'Αρθρα Εσωτερισμού > Προτεινόμενα Βιβλία και Ταινίες από την ΑΜΡΑ

Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική

<< < (2/6) > >>

Rose:
Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι' κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα' μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, ορθιος.

Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.

Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ' ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

»Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.

»Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα' μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

»Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ' ακλούθα μου!

»Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

»Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

»Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

»Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους' να ζητάς συντρόφους!

»Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

»Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!

Rose:
Β' Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ' πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.

Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας' είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου' όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέταν όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε' πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας' κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας' στερέωσε το εσύ!

»Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!»

Δε φτάνει ν' ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστο μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο' να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα' ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο' αυτο είναι το δεύτερο σου χρέος.

Γιατι δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σόγιου σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σόγιου σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί' πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σόγιου του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να 'σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.

Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να 'ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!

»Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν' ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικια φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

»Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»

Rose:
Γ' Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει' μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων' άσπροι, κίτρινοι, μαύροι' χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα' πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.

Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.

Δεν ξέρει από που έρχεται και κατά που πάει. Μα θέλει, αγαπώντας, δουλεύοντας, σκοτώνοντας, να κυριέψει τη γης.

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτο σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε' φωνάζουμε βοήθεια!

Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται' μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη' η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο 'να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

Όλοι, χωρίς έλεος, κοιτάζουμε καταμπροστά, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες.

Σηκώσου απάνω από το πρόσκαιρο μετερίζι του κορμιού σου, κοίταξε πίσω τους αιώνες. Τι βλέπεις; Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα ανεβαίνουν από τη λάσπη ανταρεμένα. Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ανταρεμένα.

Σμίγουν μουγκρίζοντας οι δυό στρατοί σαν άντρας με γυναίκα και γίνουνται ένας βώλος αίμα, μυαλό και λάσπη.

Κοίταξε' οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές. Κι η γης παχαίνει από τη στάχτη, από τα αίματα κι από τα μυαλά των ανθρώπων.

Αρίφνητοι χάνουνται μεσοστρατίς, γεννιούνται και πεθαίνουν στείροι. Καταβόθρες ξαφνικά ανοίγουνται μες στο σκοτάδι, γκρεμίζουνται λαοί, προστάγματα δίχως συνοχή γρικιούνται μέσα στην ακατάστατη βουή, και το ανθρώπινο κοπάδι ταράζεται και σκορπίζει.

Ξαφνικά μαντεύουμε κάτωθε και γύρα μας και μέσα στην άβυσσο της καρδιάς μας τις τυφλές, αχόρταγες, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό δυνάμες.

Σ' ένα πέλαγο τρικυμισμένο αρμενίζουμε, το νιώθουμε σε μιαν κίτρινη αστραπή, σ' ένα τσόφλι μπιστευτήκαμε τα πλούτη μας, τα παιδιά και τους θεούς μας.

Κύματα σκοτεινά, πηχτά, όλο αίματα οι αίώνες ανεβοκατεβαίνουν. Η κάθε στιγμή είναι μια άβυσσο που ανοίγει.

Αγνάντευε το σκοτεινό πέλαγο χωρίς να τρεκλίζεις, κοίταζε κατάματα την άβυσσο, κάθε στιγμή, χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Μα δε φτάνει' κάμε ένα βήμα ακόμα' πολέμησε να δώσεις νόημα στ' ασυνάρτητα παλέματα του ανθρώπου.

Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα. Ανακύκλωνε σ' έναν αιώνα, υστέρα σε δυο αιώνες, υστέρα σε τρεις, σε δέκα, σε όσους αιώνες αντέχεις, την πορεία του ανθρώπου. Γύμναζε το μάτι σου να θεάται να κινούνται λαοί σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Βυθίζου στ' όραμα τούτο με υπομονή, με αγάπη κι υψηλή αφιλοκέρδεια' ωσότου αγάλια εντός σου ο κόσμος ν' ανασάνει: να φωτιστούν οι αγωνιζόμενοι, να σμίξουν στην καρδιά σου και ν' αναγνωριστούν αδερφοί.

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ' όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστήριου' τ' άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις Ιδέες' δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.

Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση' κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ' ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν' ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν' αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.

Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.

Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται. Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων, συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο' πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα» ένα ζώο, μιαν Ιδέα.

Έρχουνται σεισμοι, το νησί σαλεύει, μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει από τ' ανήλιαγα κύματα.

Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.

Απ' όλες τούτες τις γενεές, άπ' όλες τις δυστυχίες και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους, από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια' αγνή και γαλήνια, γιατι περιέχει όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.

Μέσα απ' όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί.

Να σωθεί από ποιόν; Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά κι από τα φρένα του ανθρώπου.

Κύριε, ποιος είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.

Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!

Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις!

Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ' όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν' αναπνέψω' ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ!

Κύριε, γιατι τρέμεις;

Φοβούμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει' μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει. Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!

Rose:
Δ' Η ΓΗΣ

Δε φωνάζεις εσύ. Δε φωνάζει η ράτσα σου μέσα στο εφήμερο στήθος σου. Δε φωνάζουν μονάχα οι άσπρες, οι κίτρινες, οι μαύρες γενεές των ανθρώπων στην καρδιά σου. Η Γης αλάκερη, με τα νερά και τα δέντρα της, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και τους θεούς της μέσα στο στήθος σου φωνάζει.

Ανασηκώνεται η Γης μέσα στα φρένα σου και θωράει για πρώτη φορά αλάκερο το σώμα της.

Ανατριχιάζει' είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της 'φυτά, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες' τ' αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα.

Θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της. Μέσα στην καρδιά μου το μνημονικό της ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό.

Δεν είναι τούτη η καρδιά που πηδάει και χτυπάει μέσα στο αίμα. Είναι η Γης αλάκερη. Στρέφεται πίσω της και ξαναζεί το φοβερό ανηφόρισμά της στο χάος.

Θυμούμαι μιαν ατέλειωτη ερημιά από άναρχη φλεγόμενη ύλη. Καίγουμαι! Περνώ τον άμετρο ανοργάνωτο καιρό, ολομόναχος, απελπισμένος, κραυγάζοντας στην έρημία.

Κι αργά η φλόγα καταλαγιάζει, η μήτρα της ύλης δροσερεύει, ζωντανεύει η πέτρα, και θρύβεται' κι ανεβαίνει τρέμοντας στον αγέρα ένα μικρό, πράσινο φύλλο. Πιάνεται από το χώμα, στερεώνεται, σηκώνει το κεφάλι του και τα χέρια, αρπάζει τον αγέρα, το νερό, το φως, αρμέγει το Σύμπαντο.

Αρμέγει το Σύμπαντο και θέλει να το περάσει από το λιγνό σαν την κλωστή κορμί του και να το κάμει ανθό, καρπό και σπόρο. Να το κάμει αθάνατο.

Ανατριχιάζει η θάλασσα, σκίζεται σε δυο, κι ανεβαίνει από το λασπερό βυθό της ένα λιμασμένο, ανήσυχο, αόμματο σκουλήκι.

Νικήθηκε το βάρος, ανασηκώθηκε η πλάκα του θανάτου, προβαίνουν γιομάτα έρωτα και πείνα οι στρατιές τα δέντρα και τα ζώα.

Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ' ευδαιμονία τη λάσπη' μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι' ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου.

Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο.

Έκαμα τον άνθρωπο, και τώρα μάχουμαι να τον ξεκάμω!

«Δε χωρώ! Δε χωρώ! Θέλω να ξεφύγω!» Η κραυγή τούτη αιώνια ρήμαζε και κάρπιζε τα σωθικά του κόσμου. Πηδούσε από σώμα σε σώμα, από γενεά σε γενεά, από είδος σε είδος, ολοένα πιο σαρκοβόρα και πιο δυνατή. Όλοι οι γονιοί φωνάζουν: «Θέλω να γεννήσω γιον ανώτερο μου!»

Στις φοβερές στιγμές που η Κραυγή περνάει από το κορμί μας, νιώθουμε μιαν προανθρώπινη δύναμη ανήλεη να μας σπρώχνει. Ένα χείμαρρο βουερό, λασπερό από πίσω μας, γιομάτο αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, αλαλαγμούς χαράς, ηδονής και θανάτου.

Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.

Και τώρα μονάχα εμείς, νογώντας πίσω μας την έφοδο, θαμπά αρχινούμε και μαντεύουμε γιατί πάλευαν, γεννούσαν και πέθαιναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανοργάνωτη εφεδρεία.

Έλεος, ευγνωμοσύνη και σέβας μας κυριεύει για τους παλιούς μας συντρόφους στη μάχη. Δούλευαν, αγαπούσαν και πέθαιναν για ν' ανοίξουν το δρόμο να περάσουμε.

Όμοια κι εμείς, μέσα στην ίδια ηδονή, παράφορα κι αγωνία, δουλεύουμε για κάποιον Άλλον, που σε κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι ένα βήμα.

Όλος μας ο αγώνας θα 'χει πάλι ένα σκοπό ανώτερο μας, όπου θα χρησιμέψουν και θ' αγιάσουν οι μόχτοι μας, οι αθλιότητες και τα εγκλήματα.

Μια έφοδο είναι τούτη! Μια πνοή χιμάει, τρικυμίζει, καρποβολάει την ύλη, περνάει τα ζώα, δημιουργάει τον άνθρωπο, πιάνεται από πάνω του σαν όρνιο αρπαχτικό και στρηνιάζει.

Είναι η σειρά μας! Μας δουλεύει, κατεργάζεται εντός μας την ύλη και την κάνει πνέμα, πατάει το μυαλό μας, πηδάει καβάλα στο σπέρμα και μάχεται, κλοτσώντας πίσω το κορμί μας, να ξεφύγει.

Σα να 'ναι όλη η ζωή ετούτη τ' ορατό αιώνιο κυνήγι ενός αόρατου Γαμπρού, που κυνηγάει από κορμί σε κορμί την αιωνιότητα, την αδάμαστη Νύφη.

Κι εμείς, όλο το ψίκι της γαμήλιας πομπής, φυτά, ζώα, άνθρωποι, χιμούμε τρέμοντας προς τη μυστική παστάδα. Και καθένας κρατάει με δέος τα ιερά σύμβολα του γάμου' άλλος το Φαλλό, άλλος τη Μήτρα.

Rose:
ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Άκουσες την Κραυγή και κίνησες. Πέρασες από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες του στρατευόμενου ανθρώπου.

Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις.

Στρατοπέδεψες στη ράτσα σου,' γιόμωσες χέρια και καρδιές, ανάστησες με το αίμα σου τους φοβερούς προγόνους και κίνησες μαζί με τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τους αγέννητους να πολεμήσεις.

Και μονομιάς όλες οι ράτσες κίνησαν μαζί σου, το ίερό στράτεμα του ανθρώπου ανασυντάχτηκε ξοπίσω σου, όλη η γης βούισε σα στρατόπεδο.

Ανέβηκες, κι από αψηλή κορφή αλάκερο το σχέδιο της μάχης διακλαδώθηκε μέσα στους γύρους του μυαλού σου κι όλες οι αντιμαχόμενες εκστρατείες έσμιξαν στο μυστικό στρατόπεδο της καρδιάς σου.

Κι από πίσω συντάχτηκαν τα ζώα και τα φυτά, σα μεταγωγικά στα μαχόμενα μπροστά στρατέματα του ανθρώπου.

Τώρα η Γης αλάκερη πιάστηκε απάνω σου, έγινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στο χάος.

Πώς να πολιορκήσω με λόγια το φοβερό τούτο δράμα; Σκύβω στο χάος κι αφουκράζουμαι. Ένας ανεβαίνει αγκομαχώντας μυστικό, επικίντυνο ανήφορο.

Μοχτάει, αγωνίζεται με πείσμα ν' ανηφορίσει. Μα βρίσκει εμπόδιο αντίδρομή του ορμή: Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυστικό, καλόβολο πολύ κατήφορο.

Η Πνοή, μέσα στο ρέμα το πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μια στιγμή' όσο βαστάει κάθε ζωή' σοζυγιάζουνται οι δυο αντίδρομες επιθυμίες.

Να πώς γεννιούνται τα κορμιά, να πώς δημιουργιέται ο κόσμος κι ισορροπούνε μέσα στα ζωντανά οι δυο αντιστρατευόμενες δυνάμες.

Μια στιγμή, τον Ένα που ανηφορίζει τον περιτυλίγει σφιχτά ένα σώμα αγαπημένο, το σώμα του, και του αργοποράει το ανέβασμα. Μα γρήγορα, με τον έρωτα, με το θάνατο, του ξεφεύγει. Κι εξακολουθεί την πορεία.

Πατάει το άψυχο, πλάθει το φυτο και το γιομώνει. Στρατοπεδεύει αλάκερος' αλάκερος, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Ανασηκώνεται λίγο, αναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στα φυτά όσο βάρος, όση νάρκη κι ακινησία μπορεί, αλαφρώνει και πηδάει, αλάκερος πάλι, πιο πέρα και πιο πάνω, δημιουργώντας τα ζώα, και στρατοπεδεύει αλάκερος στα νεφρά τους.

Αλάκερος, πάλι, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Τα σώματα αναπνένε, θρέφουνται, ταμιεύουν δυνάμες, και σε μια στιγμή ερωτική συντρίβουνται, ξοδεύουν τα πάντα κι αδειάζουν, για ν' αφήσουν στο γιο την ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Την ορμή προς τ' απάνω!

Λαγαρίζεται αργά, με αγώνα, ανάμεσα από τα κορμιά τους, παρατάει πάνω τους όσα πάθη, όση σκλαβιά, ανημποριά και σκοτάδι μπορεί.

Κι ανασηκώνεται πάλι, πιο ανάλαφρος, και χιμάει να ξεφύγει' κι η ορμή τούτη για την ελευτερία, παλεύοντας με την ύλη, αργά δημιουργάει την κεφαλή του ανθρώπου.

Και τώρα, το νιώθουμε με τρόμο, μάχεται πάλι να ξεφύγει από πάνω μας, να μας παραπετάξει με τα φυτά και τα ζώα, να πηδήξει πιο πέρα. Ήρθε χαρά και πίκρα μεγάλη! η στιγμή να παραπεταχτουμε κι εμείς, οι πρωτοπόροι, στην εφεδρεία.

Πίσω από τη ροή του κορμιού και του μυαλού μου, πίσω από τη ροή της ράτσας μου και των ανθρώπων, πίσω από τη ροή των ζώων και των φυτών, βλέπω τρέμοντας τον Αόρατο που πατάει όλα τα ορατά κι ανεβαίνει.

Και κάτω από τη βαριά, αίματωμένη του πατούσα γρικώ όλα τα ζωντανά να συντρίβουνται.

Αγέλαστο είναι το πρόσωπο του, βουβό, σκοτεινό, πέρα από τη χαρά κι από τη θλίψη, πέρα από την ελπίδα.

Τρέμω. Είσαι συ ο Θεός μου; Το σώμα σου είναι γιομάτο μνήμη. Σαν ένας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες με αλλόκοτα δέντρα και μαλλιαρούς δράκους, μ' αιματερές περιπέτειες, με κραυγές και χρονολογίες τα μπράτσα σου και το στήθος.

Κύριε, Κύριε, μουγκαλιέσαι σα ζώο! Τα πόδια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' τα χέρια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' βαριά σα μυλόπετρα είναι τα σαγόνια σου κι αλέθουν.

Πιάνεσαι από τα δέντρα, από τα ζώα, πατάς τον άνθρωπο, φωνάζεις. Ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και τρέμεις.

Που πας; Πληθαίνει ο πόνος, πληθαίνει το φως και το σκοτάδι. Κλαις, πιάνεσαι απάνω μου, θρέφεσαι με το αίμα μου, αντρειεύεις και λαχτίζεις την καρδιά μου. Σε κρατώ στο στήθος μου, σε φοβούμαι και σε σπλαχνίζουμαι.

Σα να θάψαμε Κάποιον που τον θαρρούσαμε νεκρό και τώρα τον ακούμε μέσα στη νύχτα να φωνάζει: Βοήθεια! Κι ανασηκώνει με αγώνα την ταφόπετρα, την ψυχή και το κορμί μας, όλο πιο αψηλά, όλο πιο λεύτερα αναπνέοντας.

Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθε Ιδέα είναι η βαριά του ταφόπετρα και την ανασηκώνει. Και το κορμί μου κι όλος ο κόσμος που αγναντεύουμε, ουρανός και γης, είναι η ταφόπετρα, κι ο Θεός αγωνίζεται να την ανασηκώσει.

Τα δέντρα φωνάζουν, τα ζώα, τ΄ άστρα: Χανόμαστε! Δυο χέρια, μεγάλα ίσαμε τον ουρανό, πετιούνται από κάθε ζωντανό και ζητούν βοήθεια.

Με τα γόνατα κλειδωμένα στο πιγούνι, με τα χέρια απλωμένα κατά το φως, με τις πατούσες των ποδιών στη ράχη, ένα κουβάρι, στριγμώνεται ο Θεός στο κάθε μόριο σάρκας.

Όταν ανοίγω ένα καρπό, τέτοιος μου ξεσκεπάζεται μέσα μου ο σπόρος. Όταν μιλώ με τους ανθρώπους, αυτό ξεκρίνω μέσα στο χοντρό, πηχτολάσπωτο μυαλό τους.

Ο Θεός μάχεται στο κάθε πράμα, με τα χέρια τανυσμένα προς το φως. Ποιο φως; Όξω κι απάνω από κάθε πράμα!

Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας' μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη' μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.

Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.

Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά.

Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα' ο πόνος' και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος' είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατον αγώνα.

Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.

Η Μεγάλη Πνοή είναι ανώτερη από τ' ανθρώπινα τούτα ρωτήματα. Έχει πλούσιες, πολυπλάνητες ορμές, που για το λιγόπνοο νου μας φαντάζουν αντίφασες' μα μέσα στην ουσία της θεότητας αδερφώνουνται και πολεμούν όλες μαζί, πιστές παραστάτισσες.

Η αρχέγονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύνεται, μάχεται, αποτυχαίνει, πετυχαίνει, ασκείται. Είναι το Ρόδο των ανέμων!

Αρμενίζουμε κι εμείς και ταξιδεύουμε, θέλοντας το και μη, ξέροντας το κι ασύνειδα, μέσα στις θεϊκές απόπειρες. Έχει λοιπόν κι εμάς η πορεία μας στοιχεία αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, βοηθάει το Θεό, κιντυνεύει μαζί του.

Ποια είναι η ορμή, άπ' όλες τις ορμές του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει; Τούτη μονάχα: Μιαν κόκκινη γραμμή απάνω στη γης ξεκρίνουμε, μιαν κόκκινη αιματερή γραμμή, που με αγώνα ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στον άνθρωπο.

Ο ακατάλυτος τούτος προανθρώπινος ρυθμός είναι απάνω στη γης ετούτη η μόνη ορατή οδοιπορία του Αόρατου. Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν' ανέβει.

Δύσκολος, φοβερός, ατέλειωτος ανήφορος. Στήν έφοδο τούτη ο Θεός θα νικήσει, θα νικηθεί; Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;

Μα όλες τούτες οι έγνοιες είναι κατώτερες, κι όλες οι ελπίδες κι οι απελπισίες εξαφανίζουνται μέσα στο λιμασμένο, χωνευτό στρόβιλο του Θεού. Ο Θεός γελάει, θρηνάει, σκοτώνει, μας βάνει φωτιά και μας αφήνει μεσοστρατίς, αποκαψίδια!

Κι εγώ χαίρουμαι νιώθοντας ανάμεσα στα δυο μελίγγια μου, σαν ανοιγοσφάλιγμα ματιού, την αρχή και το τέλος του κόσμου.

Συμπυκνώνω σε μιαν αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού.

Όλη η Γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου. Ό,τι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει, μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σα μια μικρή βουβή αστραπή.

Αχ! την αστραπή τούτη ν' ατενίζουμε, να την κρατήσουμε μια στιγμή, να την οργανώσουμε σε ανθρώπινο λόγο!

Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεί όλο το γιγάντιο ερωτικό στροβίλισμα σε λεχτικήν ακινησία!

Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει! 

Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκσταση του.

Είμαι κι εγώ, σαν κάθε πράμα ζωντανό, στο κέντρο του παγκόσμιου στροβίλου. Είμαι το μάτι των τεράστιων ποταμών, κι όλα γύρα μου χορεύουν, κι ο κύκλος στενεύει ολοένα ορμητικότερος και χύνουνται ουρανός και γης στην κόκκινη καταβόθρα της καρδίας μου.

Κι ο Θεός με αντικρίζει με τρόμο κι αγάπη' άλλη ελπίδα δεν έχει' και λέει: «Τούτος ο Εκστατικός, που όλα τα γεννάει, τα χαίρεται και τα εξαφανίζει, τούτος ο Εκστατικός είναι ο Γιος μου!»

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση