Σχόλια > Κοινωνικοί Προβληματισμοί

Τράπεζες: Βαμπιρισμός, τοκογλυφία, δόλος, απάτες και λοιπές παρανομίες.

(1/8) > >>

Ορφέας:

19η ημερίδα Νικ.Νικολαϊδης – Τραπεζικό σύστημα

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ  ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Εισαγωγή

Είναι πάγκοινα γνωστό ότι το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα είναι το ολιγότερο παραγωγικό και ανταγωνιστικό μέσα στην Ε.Ε. αλλά και στις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ εκτός Ε.Ε. Παρέχει στους αποταμιευτές τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων και επιβαρύνει την οικονομία με τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων και αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες η διαφορά αυτή αντί να μειώνεται διευρύνεται συνεχώς. Ενώ σε ολόκληρο τον Κόσμο η μείωση των επιτοκίων προβάλλει ως η μοναδική διέξοδος για την αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης, στην Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων για τη διάσωση ενός αντιπαραγωγικού Τραπεζικού συστήματος παρουσιάζεται σαν συνταγή Εθνικής Σωτηρίας.

Η προηγούμενη Κυβέρνηση παρακολουθούσε με απάθεια τις εξελίξεις αυτές και αντί διορθωτικής παρέμβασης «συσκεπτότανε» με τις Τράπεζες πώς να τις ενισχύσει με το Γ΄ ΚΠΣ και πώς να τις «προστατεύσει» από δικαστικές αποφάσεις που αρχίζουν να ερευνούν τη νομιμότητα και τα όρια των Τραπεζικών εκτοκισμών και ανατοκισμών. Να συγκαλύψει τη χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα του κλάδου πιστεύοντας ότι έτσι, σώζοντάς τον «όπως όπως» και ενισχύοντάς τον θα συνέβαλε στην Ανάπτυξη της χώρας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και ορατά. Σε όλους τους δείκτες (απασχόληση, μισθούς, κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, επενδύσεις και πολλούς άλλους) όχι μόνο υστερούμε των μέσων Κοινοτικών όρων  αλλά το χάσμα της υστέρησης συνεχώς διευρύνεται – πλην του δείκτη της κερδοφορίας των Τραπεζών. Η παρούσα Κυβέρνηση, παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις της, το ωραιοποιεί, το «μπουρδουκλώνει» και ουσιαστικά το ανακυκλώνει.

Εκείνο που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα του Τραπεζικού συστήματος δεν έχει σχέση με την κερδοφορία των Τραπεζών αλλά με τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Τράπεζες με χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα και κατά συνέπεια αρνητική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μπορεί να έχουν, όπως είχαν τις περασμένες δύο δεκαετίες, υψηλή κερδοφορία.

Για να αξιολογήσουμε, μετρήσουμε και συγκρίνουμε την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα του Τραπεζικού συστήματος μιας χώρας χρησιμοποιούμε δύο δείκτες :

Α. Τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων που αποκαλύπτει το τμήμα του εθνικού πλούτου που αφαιρεί από το εθνικό σύνολο και πιο συγκεκριμένα τους αποταμιευτές και τους επιχειρηματίες, το τραπεζικό σύστημα ως αμοιβή του για το διαμεσολαβητικό  του ρόλο στην αγορά χρήματος.

Β. Το κόστος του χρήματος για τους επιχειρηματικούς φορείς του εσωτερικού σε σχέση με το κόστος του χρήματος των εκ του εξωτερικού ανταγωνιστών τους που αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες της ανταγωνιστικότητάς τους.

Η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα του Τραπεζικού συστήματος με αριθμούς.
Tο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ έχει αναφερθεί στο θέμα σε διάφορα τεύχη (Δ/1997, σελ. 15-26, Γ/1998, σελ. 61-70, Γ-Δ/1999, σελ. 53-60), όπου οι διαφορές αναφέρονται σε ονομαστικά και όχι πραγματικά επιτόκια. Στο τεύχος Γ/1998, σελ. 65 παρουσιάζεται συγκριτικός πίνακας διαφορών επιτοκίων (ονομαστικών) χορηγήσεων και καταθέσεων στην Ελλάδα και σε 9 άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη δεκαετία 1986-1996 (βλ. ΠΙΝΑΚΑ Α).

Η διαφορά στην Ελλάδα ήταν σταθερά ανώτερη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες. Στην Ελλάδα κυμάνθηκε τη δεκαετία αυτή μεταξύ 5,6 – 8,5 έναντι 1,0 – 7,7 στις υπόλοιπες χώρες. Το 1994, για παράδειγμα, αναφέρεται ότι η διαφορά αυτή ήταν 8,3 ποσοστιαίες μονάδες στην Ελλάδα έναντι 1,8 στη Μεγάλη Βρετανία, 2,3 στην Ισπανία και 7,0 στη Γερμανία.


Με τις πιο πάνω συγκρίσεις δημιουργείται η εντύπωση ότι στην Ελλάδα το κόστος  της διαμεσολάβησης του Τραπεζικού συστήματος και το κόστος του χρήματος στο δανειολήπτη επιχειρηματία κυμαινόντουσαν σε «φυσιολογικά» επίπεδα, +/- 2-3 μονάδες γύρω από αυτά των υπόλοιπων χωρών. Πόσο απέχει η εντύπωση αυτή από την πραγματικότητα αποκαλύπτεται αν συγκρίνουμε όχι τις διαφορές μεταξύ επιτοκίων αλλά τα επιτόκια αυτά καθ΄ εαυτά.  Η διαφορά των 7 εκατοστιαίων μονάδων στη Γερμανία το 1994 αντιπροσώπευε διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων 2% και χορηγήσεων 9%  και η διαφορά των 1,8 μονάδων στη Μ. Βρετανία  αντιπροσώπευε διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων 1% και χορηγήσεων 2,8%, ενώ το 8,3 στην Ελλάδα διαφορά μεταξύ  μέσου σταθμικού επιτοκίου καταθέσεων  14,2% (όψεως 6,1%, ταμιευτηρίου 15,1% και προθεσμίας 15%) και μέσου σταθμικού επιτοκίου (ονομαστικού) χορηγήσεων 27,1%, το οποίο με τις επιβαρύνσεις ΕΦΤΕ, οδοιπορικών, εξόδων ελέγχου φακέλου, αμοιβών δικηγόρων, μηχανικών κ.λ.π. έφτανε  στην πράξη το 33%-38%. Έτσι οι δυο δείκτες έχουν ως εξής:



Το χάσμα παραγωγικότητας του Ελληνικού Τραπεζικού συστήματος διευρύνθηκε, αντί να μειωθεί, μετά την είσοδο της χώρας μας στην Ο.Ν.Ε. όπως αποκάλυψε έρευνα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» της 19.12.2000, με τίτλο  «Ανοίγει η ψαλίδα των επιτοκίων, ΡΕΚΟΡ ΕΥΡΩΠΗΣ σε ακριβά δάνεια, φθηνές καταθέσεις».


(α)  Μέγιστη τιμή = 100
(β) Σταθμικοί μέσοι όροι Εμπορικών Τραπεζών κατά την 30.6.2000 (πηγή:   Τράπεζα της Ελλάδος, Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο). Το δημοσίευμα   αναφέρεται σε ονομαστικά επιτόκια και αναφέρει επίσης επιτόκιο καταναλωτικών δανείων 12,50% ενώ το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος 17,00 %. Για την ίδια περίοδο όμως σε δύο δικαστικές αποφάσεις (6774/2 003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας και 2640/2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας) διαπιστώθηκε ότι το πραγματικό επιτόκιο, με διάφορες «πλάγιες» επιβαρύνσεις, ήταν 22%.

….συνεχίζεται….

Ορφέας:

Η ιστορία των «πανωτοκίων»
Οι πιο πάνω διαφορές αναφέρονται σε δανεισμούς χωρίς ανατοκισμό τόκων σύμφωνα με τα άρθρα 808 (κανόνα) και 296 (εξαίρεση) του Α.Κ.

Την πάγια καθιερωμένη αρχή του ελληνικού δικαίου της γενικής απαγόρευσης του ανατοκισμού, εκτός των περιοριστικών περιπτώσεων του άρθρου 296 του ΑΚ, ήρθε να ανατρέψει η απόφαση 289/4/27.11.1980 της Νομισματικής Επιτροπής η οποία όρισε, με βάση εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν.1083/25/30.10.1980,
«ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τραπέζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού».

Οι Τράπεζες, με κοινή μεταξύ τους συμφωνία, είχαν καθιερώσει τον τρίμηνο ανατοκισμό. Και ενώ η απόφαση αυτή αφορούσε «εν καθυστερήσει τόκους», οι Τράπεζες είχαν γενικεύσει, με διάφορες μεθοδεύσεις και λογιστικές πρακτικές, τον τρίμηνο ανατοκισμό όχι μόνο για τους τόκους δανείων σε καθυστέρηση αλλά σε όλες τις χορηγήσεις, δάνεια και πιστώσεις,  σε καθυστέρηση και μη και όχι μόνο στους τόκους αλλά και σε κάθε άλλη επιβάρυνση του δανείου όπως φόροι, προμήθειες, οδοιπορικά, έξοδα ελέγχου φακέλου, αμοιβές δικηγόρων, μηχανικών, ταχυδρομικά, οδοιπορικά, κλπ. ενώ είχαν ενσωματώσει παράλληλα αυτή τη γενίκευση στις τυποποιημένες και ουσιαστικά αδιαπραγμάτευτες συμβάσεις δανεισμού ώστε να καλύπτουν την υπέρβαση του νόμου επικαλούμενες συμβατικά δικαιώματα. Αυτή η σκανδαλώδης και προκλητική παρανομία των Τραπεζών δεν θα ήταν δυνατή αν οι εποπτεύουσες Αρχές (Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Τράπεζα Ελλάδος) ασκούσαν σωστά τα καθήκοντά τους.

Την εποχή έκδοσης (1980) της προαναφερθείσας απόφασης της Ν.Ε. τα επιτόκια χορηγήσεων ήταν διοικητικά ελεγχόμενα, σχετικά σταθερά και χαμηλά (σε επίπεδα κατώτερα του πληθωρισμού). Την 9.6.1986 τα τραπεζικά επιτόκια (συμβατικά και υπερημερίας) «απελευθερώθηκαν προς τα πάνω». Η Νομισματική Επιτροπή καθόριζε τα κατώτατα όρια, κάτω των οποίων καμία τράπεζα δεν μπορούσε να χορηγήσει δάνεια, ενώ τα ανώτατα όρια ήταν «ελεύθερα διαπραγματεύσιμα» μεταξύ Τραπεζών και δανειοληπτών. Ο πιο περίεργος και πρωτότυπος ανταγωνισμός «αποσυμπίεσης των τιμών»!! Από 4.8.1994 τα Τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων απελευθερώθηκαν πλήρως τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω. Παράλληλα, ενώ στη δεκαετία 1980-1990 τα Τραπεζικά επιτόκια ήταν σχετικά σταθερά, από το 1990 σημειώθηκε μία ραγδαία άνοδος.


Η συγκυρία του ανατοκισμού και της αύξησης των επιτοκίων είχαν δραματικές επιπτώσεις στους δανειολήπτες και στις επιχειρήσεις τους γιατί αύξησαν το κόστος του χρήματος από 14%-16% το 1979-80 στο  183,3 % το 1990 όπως προκύπτει από τον ΠΙΝΑΚΑ Γ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή έχει υπολογιστεί για 3μηνο ανατοκισμό μόνο τόκων. Όταν ο ανατοκισμός περιλαμβάνει προμήθειες, φόρους, έξοδα κλπ, το κόστος του χρήματος έφτανε μέχρι και  288,7 % το χρόνο!! (συγκεκριμένη περίπτωση Ξενοδοχείου στη Σάμο από δάνειο ΕΤΒΑ).

Η κύρια δικαιολογία των Τραπεζών ότι τα υψηλά επιτόκια ήταν αναγκαία για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του πληθωρισμού διαψεύδεται από τα στατιστικά στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά την περίοδο 1990-1997, της μεγάλης έξαρσης του πληθωρισμού και των εξωφρενικών επιτοκίων που προαναφέρθηκαν, ο μέσος ετήσιος όρος των πιστώσεων των Τραπεζών προς ιδιώτες και ιδιωτικές επιχειρήσεις ήταν 7.175,4 δισ. δραχμών έναντι μέσου ετήσιου όρου ιδιωτικών καταθέσεων (όψεως, προθεσμίας και δεσμευμένων σε δραχμές) 12.680,0 δισ. δραχμών. Έτσι ότι έχαναν από την απαξίωση, εξ αιτίας του πληθωρισμού, των χορηγήσεών τους προς τους ιδιώτες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις το κέρδιζαν με το παραπάνω, σχεδόν στο διπλάσιο, από την απαξίωση των καταθέσεών τους.
Τι γινόταν όμως με το υπόλοιπο των καταθέσεων 12.680,0 – 7.175,4= 5.504,6 δισεκ. δραχμών; Αυτό ήταν το «μεγάλο όπλο» τους για την εξασφάλιση της κυβερνητικής ανοχής, συνενοχής και υποστήριξης  όχι μόνο στο θέμα των πανωτοκίων αλλά και πολλών άλλων. Αυτή η διαφορά χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, τη μετάλλαξη του εξωτερικού δημόσιου χρέους σε εσωτερικό, το «φούσκωμα» της «φούσκας» του χρηματιστηρίου σε προεκλογικές περιόδους, σε «αγαθοεργίες» όπως η αποκατάσταση των σεισμόπληκτων στο Μενίδι, και πολλά άλλα τα οποία κατέστησαν το Τραπεζικό σύστημα παράγοντα της διαπλοκής.


Η «ενθυλάκωση» των παραγωγικών επενδύσεων από τις Τράπεζες
Αν συσταθεί μία εξεταστική επιτροπή της Βουλής για να ερευνήσει την τύχη των επενδύσεων που επιδοτήθηκαν από τους εκάστοτε αναπτυξιακούς νόμους, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες αν όχι όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκαναν το τραγικό λάθος να ζητήσουν από Ελληνικές Τράπεζες τη συμπληρωματική δανειοδότηση (15-30% της επένδυσης), όχι μόνο έχασαν τελικά τις επιχειρήσεις τους, τα δικά τους κεφάλαια (ίδια συμμετοχή), αλλά και τα σπίτια τους που είχαν υποθηκεύσει για να πάρουν το συμπληρωματικό Τραπεζικό Δάνειο και επί πλέον υβρίζονται ως αναξιόπιστοι και «μπαταξήδες».

Η πιο σκανδαλώδης ίσως περίπτωση ήταν η απόφαση 50730/30.8.1990 του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας με την οποία εκχώρησε στο Διοικητή της Α.Τ.Ε. τις αρμοδιότητές του σχετικά με την αποδοχή αιτήσεων, έλεγχο, έγκριση, ανάκληση και έκδοση αποφάσεων  επενδυτικών σχεδίων σύμφωνα με τον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990. Η εκχώρηση αυτή ήταν γενική και αφορούσε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες και όχι μόνο αυτές της πρωτογενούς παραγωγής. Με την εκχώρηση αυτή η Αγροτική Τράπεζα είχε διπλή αρμοδιότητα: της Εποπτεύουσας Αρχής και ταυτόχρονα της δανείστριας Τράπεζας.

Από περιπτώσεις που έχουν φτάσει ενώπιον της Δικαιοσύνης προέκυψαν αποδείξεις ότι χρησιμοποίησε την πρώτη αρμοδιότητα για να μεγιστοποιήσει, κατά την επιεικέστερη έκφραση, τα ίδια οφέλη από τη δεύτερη αρμοδιότητα και δραστηριότητά της που σε μερικές περιπτώσεις άγγιζε τα όρια της καταδολίευσης του πιστούχου.
Εδώ θα πρέπει να προσέξει η σημερινή κυβέρνηση αλλά και κάθε κυβέρνηση, παρελθούσα και μέλλουσα, καθώς και οι διοικήσεις και τα υπεύθυνα στελέχη των Τραπεζών, ότι οι επιδοτήσεις αυτές καλύπτονταν σε μεγάλο ποσοστό από Κοινοτικούς πόρους που είχαν δοθεί για το συγκεκριμένο σκοπό  της δημιουργίας παραγωγικών επενδύσεων και δεν ήταν δυνατόν να διοχετευθούν με πράξεις  και παραλείψεις των Ελληνικών Αρχών σε παράνομες επιδοτήσεις και πλουτισμό τραπεζών. Οι θιγέντες έχουν το δικαίωμα να καταφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και όχι μόνο είναι βέβαιο ότι θα δικαιωθούν αλλά θα υποχρεωθεί και η χώρα μας να καταβάλλει βαρύτατα πρόστιμα για παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας.

….συνεχίζεται….

Ορφέας:

Ο Νόμος και η Δικαιοσύνη έναντι των «πανωτοκίων»
Οι τραγικές καταστάσεις που έφερε ο ανατοκισμός οδηγήθηκαν στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου με σειρά αποφάσεων δικαστηρίων όλων των βαθμών, οι περισσότερες ρήτρες των συμβάσεων δανεισμού και πολλές πρακτικές των Τραπεζών έχουν κριθεί παράνομες και καταχρηστικές. Αναφέρονται ενδεικτικά 3 αποφάσεις-«κλειδιά» του Αρείου Πάγου.
Η απόφαση 8/1998 της Ολομέλειας του Α.Π. έκρινε ότι οι Τράπεζες δεν μπορούν μονομερώς να χρεώνουν τόκους ανατοκισμού, χωρίς συμφωνία των συμβαλλομένων και πάντοτε μέσα στους περιορισμούς του άρθρου 296 του Α.Κ.
Μετά την απόφαση αυτή του Α.Π. επιχειρήθηκε από την τότε Κυβέρνηση η αναδρομική νομιμοποίηση του εξάμηνου ανατοκισμού με εμβόλιμη διάταξη … στον αναπτυξιακό νόμο !!! (άρθρο 12 Ν.2601/1998) η οποία είχε παρόμοια τύχη. Ο Α.Π. με την απόφαση 1119/2002 έκρινε (α) ότι δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και (β) Ο κατά παράβαση των άρθρων 296 του Α.Κ., 111 Εις. ΝΑΚ και της αποφάσεως 289/80 της Ν.Ε. συμφωνούμενος ανατοκισμός έχει τις αυτές συνέπειες όπως και ο υπέρ το ανώτατο θεμιτό όριο συμφωνούμενος τόκος, άρα η συμφωνία είναι άκυρη, ή, αν ο ανατοκισμός επιτρέπεται μέχρι ορισμένου χρόνου ή ποσού, είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον. Η αναφορά στην  απόφαση 289/80 της Ν.Ε. υπενθυμίζει ότι αφορά ανατοκισμό τόκων κεφαλαίου εν καθυστερήσει και ως εκ τούτου θεωρεί παράνομες και άκυρες τις αυτόματες κεφαλαιοποιήσεις και ανατοκισμούς που όπως προαναφέρθηκε (βλ. σελ. 3) έχουν καθιερώσει καθ΄ υπέρβαση του νόμου οι Τράπεζες.
Τέλος, με την απόφαση 1219/2001 του Α.Π. (Δ΄ πολιτικό) κρίθηκε :«…Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι΄αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και ν΄ αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281)».

….συνεχίζεται….

Ορφέας:

Η σκοτεινή πλευρά των πανωτοκίων
Έχουν γίνει αναφορές στον ελληνικό  τύπο για περιπτώσεις «κυκλωμάτων», «μέσα και έξω από τις Τράπεζες» που «λυμαίνονται» τους πλειστηριασμούς οφειλετών Τραπεζών. Η εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αφιέρωσε (16.3.2003) ειδικό ένθετο. Μερικοί από τους τίτλους: «Σπίτια στο σφυρί για ένα κομμάτι ψωμί», «Ένας ισχυρότατος νομιμοφανής μηχανισμός λυμαίνεται, με την ανοχή της πολιτείας, τον χώρο των πλειστηριασμών», «Πάνω από 6.000 πλειστηριασμοί από Τράπεζες το 2002». Με τον τίτλο «Τα «κοράκια» της οδού Αρμοδίου», το ΒΗΜΑ της Κυριακής 28  Ιανουαρίου 2007 επαναφέρει το θέμα και αποκαλύπτει «τα οργανωμένα κυκλώματα των πλειστηριασμών» με τα οποία «συνεργάζονται» στελέχη των Τραπεζών, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος «σφυρίζει αδιάφορα».
Για τους «παροικούντες στην Ιερουσαλήμ» η «ενδοτραπεζική εκμετάλλευση» των θυμάτων των πανωτοκίων είναι γνωστή και αναπτύσσεται σε τρία κυρίως επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο  είναι ενδο-υπηρεσιακό και αποτελείται από τη Διοίκηση, το Τμήμα Χορηγήσεων και το Τμήμα Εμπλοκών και Καθυστερήσεων. Τα στελέχη που επανδρώνουν τις υπηρεσίες αυτές «φροντίζουν» να εξασφαλίσουν εν γνώσει τους παράνομα οφέλη  (δόλος) για την Τράπεζα αλλά και για τον εαυτόν τους (είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη μορφή επιδόματος «παραγωγικότητας») και τους προϊσταμένους τους (φακελάκια, δωράκια, μίζες, λαδώματα) για αναστολές και αναβολές πλειστηριασμών, «ρυθμίσεις οφειλών» κλπ.

Στο δεύτερο επίπεδο είναι πάλι στελέχη των ίδιων υπηρεσιών των Τραπεζών που δεν αρκούνται σε «μικροδωράκια» και «επιδόματα παραγωγικότητας» αλλά έχουν στόχο «να φάνε το σπίτι του οφειλέτη  για ένα κομμάτι ψωμί»,  και τέλος.

Στο τρίτο επίπεδο είναι,  κατά τα καταγγελλόμενα στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, στελέχη των Τραπεζών σε μόνιμη και διαρκή «συνεργασία» με «κοράκια» των πλειστηριασμών.

Το νομοθετικό πλαίσιο για την εξάλειψη αυτών των φαινομένων υπάρχει (Π.Κ. 404 § 3,4 και 187 περί οργανωμένου εγκλήματος). Αν τα φαινόμενα αυτά παραμένουν ενδημικά δεν οφείλεται στη έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης αλλά στην αδιαφορία και αδράνεια των εποπτικών αρχών  για την εφαρμογή του Νόμου.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποποιείται τον ελεγκτικό ρόλο της και συγκαλύπτει την τραπεζική παρανομία
‘Όλες οι παράνομες και καταχρηστικές πράξεις των Τραπεζών που προαναφέρθηκαν καθώς και η προκλητική περιφρόνηση του Νόμου και των δικαστικών αποφάσεων δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και να καθιερωθούν αν οι ελεγκτικές Αρχές (Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σαν πολιτική Αρχή και η Τράπεζα της Ελλάδος, θεσμικό  όργανο και ανεξάρτητη Αρχή ελέγχου του Τραπεζικού συστήματος) ασκούσαν σωστά τα εποπτικά καθήκοντα τους. Για ποιο σκοπό η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει μια πολυπληθή Γενική Διεύθυνση Ελέγχου Τραπεζών;
Χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές είναι οι ενέργειες  του τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για τη συμμόρφωση των Τραπεζών προς την προαναφερθείσα  απόφαση  1219/2001 του Α.Π.  Αντί  να ελέγξει, σαν Εποπτεύουσα Αρχή, τη συμμόρφωση των Τραπεζών προς το Νόμο και τις αποφάσεις των Δικαστηρίων,  συγκάλεσε,   ύστερα  από  αίτηση  της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών (βλ. ΔΕΛΤΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ (τεύχος Γ/2002, σελ. 21-30), το Νομικό Συμβούλιο της Τράπεζας, συμβουλευτικό και μη νομοθετημένο όργανο, το οποίο γνωμοδότησε  ότι :

«τα ανώτατα όρια που ισχύουν για τα εξωτραπεζικά επιτόκια δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν αναλογικώς  και   επί των τραπεζικών επιτοκίων στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος δεν καθορίζει ανώτατο ύψος των τελευταίων, δεδομένου ότι η παράλειψη αυτή της Τράπεζας  δεν  δημιουργεί  κενό αλλά  συνιστά νόμιμη διαχείριση  της ανατεθειμένης σ΄αυτή αρμοδιότητος.»

Αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να διδάσκεται στις Νομικές Σχολές σαν κλασσική περίπτωση μετάλλαξης της παράλειψης καθήκοντος σε άσκηση αρμοδιότητος.

Στις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι και η εποπτεία της σύννομης δραστηριότητας της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Στη Γερμανία, το 2002, τον ίδιο χρόνο που στην Ελλάδα η εποπτεύουσα αρχή και συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδος,  ενεργούσε περίπου σαν «Γραμματεία»  της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, η Υπηρεσία Προστασίας Ανταγωνισμού (Kartellamt)  ξεκίνησε έρευνα αν  η δήλωση της Ένωσης Ιδιωτικών Τραπεζών Γερμανίας ότι οι Τράπεζες που ανήκουν στην Ένωση δεν θα εφαρμόσουν τη σύσταση της Κεντρικής Τράπεζας για μείωση κατά 1% των επιτοκίων χορηγήσεων, αποτελεί «αθέμιτη συμφωνία τιμών» ή «σύσταση για προσυμφωνημένη δράση» προκειμένου να επιβάλει κυρώσεις που φτάνουν μέχρι τη διάλυση της Ένωσης (DER SPIEGEL, 16.12.2002). 

Και ενώ στην Ελλάδα η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών δεν περιφρονεί απλώς «συστάσεις» των αρχών αλλά παραβιάζει κατάφορα με «αθέμιτες συμφωνίες τιμών» και «συστάσεις για προσυμφωνημένη δράση» νόμους και δικαστικές αποφάσεις, όπως έχει βεβαιωθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έντονα διαποτισμένος φαίνεται από το πνεύμα της «Γραμματείας», στην εξάμηνη έκθεσή του προς τη Βουλή των Ελλήνων (Μάιος 2004) συνέδεσε την αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής Οικονομίας … με την προστασία των Τραπεζών από τις «απειλές εφαρμογής του Νόμου και των δικαστικών αποφάσεων στο θέμα των πανωτοκίων». Τι να πρωτοθαυμάσουμε  στην τοποθέτηση αυτή του κ. Διοικητή; Το ότι αγνοεί τα στοιχεία που δημοσιεύει το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο που εκδίδει η Τράπεζα της οποίας ο ίδιος προΐσταται;  τις βαθυστόχαστες γνώσεις του για τις σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης και κόστους δανεισμού; ή το ότι διάλεξε τη Βουλή των Ελλήνων για να κηρύξει τον πόλεμο του Κράτους της Τραπεζικής διαπλοκής κατά του Κράτους  Δικαίου;

….συνεχίζεται….

Ορφέας:

Η απέχθεια των Ελληνικών Τραπεζών προς τις παραγωγικές επενδύσεις και τις εξαγωγές

Καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι την 9.6.1986, που άρχισε η σταδιακή «απελευθέρωση» των Τραπεζικών επιτοκίων, τόσο οι χορηγήσεις των Τραπεζών όσο και οι όροι δανεισμού ήταν διοικητικά ελεγχόμενοι (όροι και προϋποθέσεις δανεισμού, όρια, εγγυήσεις, επιτόκια, ποινικές ρήτρες κ.λ.π.). Ουσιαστικά, οι Τράπεζες ενεργούσαν σαν εκτελεστικά όργανα της Κυβερνητικής πιστωτικής πολιτικής με μηδενικό μεταξύ τους ανταγωνισμό στο πεδίο των όρων και κόστος (επιτόκια) δανεισμού.

Το ενδιαφέρον τους επικεντρωνότανε Πρώτο στη βελτίωση υπέρ των Τραπεζών των διοικητικά καθοριζόμενων όρων δανεισμού. Έτσι το Τραπεζικό σύστημα «εναγκαλίστηκε» την κυβερνητική εξουσία και εξελίχτηκε σε κύριο παράγοντα της διαπλοκής. Τα «πανωτόκια», προεκλογική προσφορά της ηττηθείσας στις εκλογές (1981)  κυβέρνησης, παρέμεινε ο ακρογωνιαίος λίθος της Τραπεζιτικής πολιτικής όλων των επόμενων κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανόμενης και της σημερινής.  Δεύτερο σε επιλογή «καλών πελατών» που δεν ήταν άλλοι από εκείνους, που θα απέδιδαν τελικά στη δανείστρια Τράπεζα, με τις «παράλληλες εργασίες» τους και ανεξάρτητα των διοικητικά καθοριζόμενων επιτοκίων,  μικτά οφέλη μεταξύ  70%, κατ΄ ελάχιστο και άνω του επιθυμητού 100% του δανειζόμενου κεφαλαίου.

Έτσι τα κριτήρια των Τραπεζών στη διάκριση μεταξύ «καλών» και «κακών» πελατών δεν ήταν και δεν είναι αυτά που υποτίθεται ότι αντιλαμβάνεται ο μέσος ‘Έλληνας και υπαγορεύει η κοινή λογική,  δηλαδή η συμβολή των δανειοληπτών στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και η συνέπειά τους στην εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεών τους αλλά αποκλειστικά και μόνο  το «μικτό όφελος» που θα έφερνε στη δανείστρια Τράπεζα ο δανειοδοτούμενος μαζί με τις «παράλληλες» εργασίες του. Αυτά ελέγοντο και εδιδάσκοντο στα Σεμινάρια ενδο-υπηρεσιακής εκπαίδευσης τραπεζοϋπαλλήλων και η «σαράφικη» αυτή νοοτροπία παρουσιαζότανε σαν υπόδειγμα σύγχρονης Τραπεζικής Διοίκησης που είχε σα μοναδικό στόχο την κερδοφορία των Τραπεζών και όχι η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας (βλ. σχετικούς δείκτες στους ΠΙΝΑΚΕΣ Α.2 και Α.3, σελ. 2-3).


Το θέμα των «παράλληλων τραπεζικών εργασιών» με τις οποίες οι Τράπεζες υπονόμευσαν μεθοδικά και συστηματικά την οικονομική ανάπτυξη και τις εξαγωγές της χώρας χάριν της κερδοφορίας τους αναλύεται πιο κάτω σε ειδικό κεφάλαιο (βλ. σελ. 16 κ.ε.). Το παρόν κεφάλαιο περιορίζεται σε μια μόνο πτυχή του γενικότερου αυτού προβλήματος, την απέχθεια των  εν Ελλάδι, ελληνικών και ξένων, Τραπεζών προς τις παραγωγικές επενδύσεις.


Οι Νομισματικές Αρχές, για να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, καθόριζαν επιτόκια χορηγήσεων χαμηλότερα για τις παραγωγικές δραστηριότητες έναντι των εμπορικών  και για τις εξαγωγικές έναντι των εισαγωγικών και, ταυτόχρονα, προκαθόριζαν το ποσοστό των διαθεσίμων της που κάθε Τράπεζα έπρεπε να επιμερίσει στη δανειοδότηση επί μέρους δραστηριοτήτων. Τα χαμηλά επιτόκια από τη μια μεριά και το περιορισμένο ύψος «παράλληλων εργασιών», από την άλλη, δραστηριοτήτων «αναπτυξιακής προτεραιότητας» εξηγεί την απέχθεια των ελληνικών Τραπεζών προς αναπτυξιακές δραστηριότητες που προαναφέρθηκαν. Το αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί στο Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν η προϊούσα συρρίκνωση της χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων και, κατ΄ ακολουθία, η συρρίκνωση των αντίστοιχων παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Όπως προκύπτει από τον ΠΙΝΑΚΑ Δ,  η Τραπεζική πιστοδότηση των κυρίων παραγωγικών κλάδων της Εθνικής Οικονομίας περιορίστηκε, μεταξύ 1980-2001, από 75 % στο 32,2 % του συνόλου. Ειδικά η πιστοδότηση του εξαγωγικού εμπορίου μειώθηκε στο 1/3 (από 2,8% στο 0,8%). Αντίθετα η πιστοδότηση κλάδων που συμβάλλουν στην υποστήριξη κυρίως εισαγόμενων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών όπως είναι το εισαγωγικό εμπόριο, το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού εμπορίου και της καταναλωτικής πίστης υπερτετραπλασιάστηκε και αυξήθηκε από 13,1 % στο 45,8 %.  Η ανακατανομή επιτεύχθηκε όχι με μεταφορά  πιστώσεων από τον ένα κλάδο στον  άλλο αλλά με ασύμμετρη, βοηθούντος του πληθωρισμού και της απουσίας ελέγχου, πιστωτική επέκταση.

Πηγή : Τράπεζα της Ελλάδος, Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο

Λογικά θα υποθέσει καθένας ότι η αδυναμία των ελληνικών προϊόντων να κρατήσουν  τη θέση τους στην εγχώρια αγορά θα οφείλεται σε επιτυχημένη και επιθετική εμπορική πολιτική (μεγάλη και αποτελεσματική διαφήμιση, χαμηλές τιμές, καλύτερη ποιότητα,  σοβαρή και μελετημένη υποστήριξη των αντιπροσώπων και συνεργατών των ξένων ανταγωνιστών) με παράλληλη αδράνεια ή μειωμένη ποιοτική και εμπορική ανταγωνιστικότητα των ελληνικών. Δεν συνέβη όμως τίποτε από όλα αυτά όπως αποδείχτηκε από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν.  Δεν απέτυχε η εγχώρια παραγωγή στην άμυνα της εσωτερικής αγοράς αλλά το αντιπαραγωγικό Τραπεζικό σύστημα άνοιξε την κερκόπορτα της άλωσής της με δύο κινήσεις «ματ» στη σκακιέρα της Τραπεζικής κερδοσκοπίας.

Η πρώτη, η σταδιακή συρρίκνωση της δανειοδότησης των εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανόμενης και της δανειοδότησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων, από 75,0% το 1980 σε 32,2% το 2001 της συνολικής χρηματοδότησης των Εμπορικών Τραπεζών αναλύεται στον  Πίνακα Δ. Η δεύτερη και πιο σημαντική όμως από τη συρρίκνωση της πιστοδότησης, ήταν η με γεωμετρική πρόοδο αύξηση του κόστους της πιστοδότησης από 14%-18% το 1979-1980 σε 183,3% – 288,7% το 1990 που έχει επίσης αναλυθεί στις σελίδες 3-5. 

Έτσι το 36,4% δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο των χορηγήσεων των εμπορικών Τραπεζών προς τις παραγωγικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις αλλά το λογιστικό υπόλοιπο των οφειλών τους που περιλαμβάνει δανεισθέν κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και πανωτόκια επί όλων αυτών. Ενδεικτική και αποδεικτική περίπτωση αναλύεται στον ΠΙΝΑΚΑ H (σελ. 11) από τον οποίο προκύπτει ότι η οφειλή κεφαλαίου  κρεατοπαραγωγικής επιχείρησης κάλυπτε μόλις το 13,18%  της συνολικής οφειλής έναντι του 86,82 %  που κάλυπταν τόκοι, έξοδα και πανωτόκια. Με βάση αυτά τα δεδομένα η πραγματική  συρρίκνωση της δανειοδότησης των εγχώριων παραγωγικών και εξαγωγικών δραστηριοτήτων  πρέπει να υπολογίζεται από 76,0% (1980) πολύ κάτω του 15,0 -20,0 % (2002 και μετέπειτα).


….συνεχίζεται….

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση