ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ : “Ο ΧΡΟΝΟΣ” ΔΕΥΤΕΡΑ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 1999
Απαντήσεις σε επισημάνσεις αναγνωστών για το αρχαιολογικό συμπόσιο
“Έλληνες και Θράκες στην Θράκη του Αιγαίου”
“ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΟ”
Το Θέμα του Ιστορικού και Αρχαιολογικού Συμποσίου οι Έλληνες και Θράκες στη Θράκη Του Αιγαίου που οργανώθηκε με επιτυχία στην Κομοτηνή (19-21 Μαρτίου1999) στη μνήμη του Εφόρου Αρχαιοτήτων Βαγγέλη Πεντάζου, προκάλεσε τις αντιδράσεις μη ειδικών επιστημόνων και συγκεκριμένα του ‘Κέντρου Μελετών Ελληνικής Χερσονήσου του Αίμου και Αλυτρώτων• Ελλήνων: Μεγάλης Ελλάδος-Μικράς Ασίας- Βόρ. και Ανατ. Θράκης - Πόντου-Β. Ηπείρου-Β. Μακεδονίας-Κύπρου” καθώς και του Διευθυντή του Περιοδικού Ενδοχώρα κ. Γιάννη Χ. Κουριανίδη. Το Κέντρο απέστειλε εκτεταμένη διαμαρτυρία προς τον Διοικητή του Δ Σώματος Στρατού, τους Αστυνομικούς Διευθυντές, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Μητροπολίτες Ελλάδος και Κύπρου, τον Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης, τον Υπουργό Πολιτισμού, τον Γεν. Γραμματέα Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, τον Πρύτανη του Δ.Π.Θ., Προέδρους Δικηγορικών Συλλόγων, Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, Διευθυντές εφημερίδων, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς κλπ. Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ της Πέμπτης 18 Μαρτίου1999, υπογράφεται από την Αιμιλία Λαδοπούλου, πρόεδρο της Ενώσεως Κομοτηναίων και τον κ. Γεώργιο Β. Μπολγουρά, δικηγόρο, Διευθυντή του Κέντρου Μελετών Ελληνικής Χερσονήσου του Αίμου και Αλυτρώτων Ελλήνων.
0 Γ. Χ. Κουριανίδης δημοσίευσε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ της Παρασκευής 19 Μαρτίου1999 με τίτλο: “Η “Θράκη του Αιγαίου” και η επιστημονική αβελτηρία”.
Η Θράκη του Αιγαίου
Στα παραπάνω δημοσιεύματα επικρίνεται η διάκριση Ελλήνων και θρακών και ο όρος “Θράκη του Αιγαίου” Χαρακτηρίζεται ως αντεθνικός. Είναι προφανές ότι συγχέουν την Αρχαία Θράκη με τη νεότερη Θράκη και την ιστορία των αρχαίων θρακικών φύλων με την ιστορία της Θράκης των βυζαντινών και νεότερων χρόνων.
Ο όρος “Θράκη του Αιγαίου” ή “Αιγαιακή Θράκη” έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν για να δηλώσει το τμήμα της αρχαίας Θράκης που αντιστοιχεί σήμερα στην ελληνική Θράκη. Στα σχετικά μάλιστα δημοσιεύματα προστίθενται πάντοτε, αν και είναι αυτονόητο, ότι η Θράκη του Αιγαίου αποτελεί μικρό τμήμα του εκτεταμένου χώρου της αρχαίας Θράκης, τα όρια της οποίας έφταναν από το Αιγαίο ως το Δούναβη και από τη Μακεδονία ως τον Ελλήσποντο, το Βόσπορο και τον Εύξεινο Πόντο. Έχει καθαρά γεωγραφική σημασία, όπως οι όροι Βόρεια Θράκη, Ανατολική Θράκη, Θράκη του Πόντου, Θράκη του Ελλησπόντου, και αντιστοιχεί περίπου με την επαρχία Ροδόπης στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια. Η χρήση του όρου μας υπενθυμίζει επίσης τους πανάρχαιους δεσμούς της Θράκης με το Αιγαίο, το βόρειο τμήμα του οποίου ονομάστηκε για πρώτη φορά από τον Όμηρο Θρηίκιος πόντος και διατήρησε μέχρι σήμερα την ίδια ονομασία ως Θρακικό πέλαγος.
Τα θρακικά φύλλα και οι Έλληνες
Η επιστημονική άποψη για τα θρακικά φύλλα που στηρίζεται σε ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, έχει θεμελιωθεί με μόχθο από τους Έλληνες ερευνητές, ιστορικούς και αρχαιολόγους, παλαιότερους και νεότερους (Κ. Μ. Αποστολίδης, Α. Θ. Σαμοθράκης, Γ. Μπακαλάκης, Β.Παπούλια, Δ. Σαμσάρης, Χ. Κουκούλη, Π. Πάντος, Δ. Τριαντάφυλλος) και έχει επικρατήσει στην ελληνική και ξένη επιστημονική κοινότητα. Η άποψη αυτή έχει υιοθετηθεί από τους ξένους επιστήμονες, ιστορικούς και αρχαιολόγους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν αποδέχονται τις απόψεις των “ειδικών Θρακολόγων” της Βουλγαρίας.
Τα θρακικά φύλλα που εμφανίστηκαν στο Χώρο της Θράκης τον 11 αι. π.Χ. ήταν συγγενικά με τα άλλα ελληνικά φύλλα που εγκαταστάθηκαν νοτιότερα. Πριν αρχίσουν οι μετακινήσεις τους, πρέπει να ζούσαν στην ίδια αρχική κοιτίδα. 0 χωρισμός και η εγκατάστασή τους σε διαφορετικές περιοχές προκάλεσε με την πάροδο των αιώνων σημαντικές διαφοροποιήσεις στη γλώσσα, τη θρησκεία και την κοινωνική τους ζωή. Τα θρακικά φύλλα διέφεραν άλλωστε και μεταξύ τους και αυτό υπήρξε αιτία πολλών και συνεχών συγκρούσεων. Η γλώσσα τους, συγγενής της ελληνικής, εξελίχτηκε διαφορετικά και διέφερε από τη γλώσσα των ελληνικών φύλλων, όπως μαρτυρούν τα γλωσσικά κατάλοιπα που έχουν διασωθεί με ελληνικούς χαρακτήρες στις φιλολογικές πηγές και στις επιγραφές. Τη διαφορά των δυο γλωσσών μαρτυρεί ο Ξενοφώντας, ο οποίος, όταν συνάντησε το 400 π.Χ. το βασιλιά των Θρακών Σεύθη Β΄, χρειάστηκε διερμηνέα για να μιλήσει μαζί του (Κύρου Ανάβασις VII). Οι Θράκες δεν απέκτησαν ποτέ γραπτή γλώσσα. Όλα όσα είναι γνωστά για αυτούς, προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και επαναλαμβάνονται στη λατινική γραμματεία.
Στην ελληνική μυθολογία αναφέρονται συχνά πρόσωπα, θεοί, ήρωες, βασιλείς, μουσικοί και αοιδοί που κατάγονται από τη Θράκη ή σχετίζονται με τις περιοχές της. Η εικόνα που σχηματίζει κανείς διαβάζοντας τους ελληνικούς μύθους και τα ομηρικά έπη για τη Θράκη αυτής της εποχής, εμφανίζει ένα λαό με υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Τα αρχαιολογικά ευρήματα όμως που έχουν ανακαλυφθεί σε διάφορες περιοχές της Θράκης και ανήκουν στην ίδια εποχή, παρουσιάζουν την εικόνα ενός άλλου πολιτισμού των θρακικών φύλων που βασίζεται στις νομαδικές μετακινήσεις, στο κυνήγι, στις επιδρομές, στην κτηνοτροφία και τη γεωργία. Σχετικές αναφορές υπάρχουν άλλωστε και στις αρχαίες πηγές των ιστορικών χρόνων.
Η ίδρυση των ελληνικών πόλεων στα παράλια του Αιγαίου, του Ελλησπόντου, του Βοσπόρου και του Εύξεινου Πόντου από τον 7ο αι. π.Χ. είχε ως συνέπεια τη συνάντηση Θρακών και Ελλήνων στο χώρο της Θράκης. Πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός εξαιρετικής σημασίας που καθόρισε αποφασιστικά την κοινή Ιστορική τους πορεία και το οποίο μεταμόρφωσε τη Θράκη σε ένα από τα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού.
Οι ελληνικές αποικίες εκτός από τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξαν με τους ντόπιους κατοίκους, υπήρξαν κέντρα ακτινοβολίας και εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού. Από τις πρώτες επαφές άρχισε η διάδοση της ελληνικής παιδείας, της θρησκείας, της γλώσσας, της τέχνης και των θεσμών των ελληνικών πόλεων στα θρακικά φύλλα των παραλίων και στη συνέχεια της ενδοχώρας.
Οι βασιλείς των Οδρυσών Θρακών Τήρης, Σιτάλκης, Σεύθης, Ευρύζελμις, Κότυς, Κερσοβλέπτης, Αμάδοκος κ.α.. που κατόρθωσαν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν ισχυρό κράτος, χωρίς όμως να υποτάξουν ποτέ όλα τα θρακικά φύλλα, ανέπτυξαν τον 5ο και 4ο αι. π.χ. φιλικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις με την Αθήνα, τις άλλες ελληνικές πόλεις και τους βασιλείς των Μακεδόνων. Ευνόησαν την εγκατάσταση Ελλήνων στην ενδοχώρα της Θράκης. Βοήθησαν στη σύναψη μικτών γάμων και στη διάδοση της ελληνικής θρησκείας, της γλώσσας και της τέχνης. Αντέγραψαν τα νομίσματα των ελληνικών πόλεων, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα και γενικά προωθούσαν τον εξελληνισμό και τον εκπολιτισμό των υπηκόων τους.
Η συμβολή των Μακεδόνων στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Θράκη ήταν καθοριστική. Με την ίδρυση μεγάλων και μικρών αστικών κέντρων η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού προχώρησε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Από την εποχή αυτή οι Θράκες άρχισαν να δίνουν στα παιδιά τους ελληνικά ονόματα, να αλλάζουν τα ονόματα χωριών και πόλεων με ελληνικά, να μιμούνται τη ζωή των Ελλήνων και να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την ελληνική γλώσσα. Η αποκάλυψη μιας άγνωστης από τις πηγές θρακικής πόλης, της Σευθόπολης, που ήταν έδρα του βασιλιά των Οδρυσών Σεύθη Γ΄ (4ος αι. π.Χ.) απέδειξε πόσο ισχυρή ήταν η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην ενδοχώρα της Θράκης. Πρόκειται για μια τυπική ελληνική πόλη χτισμένη με το ιπποδάμειο σύστημα που είχε αγορά και ιερά αφιερωμένα σε θεούς ων Ελλήνων. Οι επιγραφές είναι γραμμένες στα ελληνικό, τα αγγεία, τα γλυπτά και τα άλλα αντικείμενα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, είναι όλα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε ο εξελληνισμός των Θρακών. Η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ήταν καθολική. Όλες σχεδόν οι επιγραφές από τα επίσημα κείμενα των Ρωμαίων ως τις απλές επιτύμβιες στήλες, που έχουν βρεθεί στο χώρο της Θράκης από το Αιγαίο ως το Δούναβη, είναι γραμμένες στην ελληνική γλώσσα. Σε όλες τις πόλεις της Θράκης, ακόμα και σε κείνες που ιδρύθηκαν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, επικρατούσαν οι Θεσμοί, τα αξιώματα, τα ήθη και έθιμα, οι αγώνες και οι γιορτές των Ελλήνων.
Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το κέντρο του ελληνισμού από την κεντρική και νότια Ελλάδα μεταφέρθηκε στη Μακεδονία και τη Θράκη. Το ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στηρίχθηκε στις μεγάλες δυνάμεις της Ανατολής, τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό και πολύ γρήγορα έχασε τη ρωμαϊκή του υπόσταση και μεταμορφώθηκε σε κράτος, στο οποίο επίσημη γλώσσα ήταν η ελληνική, επίσημη θρησκεία ήταν η χριστιανική και κυρίαρχη παιδεία η ελληνική. Τη δυναμική παρουσία του ελληνισμού διακήρυξε τον 3ο αι. μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που είχε γεννηθεί στη Θράκη : “Όσοι κατοικούμε στη Θράκη και την Ιωνία είμαστε απόγονοι των Ελλήνων”
Με τις απόψεις αυτές δε συμφωνούν οι Βούλγαροι Ιστορικοί και Αρχαιολόγοι. Διαρκής είναι η προσπάθειά τους να εμφανίσουν τους αρχαίους Θράκες ως ενιαίο έθνος με παράλληλη προς την ελληνική ιστορική πορεία, με δική τους μυθολογία, τη “θρακική μυθολογία”, με δική τους τέχνη, τη “θρακική τέχνη”, με δικό τους πολιτισμό, το “θρακικό πολιτισμό”. Στη συνέχεια προσπαθούν να τεκμηριώσουν τη γνωστή άποψή τους, ότι στοιχεία του “θρακικού πολιτισμού” μεταβιβάστηκαν στα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές των Θρακών και δια των Σλάβων πέρασαν και διατηρήθηκαν στο λαϊκό πολιτισμό των Βουλγάρων. Τέτοια στοιχεία προσπαθούν διαρκώς να ανιχνεύσουν μέσα στις λατρείες, τις δοξασίες και τα έθιμα του βουλγαρικού λαού οι ιστορικοί, λαογράφοι και εθνολόγοι της γειτονικής χώρας. Για τη διάδοση των απόψεών τους επινόησαν μάλιστα τον τεχνητό και παραπλανητικό όρο “Θρακολογία” ως ονομασία ενός ανεξάρτητου επιστημονικού κλάδου για την έρευνα και τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των αρχαίων Θρακών. Ο όρος όμως αυτός με κανένα τρόπο δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να αντικαταστήσει τους επαρκέστατους και επιστημονικούς όρους “αρχαιολογία της Θράκης” και “ιστορία της Θράκης”.
Το έργο των Αρχαιολόγων
Ο Γ. Χ. Κουριανίδης έθιξε εκτός των άλλων το θέμα της χρήσης οθωμανικών τοπωνυμίων στις επιστημονικές δημοσιεύσεις των Αρχαιολόγων. Η χρήση των σύγχρονων τοπωνυμίων είναι βασική προϋπόθεση για την ιστορική και αρχαιολογική τοπογραφία, Οι Αρχαιολόγοι γνωρίζουν ότι επιβάλλεται και εκ του νόμου η χρήση των ελληνικών τοπωνυμίων. Χρησιμοποιούν λοιπόν τα ελληνικά τοπωνύμια, όταν υπάρχουν, είναι αναγκασμένοι όμως να παραθέτουν και τα οθωμανικά τοπωνύμια σε παρένθεση, γιατί με αυτά είναι γνωστές ακόμα πολλές από τις αρχαιολογικές θέσεις, Υπάρχουν βέβαια και πολλά τοπωνύμια που δεν έχουν μετονομαστεί ποτέ από τις αρμόδιες κατά καιρούς επιτροπές.
Επειδή στα κείμενα των διαμαρτυρομένων θίγεται το θέμα της “εθνικής διάστασης” ή της “εθνικής παραμέτρου” στο έργο των Αρχαιολόγων και κατηγορούνται οι Αρχαιολόγοι για “επιστημονική αβελτηρία” είναι ανάγκη να σημειωθούν τα εξής: Η αρχαιολογική έρευνα, με την οποία ασχολούνται οι Αρχαιολόγοι στο χώρο της Θράκης, είναι οπωσδήποτε έργο εθνικής σημασίας, γιατί έχει ως στόχο την αποκάλυψη των μνημείων της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και συγχρόνως τη συμπλήρωση της μακραίωνης ιστορίας του ελληνισμού στη Θρακική γη.
Οι Αρχαιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά την εθνική σημασία του έργου τους, γι’ αυτό και οι περισσότεροι, χωρίς να είναι Θρακιώτες, αποφάσισαν ενσυνείδητα να έρθουν, να εγκατασταθούν, να ζήσουν και να εργαστούν επί χρόνια στο χώρο της Θράκης. Έχουν αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς με τη φύση, τα μνημεία και τους κατοίκους της περιοχής, αγαπούν τη Θράκη και αισθάνονται πραγματικοί Θρακιώτες. Ως επιστήμονες έχουν υποχρέωση να υπηρετούν ανεπηρέαστοι την επιστημονική αλήθεια, με την οποία υπηρετείται συγχρόνως και το εθνικό συμφέρον. Όσοι αμφιβάλλουν, ας θυμηθούν τα λόγια του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού: “Το ‘Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές”.
Οι Αρχαιολόγοι όμως και με άλλους τρόπους υπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Παράλληλα με το επιστημονικό τους έργο, ασχολούνται με τη διάδοση των ιστορικών και αρχαιολογικών γνώσεων και την προβολή της ιστορίας και των μνημείων της αρχαίας Θράκης. Έχουν οργανώσει πολλές ομιλίες και διαλέξεις σε Στρατιωτικές Μονάδες, Σχολεία, Δήμους και Κοινότητες. Ξεναγούν στο Μουσείο Κομοτηνής και στους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους μαθητές, φοιτητές, μέλη Συλλόγων, ξένους επιστήμονες και πολλούς άλλους επισκέπτες. Κάθε χρόνο παρουσιάζουν σε ειδικές αρχαιολογικές Συναντήσεις το αρχαιολογικό έργο του προηγούμενου χρόνου. ‘Έχουν οργανώσει με τη συνεργασία του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής το 2ο Διεθνές Συμπόσιο Θρακικών Σπουδών (Κομοτηνή 1992) με Θέμα “Αρχαία Θράκη”, στο οποίο πήραν μέρος πολιτικοί Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και πολλοί Βούλγαροι.
Στο Συμπόσιο παρουσιάστηκαν φιλολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά θέματα για την αρχαία Θράκη, έγιναν επιστημονικές συζητήσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τους ειδικούς επιστήμονες και προβλήθηκαν οι θέσεις των Ελλήνων επιστημόνων. Όλες οι επιστημονικές ανακοινώσεις έχουν δημοσιευτεί στους δυο τόμους των Πρακτικών που έχουν εκδοθεί.
Με την ευκαιρία επίσης του Συμποσίου έγινε στο Μουσείο Κομοτηνής Έκθεση αρχαιολογικών ευρημάτων με θέμα “Αρχαία Θράκη και ελληνικός πολιτισμός”. Πολλοί από τους αρχαιολόγους έχουν πάρει μέρος και έχουν κάνει ανακοινώσεις σε διάφορα συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με τη συνεργασία της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης έχουν παρουσιαστεί εκθέσεις αρχαιολογικών φωτογραφιών και εκμαγείων σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, οι οποίες συνοδεύτηκαν από σχετικές διαλέξεις για τους Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και τους ξένους επισκέπτες.
Θα υπενθυμίσουμε επίσης ότι κάθε χρόνο επί 2,5 μήνες Αρχαιολόγοι της Εφορείας μας διαμένουν στο βόρέιο Έβρο και διενεργούν ανασκαφές στις περιοχές Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Τριγώνου με σημαντικά αποτελέσματα. “Στρατοπεδευμένοι” κυριολεκτικά κοντά στις στρατιωτικές μονάδες της περιοχής, που προστατεύουν τα σύνορα του Έβρου, γίνονται και αυτοί φρουροί της πολιτιστικής κληρονομιάς και θωρακίζουν με το δικό τους τρόπο τα χώματα της Θράκης. Ορισμένοι από τους Αρχαιολόγους διαμένουν και εργάζονται επί μήνες στο ακριτικό νησί της Σαμοθράκης με στόχο την έρευνα και μελέτη πολλών σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων, αλλά και την αξιοποίηση και ανάδειξη του Ιερού των Μεγάλων Θεών. Άλλοι τέλος Αρχαιολόγοι έχουν αφοσιωθεί επί χρόνια στην έρευνα των μεγάλων ελληνικών πόλεων στα παράλια της Θράκης.
Για τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν και τους αγώνες που δίνουν καθημερινά οι Αρχαιολόγοι της Θράκης, με μοναδικό σκοπό να διασώσουν τα αρχαία μνημεία και να τα παραδώσουν αλώβητα στις επόμενες γενιές, δεν ζήτησαν ποτέ τον έπαινο και την επιβράβευση. Συνεχίζουν το δύσκολο και μοναχικό έργο τους με τη βεβαιότητα ότι επιτελούν στο ακέραιο το καθήκον τους όχι μόνο ως επιστήμονες και υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, αλλά και ως απλοί πολίτες, κάτοικοι της ακριτικής Θράκης. Δεν μπορούν όμως παρά να αγανακτούν και να διαμαρτύρονται, όταν δέχονται άδικες επιθέσεις, όπως με τα πρόσφατα δημοσιεύματα.
Με τα δεδομένα αυτά και έχοντας υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια τη “μαχόμενη αρχαιολογία” με συνεχή αφοσίωση και παρουσία στο χώρο της Θράκης, δηλώνουμε ότι δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε μαθήματα πατριωτισμού από ανθρώπους που ζουν στην Αθήνα, μακριά από τη Θράκη, εμφανιζόμενοι συγχρόνως ως υπερπατριώτες και αποκλειστικοί θεματοφύλακες των εθνικών μας δικαίων.
Διαμαντής Τριαντάφυλλος
Αρχαιολόγος, Προϊστάμενος ΙΘ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων
http://alex.eled.duth.gr/Htmlfiles/xronos/xronos15.htm