............συνέχεια....
2.3. Τα όρια αποδοχής της πολιτικής ανυπακοής απο την έννομη τάξη
Πότε η πολιτική ανυπακοή θα πρέπει να γίνεται σεβαστή ως δικαίωμα, εγγυημένο με αφηρημένους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και με αντίστοιχη δικαστική προστασία στο πλαίσιο δίκαιης δίκης;
Απο ποιό σημείο και μετά η πολιτική ανυπακοή είναι θεμιτό να αντιμετωπίζεται ως ποινικό αδίκημα;
Ακόμη όμως και στη δεύτερη τούτη περίπτωση, πότε, παρά τις ποινές που επισύρει η στάση, είναι ηθικά δικαιωμένη;
Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν το στοχασμό σ' όλην την ιστορική διαδρομή του.
Ο Προμηθέας, όπως μας τον παρουσιάζει ο Αισχύλος, δηλαδή να σύρεται δεσμώτης απο το Κράτος και τη Βία στο βράχο του μαρτυρίου του,
ως αν διδαχθή την Διός τυραννίδα στέργειν, φιλανθρώπου δε παύεσθαι τρόπου,
είναι ίσως η πρώτη ιδεολογική εναντίωση στην άδικη και σκληρή εξουσία [10].
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή κορυφώνεται το δράμα του ευαίσθητου ανθρώπου, που δέν ανέχεται την ταπείνωση, την οποία υφίσταται απο την αλαζονική και υβριστική εξουσία, έτσι ώστε να αποδέχεται ακόμη και του θανάτου τη διέξοδο:
όστις γαρ εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς ζή, πώς όδ' ουχί κατθανών κέρδος φέρει; [11]
Ο φιλοσοφικός στοχασμός εκδηλώθηκε δίβουλος.
Ο Σωκράτης είναι χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της αμφιγνωμίας.
Και τούτο, γιατι, παρά τη βαθιά νομιμοφροσύνη που τον διέκρινε, δέ δίστασε δυό φορές να εκδηλώσει απροκάλυπτη πολιτική ανυπακοή:
Tην πρώτη φορά, όταν έτυχε να ασκεί τα καθήκοντα του Επιστάτη του Δήμου (κάτι ανάμεσα στον πρόεδρο της βουλής και στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τα σημερινά μέτρα) και η Εκκλησία του Δήμου ήθελε να αποφασίσει την άμεση εισαγωγή σε δίκη και καταδίκη σε θάνατο των στρατηγών, που είχαν νικήσει στη ναυμαχία των Αργινουσών, αλλά δέν είχαν περισυλλέξει τους Αθηναίους νεκρούς. Ενώ λοιπόν οι δημαγωγοί είχαν ξεσηκώσει το λαό,
οι δε πρυτάνεις φοβηθέντες ωμολόγουν πάντες προθήσειν (...)• ούτος δ' ουκ έφη, αλλ' ή κατα νόμον πάντα ποιήσειν [12].
Και
οργιζομένου μεν αυτώ του δήμου, πολλών δε δυνατών απειλούντων• αλλά περι πλείονος εποιήσατο ευορκείν ή χαρίσασθαι τω δήμω παρά το δίκαιον [13].
Τη δεύτερη φορά, μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, ο Σωκράτης,
ότε οι τριάκοντα [τύραννοι] προσέταττον αυτώ παρά τους νόμους τι, ουκ επείθετο [14].
Τον είχαν διατάξει να μεταβεί μαζί με άλλον εκπρόσωπο της Αθηναϊκής Πολιτείας στην Αίγινα και ν' αξιώσει την έκδοση των δημοκρατικών Αθηναίων που είχαν αυτοεξοριστεί εκεί. Κι εκείνος, δίχως να απαντήσει στη διαταγή των τριάκοντα τυράννων, πήγε σπίτι του και αδιαφόρησε.
Όμως μέσα στο πλαίσιο της δικαιοκρατούμενης πολιτείας ο Σωκράτης αποκρούει τη μή συμμόρφωση με τους νόμους, ακόμη και όταν αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την επίκληση του
οτι ηδίκει γαρ ημάς η πόλις και ουκ ορθώς την δίκην έκρινεν [15].
Έτσι διδάσκει - και αποδεικνύει την αξιοπιστία των λόγων του με την προσωπική του πορεία προς το θάνατο - οτι δέν είναι δυνατό
πόλις αρέσκοι άνευ νόμων.
Και οτι για τους νόμους δέν υπάρχει τρίτη λύση παρα μόνον ή να πείθουμε για να αλλάξουν, ή να υπακούομε:
δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν [16].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο στοχασμός και του Kant, ο οποίος υποστήριζε οτι είναι προδήλως αντιφατικό να προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη τη δυνατότητα αντίστασης στις επιταγές της, αφού διαφορετικά αυτοαναιρείται [17]. Έτσι παρατηρείται οτι η έννοια του δικαιώματος αντίστασης είναι έννοια εσωτερικά αντιφατική. Και τούτο, γιατι το δικαίωμα σημαίνει την εξουσία που ισχύει επειδή την παρέχει η έννομη τάξη• ενώ η αντίσταση σημαίνει τη (συχνά δυναμική) εναντίωση στις ρυθμίσεις και στις επιταγές αυτής της έννομης τάξης [18].
Πρόκειται για ενα επιχείρημα, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δεκτικό πειστικού αντιλόγου, δηλαδή όταν οι διοικητικές πράξεις είναι παράνομες ή οι νόμοι που ψηφίζει η βουλή είναι αντιστυνταγματικοί, εφόσον για αντικειμενικούς λόγους δέν υπάρχει περιθώριο γοργής και δραστικής δικαστικής παρέμβασης για την αποκατάσταση της έννομης τάξης που προσβάλλεται απο τα δικά της όργανα• ή, κάτι πολύ χειρότερο, όταν οι δικαστές αποφάνθηκαν κατ' εντολή. Η ελληνική εμπειρία έχει δείξει οτι όλα τα κόμματα εξουσίας εκτρέφουν φυτώριο κρατικών λειτουργών, και στα τρία επίπεδα της κρατικής εξουσίας, πρόθυμων για εξυπηρετήσεις, με άμεση αντιπαροχή ή με επενδύσεις σε μελλοντικές αποδόσεις [19].
Είναι μια διάσταση που αξίζει να μελετηθεί εγγύτερα, με στόχο να προταθούν κάποτε συγκεκριμένες πρακτικές λύσεις.
Στο πλαίσιο του ελληνικού θετικού δικαίου, το δικαίωμα αντίστασης, αναγνωρίζεται απο το άρθρο 120 § 4 του ελληνικού Συντάγματος αποκλειστικά και μόνο στην έκταση που γίνεται βίαιη κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και η προβαλλόμενη αντίσταση του πολίτη αποβλέπει στη συντήρηση της ισχύουσας συνταγματικής τάξης [20].
Πρόκειται για μια άτολμη και ημιτελής ρύθμιση. Και τούτο, γιατι οι θεσμοί του δημοκρατικού κράτους δικαίου δέν εκτροχιάζονται έξω απο τους κανόνες που το ρυθμίζουν δεσμευτικά, μόνον όταν κάποια ομάδα σφετεριστών της εξουσίας επιχειρεί δια της βίας να καταλύσει τη συνταγματική τάξη ολοκληρωτικά. Πιό συχνοί και γι' αυτό πιό απτά επικίνδυνοι είναι οι μικροί εκτροχιασμοί, τους οποίους επιχειρεί η κεντρική εξουσία με παράνομες διοιηκητικές πράξεις, με αντισυνταγματικούς νόμους και με ενσυνείδητα στρεβλές δικαστικές αποφάσεις.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι πρόδηλο οτι η αναγνώριση απο την έννομη τάξη δικαιώματος των πολιτών για αντίσταση δέν έχει το χαρακτήρα παροχής των μέσων αυτοκαταστροφής αυτής της έννομης τάξης, αλλά αποκατάστασής της με τον ξεσηκωμό της λαϊκής βάσης, που φέρεται ως πηγή κάθε εξουσίας μέσα στους κόλπους του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Βεβαίως η παρατήρηση τούτη δέν είναι ανεπίδεκτη αντιλόγου: Ναί μεν η αντίσταση αποβλέπει στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας ενος θεσμού που περιστασιακά και για ειδικό αντικείμενο παρεξέκλινε απο τους κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν την ισχύουσα έννομη τάξη• όμως, αφού δέν ακολουθείται η μόνη διέξοδος, την οποία παρέχει η έννομη τάξη, δηλαδή της προσφυγής σε δικαστήρια, εξοπλισμένα με εγγυήσεις ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης, τότε η αντίσταση συνιστά μορφή αυτοδικίας. Και αυτή δέν μπορεί να είναι δραστική, παρά μόνον άν ο εναντιούμενος είναι ισχυρότερος απο τον αδικούντα. Αλλά με πρόδηλο τον κίνδυνο να πρέπει ο ίδιος να κρίνει, και μάλιστα δίχως τις εγγυήσεις της δικανικής διαλεκτικής, οτι ο ίδιος είναι ο αδικούμενος και ο στόχος του είναι ο αδικών. Δίχως καμιά περαιτέρω εγγύηση οτι θα αρκεστεί στην αποκατάσταση της αδικίας, που κατα τη δική του αυθαίρετη, ή έστω μή τεκμηριωμένη, κρίση έχει υποστεί, και ότι δέ θα θελήσει να προχωρήσει και να αντλήσει περαιτέρω ωφελήματα απο την πλεονεκτική θέση που του εξασφάλισε η δική του υπεροχή δύναμης.
Μολοντούτο ο σύγχρονος φιλοσοφικός και νομικός στοχασμός αποδέχεται, ως θεμιτές, ορισμένες μορφές αντίστασης.
Ο γερμανός ποινικολόγος και φιλόσοφος του δικαίου Arthur Kaufmann παρατηρεί οτι δέν υπάρχει κράτος δικαίου, που να είναι απαλλαγμένο απο τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε κράτος αδίκου. Και όταν πιά θα έχει εγκαθιδρυθεί μια τυραννία, είναι ήδη πολύ αργά για αποτελεσματική αντίσταση. Για το λόγο τούτο είναι θεμιτή η αντίσταση κατά της περιστασιακής παρεκτροπής του κράτους δικαίου σε κράτος αδίκου.
Με δύο όμως επιφυλάξεις, δηλαδή οτι η αντίσταση: - πρώτο, αποβλέπει στην ικανοποίηση του δικαίου, και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων• και, - δεύτερο οτι, ακόμη και όταν αρνείται να υπακούσει, πάντως δέν εκτρέπεται σε πράξεις βίας [21].
Ο αμερικανός στοχαστής R. Dworkin διακρίνει τις ακόλουθες τρείς βαθμίδες πολιτικής ανυπακοής [22] :
(α) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, όταν αυτή προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια του ήδη αντιστεκόμενου, στραπατσάροντας την ηθική αξία της προσωπικότητάς του•
(β) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, όταν αυτή προσβάλλει γενικώς τις θεμελιακές αρχές της δικαιοσύνης• και
(γ) αντίσταση κατά της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να πειθαναγκαστεί να αλλάξει πολιτική.
Για την πρώτη κατηγορία πολιτικής ανυπακοής ο Dworkin δέχεται οτι πρέπει να γίνεται ανεκτή απο την έννομη τάξη, εφόσον δέν εκτρέπεται σε πράξεις βίας.
Στη δεύτερη κατηγορία, η ελαστικότητα της έννομης τάξης προϋποθέτει οτι έχουν προηγουμένως εξαντληθεί ανεπιτυχώς όλες οι νόμιμες δυνατότητες για να μεταπειστεί η κρατική εξουσία να αλλάξει την άδικη πολιτική που ακολουθεί.
Αντιθέτως στο επίπεδο της τρίτης απο τις προαναφερόμενες βαθμίδες πολιτικής ανυπακοής, ανατρέπεται κατα τον Dworkin η θεμελιακή δημοκρατική αρχή, δηλαδή οτι κάθε χώρα κυβερνάται απο την πλειοψηφία, και όχι απο δυναμικές μειοψηφίες. Για το λόγο τούτο, παρατηρεί, δέν μπορεί να υπάρχει κανένα περιθώριο νομιμοποίησης της προβαλλόμενης αντίστασης.
Η πιεστικότητα του ερωτήματος του Rawls, σε ποιό σημείο η υποχρέωση υπακοής στους νόμους, τους οποίους ψηφίζει η πλειοψηφία, παύει να είναι δεσμευτική, ενόψει του δικαιώματος καθενός να υπερασπίζεται τις ελευθερίες του και να αντιστέκεται στην αδικία, γίνεται ιδιαίτερα φανερή μπροστά στην ολοένα και εντονότερη δυναμική του εργατικού κινήματος.
Αυτής της δυναμικής κατάκτηση είναι η αναγνώριση απο την έννομη τάξη του δικαιώματος απεργίας, και μάλιστα, όχι μόνον της απεργίας διαμαρτυρίας, αλλά και της πολιτικής, δίχως να παραβλέπεται και η ανεκτικότητα προς τις καταλήψεις εγκαταστάσεων και χώρων εργασίας [23].
Σε αντίθεση προς άλλες έννομες τάξεις, όπως η αμερικανική, η ελληνική έννομη τάξη δέν παρέχει διακριτική ευχέρεια στον εισαγγελέα, αναφορικά με το άν θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του δράστη ορισμένης εγκληματικής πράξης. Συνακόλουθα όσοι πολιτικοί, κάτω απο τις ανάγκες και τις πιέσεις της εκλογικής αγοράς, συνιστούν ορισμένες φορές σε εισαγγελικούς λειτουργούς να απέχουν απο επεμβάσεις σε περιπτώσεις που διαπράττονται ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο εκδηλώσεων πολιτικής ανυπακοής, όπως σε περιπτώσεις κατάληψης δημόσιων υπηρεσιών, σχολείων ή αποκλεισμού των δρόμων, εξωθούν τους εισαγγελικούς λειτουργούς στην εκ μέρους τους διάπραξη του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας.
Ασφαλώς ο πολιτικός κόσμος δικαιούται να εκτιμά οτι δέν επιτρέπεται να κινείται ποινική δίωξη μαζικώς εναντίον του μεγάλου πλήθους. Όμως, άν όντως επιθυμεί να υπάρχουν περιθώρια ελαστικότητας, τότε οφείλει να θεσπίσει με σαφήνεια σχετικό νόμο, με την αυτονόητη αναδοχή και του αντίστοιχου πολιτικού κόστους έναντι εκείνου του τμήματος της κοινωνίας, που κάθε τόσο ελεεινολογεί πως δέν υπάρχει πιά κράτος• και πως η διάλυση αυτού του οικτρού μορφώματος μή κράτους συνεχώς κατρακυλά απο το κακό στο χειρότερο. Κάτω απο τα εκτυφλωτικά φώτα και την αχολογή των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όμοια όπως, μετά την ολέθρια έκβαση του πελοποννησιακού πολέμου, οι άφρονες Αθηναίοι
τα τείχη κατέσκαπτον υπ' αυλητρίδων πολλή προθυμία, νομίζοντες εκείνην την ημέραν τη Ελλάδι άρχειν της ελευθερίας [24].
3. Τελικό πόρισμα
Οι προβληματισμοί που σκιαγραφήθηκαν και οι σκέψεις που συνοψίστηκαν δείχνουν να οδηγούν στο ακόλουθο δίπτυχο τελικού πορίσματος: (α) οτι σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατα τις γενικώς αποδεκτές δικαιικές αρχές, ακόμη ενδεχομένως και στο πλαίσιο κατάλληλης ερμηνευτικής προσέγγισης διατάξεων του θετικού μας δικαίου, πρέπει να αναγνωρίζεται δικαστικώς δικαίωμα πολιτικής ανυπακοής, δηλαδή δικαίωμα δυναμικής εναντίωσης, δίχως προσφυγή σε πράξεις βίας, σε περιστασιακές παρεκτροπές των οργάνων της κρατικής εξουσίας απο τους κανόνες και τις αρχές του κράτους δικαίου, εφόσον δέν είναι δυνατή η άμεση και δραστική αποκατάσταση της ανωμαλίας διαμέσου της δικαστικής οδού• και (β) οτι, για την περαιτέρω οριοθέτηση αυτού του κατ' αρχήν δικαιώματος, ο φιλοσοφικός και νομικός στοχασμός δέν έχει ακόμη καταλήξει σε ώριμες λύσεις, που να μπορούν να γίνουν γενικώς αποδεκτές.
Ο προβληματισμός μας λοιπόν δέν καταλαγιάζει με την τελευταία σελίδα αυτού του τόμου, ούτε με την πανηγυρική κατάληξη του σχετικού συνεδρίου μας. Απλώς μπορέσαμε να ευαισθητοποιηθούμε με περισσότερη τεκμηρίωση και να έχουμε πλούσια ερεθίσματα για περαιτέρω γόνιμο στοχασμό. Ο διάλογος μένει μετέωρος για περαιτέρω προώθηση.
Οπωσδήποτε όμως η αντίσταση στην κρατική αυθαιρεσία δέν είναι μόνο δικαίωμα. Είναι και ηθικό χρέος του υπεύθυνου πολίτη - πολύ περισσότερο του σκεπτόμενου ανθρώπου.
Άνθρωποι, με εντονότερη ευαισθητοποίηση στα μηνύματα των καιρών, και με το συνακόλουθο τραγικό προνόμιο να κινούνται μιά - δυό δεκαετίες πιό μπρός απο τις κατασταλαγμένες κοινωνικές αντιλήψεις, θα υπάρχουν πάντοτε, πρόθυμοι να υποστούν τη θυσία της προσωπικής τους περιπέτειας, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο της αντίστασης στις εκάστοτε νέες μορφές προσβολών των αρχών της δικαιοσύνης.
Ο μύθος του Προμηθέα Δεσμώτη δέν αναβιώνει μόνο στις θεατρικές παρουσιάσεις της ωραίας τραγωδίας του Αισχύλου. Τον βιώνουν εξ ίσου τραγικά όσοι δέ δέχονται να σκύβουν το κεφάλι και να συμβιβάζονται για χάρη της απόλαυσης των αγαθών, που η Κίρκη του κατεστημένου αφειδώς υπόσχεται στους πρόθυμους να ενδώσουν στα θέλγητρά της.
Η σταθερή ιστορική εμπειρία έχει δείξει οτι η μοναξιά ή ακόμη και η προσωπική περιπέτεια όσων βρέθηκαν να στοχάζονται μπροστά απο την εποχή τους, δέν έμεινε άκαρπη. Οι νέες ιδέες ζυμώνονται μέσα στην κοινωνική κινητικότητα και ωριμάζουν - άλλοτε αργόσυρτα, στην εποχή μας, εποχή κυριαρχίας των τηλεπικοινωνιών, με γοργότατους ρυθμούς.
Και τότε πιά, αντιλήψεις, που είχαν πρωτογνωρίσει δυσπιστία ή και απροκάλυπτη αποστροφή, έχουν γίνει κοινό κτήμα, έτσι που περίπου να θεωρείται κοινοτοπία η όψιμη προσπάθεια ανάλυσης ή, πολύ περισσότερο, υπεράσπισης εκείνων των άλλοτε αιρετικών θέσεων.
Αυτή η καθόλου αστήριχτη αισιοδοξία μπορεί και πρέπει να συνοδεύει όσα κενά άφησε μετέωρα η προκείμενη προσπάθεια εντοπισμού των ορίων του δικαιώματος της αντίστασης.
________________________________________
[1] Κάποτε, στην παρατήρησή μου, οτι αγαπητός νεότερος συνάδελφος, παλιός μαθητής μου, είναι ενα κομμάτι μάλαμα, μου αντιπαρατηρήθηκε: «Ναί, αλλά έκανε το λάθος να απλώσει τη δραστηριότητά υπερβολικά, με αποτέλεσμα το κομμάτι απο συμπαγή χρυσό να γίνει απλή χρυσόσκονη που ασθενικά καλύπτει μιαν εκτεταμένη επιφάνεια
[2] Σκηνή απο αυτήν την τιτανομαχία εικονίζει η ωραία ερυθρόμορφη κύλικα (γύρω στα 420 με 400 π.Χ.) που κοσμεί το εξώφυλο αυτού του τόμου και επελέγη ως σήμα του συνεδρίου της Σύρου.
[3] Είχα διατυπώσει κάποτε σε πολιτική προσωπικότητα, με κοινή αποδοχή της εντιμότητας και της φρόνιμης κρίσης της, την απορία, γιατί τόσοι πολλοί τόσα πολλά δαπανούν σε προεκλογικές εκστρατίες, προκειμένου να εκλεγούν βουλευτές• και τόσες ταπεινώσεις της προσωπικότητάς τους υπομένουν, προκειμένου να επιλεγούν ως υπουργοί• αφού γνωρίζουν οτι ο ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός, που δέν επαρκεί δίχως εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό ούτε κάν για την τακτική πληρωμή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δέ θα τους αφήσει κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε βελτίωση της κρατικής οργάνωσης. Και, με μελαγχολική ειλικρίνεια, μου είχε επιστηθεί η προσοχή στο οτι η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας αποφέρει άλλα, αφανή έσοδα και ωφέλη.
[4] Αναξίμανδρος, Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, B 1. Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο ελληνικού και συνακόλουθα ευρωπαϊκού φιλοσοφικού στοχασμού.
[5] Δηλαδή όχι απλώς κάποιου μεμονωμένου ιδεολόγου αντιεξουσιαστή.
[6] Πλούταρχος, Ηθικά, ΙΙ - λακωνικά αποφθέγματα, 39.
[7] Πλούταρχος, ο.π. 41.
[8] Diels - Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, I 1992, 469, 15. Έτσι όμοια και Αντιφών : αναρχίας δ' ουδέν κάκιον ανθρώποις, (Diels - Kranz, ο.π. ΙΙ, 365, 10-11, καθώς και Σοφοκλής, Αντιγόνη, 672.
[9] Αισχύλος, Ευμενίδες, 526 - 530.
[10] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο, Γιατρομανωλάκη, Το δικαίωμα της αντιστάσεως στην Τραγωδία - μια συζήτηση.
[11] Σοφοκλής, Αντιγόνη, 463-464.
[12] Ξενοφών, Ελληνικά, Ι 7,15.
[13] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Ι 2,18, πρβλ. και IV 4,2.
[14] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, IV 4,3.
[15] Πλάτων, Κρίτων, XI c.
[16] Πλάτων, ο.π.
[17] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Τσακιράκη, Πολιτική ανυπακοή.
[18] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Μανωλεδάκη, Το δικαίωμα της αντίστασης στο πλαίσιο του ισχύοντος ποινικού δικαίου.
[19] Οι διαιτησίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι υπουργικές επιλογές αθλητικών δικαστών στη διάρκεια κρίσιμων ποινικών δικών, καθώς και οι κυβερνητικές επιλογές της ηγεσίας των δικαστικών σωμάτων απο το υπουργικό συμβούλιο μπορούν να συμβάλουν στην καλλιέργεια τέτοιων φυτωρίων.
[20] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Σπυρόπουλο, Το δικαίωμα αντιστάσεως - νομικές όψεις ενος φιλοσοφικού θέματος.
[21] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Σπινέλλη, Δικαίωμα αντίστασης και ποινικό δίκαιο.
[22] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Παπαρρηγόπουλο, Τρείς αγγλοαμερικανοί φιλόσοφοι για την πολιτική ανυπακοή: Raz, Dworkin, Rawls.
[23] Βλ. σ' αυτόν τον τόμο Λεβέντη, Μορφές αντίστασης στο πλαίσιο των εργατικών αγώνων, καθώς και την παρέμβαση των Λ. Ντάσιου και Δ. Μπάστα, Το δικαίωμα της αντίστασης στο εργατικό δίκαιο.
[24] Ξενοφών, Ελληνικά, Β' 23.
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=24186