'Αρθρα και συζητήσεις: 'Εσωτερικές Σχολές και Μυητικά Συστήματα > Κριναετός

Τάγμα του Κρίνου και του Αετού: Οι βασικές διδασκαλίες του....

<< < (3/9) > >>

Ορφέας:

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΘΕΩΡΗΜΑΤΟΣ


Α. Εισαγωγή

Το τέταρτο Θεώρημα οδηγεί τον ερευνητή της Αληθείας να ανακαλύψει ότι:

μία είναι η Πηγή της Δημιουργίας, της Φύσεως·
οι άπειρες εκδηλώσεις της είναι ανόμοιες·
ο άνθρωπος δύναται, μελετώντας αυτές τις εκδηλώσεις, να συνειδητοποιήσει και να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίον ήλθε στον κόσμο.
Μία οδός για την ερμηνεία αυτού του Θεωρήματος θα ήταν η παρατήρηση των όσων συμβαίνουν στην Φύση και η ανεύρεση ενός αλληλοσυσχετισμού των μορφών που την συγκροτούν. Όμως, μία τέτοια προσέγγιση -- αν και ορθή -- θα ήταν περιορισμένη, καθώς λαμβάνεται ανεξάρτητα από το Πάν, εντός του οποίου υπάρχει ο κόσμος μας.
Εάν, αντιθέτως, εκκινήσουμε από το Πάν (από τα Άνω) και καταλήξουμε στην Φύση (δεδομένου ότι η Φύση αποτελεί κι αυτή τμήμα του Παντός), τότε θα έχουμε επιτύχει μία περισσότερο ολοκληρωμένη εργασία.

Β. Θεός και Δημιουργία

Θεωρώντας λοιπόν το θέμα εκ των Άνω, αναγκαστικά θα πρέπει να μιλήσουμε για τον Θεό, έχοντας πάντοτε την συναίσθηση ότι ο λόγος μας θα περιγράφει και θα προσεγγίζει την αντίληψη που δύναται ο άνθρωπος να έχει για τον Θεό και όχι Αυτόν τον Ίδιο, αφού ο Απειραιώνιος και Απόλυτος υπερβαίνει κάθε περιγραφή και κάθε προσέγγιση.

Υπό αυτή την γωνία οράσεως, πέντε κατ' αρχήν σημεία μπορούν να λεχθούν για τον Θεό:

1. Ποιά είναι η Φύση του Θεού
2. Πώς εκφράζεται ο Θεός
3. Πώς εκδιπλώνεται ο Θεός
4. Ποιούς σκοπούς θέτει ως στόχους Του
5. Τί δημιουργεί ο Θεός.

1. Ποιά είναι η Φύση του Θεού

Τί είναι ο Θεός; Ασφαλώς δεν είναι κάποια μορφή, αφού οι μορφές είναι περιορισμένες και εντοπισμένες στον χώρο και στον χρόνο. Τον Θεό θα πρέπει να Τον αναζητήσουμε στον ιδεατό «χώρο» του Πνεύματος, στον αφηρημένο κόσμο των Ιδεών.
Ο Θεός είναι το Απόλυτο, Άπειρο και Αιώνιο Όν, το Οποίο συνδυάζει στον απόλυτο βαθμό τα τρία στοιχεία -- Ιδέα, Συνείδηση και Πνεύμα -- δια των οποίων αντιλαμβανόμαστε ένα Πνευματικό Όν. Δηλαδή:

την Ιερά και Απερινόητη Ιδέα της Μονάδος·
την Υπερσυνείδηση της Αληθείας·
το Άγιον Πνεύμα.

2. Πώς εκφράζεται ο Θεός
Λέγει ο Χριστός: «Ο Πατήρ μου εργάζεται καγώ εργάζομαι». Ο δε Πυθαγόρας έλεγε: «Αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί». Ο Θεός είναι η Ζωή, χαρακτηριστικό δε της Ζωής είναι η κίνηση. Ο Θεός συνεχώς κινείται.

Πώς όμως εκφράζεται; Προβάλλοντας ή αντανακλώντας τον Εαυτό Του σε κατώτερες βαθμίδες. Οι εκφράσεις του Θεού, ως μερικότερες Αυτού, νοούνται ότι γίνονται σε επίπεδα ιεραρχικώς χαμηλότερα.

Ο άνθρωπος, επί παραδείγματι, έχει δημιουργηθή κατ' εικόνα του Θεού, δηλαδή αντανακλά στην συγκρότησή του -- αλλά σ' ένα κατώτερο (σχετικότερο) επίπεδο ή βαθμίδα υπάρξεως -- την Ιδέα του Όντος.
Κάθε προβολή του Θεού εκφράζει μία Ιδέα Του, μία Όψη Του, μία «πλευρά» Του, περιορισμένη ως προς το Άπειρον Έν.

Αυτή η έκφρασή Του, καθώς είναι αποτέλεσμα της προβολής μιάς Όψεώς Του και έκφραση μίας Ιδέας Του, νοείται ως σημείο που αντιδιαστέλλεται από την Πηγή, αλλά το οποίο όμως περικλείει και εμφανίζει στο δικό του κατώτερο επίπεδο το Έν και το Άπειρον του Θεού.

3. Πώς εκδιπλώνεται ο Θεός

Ο Θεός εκφράζεται συνεχώς, εκδηλώνοντας την Απειρία των Ιδεών Του και την Απειροσύνη της Φύσεώς Του. Οι άπειρες εκφράσεις Του δεν εκδιπλώνονται κατά τρόπον τυχαίο, αλλά με κάποιο «σύστημα», το οποίο μαρτυρεί κι αυτό την Θεία Φύση.

Κύριο χαρακτηριστικό της Θείας εκδιπλώσεως είναι η Τάξη.


Αυτή την Τάξη ο άνθρωπος μπορεί να παραστήσει συμβολικώς ως ένα σύστημα από άπειρες ομόκεντρες σφαίρες, κάθε μία από τις οποίες συντίθεται από άπειρα σημεία - εκδιπλώσεις του Θεού. Το σχήμα αυτό νομίζουμε ότι μπορεί να μας δώσει μίαν -- αμυδρά έστω -- εικόνα της απειροτρόπου εκδιπλώσεως του Θεού εν τη Απειροσύνη Αυτού.

4. Οι σκοποί της εκδηλώσεως του Θεού

Ο Θεός, ως Όν με Άπειρη Συνείδηση, δεν είναι δυνατόν να νοηθή ότι ενεργεί ασκόπως. Συνεπώς κάθε έκφραση του Θεού -- κάθε εκφαζομένη Ιδέα Του -- αντιπροσωπεύει έναν σκοπό. Ανόμοιες οι Ιδέες, ανόμοιοι και οι σκοποί, αλλά με κοινο κέντρο εκπορεύσεως.
Καθώς κάθε ιδιαίτερος σκοπός ευρίσκεται σε αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και συνεργασία με όλους τους άλλους σκοπούς, συνεπάγεται ότι όλοι οι σκοποί, τελικώς, συνδεόμενοι μεταξύ τους, καταλήγουν σε έναν Σκοπό, αποτέλεσμα του οποίου είναι η Δημιουργία.

5. Τί Δημιουργεί ο Θεός

Ο Θεός είναι η Ζωή, δεν δημιουργεί παρά την Ζωή. Όλη η Δημιουργία του Θεού σε έναν σκοπό τείνει: στην εμφάνιση της Ζωής.

6. Συμπεράσματα

α. Το Πάν προέρχεται από το Απόλυτο και Απειραιώνιο Έν.
β. Ο Θεός, για να δημιουργήσει, εκδηλώνεται αντανακλώντας τον Εαυτό Του με Τάξη.
γ. Σε κάθε εκδήλωση του Θεού συντρέχει και ένας ιδιαίτερος σκοπός. Κι όλοι οι επί μέρους σκοποί συγκλίνουν αμοιβαίως στην υπηρέτηση ενός και μόνου Σκοπού: την εμφάνιση της Ζωής.
δ. Έτσι, ο Θεός εκκινεί ως Έν, εκδηλώνεται απειροτρόπως και συγκλίνει και πάλι στο Έν, αφού οι άπειροι επί μέρους σκοποί Του υπηρετούν έναν Σκοπό. Νοούμε τον Θεό να δημιουργεί εκδιπλούμενος και κατόπιν αναδιπλούμενος.

Εκδπίπλωση είναι η κίνηση από το Έν στο Άπειρον (Ένας ο Θεός, άπειροι οι επί μέρους σκοποί).
Αναδίπλωση είναι η κίνηση από το άπειρο στο Έν (σύγκλιση όλων των επί μέρους σκοπών σε Έν).
ε. Στην εκδίπλωση του Θεού ανευρίσκουμε την συνεχή σκοπιμότητα (την άλυσο της σκοπιμότητας). Στην αναδίπλωσή Του συναντούμε την Ιεραρχία.

Εδώ θα υπενθυμίσουμε δύο βασικές θεωρίες, οι οποίες -- από κοινού θεωρούμενες -- συνθέτουν την αλήθεια την οποίαν εξετάζουμε.
Η μία είναι η τελεολογική θεωρία του Σωκράτους, την οποίαν αναφέρει ο Πλάτων. Κατ' αυτήν, κάθε τί στην Δημιουργία υπηρετεί έναν σκοπό, άρα αποτελεί σημείο της εκδιπλώσεως του Θεού εν τη Απειροσύνη. Η τελεολογική θεωρία περιγράφει την εκδίπλωση του Θεού δια μέσου της σκοπιμότητας.

Η άλλη είναι η λεγομένη αιτιοκρατική θεωρία του Αριστοτέλη. Το κάθε τί οφείλει την ύπαρξή του σε κάποιο αίτιο, το οποίο με την σειρά του ανάγεται σε άλλο αίτιο και ούτω καθ' εξής, μέχρι του απωτάτου Αιτίου, το οποίο αποκαλούσε Ακίνητον Κινούν. Η θεωρία αυτή περιγράφει την αναγωγή στην Μονάδα δια της Ιεραρχίας.

Γ. Η Φύση

Με τον όρο «Φύση» εννοείται ο κόσμος που υποπίπτει στις αισθήσεις μας. Πρόκειται για το αισθητο μέρος της Δημιουργίας.

Η Φύση που μάς περιβάλλει είναι μία από τις εκφράσεις του Θεού, σφραγισμένη με την Απειροσύνη, αφού άπειρες είναι οι εκδηλώσεις της. Κι αυτές οι εκδηλώσεις ευρίσκονται σε μία Τάξη η οποία μαρτυρεί την Θεία προέλευσή τους. Κάθε μία από τις ανόμοιες αυτές εκδηλώσεις υπηρετεί έναν σκοπό· οι σκοποί συνδέονται μεταξύ τους σε αμοιβαία συνεργασία και υπηρετούν όλοι έναν Σκοπό, τον θεμελιώδη Σκοπό της Ιδέας της Δημιουργίας, την Αποκατάσταση της Πτώσεως, την Επάνοδο.

Όπως λοιπόν λέει το τέταρτο Θεώρημα, «Η Φύση είναι μοναδική στην σύλληψή της», ακριβώς διότι:

ανάγεται σε μία Ιδέα, η οποία εκπορεύεται από μία Πηγή και υπηρετεί έναν κύριο σκοπό.

Κατά δεύτερον λόγο, το Θεώρημα υποδεικνύει έναν τρόπο για να επιτύχει ο άνθρωπος τον σκοπό του, που είναι η δημιουργία της Προσωπικότητάς του και η απόκτηση της Συνειδήσεως της Αληθείας. Κι ο τρόπος αυτός είναι η μελέτη της Φύσεως.
Είδαμε ότι όλες οι άπειρες εκδηλώσεις του Θεού είναι ανόμοιες μεταξύ τους, διότι εκφράζουν ανόμοιες Ιδέες. Επειδή όμως προέρχονται από την ίδια Πηγή, συναρτώνται μεταξύ τους, συνεργάζονται και αλληλοεξυπηρετούνται: εμφανίζουν μίαν αμοιβαιότητα, η οποία καταλήγει στην εμφάνιση της Μονάδος.

Όμως οι άνθρωποι είναι γεννημένοι εν πτώσει, δηλαδή ευρίσκονται έξω από τον «λειτουργικό μηχανισμό» του Θεού. Ενώ είναι εκφράσεις των Ιδεών του Θεού, ταυτοχρόνως ευρίσκονται έξω από το «κύκλωμα λειτουργίας» των εκφράσεων του Θεού. Με άλλα λόγια, το ανθρώπινο όν δημιουργήθηκε ως έκφραση μίας Ιδέας του Θεού, αλλά, καθώς δημιουργήθηκε μέσα στον κόσμο της Πτώσεως, δεν είναι εναρμονισμένο με τον «Θείο μηχανισμό». Αυτό σημαίνει Πτώση.

Εάν ο άνθρωπος ήταν εναρμονισμένος με τον «Θείο μηχανισμό», θα ήταν Πνευματικό Όν και δεν θα είχε κανένα λόγο να δημιουργήσει την Προσωπικότητά του, καθώς -- ως Πνευματικό Όν αιώνιο -- δεν θα χαρακτηριζόταν από την σχετικότητα της υπάρξεως στον κόσμο.

Συνεπώς το πρόβλημα είναι: πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εκτροχιασμό, από την Πτώση, και να ενταχθή μέσα στον «Θείο μηχανισμό». Και τούτο θα το επιτύχει εφαρμόζοντας εντός του ό,τι βλέπει στην Δημιουργία:

ότι όλα εκπορεύονται από ένα Κέντρο· ότι κάθε ένα από τα εκπορευόμενα υπηρετεί έναν σκοπό· ότι οι επί μέρους σκοποί συνεργάζονται μεταξύ τους και καταλήγουν στην υπηρέτηση ενός σκοπού, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία Ζωής.

Έχοντας ως υπόδειγμα την ενότητα της Φύσεως, ο άνθρωπος δύναται να καταργήσει το άσκοπον των πράξεών του. Δύναται ν' αρχίσει την προσπάθεια ώστε κάθε έκφρασή του να υπηρετεί μία σκοπιμότητα· αλλά και όλες οι ανόμοιες, επί μέρους εκφράσεις του να συνδέονται αμοιβαίως και να τείνουν στην υπηρέτηση ενός σκοπού: την έκφραση στον υλικό κόσμο της Μίας Ιδέας η οποία τον εμψυχώνει και ζωοποιεί. Αυτή η ενιαία έκφραση είναι η Προσωπικότητα. Έτσι, ο άνθρωπος ανάγεται στην Μονάδα, εντάσσεται στον «Θείο μηχανισμο» και καθίσταται αιώνιο πνευματικό Όν.

Δ. Ο Νόμος της Ανομοιότητας

Όπως λοιπόν βλέπουμε, ο Νόμος της Ανομοιότητας, διέπει κάθε μορφή της Φύσεως. Κάθε μορφή, όπως και κάθε άνθρωπος, αποτελεί έκφραση μίας Ιδέας του Θεού, ανομοίας και μοναδικής. (Διότι δεν νοείται ο Θεός να επαναλαμβάνεται και να δρά κατά τρόπο ομοιότυπο, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν άσκοπο).


Ο Θεός είναι μία Ενιαία Αρχή που έχει δύο εκφράσεις: την Σοφία και την Αγάπη. Η Σοφία δημιουργεί, η Αγάπη συντηρεί. Η ανομοιότης (η διαφορετικότης) είναι εκδήλωση Θείας Σοφίας. Η ενότης (αρμονική συνεργασία των ανομοίων) είναι εκδήλωση Θείας Αγάπης.
Στην Φύση παρατηρούμε ότι όλες οι μορφές της είναι ανόμοιες μεταξύ τους. Ούτε ένα φύλλο δένδρου δεν είναι ίδιο με κάποιο άλλο. Κι όπως ακριβώς οι ανόμοιες Ιδέες του Θεού είδαμε ότι συνδέονται με αμοιβαιότητα και συνεργάζονται μεταξύ τους για να υπηρετήσουν έναν κοινο σκοπό, κατ' ανάλογον τρόπο η Φύση, με τις ανόμοιες εκδηλώσεις της, τείνει στην υπηρέτηση ενός σκοπού.

Στους ανθρώπους, η ανομοιότητα μάς αποκαλύπτεται υπό την μορφή της ανομοίας αρετής, την οποία κατέχει ο κάθε άνθρωπος· η δε Αγάπη είναι εκείνη που οφείλει να δημιουργήσει την ενότητα, να εμφανίσει την Μονάδα στους κόλπους της Ανθρωπότητας.

Αυτή είναι η αλήθεια που μάς αποκαλύπτεται στο πρώτο και στο τέταρτο Θεώρημα, όσον αφορά στον άνθρωπο και στην Δημιουργία, σκοπός της οποίας είναι ένας: η Επάνοδος του ανθρώπου στην Μονάδα, η ένταξή του στην Θεία Ενότητα της Ζωής.

Εάν προσέξουμε τους ανθρώπους αφ' ενός και την Δημιουργία αφ' ετέρου, θα παρατηρήσουμε ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, αλλά όλοι ανήκουμε στην Μονάδα «Ανθρωπότητα».


Δηλαδή στην έκφραση της Ιδέας (ή στο Είδος) "Άνθρωπος".
Δεν ανήκουμε στις μορφές του Περιβάλλοντος. Διαφέρουμε από την Δημιουργία κατά τούτο: ενώ η Δημιουργία είναι αποτύπωση μίας Ιδέας και θεματοφύλακας της Αληθείας, εμείς οι άνθρωποι αγνοούμε την Αλήθεια και προσπαθούμε να επιτύχουμε την αντίληψη της Αληθείας: την Συνείδηση.

Επειδή όμως ευρισκόμαστε εν πτώσει, ο παράγων του κακού προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάς αποτρέψει από την προσπάθειά μας αυτή, για να αποτύχουμε και να ταυτίσουμε την τύχη μας με την δική του.

Έρχεται λοιπόν ο καταστρεπτικός παράγων μέσα στο Θείο Έργο της Δημιουργίας και προσκρούει επί του αποτελέσματος της δράσεως του Θείου, αλλοιώνοντάς το. Στην προσπάθειά του αυτή δεν επιτυγχάνει πλήρως, διότι τότε κάθε Θεία δράση θα ακυρωνόταν, ο δε εωσφόρος θα αποδεικνυόταν ισχυρότερος από τον Θεό! Όπως όμως έχουμε πεί, το Θείον ως Απόλυτη Θέση είναι ανώτερο από την -- πάντοτε σχετική -- άρνηση. Διότι η Θέση νοείται υπάρχουσα αφ' εαυτής, ενώ η άρνηση της Θέσεως δεν δύναται να νοηθή εάν δεν υπάρχει η Θέση.

Αυτή η σχέση μεταξύ θέσεως και αρνήσεως σφραγίζει τον εωσφόρο με την σχετικότητα και τον καθιστά μειονεκτικό έναντι του Θεού. Θα μπορούσε ο Θεός, προβάλλοντας δυναμικά την Θέση, να εξαφανίσει την άρνηση. Κάτι τέτοιο όμως θ' αποτελούσε πράξη βίας· και ο Θεός σέβεται απολύτως την Ελευθερία.

Σ' έναν ασύλληπτο για εμάς συνδυασμό ελευθερίας και σχετικότητας -- συνδυασμό ο οποίος διέπεται από την Θεία Δικαιοσύνη -- κάθε ένας λαμβάνει το μερίδιο των δυνάμεών του. Ο εωσφόρος παίρνει ό,τι του επιτρέπει η σχετικότητα του, ο δε Θεός ό,τι εξυπηρετεί την δημιουργική Του σκοπιμότητα.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των τριών στοιχείων:

Ελευθερίας· σχετικότητας του παράγοντος της αρνήσεως· και Θείας Δικαιοσύνης,
ο εωσφόρος, με τις εναντιώσεις του μέσα στή Δημιουργία, φέρει κι αυτός κάποιο αποτέλεσμα, αλλά είναι μέγα λάθος να θεωρήσουμε ότι διευθύνει τα πάντα. Το αποτέλεσμα της αρνήσεώς του είναι ό,τι βλέπουμε ως εναντιώσεις στις μορφές της Φύσεως και στους ανθρώπους.
Ο Νόμος της Ανομοιότητας δεν θίγεται, αφού ως Νόμος δηλώνει την Θεία Παρουσία. Εκείνο που θίγεται κάπως είναι το αποτέλεσμά του.
Οι εναντιώσεις του αντιπάλου, έχουν την εξής συνέπεια: ο άνθρωπος, αντί να προχωρεί προς την Αλήθεια, προχωρεί προς μία παρέκκλιση· αντί να συνειδητοποιεί την Αλήθεια, πλανάται και δημιουργεί μίαν εσφαλμένη υποκειμενική «αλήθεια», η «αλήθεια» αυτή όμως δεν έχει το χαρακτηριστικό του Νόμου της Ανομοιότητας, που είναι η αρμονική ενότητα των ανομοίων· διαχωρίζει τους ανθρώπους και τους παγιδεύει σε δόγματα, θεωρίες κλπ.


Οι εκδηλώσεις της Θέσεως (τα ποιοτικά γνωρίσματα του Καλού) έχουν το χαρακτηριστικό να εναρμονίζονται με αμοιβαιότητα. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα των διαφορετικών μουσικών οργάνων σε μίαν ορχήστρα.
Ενώ οι εκδηλώσεις της αρνήσεως -- αν και διαφορετικές μεταξύ τους -- δεν μπορούν να εμφανίσουν την αρμονική ενότητα, την Μονάδα. Συνεπώς δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του Θείου Νόμου της Ανομοιότητος.
Εάν οι άνθρωποι ήσαν ελεύθεροι από τις παγιδεύσεις του κακού, τότε όλοι θ' αντιλαμβάνοντο διαφορετικές όψεις της μίας υπάρχουσας Αληθείας -- όψεις εναρμονιζόμενες μεταξύ τους, ο οποίες θα ενεφάνιζαν την Μονάδα. Οι άνθρωποι δεν θα ήσαν διαχωρισμένοι.

Πώς μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό; Αξιοποιώντας τον Νόμο της Ανομοιότητας.

Κάθε άνθρωπος εκφράζει μίαν Ιδέα του Θεού, μίαν Αρετή, ένα χαρακτηριστικό ποιοτικό γνώρισμα, ανόμοιο και ιδιαίτερο. Αυτή είναι η καλή πλευρά του ανθρώπου. Εάν κατορθώναμε να διαγράψουμε την κακή όψη -- ό,τι δηλαδή επισυσσώρευσε επάνω μας το κακό -- τότε οι ανόμοιες Αρετές μας θα τελούσαν φυσιολογικώς σε αμοιβαιότητα μεταξύ τους, αφού όλες έχουν Θεία προέλευση και τείνουν προς έναν ενιαίο σκοπό.

Τί μπορεί να μάς φέρει σ' αυτό το σημείο; Η Αγάπη. Αγαπώντας, αποδεσμευόμαστε από το κακό και πλέκουμε το «ύφασμα» των ανομοίων Αρετών μας. Κι αν η Αγάπη επεκταθή μεταξύ όλων των ανθρώπων, τότε η ανθρωπότητα θα καταστή Μονάδα, αντανακλώσα εκείνη την Μονάδα του Πνευματικού Κόσμου.

Με άλλα λόγια, το τέταρτο Θεώρημα μάς λέγει τα εξής:

«Είσθε, οι άνθρωποι, αμόμοιοι μεταξύ σας. Φροντίστε να βρείτε την ανομοία Αρετή που έχει ο συνάνθρωπός σας και ενωθήτε με αυτήν. Μη βλέπετε στον συνάνθρωπό σας τα ελαττώματά του -- την κακή του πλευρά -- διότι και σείς έχετε την κακή σας πλευρά. Απαλλαγείτε από αυτή την δέσμευση, κρατήστε το Καλό και φροντίστε ν' ανακαλύψετε την σχέση του σκοπού σας με τον σκοπό καθενος από τους άλλους ανθρώπους. Σ' αυτή την σχέση των ιδιαιτέρων σκοπών, θα εμφανίσετε μία ανθρωπότητα με αντίληψη του ενιαίου σκοπού της και -- υπηρετώντας τον σκοπό αυτόν -- θα επιτύχετε την Επάνοδο και την κατάργηση της Πτώσεως, η οποία αποτελεί αταξία για τον Θείο Κόσμο».

Η αξιοποίηση της Ανομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων δημιουργεί τον «χώρο» και τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την Αποκατάσταση. Ο στόχος λοιπόν των ανθρώπων είναι διπλός:

να απελευθερωθούν από το κακό, να ενωθούν όλοι οι άνθρωποι, ο καθένας δια της ιδιαιτέρας του αρετής, ούτως ώστε να εμφανίσουν την Μονάδα· και να απομακρυνθούν από αυτή την κατάσταση υπάρξεως, να υψωθούν προς την Πηγή τους και να ενωθούν με αυτήν.

Ε. Έρευνα της Αντικειμενικής Αληθείας

Την ένωση των ανθρώπων μέσω των ανομοίων Αρετών τους πραγματοποιεί η Αγάπη. Την εισχώρηση όμως στην Αλήθεια οφείλει να την υπηρετήσει η Συνείδηση.

Προκειμένου ν' ανέλθει στον Πνευματικό Κόσμο, πρέπει ο άνθρωπος να βρεί την οδό που θα τον αναβιβάσει από επίπεδο σε επίπεδο και θα τον φέρει έως την Πηγή του.

Αν δια της Αγάπης αποδεσμεύεται κανείς από την δουλεία στο κακό και του δίδεται η δυνατότητα να συνενωθή με τους συνανθρώπους του, η μελέτη, η παρατήρηση, η έρευνα του αντικειμενικού κόσμου -- ο οποίος είναι θεματοφύλακας της Αληθείας -- θα του αποκαλύψει την Αλήθεια. Δεν θα μπορέσει όμως ο άνθρωπος να μεθέξει της Θείας Αληθείας μελετώντας και ερευνώντας τον αντικειμενικό κόσμο, εάν προηγουμένως δεν έχει επιτύχει να δημιουργήσει δια της Αγάπης τον «χώρο» εντός του οποίου θα υπάρξει η Συνείδηση, η αντίληψη της Αληθείας.

Την Αλήθεια παρουσιάζουν, εγκλείουν και φυλάσσουν οι Μορφές της Δημιουργίας (συμπεριλαμβανομένων και των μορφών των ανθρώπων). Κι αυτή είναι η «αντικειμενική Αλήθεια, η οποία υπάρχει ως θέση εντός του κόσμου, αλλά και εκτός του κόσμου και πέραν παντός κόσμου». Αυτήν την αντικειμενική Αλήθεια ή Θέση είναι που οι άνθρωποι ονόμασαν Θεό.


Κατά μίαν άποψη, η λέξη "Θεός" προέρχεται από την θέση υπό την ιδεατή έννοια της λέξεως.
Όμως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την Αλήθεια όχι ως έχει αυτή εξ αντικειμένου, αλλά υπό την επίδραση της εωσφορικής εναντιώσεως, η οποία τον πλανά και τον οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα, που ο άνθρωπος εκλαμβάνει ως Αλήθεια. Αυτή η υποκειμενική «αλήθεια» είναι κάτι νόθο, αλλοιωμένο.

Ο άνθρωπος πρέπει να ταυτίζεται με την αντικειμενική Αλήθεια και όχι με ό,τι ο ίδιος πιστεύει ως αλήθεια. Εάν λοιπόν θέλει ν' ανεύρει την Αλήθεια, άς προστρέξει στις Μορφές της Φύσεως, που αποτελούν την εξωτερίκευση της Αληθείας.

Προκειμένου ν' αντιληφθή την Αλήθεια, ο άνθρωπος οφείλει δια της Μορφής να συλλάβει την Ιδέα. Δεν πρέπει να παραμείνει στην εξωτερικότητα της εκφράσεως της Ιδέας, αλλά οφείλει ν' ανέλθει στην Ιδέα.

1. Σύλληψη της Ιδέας στα τρία Επίπεδα

Προτού προχωρήσουμε στις μεθόδους δια των οποίων επιτυγχάνεται η αντίληψη της Ιδέας, θα πρέπει να εξετάσουμε πώς συλλαμβάνεται η Ιδέα στα τρία επίπεδα: υλικό, αιθερικό και πνευματικό.

Στον υλικό κόσμο, οι αισθήσεις μάς δίδουν την εσοδεία τους από ό,τι συνέλαβαν από τον εξωτερικό κόσμο. Το συναίσθημα την μεταφέρει στή νόηση και η νόηση την κατεργάζεται. Ως αποτέλεσμα, μάς δίδεται η πρώτη αντίληψη της εξωτερικότητας της Ιδέας.

Στο αιθερικό επίπεδο δεν υπάρχουν δραστηριότητες· εκεί υπάρχει μόνον η δεκτικότητα. Αυτή παραλαμβάνει την εμπειρία από το εκεί περιβάλλον και την φέρνει στο όν. Η υπεραίσθηση παραλαμβάνει το αντικείμενο της δεκτικότητας και το μεταφέρει στην διαίσθηση, η οποία δίδει την αντίληψη της Ιδέας στο αιθερικό επίπεδο.

Στα δύο επίπεδα που εξετάσαμε, το όν λαμβάνει εκ των κάτω, ανυψώνεται και αποκτά συνείδηση. Στον Πνευματικό κόσμο η πορεία είναι αντίστροφη:

η Φαντασία κατέχει την Ιδέα
η Θέληση την κινητοποιεί και
η Ισχύς την δυναμοποιεί.

2. Λογική και Αναλογική

Στο τρίτο Θεώρημα, μιλώντας για την πορεία της Ιδέας στα διάφορα επίπεδα υπάρξεως, αναφέραμε ότι:
η Ιδέα εκπορεύεται από το Θείο Υπερσυνείδητο·
αποκρυσταλλώνεται ως Αριθμος στον Πνευματικό Κόσμο·
αντανακλάται ως Εικόνα στο αιθερικό επίπεδο και τελικώς
εκδηλώνεται ως Μορφή στον υλικό κόσμο.
Αυτός είναι ο κατακόρυφος τρόπος εκδιπλώσεως του Θεού.
Εάν τώρα θεωρήσουμε το επίπεδο εντός του οποίου ζούμε, βλέπουμε να υπάρχουν οι μορφές, ως καταλήξεις της εκφράσεως Θείων Ιδεών. Αυτές οι μορφές δεν ευρίσκονται σε κατακόρυφη σχέση μεταξύ τους, αλλά σε οριζοντία. Δηλαδή ο αντικειμενικός κόσμος της Φύσεως είναι μία «επί οριζοντίου επιπέδου» έκφραση του Δημιουργού Θεού.

Έχουμε λοιπόν την εκδίπλωση της Ιδέας διττώς:

οριζοντίως, μέσα στην Φύση· και
κατακορύφως, δια των διαφόρων επιπέδων (πνευματικού, αιθερικού και υλικού).
Επομένως χρησιμοποιούμε δύο τρόπους ερεύνης της Αληθείας και αντιλήψεως της Αληθείας.
Η μία αφορά στην έρευνα της Αληθείας καθώς αυτή μάς παρουσιάζεται «οριζοντίως». Η δεύτερη μέθοδος αναφέρεται στην έρευνα της Αληθείας, καθώς αναγόμαστε «κατακορύφως» από το ένα επίπεδο στο άλλο, μέχρι την Πηγή της Ιδέας.
Προκειμένου ν' αντιληφθούμε την Ιδέα κατά την οριζόντια έκφρασή της, μεταχειριζόμαστε την λογική. Συγκρίνουμε τις μορφές, ανακαλύπτουμε την μεταξύ τους σχέση η οποία αναφέρεται στον σκοπό της κάθε μορφής. Μ' αυτόν τον λογικό συσχετισμό αποκτούμε την πρώτη αντίληψη της Ιδέας -- αντίληψη της εξωτερικής μορφής που είναι έκφραση της Ιδέας στο οριζόντιο επίπεδο εκδιπλώσεως.

Δεν μπορούμε όμως δια της λογικής ν' ανέλθουμε από την εξωτερική Μορφή στην ίδια την Ιδέα. Για ν' ανέλθουμε από το ένα επίπεδο στο άλλο, απαιτείται άλλη μέθοδος: η αναλογική.

Δια της λογικής ο άνθρωπος σκέπτεται· δια της αναλογικής μεταφέρεται από το κατώτερο επίπεδο στο ανώτερο. Η λογική βεβαιώνει την ύπαρξη της Ιδέας. Η αναλογική αποτελεί την κλίμακα ανόδου στην Πηγή της Ιδέας. Η λογική συνιστά την οριζόντια έρευνα· η αναλογική, την κατακόρυφη έρευνα. Στην λογική υπάρχει νοητική σύγκριση· στην αναλογική, βιωματική αναγωγή. Η λογική εδράζεται στην ισοτιμία των μορφών. Η αναλογική, στην ιεραρχία της εκδιπλώσεως από το ανώτερο στο κατώτερο.

Εν Κατακλείδι:

Η Φύση μάς διδάσκει την Ενότητα εν τη πολλαπλότητι. Όλες της οι εκδηλώσεις εναρμονίζονται σε έναν σκοπό: την εμφάνιση της Ζωής. Κατά παρόμοιον τρόπο, ο άνθρωπος -- αξιοποιώντας τον Νόμο της Ανομοιότητας -- θα πρέπει:

να ενοποιήσει τον εαυτό του, εναρμονίζοντας όλες του τις δραστηριότητες εντός του πλαισίου της Προσωπικότητός του, εμφανίζοντας την Μονάδα στον εαυτό του· και
να ενοποιηθή ως σύνολο -- ως Ανθρωπότητα -- δια της συναλλαγής των ιδιαιτέρων αρετών των ατόμων, εμφανίζοντας την Μονάδα στο σύνολο.
Εκ παραλλήλου, η Φύση αποτελεί θεματοφύλακα της Αντικειμενικής Αληθείας, την οποίαν ο άνθρωπος καλείται να ερευνήσει με δύο μεθόδους:
αφ' ενός δια της λογικής (νοητικώς, κατά την «οριζοντία» εκδίπλωσή της στο επίπεδο της αισθητής Φύσεως)· και
αφ' ετέρου δια της αναλογικής (βιωματικώς, κατά την «κατακόρυφη» εκδίπλωσή της δια των διαφόρων επιπέδων).

Fallen Angel:
Φαντάζομαι εσβησε η αιγλη αυτού του τάγματος όταν έσβησε και η δημιουργός του?

Ορφέας:

Ναι, αληθεύει.... Δεν βρέθηκαν ισάξιοι διάδοχοι.... Ενώ λοιπόν στις λοιπές χώρες της Δύσης ο Κριαναετός έπεφτε στην αφάνεια, όλως παραδόξως στον Ελλαδικό χώρο παρουσίασε αναζωπύρωση. Αιτία ο αείμνηστος Τριαντάφυλλος Κοτζαμάνης ο οποίος ανέστησε κυριολεκτικά το Τάγμα - και κατά το Ελληνικόν διασπάστηκε σε τέσσερα παρακλάδια - ο οποίος όμως πιθανότατα ήταν και η κυριότερη αιτία της οριστικής του πλέον υποτίμησης και φθίνουσας πορείας του. Βέβαια δεν παραβλέπεται και το γεγονός ότι, τα λεγόμενα "θεωρήματα" της διδασκαλίας του Κρίνου και Αετού, στέκονται μόνον μπροστά σε ανθρώπους που έχουν ξεμείνει μακριά από την σύγχρονη γνώση, η οποία αποδεδειγμένα έδειξε την σε μεγάλο ποσοστό ανακολουθία με την αλήθεια των "θεωρημάτων" της Ντυπρέ αλλά και του Σεμελά.

Στην αυστηρά επιστημονική θεώρηση, μια θεωρία για να μπορεί να σταθεί στην σύγχρονη αρένα της αμφισβήτησης, οφείλει κατ' αρχήν να επαληθεύει ολάκερη την μέχρι τώρα αποδεδειγμένη πραγματικότητα και επιπλέον να προβλέπει με αξιώσεις τις μελλοντικά επαληθευμένες αλήθειες. Τέτοια φιλοσοφία, διδασκαλία ή θεωρία όμως, ουδέποτε υπήρξε αυτή του Κριναετού....

Ορφέας:

ΠΕΜΠΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ

    «Για να διαδηλώσει την προσωπικότητά του, ο άνθρωπος οφείλει να απελευθερωθή από όλες τις συμβατικότητες, τα ήθη και τα έθιμα τα οποία μπορούν να υποδουλώσουν και να δεσμεύσουν την εκδήλωση της ιδίας του σκέψεως ή στοχασμού.
Οφείλει να ενισχύει την ενεργητικότητα του πνεύματος, της ψυχής και του σώματός του.
Οφείλει να τολμά να εκφράζει άνευ δισταγμού τις ενδόμυχες σκέψεις του σε κάθε περίσταση υπέρ της Αληθείας, του Καλού και της Ηθικής.
Οφείλει να αποβάλει τα ελαττώματά του, τα πάθη του και τις κακές έξεις του».
 
 
Νοηματική Εκδίπλωση του Πέμπτου Θεωρήματος

Α. Εισαγωγή

Β. Η πορεία του Ανθρώπου

Γ. Ειδικώτερα στοιχεία της πορείας

   1. Κίνητρο

   2. Προσπάθεια -- Πάλη -- Αποτέλεσμα
      α. Υποκειμενική Αλήθεια και Περιβάλλον
      β. Θείοι Απεσταλμένοι και Φωνή της Συνειδήσεως
      γ. Ελεύθερη Θέληση και Θεία Προστασία

Δ. Η Απελευθέρωση

Ε. Το Κατεστημένο

ΣΤ. Το λυτρωτικό Έργο της Αγάπης

Ζ. Οι συμβατικότητες, τα Ήθη και τα Έθιμα

Η. Η Δυναμισμένη Ετοιμότητα

Θ. Οι Ενδόμυχες Σκέψεις

Ι. Τα Ελαττώματα, τα Πάθη και οι Κακές Έξεις

Ορφέας:

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΘΕΩΡΗΜΑΤΟΣ


   Α. Εισαγωγή

   Το πρώτο και το δεύτερο Θεώρημα αποτελούν ζεύγος, διότι αναφέρονται και τα δύο στην σύνθεση του ανθρωπίνου όντος. Το μεν πρώτο μάς δηλώνει την παρουσία του στοιχείου του Καλού στην κατασκευή του ανθρώπου, το δε δεύτερο μάς αποκαλύπτει εμμέσως την εναντίωση του παράγοντος του κακού.

   Τα δύο επόμενα Θεωρήματα, το τρίτο και το τέταρτο, αναφέρονται στο εξωτερικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο εμφανίζεται ο άνθρωπος και εντός του οποίου καλείται να δημιουργήσει την Προσωπικότητά του.

   Το πέμπτο και το έκτο Θεώρημα αποτελούν επίσης ένα ζεύγος, το οποίο αναφέρεται στην πορεία και στην δράση του ανθρωπίνου όντος.

    Β. Η Πορεία του Ανθρώπου

   Η έννοια της πορείας έχει δύο όψεις, όμως εν τέλει ανάγεται σε μία και μόνη βάση: στην αλλαγή.

   Η μία όψη της πορείας είναι η μετακίνησή του στον υλικό χώρο, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αλλαγή των συνθηκών του εξωτερικού περιβάλλοντος. Αυτή η πορεία θέτει τον άνθρωπο υπό νέες εντυπώσεις, επηρεασμούς και του παρέχει καινούργιες εμπειρίες.

   Η άλλη όψη της πορείας αναφέρεται στην πνευματική του ζωή: είναι η λεγομένη πνευματική πορεία.

   Η πνευματική πορεία είναι επίσης μία μετακίνηση. Εδώ όμως δεν υπάρχει το στοιχείο της αλλαγής τόπου, αλλά της αλλαγής ποιότητας του ανθρώπου.
   «Η πνευματική πορεία είναι ποιοτική αλλαγή η οποία πραγματοποιείται με τον τρόπο του ζήν του ανθρώπου, με την εσωτερική του δράση και με την συμπεριφορά του προς τους συνανθρώπους του και έχει ως αποτέλεσμα την προσαρμογή ή ανύψωση του κατωτέρου προς το ανώτερο».

   Η μετατόπισή μας στον χώρο λαμβάνει χώραν στα πλαίσια του χρόνου. Η πνευματική πορεία, όμως, δεν είναι συνάρτηση του χρόνου. Η προσαρμογή του κατωτέρου προς το ανώτερο γίνεται εκτός του χρόνου, στα πλαίσια της «αιωνίας στιγμής». Για να καταλήξουμε όμως εκεί, έχουν προηγηθή ο τρόπος ζωής μας και η συμπεριφορά προς τους συνανθρώπους μας, που έλαβαν χώραν στον υλικό κόσμο και απετέλεσαν την προετοιμασία της ανυψώσεως του κατωτέρου προς το ανώτερο.

   Για να επιτευχθή αυτή η προσαρμογή του κατωτέρου προς το ανώτερο (η οποία συντελείται στο εκτός τόπου και χρόνου πνευματικό επίπεδο) πρέπει υποχρεωτικώς να προηγηθή ένα προστάδιο διαφόρων δραστηριοτήτων και ενεργειών εντός του υλικού κόσμου -- εντός δηλαδή του χώρου και του χρόνου. Ο υλικός κόσμος, όταν τον μεταχειρίζεται κανείς καταλλήλως, καθίσταται ο πρόδρομος της πνευματικής ζωής.

   Η πορεία ενέχει κίνηση. «Κίνηση είναι η εξωτερική παρουσία της Ζωής». Ζωή είναι ο Θεός, ο Οποίος σ' εμάς γίνεται αντιληπτος ως Πνεύμα. Συνεπώς ο πορευόμενος άνθρωπος, αφού κινείται, κινείται δια της αρετής του Ζωοποιού Πνεύματος. Εάν δεν είχαμε εντός ημών το Ζωοποιο Πνεύμα του Θεού, δεν θα μπορούσαμε να κινηθούμε.

   Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι -- άς μάς επιτραπή η έκφραση -- νομέας και χρήστης του Ζωοποιού Πνεύματος του Θεού. Μ' αυτό πορεύεται στην ζωή. Ό,τι πράξεις κάνει, τις πραγματοποιεί χρησιμοποιώντας το Ζωοποιο Πνεύμα του Θεού.

   Κι αν μεν φανή καλος νομέας και χρήστης, τότε ευρίσκεται σε αρμονία με το Θείον και προσαρμόζει τον εαυτό του (το κατώτερο) προς το Θείον (το ανώτερον). Εάν όμως, ένεκα της ελευθερίας δράσεώς του, το χρησιμοποιήσει ενάντια προς την φύση του Καλού, τότε γίνεται καταχραστής και κλέπτης του Ζωοποιού Πνεύματος· κι αντί να υπηρετεί την σκοπιμότητα της Ζωής, εξυπηρετεί τελικώς τον εωσφόρο.

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση