Σχόλια > Κοινωνικοί Προβληματισμοί

Πολιτική Ανυπακοή....

(1/3) > >>

Ορφέας:

Εξουσία - αντίσταση έννομη τάξη - ανυπακοή
(απόπειρα συναγωγής πορισμάτων)
 
Κώστας Ε. Μπέης
καθηγητής της πολιτικής δικονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών 
1. Η διαλεκτική σχέση εξουσίας και αντίστασης
 
Καθώς τα ρευστά έχουν απο τη φύση τους την τάση να απλώνουν και να καταλαμβάνουν κάθε κενό χώρο, έτσι και κάθε μορφής εξουσία (κρατική, οικονομική, πολιτισμική) έχει απο τη δική της ανόθευτη φύση την τάση για συνεχή επέκταση του χώρου της κυριαρχίας της. Είναι αλήθεια πως διαφέρουν, αφού η ροπή των ρευστών είναι φυσικό φαινόμενο, ενώ η ροπή της εξουσίας είναι κοινωνικό φαινόμενο. Οπωσδήποτε όμως και οι δύο ροπές μπορούν να κινούνται ανεξάρτητα απο την ανθρώπινη βούληση. Κάτι που ισχύει και για την ανθρώπινη εξουσία, αφού πηγή της είναι η καθ' αυτήν ακόρεστη επιθυμία.
 
Τόσο η φυσική ροπή των ρευστών, όσο και η ψυχολογική ροπή της εξουσίας για επέκταση στο χώρο έχουν μέσα τους το σπέρμα της αυτοκαταστροφής.
Όσο απλώνουν, τόσο εξασθενίζουν [1], εκφυλίζονται και αφανίζονται.
 
Τόσο η φυσική κυρίαρχη δύναμη, την οποία εκφράζουν τα υγρά, όσο και η κοινωνική κυρίαρχη δύναμη, την οποία εκφράζει η εξουσία, ανακόπτονται κατα τη φορά της ορμής τους, μόνον όταν κατ' εξαίρεση συναντήσουν ανυπέρβλητο εμπόδιο: ισχυρό φράγμα, τα ρευστά, και σθεναρή αντίσταση, η εξουσία.
 
Δίχως τη θέληση για αντίσταση, η σχέση ανάμεσα στους ελάχιστους εξουσιαστές και στο μεγάλο πλήθος των εξουσιαζομένων θα ήταν σχέση κυρίου και δούλων.
 
Αυτήν τη σχέση δέν την άντεξαν ούτε οι αρχέγονοι θεοί μεταξύ τους.
Και αποδύθηκαν σε εξοντωτική γιγαντομαχία [2].
 
Πολύ περισσότερο δέν άντεξε αυτήν την κυριαρχική σχέση το ανθρώπινο γένος. Και μέσα στην ιστορική του διαδρομή κατόρθωσε και γκρέμισε τα είδωλα πολλών ανώτερων δυνάμεων. Ακόμη και των ωραίων θεών του Ολύμπου.
 
Δέν την άντεξε αυτήν τη σχέση το ανθρώπινο γένος ούτε απέναντι στον αγαθό Δημιουργό του, εφόσον η δική του θέση θα ήταν καθαρώς διακοσμητική, άβουλη, δίχως την περιπέτεια της αναζήτησης άγνωστων κόσμων και δίχως την προοπτιική της δημιουργικές πρωτοβουλίες. Έτσι εναντιώθηκε στη θεϊκή απαγόρευση, να γευθεί απο τον καρπό του δένδρου της γνώσης.
Και δέ φαίνεται να μεταμελήθηκε που το πλήρωσε και με το πικρό τίμημα της εκδίωξης απο τον Κήπο Εδέμ.
 
1.1. Η εξουσία
 
Θα ήταν ουτοπικό το όραμα μιας κοινωνίας, απαλλαγμένης απο εξουσιαστές.
Αυτό επιβεβαιώνεται απο την εμπειρική παρατήρηση οτι σε καμιά κοινωνία, ακόμη και στις πιό έντονες στιγμές κρίσης και παράλυσης του κοινωνικού ιστού, δέν παρατηρήθηκε ποτέ κενό εξουσίας. Πάντα κάποιες δυνάμεις, είτε εσωτερικές, είτε εξωτερικές, σπεύδουν και καταλαμβάνουν το κενό, το οποίο άφησε πίσω της η εξουσία που κατέρρευσε.
 
Η ύπαρξη εξουσίας είναι μια αναπότρεπτη πραγματικότητα - απόρροια της ανισότητας των ανθρώπων, αναφορικά με τις φυσικές τους ικανοτήτες και τη δύναμη που διαθέτουν ορισμένοι, αναφορικά με την πραγμάτωση της βουλιμίας για συγκέντρωση πλούτου αγαθών και μέσων κυριαρχίας.
 
 Η θεωρητική κατασκευή του λεγόμενου κοινωνικού συμβολαίου είναι ενας καθησυχαστικός, αλλά και παραπληνητικός μύθος.
 
Δέν καταρτίστηκε ποτέ, ούτε κάν σιωπηρώς, κανένα συμβόλαιο ανάμεσα στους εξουσιαζομένους και στον εκάστοτε εξουσιαστή, με την έννοια της απαλλοτρίωσης ορισμένων ελευθεριών των κοινωνών, και με αντάλλαγμα την εκ μέρους του εξουσιαστή διασφάλιση κάποιων κοινωνικών αγαθών.
 
 Υπήρξε βέβαια πάντοτε, υπάρχει, και θα υπάρχει και στο μέλλον, σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους των εξουσιαζομένων της κυριαρχίας των εκάστοτε εξουσιαστών.
 
 Αλλά αυτή η σιωπηρή αποδοχή δέν είχε ποτέ το νόημα της δέσμευσης για ακατάλυτη υποταγή. Υπάρχει, όσο μέσα απο τους κόλπους της κοινωνίας δέν αναδεικνύονται άλλες ισχυρότερες δυνάμεις, που θα πάρουν, αυτές πιά, την εξουσία στα δικά τους πιό στιβαρά χέρια.
 
Η ουσία όμως της εξουσίας παραμένει αναλλοίωτη, με όποια μορφή και άν εμφανίζεται. Διατηρεί τη ροπή για επέκταση και ενδυνάμωσή της, για άντληση προνομίων, για διαρπαγή, καθώς και για απόλαυση των αγαθών του πλούτου, ανεξάρτητα απο το άν ασκείται είτε απο το μονάρχη είτε απο την ολιγαρχική ομάδα των σφετεριστών είτε απο τους πράσινους ή τους βένετους που εκάστοτε κυριάρχησαν στις εκλογικές διαδικασίες του δήμου [3].
 
1.2. Η αντίσταση
 
Καθώς ο φυσικός κόσμος κυριαρχείται απο την αρμονία των αντίρροπων δυνάμεων, έτσι και οι κοινωνίες σφραγίζονται απο την αρμονία που έχει κατορθωθεί απο την εξισορρόπηση των δικών τους αντίρροπων δυνάμεων.
 
 Πρίν λοιπόν ακόμη αναρωτηθούμε, άν η αντίσταση είναι το περιεχόμενο δικαιώματος, είναι φρόνιμο να προσέξουμε οτι η αντίσταση εκφράζει εγγενή κοινωνική πραγματικότητα. Όμοια όπως αναπότρεπτη πραγματικότητα είναι και η εξουσία.
 
Επειδή υπάρχει εξουσία, με αναπότρεπτη φυσική νομοτέλεια εναντιώνονται σ' αυτήν οι ασθενικές ή μέτριες κοινωνικές δυνάμεις της αντίστασης.
'Ωσπου κατ' εξαίρεση να γίνουν τόσο ισχυρές, ώστε να ανατρέψουν την ισορροπία, να παραμερίσουν τις ώς τότε εξουσιαστικές δυνάμεις, να υποκατασταθούν, αυτές οι νέες πιά δυνάμεις, στη θέση των ήδη ασθενέστερων παλιαιών. Συνεχίζοντας την ανακύκλωση, με το να έχουν τώρα να αντιπαλαίσουν οι νέοι εξουσιαστές με τις νέες ανερχόμενες δυνάμεις της αντίστασης.
 
 Ασφαλώς αυτή η διαρκής διαπάλη ανάμεσα στην εκάστοτε εξουσία και στις δυνάμεις της αντίστασης δίδει την εικόνα παθολογίας του φαινομένου του κράτους. Είναι όμως παράλληλα και η μόνη εξυγειαντική διαδικασία για την έξοδο της κοινωνίας απο τις εκάστοτε κρίσεις της. Δίχως αντίσταση, οι κοινωνικοί ρυθμοί αποτελματώνονται και αποσαθρώνονται. Η εξουσία εκφυλίζεται. Η ώρα της πτώσης της έχει πιά σημάνει. Και επειδή δέν υπήρξαν αντίρροπες δυνάμεις εσωτερικής αντίστασης, δέν απομένει παρα η υποταγή αυτής της κοινωνίας σε ξένες δυνάμεις επικυριαρχίας ή και απροκάλυπτης κατοχής.
 
Η αντίσταση λοιπόν, όσο δέν ξεπερνά τα δικά της μέτρα, είναι ζωογόνος και εξυγειαντικός παράγων της κοινωνικής συμβίωσης. Όταν τα ξεπερνά, εμπλέκεται κι αυτή μοιραία στη διαδικασία της τελικής φθοράς, κατα τη σοφή παρατήρηση του Αναξίμανδρου :
 
διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατα την του χρόνου τάξιν [4].
 
1.3. Η αναρχία
 
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει οτι η αναρχία, ως πολιτικό φαινόμενο, με την έννοια της αντιεξουσιαστικής απαλλαγής του συνόλου [5] των κοινωνών απο δεσμευτικούς κανόνες συμπεριφοράς, είχε πάντα μεταβατικό χαρακτήρα.
'Ηταν βραχυπρόθεσμη και απο τη φύση της θνησιγενής.
 
Στην προϊστορική περίοδο απαντούν μεγάλα διαστήματα αναρχίας, που καταδικάστηκαν απο τους ποιητές και το φιλοσοφικό στοχασμό. Επρόκειτο όμως για αναρχία με ενα ειδικό εννοιολογικό περιεχόμενο, δηλαδή της εξουσίας που ασκείται δίχως το χαληνό δεσμευτικών γι' αυτήν την ίδια κανόνων δικαίου.
 
Γι' αυτής της μορφής την αναρχία έχουν θέση οι συνετοί λόγοι του σπαρτιάτη βασιλέα Αγησίλαου οτι
 
τον αγαθόν άρχοντα δείν υπο των νόμων άρχεσθαι [6],
 
καθώς και οτι
 
άρχω γαρ ουκ εμαυτώ αρχάν, αλλά τα πόλει (...) και τότε άρχων άρχει αλαθέως κατα δίκαν, ότα άρχηται υπο (...) νόμων (...) [7].
 
Απο τότε όμως που τα γένη μετεξελίχθηκαν σε πόλεις και εκείνες σε κράτη, η αναρχία με αυτό το ειδικό εννοιολογικό περιεχόμενο είναι απλώς μακρινή ανάμνηση.
 
Στη δική μας εποχή η αναρχία απαντά με μιαν άλλη μορφή: οτι οι νόμοι, που έχουν θεσπιστεί, κάτω απο το φόβο του πολιτικού κόστους που συνεπάγεται για το εξάστοτε κυβερνητικό κόμμα η ένταση της αστυνόμευσης, κοιμούνται και μόνον επιλεκτικά ή συμπτωματικά επισύρουν τις απειλούμενες κυρώσεις τους. Με αυτήν την ειδική μορφή, στις μέρες μας, η αναρχία κυριαρχεί στην παραοικονομία, συχνά στην οδική κυκλοφορία, στην αυθαίρετη δόμηση, κλπ.
 
Οπωσδήποτε, και με αυτήν τη σύγχρονη μορφή της, η αναρχία είναι νοσηρό φαινόμενο του κοινωνικού βίου. Ενα φαινόμενο για το οποίο εξακολουθεί να έχει θέση οi λόγοi του Πυθαγόρα :
 
μηδέν είναι μείζον κακόν αναρχίας [8]
 
και του Αισχύλου :
 
Μήτ' ανάρχετον βίον μήτε δεσποτούμενον αινέσης. παντί μέσω το κράτος θεός ώπασεν [9].
 
 
 
1.4. Η έννομη τάξη
 
Καθώς οι αντίρροπες φυσικές δυνάμεις έχουν κατασταλάξει στην αρμονία του φυσικού κόσμου στο πλαίσιο της ισχύος φυσικών νόμων, με οντολογικό νόημα, έτσι και οι αντίρροπες κοινωνικές δυνάμεις της κυριαρχίας των εξουσιαστών και της αντίστασης των εξουσιαζομένων έχουν επιτύχει μια εύθραυστη εξισορρόπηση μέσα απο τους (δεοντολογικούς) κανόνες της έννομης τάξης.
 
Η δημιουργία της έννομης τάξης είναι ένα απο τα πιό θαυμαστά δημιουργήματα του ανθρώπινου νού - αληθινά συναρπαστική πλευρά του πολύπτυχου που συνθέτει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Θετική πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον, όσα αντιπαθητικά κρούσματα αδικίας και άν βλέπουμε ή συνειδητοποιούμε γύρω μας.
 
Θεμέλια αυτής της έννομης τάξης είναι στην εποχή μας η αυτοδέσμευση της πολιτείας πως:
 
* η κύρια αποστολή της επικεντρώνεται στο σεβασμό και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου,
 
* η άσκηση των εξουσιών της στηρίζεται στη δημοκρατική αρχή, συνακόλουθα σε κάποιας μορφής (εκφρασμένη ή σιωπηρή, γενική ή ειδική) συγκατάθεση της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου,
 
* η εκάστοτε πλειοψηφία αυτοδεσμεύεται να σέβεται τα στοιχειώδη εκείνα δικαιώματα της μειοψηφίας, που είναι γνωστά ως ανθρώπινα δικαιώματα,
 
* καθένας έχει νομικώς ίση δυνατότητα πρόσβασης και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, με μοναδικούς περιορισμούς τα ίσα δικαιώματα των άλλων, τους συνταγματικούς κανόνες και την αποστροφή προς τη δολιότητα, και
 
* η εγγύηση οτι κάθε διατάραξη αυτής της αρμονίας παρέχει δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτα δικαστήρια, τα οποία, στο πλαίσιο δικονομικών κανόνων, εξασφαλιστικών συνθηκών δίκαιης δίκης, θα παράσχουν γοργή και αποτελεσματική δικαστική προστασία, σύμφωνα με τους ισχύοντες γενικούς και αφηρημένους κανόνες ουσιαστικού δικαίου.
 
Θα νόμιζε κανεις οτι, μέσα σ' αυτήν τη θαυμαστή αρμονία της έννομης τάξης, τα μέλη της κοινωνίας, τώρα πιά, να αποδύονταν απερίσπαστα στη δημιουργική τους προσπάθεια και στην απόλαυση των καρπών του μόχθου τους.
 
Ενα τέτοιο όραμα είναι αυταπόδεικτα ουτοπικό. Και τούτο, κυρίως για τους ακόλουθους λόγους:
 
- πρώτο, γιατι όπως ήδη έγινε ο σχετικός υπαινιγμός, οι κανόνες του δικαίου, σε αντίθεση προς τους φυσικούς νόμους, δέν έχουν οντολογικό, αλλά απλώς δεοντολογικό νόημα. Αυτό που επιτάσσουν δέ σημαίνει οτι όντως γίνεται. Και εκείνο που απαγορεύουν δέ σημαίνει οτι όντως δέ γίνεται. Απλώς δέον να ισχύουν οι οριζόμενες έννομες συνέπειες.
Η πραγμάτωσή τους όμως είναι κάτι που πρέπει να διαγνωστεί, γιατι είναι πολύ πιθανό να μήν έγινε.
 
- Δεύτερο, γιατι, παρ' όλη την ανάπτυξη της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής (άν και με αντίστοιχη ληστρική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και πρόδηλη εξάντληση των σχετικών αποθεμάτων), πάντως η προσφορά υλικών αγαθών βρίσκεται σε απελπιστική αναντιστοιχία με τη ζήτησή τους. Έτσι οι κανόνες του δικαίου, που οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κοινωνών, αναφορικά με την απόκτηση, την κατοχή και την απόλαυση των αγαθών, υπόκεινται σε διαρκείς καταστρατηγήσεις ή και απροκάλυπτες παραβάσεις, κάτω απο το αίσθημα ανασφάλειας που προκαλεί η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης των αγαθών.
 
- Τρίτο, γιατι ανάλογη αναντιστοιχία, και μάλιστα, κάτω απο τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, με διαρκώς οξύτερη επίταση, απαντά και αναφορικά με τις θέσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο, αναφορικά με τις ελάχιστες διευθυντικές θέσεις• συνακόλουθα και με τις προνομιακές επιπτώσεις που αυτές συνεφέλκουν• και
 
- τέταρτο, γιατι η αντιφατικότητα, ή έστω η διαπάλη των αντίρροπων δυνάμεων, που παρατηρείται μέσα στο φυσικό κόσμο, καθώς και μέσα στην κοινωνική συμβίωση, υπάρχει, με την ίδια ή ανάλογη ένταση, και μέσα στις επιθυμίες και τη βούληση κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου. Έτσι, παρ' όλες τις πνευματικές κατακτήσεις, η αντιφατικότητα της ανθρώπινης ψυχής διαρκώς τροφοδοτεί τους ανταγωνισμούς και τον αγώνα δρόμου για κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο.
 
Η αντιπαλότητα λοιπόν πάνω στο επίπεδο της διαλεκτικής σχέσης εξουσίας και αντίστασης, της οποίας η οξύτητα ασφαλώς έχει περισταλεί με την εγκαθίδρυση των έννομων τάξεων, δέν καταργήθηκε ολοσχερώς. Απλώς μετατέθηκε σ' ενα άλλο επίπεδο, ως αντιπαλότητα ανάμεσα στην έννομη τάξη και στην ανυπακοή.
 
2. Η διαλεκτική σχέση έννομης τάξης και ανυπακοής
 
2.1. Το κράτος δικαίου
 
Στην εποχή μας οι χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορούν να καυχώνται οτι έχουν πετύχει το τρίπτυχο:
 
(α) να ταυτίζεται η έννοια του κράτους με την έννοια της ισχύος ορισμένης έννομης τάξης,
 
(β) να στηρίζεται κάθε έννομη τάξη αυτών των χωρών στις γενικώς αναγνωρισμένες δικαιικές αρχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου, και
 
(γ) αυτές οι δικαιικές αρχές να συγκροτούν επιπροσθέτως το θετικό δίκαιο μιας υπερεθνικής, πανευρωπαϊκής έννομης τάξης, εγγυημένης απο τη λειτουργία υπερεθνικού δικαστηρίου (του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο), του οποίου οι αποφάσεις είναι εκτελεστές στις χώρες-μέλη, κάτω απο την εγγύηση του Συμβουλίου Υπουργών (των εξωτερικών των χωρών-μελών).
 
2.2. Τα κρούσματα της πολιτικής ανυπακοής
 
Μολοντούτο, τα κρούσματα πολιτικής ανυπακοής συνεχώς πληθύνονται και οξύνονται, ιδίως σε χώρες, όπως η δική μας, όπου ο προεκλογικός μαξιμαλιστικός λόγος και το μετεκλογικό παγωμένο λουτρό της οδυνηρής πραγματικότητας ευλόγως τροφοδοτούν την έξαψη και τις δυναμικές αντιδράσεις.
 
Η πολιτική ανυπακοή είναι καθιερωμένος ήδη τεχνικός όρος και αναφέρεται σ' εκείνες τις μορφές εναντίωσης στις επιταγές της έννομης τάξης του κράτους δικαίου, οι οποίες κινούνται ανάμεσα στην παθητική αντίσταση και στη δυναμική προσφυγή σε πράξεις βίας, δίχως όμως την άγρια μετεξέλιξή τους σε στασιαστικό κίνημα.

 ………………………..συνεχίζεται….

Ορφέας:
............συνέχεια....

2.3. Τα όρια αποδοχής της πολιτικής ανυπακοής απο την έννομη τάξη
 
Πότε η πολιτική ανυπακοή θα πρέπει να γίνεται σεβαστή ως δικαίωμα, εγγυημένο με αφηρημένους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και με αντίστοιχη δικαστική προστασία στο πλαίσιο δίκαιης δίκης;
 
Απο ποιό σημείο και μετά η πολιτική ανυπακοή είναι θεμιτό να αντιμετωπίζεται ως ποινικό αδίκημα;
 
Ακόμη όμως και στη δεύτερη τούτη περίπτωση, πότε, παρά τις ποινές που επισύρει η στάση, είναι ηθικά δικαιωμένη;
 
Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν το στοχασμό σ' όλην την ιστορική διαδρομή του.
 
Ο Προμηθέας, όπως μας τον παρουσιάζει ο Αισχύλος, δηλαδή να σύρεται δεσμώτης απο το Κράτος και τη Βία στο βράχο του μαρτυρίου του,
 
ως αν διδαχθή την Διός τυραννίδα στέργειν, φιλανθρώπου δε παύεσθαι τρόπου,
 
είναι ίσως η πρώτη ιδεολογική εναντίωση στην άδικη και σκληρή εξουσία [10].
 
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή κορυφώνεται το δράμα του ευαίσθητου ανθρώπου, που δέν ανέχεται την ταπείνωση, την οποία υφίσταται απο την αλαζονική και υβριστική εξουσία, έτσι ώστε να αποδέχεται ακόμη και του θανάτου τη διέξοδο:
 
όστις γαρ εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς ζή, πώς όδ' ουχί κατθανών κέρδος φέρει; [11]
 
Ο φιλοσοφικός στοχασμός εκδηλώθηκε δίβουλος.
 
Ο Σωκράτης είναι χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της αμφιγνωμίας.
 
 Και τούτο, γιατι, παρά τη βαθιά νομιμοφροσύνη που τον διέκρινε, δέ δίστασε δυό φορές να εκδηλώσει απροκάλυπτη πολιτική ανυπακοή:
 
Tην πρώτη φορά, όταν έτυχε να ασκεί τα καθήκοντα του Επιστάτη του Δήμου (κάτι ανάμεσα στον πρόεδρο της βουλής και στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τα σημερινά μέτρα) και η Εκκλησία του Δήμου ήθελε να αποφασίσει την άμεση εισαγωγή σε δίκη και καταδίκη σε θάνατο των στρατηγών, που είχαν νικήσει στη ναυμαχία των Αργινουσών, αλλά δέν είχαν περισυλλέξει τους Αθηναίους νεκρούς. Ενώ λοιπόν οι δημαγωγοί είχαν ξεσηκώσει το λαό,
 
οι δε πρυτάνεις φοβηθέντες ωμολόγουν πάντες προθήσειν (...)• ούτος δ' ουκ έφη, αλλ' ή κατα νόμον πάντα ποιήσειν [12].
 
Και
 
οργιζομένου μεν αυτώ του δήμου, πολλών δε δυνατών απειλούντων• αλλά περι πλείονος εποιήσατο ευορκείν ή χαρίσασθαι τω δήμω παρά το δίκαιον [13].
 
Τη δεύτερη φορά, μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, ο Σωκράτης,
 
ότε οι τριάκοντα [τύραννοι] προσέταττον αυτώ παρά τους νόμους τι, ουκ επείθετο [14].
 
Τον είχαν διατάξει να μεταβεί μαζί με άλλον εκπρόσωπο της Αθηναϊκής Πολιτείας στην Αίγινα και ν' αξιώσει την έκδοση των δημοκρατικών Αθηναίων που είχαν αυτοεξοριστεί εκεί. Κι εκείνος, δίχως να απαντήσει στη διαταγή των τριάκοντα τυράννων, πήγε σπίτι του και αδιαφόρησε.
 
Όμως μέσα στο πλαίσιο της δικαιοκρατούμενης πολιτείας ο Σωκράτης αποκρούει τη μή συμμόρφωση με τους νόμους, ακόμη και όταν αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την επίκληση του
 
οτι ηδίκει γαρ ημάς η πόλις και ουκ ορθώς την δίκην έκρινεν [15].
 
Έτσι διδάσκει - και αποδεικνύει την αξιοπιστία των λόγων του με την προσωπική του πορεία προς το θάνατο - οτι δέν είναι δυνατό
 
πόλις αρέσκοι άνευ νόμων.
 
Και οτι για τους νόμους δέν υπάρχει τρίτη λύση παρα μόνον ή να πείθουμε για να αλλάξουν, ή να υπακούομε:
 
δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν [16].
 
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο στοχασμός και του Kant, ο οποίος υποστήριζε οτι είναι προδήλως αντιφατικό να προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη τη δυνατότητα αντίστασης στις επιταγές της, αφού διαφορετικά αυτοαναιρείται [17]. Έτσι παρατηρείται οτι η έννοια του δικαιώματος αντίστασης είναι έννοια εσωτερικά αντιφατική. Και τούτο, γιατι το δικαίωμα σημαίνει την εξουσία που ισχύει επειδή την παρέχει η έννομη τάξη• ενώ η αντίσταση σημαίνει τη (συχνά δυναμική) εναντίωση στις ρυθμίσεις και στις επιταγές αυτής της έννομης τάξης [18].
 
Πρόκειται για ενα επιχείρημα, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δεκτικό πειστικού αντιλόγου, δηλαδή όταν οι διοικητικές πράξεις είναι παράνομες ή οι νόμοι που ψηφίζει η βουλή είναι αντιστυνταγματικοί, εφόσον για αντικειμενικούς λόγους δέν υπάρχει περιθώριο γοργής και δραστικής δικαστικής παρέμβασης για την αποκατάσταση της έννομης τάξης που προσβάλλεται απο τα δικά της όργανα• ή, κάτι πολύ χειρότερο, όταν οι δικαστές αποφάνθηκαν κατ' εντολή. Η ελληνική εμπειρία έχει δείξει οτι όλα τα κόμματα εξουσίας εκτρέφουν φυτώριο κρατικών λειτουργών, και στα τρία επίπεδα της κρατικής εξουσίας, πρόθυμων για εξυπηρετήσεις, με άμεση αντιπαροχή ή με επενδύσεις σε μελλοντικές αποδόσεις [19].
 
Είναι μια διάσταση που αξίζει να μελετηθεί εγγύτερα, με στόχο να προταθούν κάποτε συγκεκριμένες πρακτικές λύσεις.
 
Στο πλαίσιο του ελληνικού θετικού δικαίου, το δικαίωμα αντίστασης, αναγνωρίζεται απο το άρθρο 120 § 4 του ελληνικού Συντάγματος αποκλειστικά και μόνο στην έκταση που γίνεται βίαιη κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και η προβαλλόμενη αντίσταση του πολίτη αποβλέπει στη συντήρηση της ισχύουσας συνταγματικής τάξης [20].
 
Πρόκειται για μια άτολμη και ημιτελής ρύθμιση. Και τούτο, γιατι οι θεσμοί του δημοκρατικού κράτους δικαίου δέν εκτροχιάζονται έξω απο τους κανόνες που το ρυθμίζουν δεσμευτικά, μόνον όταν κάποια ομάδα σφετεριστών της εξουσίας επιχειρεί δια της βίας να καταλύσει τη συνταγματική τάξη ολοκληρωτικά. Πιό συχνοί και γι' αυτό πιό απτά επικίνδυνοι είναι οι μικροί εκτροχιασμοί, τους οποίους επιχειρεί η κεντρική εξουσία με παράνομες διοιηκητικές πράξεις, με αντισυνταγματικούς νόμους και με ενσυνείδητα στρεβλές δικαστικές αποφάσεις.
 
Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι πρόδηλο οτι η αναγνώριση απο την έννομη τάξη δικαιώματος των πολιτών για αντίσταση δέν έχει το χαρακτήρα παροχής των μέσων αυτοκαταστροφής αυτής της έννομης τάξης, αλλά αποκατάστασής της με τον ξεσηκωμό της λαϊκής βάσης, που φέρεται ως πηγή κάθε εξουσίας μέσα στους κόλπους του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
 
Βεβαίως η παρατήρηση τούτη δέν είναι ανεπίδεκτη αντιλόγου: Ναί μεν η αντίσταση αποβλέπει στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας ενος θεσμού που περιστασιακά και για ειδικό αντικείμενο παρεξέκλινε απο τους κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν την ισχύουσα έννομη τάξη• όμως, αφού δέν ακολουθείται η μόνη διέξοδος, την οποία παρέχει η έννομη τάξη, δηλαδή της προσφυγής σε δικαστήρια, εξοπλισμένα με εγγυήσεις ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης, τότε η αντίσταση συνιστά μορφή αυτοδικίας. Και αυτή δέν μπορεί να είναι δραστική, παρά μόνον άν ο εναντιούμενος είναι ισχυρότερος απο τον αδικούντα. Αλλά με πρόδηλο τον κίνδυνο να πρέπει ο ίδιος να κρίνει, και μάλιστα δίχως τις εγγυήσεις της δικανικής διαλεκτικής, οτι ο ίδιος είναι ο αδικούμενος και ο στόχος του είναι ο αδικών. Δίχως καμιά περαιτέρω εγγύηση οτι θα αρκεστεί στην αποκατάσταση της αδικίας, που κατα τη δική του αυθαίρετη, ή έστω μή τεκμηριωμένη, κρίση έχει υποστεί, και ότι δέ θα θελήσει να προχωρήσει και να αντλήσει περαιτέρω ωφελήματα απο την πλεονεκτική θέση που του εξασφάλισε η δική του υπεροχή δύναμης.
 
Μολοντούτο ο σύγχρονος φιλοσοφικός και νομικός στοχασμός αποδέχεται, ως θεμιτές, ορισμένες μορφές αντίστασης.
 
Ο γερμανός ποινικολόγος και φιλόσοφος του δικαίου Arthur Kaufmann παρατηρεί οτι δέν υπάρχει κράτος δικαίου, που να είναι απαλλαγμένο απο τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε κράτος αδίκου. Και όταν πιά θα έχει εγκαθιδρυθεί μια τυραννία, είναι ήδη πολύ αργά για αποτελεσματική αντίσταση. Για το λόγο τούτο είναι θεμιτή η αντίσταση κατά της περιστασιακής παρεκτροπής του κράτους δικαίου σε κράτος αδίκου.
 
Με δύο όμως επιφυλάξεις, δηλαδή οτι η αντίσταση: - πρώτο, αποβλέπει στην ικανοποίηση του δικαίου, και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων• και, - δεύτερο οτι, ακόμη και όταν αρνείται να υπακούσει, πάντως δέν εκτρέπεται σε πράξεις βίας [21].
 
Ο αμερικανός στοχαστής R. Dworkin διακρίνει τις ακόλουθες τρείς βαθμίδες πολιτικής ανυπακοής [22] :
 
(α) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, όταν αυτή προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια του ήδη αντιστεκόμενου, στραπατσάροντας την ηθική αξία της προσωπικότητάς του•
 
(β) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, όταν αυτή προσβάλλει γενικώς τις θεμελιακές αρχές της δικαιοσύνης• και
 
(γ) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να πειθαναγκαστεί να αλλάξει πολιτική.
 
Για την πρώτη κατηγορία πολιτικής ανυπακοής ο Dworkin δέχεται οτι πρέπει να γίνεται ανεκτή απο την έννομη τάξη, εφόσον δέν εκτρέπεται σε πράξεις βίας.
 
Στη δεύτερη κατηγορία, η ελαστικότητα της έννομης τάξης προϋποθέτει οτι έχουν προηγουμένως εξαντληθεί ανεπιτυχώς όλες οι νόμιμες δυνατότητες για να μεταπειστεί η κρατική εξουσία να αλλάξει την άδικη πολιτική που ακολουθεί.
 
Αντιθέτως στο επίπεδο της τρίτης απο τις προαναφερόμενες βαθμίδες πολιτικής ανυπακοής, ανατρέπεται κατα τον Dworkin η θεμελιακή δημοκρατική αρχή, δηλαδή οτι κάθε χώρα κυβερνάται απο την πλειοψηφία, και όχι απο δυναμικές μειοψηφίες. Για το λόγο τούτο, παρατηρεί, δέν μπορεί να υπάρχει κανένα περιθώριο νομιμοποίησης της προβαλλόμενης αντίστασης.
 
Η πιεστικότητα του ερωτήματος του Rawls, σε ποιό σημείο η υποχρέωση υπακοής στους νόμους, τους οποίους ψηφίζει η πλειοψηφία, παύει να είναι δεσμευτική, ενόψει του δικαιώματος καθενός να υπερασπίζεται τις ελευθερίες του και να αντιστέκεται στην αδικία, γίνεται ιδιαίτερα φανερή μπροστά στην ολοένα και εντονότερη δυναμική του εργατικού κινήματος.
Αυτής της δυναμικής κατάκτηση είναι η αναγνώριση απο την έννομη τάξη του δικαιώματος απεργίας, και μάλιστα, όχι μόνον της απεργίας διαμαρτυρίας, αλλά και της πολιτικής, δίχως να παραβλέπεται και η ανεκτικότητα προς τις καταλήψεις εγκαταστάσεων και χώρων εργασίας [23].
 
Σε αντίθεση προς άλλες έννομες τάξεις, όπως η αμερικανική, η ελληνική έννομη τάξη δέν παρέχει διακριτική ευχέρεια στον εισαγγελέα, αναφορικά με το άν θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του δράστη ορισμένης εγκληματικής πράξης. Συνακόλουθα όσοι πολιτικοί, κάτω απο τις ανάγκες και τις πιέσεις της εκλογικής αγοράς, συνιστούν ορισμένες φορές σε εισαγγελικούς λειτουργούς να απέχουν απο επεμβάσεις σε περιπτώσεις που διαπράττονται ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο εκδηλώσεων πολιτικής ανυπακοής, όπως σε περιπτώσεις κατάληψης δημόσιων υπηρεσιών, σχολείων ή αποκλεισμού των δρόμων, εξωθούν τους εισαγγελικούς λειτουργούς στην εκ μέρους τους διάπραξη του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας.
 
Ασφαλώς ο πολιτικός κόσμος δικαιούται να εκτιμά οτι δέν επιτρέπεται να κινείται ποινική δίωξη μαζικώς εναντίον του μεγάλου πλήθους. Όμως, άν όντως επιθυμεί να υπάρχουν περιθώρια ελαστικότητας, τότε οφείλει να θεσπίσει με σαφήνεια σχετικό νόμο, με την αυτονόητη αναδοχή και του αντίστοιχου πολιτικού κόστους έναντι εκείνου του τμήματος της κοινωνίας, που κάθε τόσο ελεεινολογεί πως δέν υπάρχει πιά κράτος• και πως η διάλυση αυτού του οικτρού μορφώματος μή κράτους συνεχώς κατρακυλά απο το κακό στο χειρότερο. Κάτω απο τα εκτυφλωτικά φώτα και την αχολογή των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όμοια όπως, μετά την ολέθρια έκβαση του πελοποννησιακού πολέμου, οι άφρονες Αθηναίοι
 
τα τείχη κατέσκαπτον υπ' αυλητρίδων πολλή προθυμία, νομίζοντες εκείνην την ημέραν τη Ελλάδι άρχειν της ελευθερίας [24].
 
3. Τελικό πόρισμα
 
Οι προβληματισμοί που σκιαγραφήθηκαν και οι σκέψεις που συνοψίστηκαν δείχνουν να οδηγούν στο ακόλουθο δίπτυχο τελικού πορίσματος: (α) οτι σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατα τις γενικώς αποδεκτές δικαιικές αρχές, ακόμη ενδεχομένως και στο πλαίσιο κατάλληλης ερμηνευτικής προσέγγισης διατάξεων του θετικού μας δικαίου, πρέπει να αναγνωρίζεται δικαστικώς δικαίωμα πολιτικής ανυπακοής, δηλαδή δικαίωμα δυναμικής εναντίωσης, δίχως προσφυγή σε πράξεις βίας, σε περιστασιακές παρεκτροπές των οργάνων της κρατικής εξουσίας απο τους κανόνες και τις αρχές του κράτους δικαίου, εφόσον δέν είναι δυνατή η άμεση και δραστική αποκατάσταση της ανωμαλίας διαμέσου της δικαστικής οδού• και (β) οτι, για την περαιτέρω οριοθέτηση αυτού του κατ' αρχήν δικαιώματος, ο φιλοσοφικός και νομικός στοχασμός δέν έχει ακόμη καταλήξει σε ώριμες λύσεις, που να μπορούν να γίνουν γενικώς αποδεκτές.
 
Ο προβληματισμός μας λοιπόν δέν καταλαγιάζει με την τελευταία σελίδα αυτού του τόμου, ούτε με την πανηγυρική κατάληξη του σχετικού συνεδρίου μας. Απλώς μπορέσαμε να ευαισθητοποιηθούμε με περισσότερη τεκμηρίωση και να έχουμε πλούσια ερεθίσματα για περαιτέρω γόνιμο στοχασμό. Ο διάλογος μένει μετέωρος για περαιτέρω προώθηση.
 
Οπωσδήποτε όμως η αντίσταση στην κρατική αυθαιρεσία δέν είναι μόνο δικαίωμα. Είναι και ηθικό χρέος του υπεύθυνου πολίτη - πολύ περισσότερο του σκεπτόμενου ανθρώπου.
 
Άνθρωποι, με εντονότερη ευαισθητοποίηση στα μηνύματα των καιρών, και με το συνακόλουθο τραγικό προνόμιο να κινούνται μιά - δυό δεκαετίες πιό μπρός απο τις κατασταλαγμένες κοινωνικές αντιλήψεις, θα υπάρχουν πάντοτε, πρόθυμοι να υποστούν τη θυσία της προσωπικής τους περιπέτειας, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο της αντίστασης στις εκάστοτε νέες μορφές προσβολών των αρχών της δικαιοσύνης.
 
Ο μύθος του Προμηθέα Δεσμώτη δέν αναβιώνει μόνο στις θεατρικές παρουσιάσεις της ωραίας τραγωδίας του Αισχύλου. Τον βιώνουν εξ ίσου τραγικά όσοι δέ δέχονται να σκύβουν το κεφάλι και να συμβιβάζονται για χάρη της απόλαυσης των αγαθών, που η Κίρκη του κατεστημένου αφειδώς υπόσχεται στους πρόθυμους να ενδώσουν στα θέλγητρά της.
 
Η σταθερή ιστορική εμπειρία έχει δείξει οτι η μοναξιά ή ακόμη και η προσωπική περιπέτεια όσων βρέθηκαν να στοχάζονται μπροστά απο την εποχή τους, δέν έμεινε άκαρπη. Οι νέες ιδέες ζυμώνονται μέσα στην κοινωνική κινητικότητα και ωριμάζουν - άλλοτε αργόσυρτα, στην εποχή μας, εποχή κυριαρχίας των τηλεπικοινωνιών, με γοργότατους ρυθμούς.
Και τότε πιά, αντιλήψεις, που είχαν πρωτογνωρίσει δυσπιστία ή και απροκάλυπτη αποστροφή, έχουν γίνει κοινό κτήμα, έτσι που περίπου να θεωρείται κοινοτοπία η όψιμη προσπάθεια ανάλυσης ή, πολύ περισσότερο, υπεράσπισης εκείνων των άλλοτε αιρετικών θέσεων.
 
Αυτή η καθόλου αστήριχτη αισιοδοξία μπορεί και πρέπει να συνοδεύει όσα κενά άφησε μετέωρα η προκείμενη προσπάθεια εντοπισμού των ορίων του δικαιώματος της αντίστασης.
 


________________________________________
 [1] Κάποτε, στην παρατήρησή μου, οτι αγαπητός νεότερος συνάδελφος, παλιός μαθητής μου, είναι ενα κομμάτι μάλαμα, μου αντιπαρατηρήθηκε: «Ναί, αλλά έκανε το λάθος να απλώσει τη δραστηριότητά υπερβολικά, με αποτέλεσμα το κομμάτι απο συμπαγή χρυσό να γίνει απλή χρυσόσκονη που ασθενικά καλύπτει μιαν εκτεταμένη επιφάνεια
 [2] Σκηνή απο αυτήν την τιτανομαχία εικονίζει η ωραία ερυθρόμορφη κύλικα (γύρω στα 420 με 400 π.Χ.) που κοσμεί το εξώφυλο αυτού του τόμου και επελέγη ως σήμα του συνεδρίου της Σύρου.
 [3] Είχα διατυπώσει κάποτε σε πολιτική προσωπικότητα, με κοινή αποδοχή της εντιμότητας και της φρόνιμης κρίσης της, την απορία, γιατί τόσοι πολλοί τόσα πολλά δαπανούν σε προεκλογικές εκστρατίες, προκειμένου να εκλεγούν βουλευτές• και τόσες ταπεινώσεις της προσωπικότητάς τους υπομένουν, προκειμένου να επιλεγούν ως υπουργοί• αφού γνωρίζουν οτι ο ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός, που δέν επαρκεί δίχως εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό ούτε κάν για την τακτική πληρωμή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δέ θα τους αφήσει κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε βελτίωση της κρατικής οργάνωσης. Και, με μελαγχολική ειλικρίνεια, μου είχε επιστηθεί η προσοχή στο οτι η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας αποφέρει άλλα, αφανή έσοδα και ωφέλη.
 [4] Αναξίμανδρος, Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, B 1. Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο ελληνικού και συνακόλουθα ευρωπαϊκού φιλοσοφικού στοχασμού.
 [5] Δηλαδή όχι απλώς κάποιου μεμονωμένου ιδεολόγου αντιεξουσιαστή.
 [6] Πλούταρχος, Ηθικά, ΙΙ - λακωνικά αποφθέγματα, 39.
 [7] Πλούταρχος, ο.π. 41.
 [8] Diels - Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, I 1992, 469, 15. Έτσι όμοια και Αντιφών : αναρχίας δ' ουδέν κάκιον ανθρώποις, (Diels - Kranz, ο.π. ΙΙ, 365, 10-11, καθώς και Σοφοκλής, Αντιγόνη, 672.
 [9] Αισχύλος, Ευμενίδες, 526 - 530.
 [10] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο, Γιατρομανωλάκη, Το δικαίωμα της αντιστάσεως στην Τραγωδία - μια συζήτηση.
 [11] Σοφοκλής, Αντιγόνη, 463-464.
 [12] Ξενοφών, Ελληνικά, Ι 7,15.
 [13] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Ι 2,18, πρβλ. και IV 4,2.
 [14] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, IV 4,3.
 [15] Πλάτων, Κρίτων, XI c.
 [16] Πλάτων, ο.π.
 [17] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Τσακιράκη, Πολιτική ανυπακοή.
 [18] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Μανωλεδάκη, Το δικαίωμα της αντίστασης στο πλαίσιο του ισχύοντος ποινικού δικαίου.
 [19] Οι διαιτησίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι υπουργικές επιλογές αθλητικών δικαστών στη διάρκεια κρίσιμων ποινικών δικών, καθώς και οι κυβερνητικές επιλογές της ηγεσίας των δικαστικών σωμάτων απο το υπουργικό συμβούλιο μπορούν να συμβάλουν στην καλλιέργεια τέτοιων φυτωρίων.
 [20] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Σπυρόπουλο, Το δικαίωμα αντιστάσεως - νομικές όψεις ενος φιλοσοφικού θέματος.
 [21] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Σπινέλλη, Δικαίωμα αντίστασης και ποινικό δίκαιο.
 [22] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Παπαρρηγόπουλο, Τρείς αγγλοαμερικανοί φιλόσοφοι για την πολιτική ανυπακοή: Raz, Dworkin, Rawls.
 [23] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Λεβέντη, Μορφές αντίστασης στο πλαίσιο των εργατικών αγώνων, καθώς και την παρέμβαση των Λ. Ντάσιου και Δ. Μπάστα, Το δικαίωμα της αντίστασης στο εργατικό δίκαιο.
 [24] Ξενοφών, Ελληνικά, Β' 23.

http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=24186

Ορφέας:
  Καμία μορφή καταναγκασμού ή καταστολής και καμία μορφή αυταρχικού ελέγχου σε όποιο πεδίο της ύπαρξης μας, κανείς τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως εγγενής ανάγκη του ανθρώπου.

Ορφέας:

Το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής
    «Η μη-συνεργασία δεν στρέφεται ενάντια στους ανθρώπους, αλλά ενάντια στα μέτρα που αυτοί παίρνουν. Δεν στρέφεται ενάντια στους Κυβερνήτες, αλλά ενάντια στο σύστημα διοίκησης που αντιπροσωπεύουν. Οι ρίζες της μη-συνεργασίας δεν βασίζονται στο μίσος, αλλά στη δικαιοσύνη, αν όχι στην αγάπη.»

....Μαχάτμα Γκάντι....

Ορφέας:

    «Εμείς πρέπει να γίνουμε τα όπλα. Να θυμηθούμε τι
 σημαίνει  πολιτική ανυπακοή. Υπάρχουν εκατομμύρια
 πράγματα που μπορούμε να κάνουμε: να πλήξουμε
τους  κυβερνητικούς μηχανισμούς, να μποϋκοτάρουμε
 προϊόντα, να αρνηθούμε να πληρώσουμε φόρους…»     
ΑΡΟΥΝΤΑΤΙ ΡΟΪ   
Η Ινδή συγγραφέας του «Θεού των μικρών Πραγμάτων» σε πρόσφατη συνέντευξη.

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση