«Πάλι με χρόνια και καιρούς,
πάλι δικά μας θα’ ναι.»
Ζούσε κάποτε ένα αγόρι σε ένα αγρόκτημα, γιατί οι γονείς του ήθελαν να τον προστατέψουν από την χάβρα της μεγαλούπολης, που έτρεφε κινδύνους, και έτσι τον κρατούσαν μακριά από την Γνώση και τον Πολιτισμό.
Ο μικρός όμως καθώς μεγάλωνε, αν και ζούσε σε έναν παράδεισο, με όλη την φροντίδα, την αγάπη, αλλά και την αυστηρότητα μιας θρησκευόμενης οικογένειας, ζήτησε μια μέρα από τους γονείς του, να μάθει τι υπήρχε πέρα από το αγρόκτημα.
«Θέλουμε να σου διδάξουμε πως να σώσεις την ψυχή σου», του απάντησαν. «Καλύτερα να μην κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, γιατί μπορεί ο Διάβολος να σε ακούσει, και θα αρχίσουν οι δοκιμασίες σου.»
«Τι είναι ο Διάβολος;» ρώτησε το παιδί με απορία, και του απάντησαν. «Είναι ένα κακό πνεύμα που κυνηγάει όσους έχουν την περιέργεια να Γνωρίσουν τι υπάρχει πέρα από το αγρόκτημα.»
«Πάρε αυτό το Ιερό Βιβλίο», του είπαν, «και ερεύνησέ το. Είναι όλη η γνώση και η σοφία που θα χρειαστείς στην ζωή σου. Η γνώση της ύπαρξης του Σωτήρα, που θα μας σώσει. Δεν υπάρχει σωτηρία για μας, τους ανθρώπους, παρά μόνο μέσω του Σωτήρα.»
Το παιδί, αν και τρομοκρατήθηκε με αυτά που άκουσε, ειδικά για το κακό πνεύμα, που πιθανόν να τον κυνηγούσε αν ήθελε να γνωρίσει τι υπήρχε πέρα από το αγρόκτημα, η περιέργειά του, καθώς και η ανησυχία του μεγάλωνε.
«Πρέπει να βρω τρόπο να αποδράσω», είπε μια μέρα στον εαυτό του, καθώς έκλεινε τα 18. «Θέλω να γνωρίσω τι υπάρχει εκεί έξω, τι άνθρωποι ζούνε, πως σκέφτονται, πως ζούνε, τι τους προβληματίζει.»
Έτσι, όταν μια μέρα γνώρισε ένα πλανόδιο έμπορα, που περνούσε από τα μέρη τους, του ζήτησε να τον πάρει μαζί του, στην δούλεψή του, και έφυγε.
Ο νέος, άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει. Οι ανατολικές γνώσεις, μια και ήταν ο δρόμος της πίστης, του ήταν οικείες, και άρχισε να τις ερευνά. Μαγεμένος από τη σοφία της Ανατολής, αλλά και την κρυφή γνώση της θέωσης, πέρασε αρκετά χρόνια σε άσκηση, περιφερόμενος από μοναστήρι σε μοναστήρι, ασκούμενος πνευματικά, μέχρι που κατάφερε να αφυπνίσει τις ψυχικές του ικανότητες.
Είχε κατακτήσει μία γνώση, αλλά και ικανότητα, την οποία είχε πληρώσει πολύ ακριβά, μια και αρκετοί ήταν οι τσαρλατάνοι και οι απατεώνες που τον ταλαιπώρησαν στον δρόμο του, καθώς ήταν πάντα ευκολόπιστα ανοιχτός να γνωρίσει οτιδήποτε.
Εφόσον κορέστηκε η Ανατολή, επέστρεψε στην Δύση, πίσω στον τόπο του, μια και η περιέργεια του δεν είχε ικανοποιηθεί, όσον αφορά την κατανόηση της δημιουργίας, πλέον ορθολογιστικά, δηλαδή επιστημονικά.
Εκεί ανακάλυψε τις κρυφές σχολές, που κρατούσαν κάποια μυστικά, και υποσχόταν ότι ξεκλειδώνουν μία πολύ Αρχαία Γνώση. Μιλούσαν για μια άλλη εποχή, όπου οι άνθρωποι κατείχαν ιδιαίτερες γνώσεις και δυνάμεις, αλλά η εποχή εκείνη καταστράφηκε, χάθηκε από την επιδρομή των σκοταδιστών, που μισούσαν την Γνώση.
Καθώς διδασκόταν ο νέος, στα κρυφά σχολειά, όλο και περισσότερα πράγματα του φαινόταν οικεία, και άρχισε να ψάχνει περισσότερες πληροφορίες για τον χαμένο αυτόν πολιτισμό, που ήταν η βάση της Σοφίας του Κόσμου.
Όμως σύντομα απογοητεύθηκε και από αυτές τις σχολές μια και υπήρχε μόνο η ανάμνηση εκείνης της εποχής, και όχι η πραγματική γνώση. Αναγκάστηκε να συνεχίσει την έρευνα μόνος του, ψάχνοντας αρχαία κείμενα και παραδόσεις.
Με μεγάλη του έκπληξη, καθώς ερευνούσε μια μέρα κάποια αρχαία χειρόγραφα, γραμμένα σε μία γλώσσα μυστική, μη κατανοητή στο πλήθος, του αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο δράμα.
«’Ακουσε γιε μου.», έλεγε το χειρόγραφο. «Όταν θα διαβάζεις αυτά τα λόγια, σημαίνει πως θα είσαι έτοιμος για να δεις την Αλήθεια. Σε θέλω δυνατό και έτοιμο, να αντέξεις αυτά που θα σου πω. Είσαι υιοθετημένος. Αυτούς που γνώρισες ως γονείς σου, ως Παράδοση, είναι οι θετοί σου γονείς. Δεν είναι οι πραγματικοί σου γονείς. Οι πραγματικοί σου γονείς ήταν βασιλικής γενιάς, με τεράστια κληρονομιά. Οι θετοί σου γονείς, ζήλεψαν το βασίλειό τους, σκότωσαν τους γονείς σου, και σε έκλεψαν μαζί με την κληρονομιά σου, όταν ήσουν ακόμα βρέφος. Σε άρπαξαν και σε βάφτισαν στο δικό τους δόγμα, και σε κράτησαν μακριά από το να γνωρίσεις την αλήθεια. Η κληρονομιά σου σε περιμένει εκεί που γεννήθηκες και μεγάλωσες, κάτω από τα Ελληνικά Εδάφη. Όλη η γνώση και η σοφία που τόσο κουράστηκες να μαζέψεις από τα πιο μακρινά και εξωτικά μέρη του κόσμου, κείτονται κάτω από το χώμα που μεγάλωσες.»
Ο νέος έξαλλος, σε σοκ, αλλά και σε απέραντη θλίψη μπροστά στο δράμα που του αποκαλύφθηκε θέλησε να σκοτώσει τους θετούς του γονείς. Όμως σύντομα συμπόνια και λύπη πλημμύρισε την ψυχή του, για το έγκλημα που επιτέλεσαν πάνω του. Έλεγαν ότι δήθεν ήθελαν να τον σώσουν, αλλά του είχαν κάνει το μέγιστο κακό. Του είχαν στερήσει όλη την Γνώση και το Φως των πραγματικών του προγόνων, του είχαν κλέψει όλη του την κληρονομιά, και τον είχαν φυλακίσει μέσα στην άγνοια, στερώντας του την Αληθινή Ζωή. Τον είχαν αναγκάσει να ταξιδέψει επί χρόνια σε τόπους μακρινούς, για να μάθει την Αλήθεια, ενώ η Αλήθεια βρισκόταν τόσο κοντά του.
Θυμάται όταν του έλεγαν, πως η Ζωή αυτή δεν έχει σημασία, αλλά μόνο η Ζωή μετά τον θάνατο. Και έτσι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν να ζήσει και να γνωρίσει την πραγματική ζωή, αυτή που τουλάχιστον σίγουρα ζούσε.
Τους λυπήθηκε, αλλά επέστρεψε στο αγρόκτημα. Τους έδωσε λίγα χρήματα για να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους αξιοπρεπώς και τους έδιωξε για πάντα από κοντά του.
Με το θησαυρό που βρήκε στο αγρόκτημα, έχτισε ένα σχολείο, ένα μεγάλο λαμπρό πανεπιστήμιο, όπου πλέον θα δίδασκε την Αλήθεια, αυτήν την Γνώση που με τόσο κόπο απέκτησε.