωμίων, κατά τον Γ. Κοροπούλη, ο Θεόδωρος Στουδίτης, που «έδρασε» τον ένατο αιώνα. Η σύνθεση όμως εγκωμίων δεν σταματά εκεί. Από τον δέκατο έως τον δέκατο τρίτο αιώνα, ο Θρήνος ανέρχεται με ανανεωμένη μορφή στην επιφάνεια από τους παράλληλους δρόμους της Βυζαντινής εικονογραφίας και της ποίησης των εγκωμίων, δύο συγκοινωνούντων δοχείων που ξεχειλίζουν ταυτόχρονα.

Αυτό το ξεχείλισμα εμποδίζει την τυποποίηση. Πλήθος ποιητών, άλλοι καλοί, άλλοι μέτριοι, προσθέτουν στροφές, τροποποιούν τη μετρική ή ρυθμική τους μορφή, επανέρχονται προσθαφαιρώντας συλλαβές. Το 1552, στη Βενετία παγιώνεται και τυπογραφικά ο Επιτάφιος Θρήνος. Έτσι, τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής (όρθρος Μ. Σαββάτου) ανήκουν σε τρεις «στάσεις» 75 στην Α’ (ήχος πλάγιος α’),62 στη Β’ (ήχος πλάγιος α’), 48 στην Γ’ (ήχος γ’), σύνολο: 185. Αν όμως αφαιρεθούν θεοτόκια, δοξαστικά και κάποια άλλα, στην ουσία απομένουν 176, όσοι και οι στίχοι του Ψαλμού ριη’.

Από την άλλη, ο Επιτάφιος του κορυφαίου ποιητή της γενιάς του 30’ είναι μια σύνθεση από 20 τραγούδια (ποιήματα), από 8 ομοιοκατάληκτα δίστιχα το καθένα, ενώ τα 2 τελευταία έχουν 9 δίστιχα. Γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, στην αρχική, «ατελή» (12 Μάη του ’36) του έκδοση, στον Ριζοσπάστη, είχε μικρότερη έκταση και τον τίτλο Μοιρολόι. Στην πορεία ο ποιητής προσέθεσε τα υπόλοιπα ποιήματα και την οριστική μορφή του με τα 162 δίστιχα τη βρίσκουμε στη δεύτερη έκδοση, που έγινε τον Δεκέμβρη του 1956.
Για τον Γιάννη Ρίτσο, όλα ξεκίνησαν από μία... φωτογραφία: την φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου του 1936 στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων Ριζοσπάστης και Πρωία. Ο ποιητής αγόρασε την εφημερίδα, διάβασε τις συνταρακτικές ειδήσεις και η ματιά του φυλάκισε τη φωτογραφία με το άψυχο σώμα ενός νέου διαδηλωτή, ξαπλωμένου ανάσκελα, με ανοιχτά χέρια και πόδια, σε μια πόρτα καταμεσής του δρόμου, ανάμεσα στις γραμμές του τραμ...

Γονατιστή δίπλα του, η μαυροφορεμένη μάνα του θρηνεί για τον αναπάντεχο χαμό του, με διπλωμένα στο στήθος τα χέρια. Συγκλονισμένος ο Ρίτσος, κλείστηκε στο δωμάτιο του κι έγραψε την ίδια νύχτα κλαίγοντας, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος (Επιστολή Γ. Ρίτσου προς Χρύσα Προκοπάκη). Την επόμενη, 11 Μαΐου, παρέδωσε τους στίχους στα γραφεία της εφημερίδας, η οποία στην αμέσως επόμενη έκδοσή της, στις 12 Μαΐου του 1936, τους δημοσίευσε.

Η σκηνοθεσία ενός Θρήνου

Η ζωή εν τάφω κατατέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
Έκπληξη, απορία, έκσταση κατακλύζει τους πιστούς ακόμα και τις στρατιές των αγγέλων. Προσφωνούν το Χριστό και αναρωτιούνται για την επιλογή του Θεανθρώπου να εξανθρωπισθεί, να συλληφθεί, να φυλακισθεί, να μαστιγωθεί, να οδηγηθεί σε σταυρικό θάνατο για να απαλλάξει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα και να του προσφέρει την αδιάκοπη ζωή:

Η ζωή πως θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

Πως είναι δυνατόν να πεθάνει η ίδια η Ζωή, ακόμα και η φύση απορεί. Πώς θα αντέξει ο Άδης το φως της αίγλης Του; Πώς είναι δυνατόν ο χορηγός της ζωής να κείται άπνους; Πώς μπορεί να σβήσει ο λύχνος; Την έκπληξη ακολουθούν οι ευχαριστίες και οι δοξολογίες:

Προσκυνώ το πάθος, ανυμνώ την ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος, Φιλάνθρωπε, δι ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.

Σε δοξάζουμε, Άφθορε, γιατί θυσιάστηκες για να μας σώσεις από τη φθορά.
Πλημμύρα επιθέτων για να προσεγγίσουν το μεγαλείο, να κατανοήσουν το ακατανόητο: Σωτήρ, Ωραίος, Λυχνίας φως, Χορηγός πνοής, Πλαστουργός, Γης Βασιλεύς, Λόγος, Αμνός... Πώς όλες αυτές οι ιδιότητες να χωρέσουν σε ένα μικρό σκοτεινό τάφο;

Σωρεία δυνατών εικόνων, έντονων αντιθέσεων. Η φύση συγκλονίζεται, το σύμπαν συμπάσχει. Ακολουθούν κοσμογονικά φαινόμενα. Τραντάζονται τα θεμέλια του Άδη, σείεται το κρηπίδωμα του ναού, συγκλονίζεται η Γη και ο Ήλιος κρύβει τις ακτίνες που σκοτεινιάζει. Φρίττει η Πλάση και κάπου ανάμεσα στο Λογικό και το Εξωλογικό, στη Ζωή και στον Θάνατο, στο Θείο και στο Ανθρώπινο, στους Πιστούς και στο Σύμπαν στέκεται θρηνούσα η Παναγία: Κλαίει, οδύρεται, αναφωνεί: «Πώς να σε κηδεύσω Υιέ;»

Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς, η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Υιόν;
Ω βουνοί και νάπαι και ανθρώπων πληθύς, κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε, συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί
καλεί τους ανθρώπους και τη φύση να θρηνήσουν μαζί της η Πανανθρώπινη Μητέρα. Ο πόνος αβάσταχτος, καταμετρά τα χαρίσματα του γιους της (άχρονο φως, χαρά, ηδονή της καρδιάς). Η Παναγία αδυνατεί να αποδεχτεί το τραγικό τέλος του γιου της, παρότι είναι «υποψιασμένη» για τη θεία φύση του:

Ω Θεέ και λόγε, ω χαρά η εμή, πως ενέγκω Σου ταφήν την τριήμερον; Νυν σπαράττομαι τα σπλάγχνα μητρικώς.

Μόνη ελπίδα για κείνη να πραγματοποιηθούν οι Προφητείες για την
Ανάσταση:
Θέλων ώφθης, Λόγε, εν τω τάφω, νεκρός, αλλά ζης και τους Βροτούς, ως προείρηκας, αναστάσει Σου, Σωτήρ μου, εγερείς.

Τις ελπίδες διαδέχονται νέα κύματα θρήνων αλλά και ενοχών για τις «αυταπάτες της», που πίστεψε τον Γαβριήλ, πού της μήνυσε ότι θα γεννήσει έναν βασιλιά και δεν έδωσε σημασία στα λόγια του Συμεών, πού της προείπε για τον αβάσταχτο πόνο της ρομφαίας.

Ταύτα Γαβριήλ μοι απήγγειλεν, ότε κατέπτη, ος την βασιλείαν αιώνιον, έφη, του Υιού μου.
Φευ! του Συμεών εκτετέλεσται η προφητεία. ή γαρ ση ρομφαία διέδραμε, την εμήν καρδίαν, Εμμανουήλ.
Κι όσο η Μητέρα του Θεού θρηνεί, οι πιστοί δοξολογούν και ανακράζουν σε όλη τη
«Δευτέρα Στάσι»:
«Άξιον εστί μεγαλύνειν Σε τον ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού...
και υμνολογούν σ’ όλη την «Τρίτη Στάσι»:
Α γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου.

Κι όσο αυτές οι σκηνές διαδραματίζονται στο αιώνιο θείο πάθος, στη Θεσσαλονίκη το 1936, μια άλλη μάνα θρηνεί έναν άλλο γιο. Έναν γιο που κι αυτός χάθηκε άδικα, θυσιάσθηκε σε μιαν  άλλη «θυσία» στους «δρόμους» των εργατικών κινητοποιήσεων, για ένα καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο, όπου οι φτωχοί θα έχουν κι αυτοί δικαιώματα και μερίδιο.

Κι εδώ έχουμε περίγυρο τους απεργοσπάστες, τους περαστικούς, τη φύση πού μετέχει με τη δύναμη των εικόνων της. Όλα αυτά όμως περνούν σε δεύτερο πλάνο, είναι ο καμβάς πάνω στον όποιο ο Γιάννης Ρίτσος κεντά τον θρήνο της μάνας για τον γιο, τον απόλυτο σπαραγμό της, τη ρήξη της πιο στέρεας τρυφερής σχέσης, της άδολης αγάπης Μητέρας - Γιου.

Το θέμα πού διατρέχει τον Επιτάφιο είναι αυτός καθεαυτόν ο σπαραγμός της μάνας μπροστά στο νεκρό παιδί της:

πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς πού κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι πού σωπαίνει
και είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Είναι τέτοιος ο πόνος, πού νιώθει τη ζωή της να τελειώνει αφού όλη της η ζωή ήταν ο γιος της.

Με τα χεράκια σου τα δυό, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι ολ' ήτανε για μένα.

Σε κείνον προσδοκούσε να βρει στήριγμα στις δυσκολίες και τα γεράματα. Τώρα, όλα χάθηκαν. Εάν λοιπόν ο γιος της δεν μπορεί να επιστρέψει στη ζωή, να αναστηθεί (όπως κι ή Παναγιά «παρακινούσε» τον Θεάνθρωπο), κάλλιο να τον ακολουθήσει στον θάνατο:

Νιότη από τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα, τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
...
Γιε μου αν δε σου 'ναι βολετό να ‘ρθείς ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκιά μου συντροφιά μου.

Σπαράζει και το λογικό της αρνείται να «δεχθεί», να συλλάβει το «κακό». Χήρα, σ’ ένα φτωχό καλυβάκι, ένα χαροκαμένο σπιτικό πώς ν’ αποδεχθεί το θανατικό; Ο νους και η σκέψη στρέφει πίσω, στο ευτυχισμένο «πριν», τότε που η παρουσία του παιδιού στο σπίτι τα γλύκαινε, τα ομόρφαινε όλα. Στις στιγμές μιας ζεστής καθημερινότητας.

Λόγια, κινήσεις, τρόποι της δημοτικής ποίησης. Το μανιάτικο μοιρολόι «ζει» μέσα από την ποίηση του Ρίτσου. «Άλλωστε η Μάνη ήταν για κείνον μια ιδιαίτερη «πατρίδα»:

Όλα μου τα ‘δειχνες εσύ, παιδί μου κι άρχοντα μου,
κι ως τα ’βλεπες όλα έφεγγαν σα να 'ταν σ' ώρα γάμου.
Κι όλα κοντά μου τα 'φερνες, γνέφια, πουλιά κι αστέρια,
που έλεγα κι έτσι να 'κανα θα τα ‘πιανα στα χέρια.

Η προηγουμένη ευτυχία κάνει πιο έντονο τον πόνο, πιο σπαρακτικό, ζοφερό το παρόν. Εικόνες γεμάτες δύναμη, αντιθέσεις οδύνης και ή μάνα, όπως πριν και η Μάνα-Παναγιά, απαριθμεί τα χαρίσματα του γιου της ξεκινώντας όμως σ' αύτη την περίπτωση από τα φυσικά χαρίσματα και στη συνέχεια περνώντας στα ψυχικά, στην ιδεολογία και στο υψηλό αίσθημα προσφοράς, που έφτασε στο απόγειο του αλτρουισμού με τη θυσία της ίδιας της ζωής του γιου για τα οράματα του:

Μάτια γλαρά πού μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσχιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ.
...
Κι ήταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.
Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κι εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.

Με άνεση ό ποιητής περνά από τα ρεαλιστικό στο λυρικό, στο ιδεατό, ακόμα και στο συμπαντικό:

Και, να σου, ένα ανοιξιάτικο που 'ρχόταν συννεφάκι
στα γόνατα σου να τριφτεί σον άσπρο προβατάκι.
Κι έτσι στητός μου φαινόσουν του κόσμου όλου πατέρας
και πάλι τόσο ανάλαφρος σα φως και σαν αγέρας.

Συμπαντικά φαινόμενα, ένας διαφορετικός «Παντοκράτο¬ρας» σε μια φύση εναργή, παρούσα μέσα από δυνατές εικόνες. Μια φύση πού «παίζει» με τις μικρές (πουλιά, λουλούδια) αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις της (αστέρια, ουρανός, ήλιος). Μια φύση πού δεν φρίττει και δεν συγκλονίζεται όπως στην περίπτωση ιού βυζαντινού «Επιταφίου» αλλά περιμένει τον Γιο για ν' αναδειχθεί, να λάμψει στα μάτια του:

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει χάσει.

Με άνεση ο ποιητής πηγαινοέρχεται από τα κοσμογονικά και τα συμπαντικά στα καθημερινά, στις οικείες εικόνες του απλού λαού, στις μικρές «τετριμμένες» χαρές του. Στη γάτα που καρτερά να τριφτεί στα πόδια του γιου και στις σταγόνες του νερού πού κρυσταλλίζουνε στη στάμνα. Εικόνες δυνατές, αντιθέσεις, σχήμα χιαστό, κυκλικό, πρωθύστερο, μαζί με ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, δίστιχα, και στοιχεία της δημοτικής ποίησης. Ο Ρίτσος κατέχει την παράδοση. επιλέγει όμως τις τεχνικές της μοντέρνας ποίησης.

Κι όσο ή μάνα τον «καρτερά» μάταια, όσο βουλιάζει στην ερημιά, στην εγκατάλειψη και στο θρήνο, θυμάται λεπτό προς λεπτό την τελευταία μέρα και νιώθει ενοχές πού δεν «προείδε» το «κακό» και δεν έτρεξε να το σταματήσει:

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κι όμως χρόνια πριν έρθει το «κακό» την έτρωγε η ανησυχία μην τον χάσει. Ένιωθε πώς κάτι «πέρα από τον κόσμο τους» τον καλούσε και φοβόταν αυτό πού δεν καταλάβαινε. Κι εκείνος ένιωθε την ανησυχία της και την καθησύχαζε:

Μα ω κάτι να σε φώναζε μες στη χρυσήν εσπέρα,
πάντα σου αγνάντευες ψηλά και πάντα πάρα πέρα.
Ω γιε μου, αυτοί που σ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.

Ο κόσμος της μάνας έχει συνθλίβει, έχει αναποδογυρίσει, ζητά εκδίκηση και δεν υπάρχει τίποτα πού να την παρηγορεί, που να μπορεί να πιστέψει, ούτε η θρησκεία, που μέχρι τότε έμοιαζε να είναι η καταφυγή κι η παραμυθία της. Τα αμφισβητεί όλα:

Ω Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα 'στελνες τον Άγγελο από πέρα.
Κι αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου,
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματα σου.
Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Νιώθει τη θρησκεία σαν σκιάχτρο στα χέρια των αφεντάδων, σαν όργανο επιβολής των σχεδίων τους:
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Η μάνα βιώνοντας το άδικο, συνειδητοποιεί ότι η παθητικότητα δεν ωφελεί. Η ανατροπή του «κακού», η «Ανάσταση» του γιου, έστω στη μνήμη των ζωντανών μπορεί να έρθει μόνο με τη δράση. Την πάλη για έναν καλύτερο κόσμο. Τον αγώνα της εργατικής τάξης. Ανασηκώνει το κεφάλι, σταματά τον θρήνο, αφήνει να της πάρουν το άψυχο σώμα του γιου να τον κάνουν προπομπό, «σημαία» της κινητοποίησης. Ενστερνίζεται το δράμα του:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κι εμείς ούτε ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Στα μάτια των συναδέλφων του γιου βλέπει το παιδί της, στα λόγια των διαδηλωτών ακούει τη φωνή του:

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε.
Ανάμεσα τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Η μάνα βρίσκει παρηγοριά στον αγώνα, βρίσκει έναν νέο λόγο για να παραμείνει ζωντανή, έναν σκοπό ύπαρξης, βρίσκει τρόπο ν' αναστήσει τον γιο. Κρατώντας τον ζωντανό στη μνήμη, βοηθώντας να ευοδωθεί ο αγώνας εκείνου:

Κι αντίς τ' άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον Ήλιον αντικρίζω.
Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.

Κλείνει δυναμικά τον Επιτάφιο ο Γ. Ρίτσος με αισιοδοξία που πηγάζει άλλωστε από την ίδια του τη φύση αλλά και το πιστεύω του ότι στη γλυκόπικρη ζωή, παρά τις δυσκολίες, υπάρχει ελπίδα. Ο αγώνας της εργατικής τάξης θα βρει δικαίωση κι ο Ήλιος θα ξημερώσει κάποτε σ' έναν καλύτερο κόσμο...

Έτσι, ο ποιητής, «διδάσκαλος της γραφής και του αισθάνεσθαι» (κατά τον Γ. Σαββίδη), αυτός ο ευαίσθητος σεισμογράφος της πραγματικότητας, δίνει τη δική του εκδοχή αλλά και έκβαση ενός επιτάφιου θρήνου. Με την ευαισθησία και την εναργή του συνείδηση συγκλονίζεται από το δράμα των φτωχών και αδύναμων ανθρώπων και καυτηριάζει την ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη ζωή και στην καθημερινότητα τους. Πιστεύει ότι ο λαός δεν μετέχει στις χαρές της ζωής και της τέχνης, καθώς αναλώνεται στον αγώνα της βιοπάλης. Δεν αμείβεται ανάλογα με τον μόχθο του. είναι όμως σε θέση με τον αγώνα του να πετύχει ένα «ηλιόχαρο, εορταστικό σύμπαν»:

Δεν είναι ξόδι τούτο δω, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ και γέλιο, αγάπη, οργή, το κάθε μάτι στάζει.
Για το αίμα που ‘βαψε τη γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια -
δάση οι γροθιές, πέλαα οι κραυγές, βουνά οι καρδιές, τα στήθια.
...
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσκοβολάνε οι τόπο»ι.

Μερική αντιγραφή από http://www.inout.gr/showthread.php?t=21722

Rose:
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=121810&dt=29/04/2000

Στην αρχαία Ελλάδα, γράφει ο Μ. Τιβέριος, όπως και σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο

Γιατί οι αρχαίοι Ελληνες ανάσταιναν τους θεούς τους
Μ. Α. ΤΙΒΕΡΙΟΣ | Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008
         
Ο Απρίλης είναι ο μήνας στη διάρκεια του οποίου έχουμε την πιο μεγάλη γιορτή των ορθοδόξων Χριστιανών, που είναι τα Πάθη και η Ανάσταση του Κυρίου. Ιδιαίτερα για τους Ελληνες η γιορτή αυτή αποκτά πρόσθετη σημασία, αφού αρκετές φορές η Ανάσταση του Θεανθρώπου συσχετίστηκε με την ανάσταση της ίδιας της φυλής, ενώ συγχρόνως τους θύμιζε και πανάρχαια θρησκευτικά και λατρευτικά δρώμενα που η αρχή τους χάνεται στο βάθος των αιώνων, σε χρόνους πολύ πριν από τον ερχομό του Σωτήρα.

Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο φοινικικός Αδωνις ή ο ελληνικός Διόνυσος. Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με συμβολισμούς. Γύρω από τον ετήσιο αυτό αγώνα ανάμεσα στην ακαρπία και την ευφορία της γης υφάνθηκε και ο ιστός αρκετών αρχαίων μυστηριακών τελετών, γι' αυτό ακριβώς και η συνήθης εποχή διεξαγωγής τους ήταν το τέλος του καλοκαιριού ή η αρχή του φθινοπώρου, με τα πρώτα πρωτοβρόχια. Τα μυστήρια, που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση κατά τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας, υπόσχονταν στους μυημένους σ' αυτά μόνιμη σωτηρία και μια ευτυχισμένη μετά θάνατον ζωή. Ετσι, σε δημόσιες αλλά κυρίως σε απόκρυφες τελετουργίες, οι πιστοί σκηνοθετούσαν τις διάφορες φάσεις αυτού του αγώνα, αναπαριστώντας τις ποικίλες περιπέτειες του πάσχοντος θεού τους.

Ο θάνατος και η ανάσταση

Οπως παρατηρεί ο Πλάτων, καθώς ο άνθρωπος πλησιάζει προς τον θάνατο αρχίζει να σκέπτεται για πράγματα που πριν δεν τον απασχολούσαν καθόλου, ενώ συγχρόνως αρχίζει να δίνει πίστη και σε δοξασίες υπερφυσικές. Ετσι και στην αρχαιότητα, πολλοί πίστευαν ότι με τις μυήσεις αυτές θα βοηθηθούν να κερδίσουν την πολυπόθητη αθανασία και ακόμη θα αποκτήσουν τη δυνατότητα και μετά θάνατον «να διασκεδάζουν και να χορεύουν» σε καταπράσινους λειμώνες στον καθαρό αέρα. Ορισμένοι θρησκειολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η κεντρική ιδέα όλων αυτών των μυστηριακών θρησκειών ήταν ο θάνατος και η ανάσταση και έχουν συνδέσει τους σχετικούς μυστηριακούς μύθους με τα πάθη κάποιου θεού. Ετσι έχουμε τον θάνατο του Διονύσου, του Αττεως, του Οσίριδος. Στα μυστήρια που σχετίζονται με τους θεούς αυτούς συναντούμε ακολουθίες πένθους που στη συνέχεια τις διαδέχονται τελετουργίες χαράς και αγαλλίασης. Το αβάστακτο πένθος της Ισιδος για τον φόνο του αγαπημένου της αδελφού και συντρόφου, του Οσίριδος, που τον είχε κατακρεουργήσει ο θεός της σκιάς Σετ (ή Σεθ), σταματά όταν βρίσκει και συναρμολογεί όλα τα διαμελισμένα κομμάτια του, δίνοντάς του ξανά τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πιστούς της. Μιμούμενοι τη θεά τους, αναζητούν τον Οσιρι, κτυπώντας με αλαλαγμούς τα στήθη τους. Μόλις ξαναντικρίζουν τον θεό, τότε τον θρήνο τον διαδέχεται ανείπωτη χαρά. Ο Πλούταρχος προτρέπει τα βάσανα της Ισιδας, όπως αναπαριστάνονται στις σχετικές τελετές, να γίνονται μαθήματα ευσέβειας και παρηγοριάς για όλους τους θνητούς που τους βρίσκουν τέτοια κακά.

Ο Ιούλιος Φίρμικος Ματερνός, πολιτικός και συγγραφέας του 4ου αι. μ.Χ., που αλλαξοπίστησε και έγινε Χριστιανός, μας παραδίδει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικές με παγανιστικές μυστηριακές τελετές. Ετσι ανάμεσα σε άλλα μας περιγράφει και μια σκηνή κατά την οποία μπροστά σε ένα ομοίωμα κάποιου θεού, που κείτονταν νεκρός πάνω σε ένα φορείο, εξελίσσονταν σκηνές οδυρμού και θρήνου.

Η «επίκλησις» του Διονύσου

Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη. Η κάθοδός του αυτή έγινε από την Αλκυονία λίμνη στη Λέρνα της Αργολίδας, για την οποία υπήρχε παράδοση ότι ήταν απύθμενη. Ετσι κανένας στην αρχαιότητα, ούτε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νέρων, δεν είχε μπορέσει να μετρήσει το βάθος της. Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι' αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».

Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο των τελετουργιών που συνδέονται με την ανάσταση του θεού ήταν και το κάλεσμά του, η «επίκλησις», από τους πιστούς του, που τον καλούσαν, ακόμη και με μικρές σάλπιγγες, να ανέβει και να παρουσιαστεί σ' αυτούς.

Στον κόσμο των Ιώνων η «επιφάνεια» του θεού γινόταν κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Ενα σημαντικό δρώμενο της γιορτής αυτής, που είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γιορταζόταν και αυτή κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ήταν ο ερχομός του θεού πάνω σ' ένα τροχοφόρο πλοίο.

Το ότι ο Διόνυσος ερχόταν με ένα πλεούμενο πιθανόν να οφειλόταν στο ότι ο θεός είχε κατεβεί στον Κάτω Κόσμο μέσα από μια λίμνη, την Αλκυονία. Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του βάζει τον Διόνυσο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο από μια περιοχή της Αθήνας, που την έλεγαν Λίμναι, και της οποίας το όνομα σαφώς υποδηλώνει και πάλι κάποια λίμνη ή έστω ένα βαλτότοπο.

Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Καπανέας κ.ά.

Μετά από τα παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μέγα θαύμα της Ανάστασης του Χριστού, το σημαντικότερο ασφαλώς γεγονός της επίγειας ζωής Του, κατά το οποίο έχουμε τη νίκη της ζωής και την ήττα του θανάτου, έγινε πιο εύκολα κατανοητό από τους Ελληνες· και από τους υπόλοιπους ελληνίζοντες της όψιμης αρχαιότητας, που αποτελούσαν το πιο σημαντικό και συνάμα το πιο ζωντανό κομμάτι του τότε γνωστού και πολιτισμένου κόσμου. Γιατί ανάλογα συμβάντα διηγούνταν και για τους θεούς και ήρωες που είχαν στεριώσει και είχαν κυριαρχήσει στα μέρη τους πολύ πριν κάνει την εμφάνισή Του ο Ναζωραίος.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΣΕΡΑΠΙΣ:
Γιατί ζητήτε τον ζωντανό, στους νεκρούς.

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, (δια της κυλήσεως του λίθου από το μνημείο), θανάτο, θάνατο πατήσας, και εν της μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.

ΕΥΧΟΜΑΙ, ΕΙΘΕ ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ, ΤΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΗΛΙΟΥ ΗΜΩΝ, ΝΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟ ΖΩΗ, ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ.

Rose:
Είθε να αναστηθεί αληθώς στις ψυχές μας... Γένοιτο!

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση